Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Genki Kawamura, Μην ξεχάσεις τα λουλούδια, εκδ. Μίνωας

 

 

Ένα μυθιστόρημα για τη νέα μάστιγα του 21ου αιώνα

 

«Παλιά, το είδος μας δεν είχε καμία ελπίδα να επιζήσει ως τα πενήντα. Μόλις το όριο αυτό ξεπεράστηκε, άρχισαν να εμφανίζονται οι καρκίνοι. Τώρα που καταφέρνουμε να τους καταπολεμήσουμε και να αυξήσουμε το προσδόκιμο ζωής, έπεσε πάνω μας το αλτσχάιμερ… Ύστερα από κάθε νίκη, η ανθρωπότητα έχει να αντιμετωπίσει μια νέα απειλή»

 

Το παραπάνω απόσπασμα εμπεριέχει την παραδοχή μιας δυσάρεστης μεν, αλλά μεγάλης, δυστυχώς, αλήθειας: ότι πολλοί από εμάς, καθώς γερνάμε θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τη νέα φοβερή μάστιγα του 21ου αιώνα: του Αλτσχάιμερ, της αρρώστιας που σε κάνει να ξεχνάς ποιος είσαι… Πρόκειται για μία ασθένεια της οποίας τα αίτια δεν έχουν αποσαφηνιστεί και προσδιοριστεί ακόμη, ενώ θεραπεία που να εξαλείφει τη νόσο δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί, υπάρχουν διαθέσιμα μόνο φάρμακα που καθυστερούν μονάχα, κάπως, την εξέλιξή της.

Όσοι από εμάς έχουν ζήσει από κοντά γονιό, παππού, γιαγιά ή κάποιον συγγενή που να πάσχει από τη νόσο, μπορούν να βεβαιώσουν ακράδαντα ότι η συγκεκριμένη ασθένεια είναι πολύ δύσκολη, τόσο για αυτόν που τη βιώνει ο ίδιος, όσο και για τον περίγυρό του.

Η μάστιγα λοιπόν, αυτή είναι επόμενο να κάνει και την εμφάνισή της στον χώρο της λογοτεχνίας, όπου πολλοί συγγραφείς, τόσο Έλληνες όσο και ξένοι, προσπαθούν να αποδώσουν λογοτεχνικά τις παραμέτρους και τις επιπτώσεις της τρομερής αυτής ασθένειας. Σε αυτού του είδους τη λογοτεχνία ανήκει και το μυθιστόρημα του νεαρού Ιάπωνα συγγραφέα Γκένκι Καγουαμούρα με τίτλο «Μην ξεχάσεις τα λουλούδια», το οποίο έχει μεταφερθεί επίσης και στον κινηματογράφο.

Το βιβλίο επικεντρώνεται ανάμεσα στη σχέση μίας μάνας που πάσχει από τη νόσο του αλτσχάιμερ και στον γιο της που ετοιμάζεται να γίνει πατέρας. Αυτή είναι η Γούρικο και ο Ιζούμι που κατοικούν στη σύγχρονη Ιαπωνία, στην περιοχή του Τόκιο.

Η αφήγηση κινείται ανάμεσα στο παρελθόν, στις αναμνήσεις από το μεγάλωμα του Ιζούμι από τη Γιούρικο, και στο σήμερα, όταν η νόσος έχει κάνει την εμφάνισή της δυσκολεύοντας τη ζωή τόσο της Γιούρικο όσο και του Ιζούμι.

«Η Γιούρικο μονάχη, καθισμένη σε μια κούνια την παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Τα συμπτώματα της αρρώστιας ήταν ήδη ορατά. Μα γιατί δεν την είχε πάει αμέσως στο νοσοκομείο; Γιατί; Εξακολουθούσε να αναρωτιέται όταν έφτασε μπροστά στο παρκάκι, όπου η κούνια, άδεια αυτή τη φορά, παράδερνε στον άνεμο».

Τις τύψεις που ένιωθε ο Ιζούμι για τη μη έγκαιρη διάγνωση της νόσου θα τις έχουν νιώσει οπωσδήποτε και όσοι αναγνώστες έχουν εμπειρία από τη νόσο σε δικούς τους. Αυτοί, επομένως, είναι και εκείνοι που θα ταυτιστούν με τα συναισθήματα που νιώθει ο Ιζούμι που χάνει σταδιακά έναν δικό του άνθρωπο. Όλα αυτά έως ότου η μητέρα του περάσει από όλα τα στάδια της νόσου και φτάσει μέχρι τον θάνατο: αρχικά ψιλοξεχνάει πραγματάκια. Ύστερα αυτά που ξεχνάει είναι μεγαλύτερα και πιο σοβαρά- πολλές φορές δε και επικίνδυνα για τη σωματική της ακεραιότητα. Ακολούθως θυμάται μόνο τα παλιά από τη ζωή της. Μετά χάνεται στον δρόμο. Στη συνέχεια ξεχνάει να κάνει βασικά πράγματα για τη φροντίδα του εαυτού της. Και τέλος, ξεχνάει τον ίδιο της τον γιο… Τότε είναι που ο Ιζούμι θα αναγκαστεί, με βαριά καρδιά, να καταφύγει στη λύση του ιδρύματος ως το πικρό τέλος…

Ενδιαφέρον εφεύρημα στην αφήγηση του βιβλίου είναι και το ημερολόγιο της Γιούρικο, που ανακαλύπτει ο Ιζούμι και στο οποίο η ίδια αφηγείται πως γνώρισε τον πατέρα του Ιζούμι και κάποια ενδιαφέροντα στιγμιότυπα από τη ζωή της ως νέα. Κατά τα άλλα, αυτή η συνεχιζόμενη εναλλαγή «παρελθόν-παρόν» στο βιβλίο είναι και εκείνη που δίνει τη γοητεία στο βιβλίο. Ο Γιούρικο αναρωτιέται για το νόημα της σχέσης του με τη μητέρα του και θα ανακαλύψει, προτού να είναι αργά, όλα εκείνα τα όμορφα πράγματα που απομένουν στη σχέση τους…

Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Ηρώ Παπαχρυσάνθου, Έρωτας και εχθρός, εκδ. Γραφή

 


Δύο ερωτικές ιστορίες με φόντο τα τραγικά γεγονότα του Κρητικού πολέμου 1866-1869 μας αφηγείται η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας Ηρώ Παπαχρυσάνθου. Το πρωτόλειο συγγραφικό της πόνημα τιτλοφορείται «Έρωτας και εχθρός» και εκτυλίσσεται στο τουρκοκρατούμενο Ρέθυμνο κατά τη διάρκεια της μεγαλύτερης επανάστασης των Κρητών ενάντια στους Οθωμανούς, δηλαδή μεταξύ των ετών 1866-1869-αν και τα γεγονότα στο βιβλίο χρονολογούνται από το 1865 μέχρι και το 1867 με μία σύντομη αναφορά στο έτος 1848, χάριν της υπόθεσης.

Όπως εύλογα φαντάζεται κανείς, οι ερωτικές ιστορίες αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών θρησκευμάτων στο νησί. Όπως είναι γνωστό, οι περισσότεροι Τουρκοκρητικοί δεν ήσαν τουρκικής καταγωγής, δηλαδή Οθωμανοί. Μετά τον Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο του 1645-1669,όταν το νησί πέρασε από τα χέρια των Βενετών στους Οθωμανούς, πολλοί Έλληνες στην καταγωγή μεταστράφηκαν οικειοθελώς στον ισλαμισμό λόγω των τεράστιων καταστροφών που επέφερε ο μακροχρόνιος πόλεμος, ιδιαίτερα στην περιοχή του Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο, όπου και οι περίφημοι Τουρκοκρητικοί ήταν οι περισσότεροι σε αναλογία σε σχέση με τους χριστιανούς. Οι νεοπροσυλησθέντες αυτοί κάτοικοι ήσαν κατά κοινή ομολογία, πολύ φανατισμένοι ως νεοφώτιστοι στη νέα θρησκεία. Λίγοι ήταν οι Οθωμανοί έποικοι του νησιού που ήρθαν σε αυτό μετά το 1669, πέρα από κάποιους αξιωματούχους της οθωμανικής διοίκησης και κάποιων μόνιμων στρατευμάτων από την Ανατολία. Οι σχέσεις, βέβαια, όλων αυτών με τους χριστιανούς, με τους Κρήτες που έμειναν δηλαδή πιστοί στην Ορθοδοξία ποίκιλαν σημαντικά, συνήθως όμως ήταν εχθρικές. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες περιοχές του νησιού η αναλογία μεταξύ μουσουλμάνων ήταν μισοί-μισοί. Οι Τουρκοκρητικοί μιλούσαν, φυσικά, κρητικά. Πάντως, όταν αυτοί αναγκάσθηκαν να αφήσουν το νησί μετά από την υπογραφή της Σύμβασης της Λωζάνης, οι Τούρκοι της Μικράς Ασίας τους υποδέχθηκαν ως Έλληνες- που πράγματι ήταν, φυσικά, από άποψη καταγωγής.

Την εξαίρεση σε αυτές παρουσιάζει η Ηρώ Παπαχρυσάνθου στο βιβλίο της, μέσω δύο ερωτικών ιστοριών, της Μαρίας με τον Καμίλ, τον γιο του Οθωμανού διοικητή στο Ρέθυμνο, και της Χατιτζέ με τον Ρεθυμνιώτη Στέλιο.

Η υπόθεση του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από αυτά τα δύο ερωτικά ειδύλλια, ενώ υπάρχουν αναφορές στις σχέσεις των χριστιανών με τους μουσουλμάνους και στον πόλεμο που ξεσπά στο νησί με αίτημα την ένωσή του με την Ελλάδα.

Φινάλε του βιβλίου αποτελεί το Ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου. Η Μονή Αρκαδίου, σε απόσταση 23 χιλιομέτρων από την πόλη του Ρεθύμνου είχε αναδειχθεί σε κέντρο αντίστασης κατά τη διάρκεια της επανάστασης υπό την ηγεσία του χαρισματικού Ηγούμενου Γαβριήλ. Όταν οι Οθωμανοί περικύκλωσαν τη Μονή, στην οποία είχαν καταφύγει και πολλά γυναικόπαιδα, ο οπλαρχηγός Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη προκειμένου να μην πέσουν τα γυναικόπαιδα στα χέρια των Τούρκων. Συνολικά από τους 964 Κρήτες που βρίσκονταν στη Μονή, οι 864 σκοτώθηκαν κατά την έκρηξη ή στη μάχη, γύρω στους εκατό συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και μόνο τρεις ή τέσσερις κατάφεραν να διαφύγουν.

Πρόκειται για την πιο ένδοξη ιστορία της Μεγαλονήσου η οποία προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση και ενδιαφέρον στο εξωτερικό σχετικά με τις διαρκείς προσπάθειες που κατέβαλαν οι Κρητικοί για να ενωθούν με την Ελλάδα από το 1821 και μετά. Τα γεγονότα αυτά αναδεικνύει η Ηρώ Παπαχρυσάνθου στο βιβλίο της μέσα από δύο παράλληλες ερωτικές ιστορίες.

 

«Η συμμετοχή  σύσσωμης  της Κρήτης στον αγώνα-χωρικοί, ιερείς, αγράμματοι, λόγιοι, γυναίκες και άνδρες, ενωμένοι τώρα σαν μια γροθιά να δίνουν τη ζωή τους για την Ελευθερία-εξυμνούνταν από πολλούς σε όλο τον πλανήτη, από πρόξενους, δημοσιογράφους, συγγραφείς και ποιητές. Μα, πάνω απ’ όλους, από τον φιλέλληνα συγγραφέα και ποιητή Βίκτωρ Ουγκώ. Η θυσία στο Αρκάδι δεν τον άφησε ασυγκίνητο. Έγραψε επιστολές και εξύμνησε τον αγώνα των Κρητών. Μπορεί αυτά τα συγγράμματα να μην πήραν τη δόξα των «Άθλιων», αλλά προώθησε το Κρητικό Ζήτημα, συμβάλλοντας έτσι στην παγκόσμια αντίδραση. Το σημαντικότερο, δε, είναι ότι ανύψωσε το ηθικό του υποδουλωμένου λαού , μετά από διακόσια πενήντα χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας».


Θεόφιλος Γιαννόπουλος, Το μυστικό του Λέοντα, εκδόσεις Έξη

 


 


 

            Το λογοτεχνικό είδος που ορίζεται ως «περιπέτεια-Ιστορία-μυστήριο» έχει ελάχιστους εκπροσώπους στη χώρα μας, σε αντίθεση με αυτό που ορίζουμε ως «αστυνομικό-μυστηρίου-περιπέτεια» τύπου βιβλίο. Τέτοιες περιπέτειες, τύπου «Ιντιάνα Τζόουνς», ελάχιστοι Έλληνες συγγραφείς έχουν αποπειραθεί να γράψουν. Ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος είναι ένας από αυτούς που το έχουν επιχειρήσει και όχι μία, μάλιστα, αλλά τρεις φορές.

Η πρώτη συγγραφική απόπειρα του Θεόφιλου Γιαννόπουλου έγινε το 2017 όταν εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα που εντάσσεται στις κατηγορίες Ιστορία-περιπέτεια-μυστήριο με τίτλο «Το αγκάθινο Στέμμα». Ακολούθησε τρία χρόνια αργότερα το βιβλίο με τίτλο «Χρυσό αίμα» στο ίδιο αφηγηματικό στυλ. 

Τώρα ο Γιαννόπουλος επανέρχεται με «Το μυστικό του Λέοντα» ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα με καταιγιστική δράση, καταδιώξεις και άφθονο μυστήριο που έχει ως πρωταγωνιστές τους ίδιους ήρωες με τα προηγούμενα βιβλία του. Κι αν τα τρία βιβλία διαβάζονται ανεξάρτητα, εντούτοις το τέλος σε αυτό το βιβλίο υπόσχεται και συνέχεια…

Εδώ θα συναντήσουμε πάλι τον συμπαθέστατο Άγγελο και τη γυναίκα του, την Αλεξάνδρα, με την οποία μαζί θα προσπαθήσουν να λύσουν το μυστήριο, όπως και στα προηγούμενα βιβλία της σειράς.

Αυτή τη φορά όλα ξεκινούν όταν ο Κωνσταντίνος, φίλος του Άγγελου και μέλος της οργάνωσης Φρουροί του Φωτός, μιας οργάνωσης που έχει ως στόχο να προστατέψει την ιστορική κληρονομιά της ανθρωπότητας, βρίσκεται άσχημα τραυματισμένος στην εντατική, στην πόλη της Κωνσταντινούπολης. Προτού βρεθεί σε αυτή την κατάσταση στέλνει μήνυμα στον φίλο του Άγγελο γνωστοποιώντας του τα ευρήματά του από την πιο πρόσφατη αποστολή που είχε αναλάβει να εξιχνιάσει: το «Μυστικό των Μυστικών», το μυστήριο που είχε μείνει ως εκκρεμότητα για διαλεύκανση ήδη από το προηγούμενο βιβλίο του συγγραφέα. Τότε ο Άγγελος φαινόταν ότι δεν ήθελε να ασχοληθεί άλλο, τώρα, όμως, με τον φίλο του στην εντατική, δεν θα διστάσει διόλου να ακολουθήσει τις οδηγίες του και να τρέξει στα πιο απίθανα μέρη προκειμένου να βρει τη σύνδεση που μπορεί να υπάρχει μεταξύ του Αγίου Όρους, των Δελφών, της Κρήτης και της Αιγύπτου. Διότι, απ’ ότι φαίνεται, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Απόλλωνας και ο Θεός Ρα των αρχαίων Αιγυπτίων έχουν περισσότερα κοινά από όσα φαίνεται να έχουν εκ πρώτης όψεως... Η υπόθεση του μυθιστορήματος, επομένως, διαδραματίζεται και στα τέσσερα παραπάνω μέρη.

Οι κακοί, όμως, καραδοκούν,-και πως αλλιώς; αφού διαφορετικά δεν υπάρχει σασπένς!-όπως ο Τζακ, ένας επικίνδυνος ψυχοπαθής με ταραγμένη παιδική ηλικία, αλλά και ο μυστηριώδης Ευαγγέλου, αστυνομικός επιθεωρητής. Και, συν τοις άλλοις, κάποιος άλλος μυστηριώδης ισχυρός άγνωστος που βρίσκεται πίσω από αυτούς θέλει πάση θυσία να αποκτήσει πρόσβαση στα ευρήματα της έρευνα του Άγγελου που αφορά το «Μυστικό των Μυστικών». Θα τα καταφέρουν άραγε; Και θα μείνουν ασφαλείς άραγε ο Άγγελος και η Αλεξάνδρα;

Ο Γιαννόπουλος για άλλη μία φορά, αφορμώμενος από κάποιες ιστορικές αλήθειες σχετικές με ιστορικά μνημεία και την Ιστορία της αρχαιότητας γενικότερα, χτίζει ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα μυστηρίου που θα συναρπάσει τους αναγνώστες με τις αναφορές του σε κρυφές παγίδες, υπόγειες στοές, κρυμμένα από αιώνες  αντικείμενα, όπως δαχτυλίδια, δίσκους και αγαλματίδια, κρυμμένους θησαυρούς και άλυτους γρίφους, που όλα τους περιμένουν να βγουν στο φως. Μπόλικο κυνηγητό, κίνδυνοι, ανθρώπινη απληστία, εκδικητικότητα αλλά και αγάπη δίνουν τον τόνο του μυθιστορήματος για άλλη μία φορά. Η μία ανακάλυψη οδηγεί στην άλλη, το μυστήριο, όμως, θα περιμένει το επόμενο βιβλίο του συγγραφέα για να λυθεί οριστικά…

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Μάνος Κοντολέων, Κόντρα ρόλος, εκδ. Πατάκη

 

Έναν ρόλο έξω από τα συνηθισμένα, έναν κόντρα ρόλο, αντίθετο, δηλαδή, από τα αναμενόμενα επιφυλάσσει ο αγαπημένος  μυθιστοριογράφος και παραμυθάς παιδιών και μεγάλων, Μάνος Κοντολέων, για τους ήρωες του νέου του βιβλίου με τον ομώνυμο τίτλο. Το νέο του αυτό μυθιστόρημα, που απευθύνεται σε ενήλικες αναγνώστες, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα μυθιστορηματικού τύπου ψυχογράφημα με αντικείμενο την ανελέητη επέλαση του χρόνου, δηλαδή τα νιάτα που χάνονται σιγά σιγά και τα γηρατειά που παίρνουν τη θέση τους, τον έρωτα, την αγάπη, τη μοιχεία, τη δημιουργία οικογένειας, αλλά και τις γονεϊκές σχέσεις.

Πρόκειται για ένα ψυχογράφημα γραμμένο με παιχνιδιάρικη, αλληγορική, φιλοσοφική, αλλά και σατυρική, πολλές φορές, διάθεση, του οποίου η ιστορία παρουσιάζει πολλές αναλογίες με το γνωστό θεατρικό έργο «Φαίδρα» του γνωστού Γάλλου θεατρικού συγγραφέα του 17ου αιώνα, του Ρακίνα, το οποίο αναφέρεται στη διάσημη Φαίδρα της Ελληνικής Μυθολογίας. Η ηρωίδα αυτή ήταν η σύζυγος του Θησέα και είχε συνάψει ερωτικό δεσμό με τον Ιππόλυτο, τον γιο του Θησέα από προηγούμενο γάμο του.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι λυρική και ποιητική, πολλές φορές δε γίνεται μεταφορική, αμφίσημη και αλληγορική. Η αφήγηση λαμβάνει χώρα από την πλευρά του παντογνώστη αφηγητή και εμμένει τόσο στη δημιουργία εικόνων όσο και στην αναπαράσταση των συναισθημάτων και των πιο μύχιων σκέψεων των ηρώων. Οι περιγραφές είναι, πολλές φορές, εξαιρετικά γοητευτικές και καλοδουλεμένες, όπως η παρακάτω:

«Δέρμα ελαφρώς σκουρόχρωμο σε τόνους που δεν τους είχε προσφέρει μόνο ο ήλιος. Τριχοφυΐα διακριτικά πυκνή κάπου στη βάση του λαιμού κι από εκεί απλωνότανε  προς τους ώμους ,κάλυπτε μέρος-ίσως και όλο- το στήθος. Μαλλιά πλούσια, μαύρα με λαμπερές- σχεδόν σε βαθύ μπλε- αποχρώσεις, αγγίζουν τη βάση του λαιμού και τα μάτια του τόσο σκοτεινά γαλάζια όσο δύο στάλες από βραχώδεις ακτές της  Μεσογείου. Μάγουλα ισχνά, ελαφρώς αξύριστα, χαράζονται συχνά από αχνές ρυτίδες όταν το βλέμμα επιβάλλει στις σχισμές των ματιών να στενέψουν. Και χείλη σαρκώδη, κατακόκκινα. Στις άκρες τους δύο λακκάκια. Κι ένα άλλο στο πηγούνι. Απροσδιόριστη ηλικία- κάπου στα σαράντα;-κι είναι τα δάχτυλα που ίσως να θέλουν κάτι να μαρτυρήσουν. Ξερό το δέρμα τους και ένα πλέγμα από φλέβες οργώνει το πάνω μέρος της κάθε παλάμης. Αρσενικό μείγμα διαφορετικών φυλών-σίγουρα όλες του Νότου».

Αυτός ο νεαρός, που περιγράφεται παραπάνω, είναι ο γιος του πρωταγωνιστή στο βιβλίο ονόματι Λάμπρου Αρνή. Ο νεαρός αυτός θα ενσαρκώσει τον ρόλο του Ιππόλυτου στο βιβλίο.

Ο Λάμπρος είναι ένας εξαιρετικά επιτυχημένος κριτικός θεάτρου και βιβλίων, ο οποίος πλέον όμως ανήκει  στους δύοντες αστέρες του χώρο λόγω ηλικίας, αλλά και λόγω των νέων αντιλήψεων που δείχνουν να επικρατούν στον χώρο της τέχνης.  Ερωμένη του και σύντροφός του επί δέκα συναπτά έτη είναι η ηθοποιός που ανέδειξε ο ίδιος, η Αντρίνα Λεμονή με καταγωγή από την πανέμορφη και ακριτική Σκόπελο. Η Αντρίνα και ο Λάμπρος, όμως, έχουν πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας, εκείνος εξήντα έξι, εκείνη τριάντα πέντε, η  οποία, όσο περνούν τα χρόνια, γίνεται όλο και πιο εμφανής. Η Αντρίνα θα ενσαρκώσει τον παραλληλισμό με τη Φαίδρα του Ρακίνα και ο Λάμπρος θα είναι ο, παροπλισμένος πλέον, Θησέας.

Αρχικά θα μας εκπλήξει το γεγονός ότι, παρά την τεράστια διαφορά ηλικίας, εκείνος που φαίνεται ότι θέλει να τερματίσει την ανορθόδοξη αυτή σχέση δεν είναι η Αντρίνα, όπως θα περίμενε εύλογα κανείς, αλλά ο ίδιος ο Λάμπρος, ο οποίος έχει πλήρη ενσυναίσθηση της σωματικής του κατάστασης και της ηλικίας του παρά το γεγονός ότι φυσικά αγαπάει την όμορφη νεαρή ηθοποιό. Αυτά διαφαίνονται τουλάχιστον μέσα από τις εξαιρετικά αποκαλυπτικές συζητήσεις του με  τον Εβραίο γιατρό και φίλο του, τον Ερρίκο Εσκενάζυ.

Ο καταλύτης, όμως, στη σχέση τους, θα αποδειχθεί η ύπαρξη ενός φαντάσματος από το ξεχασμένο παρελθόν του στο Παρίσι: ο γνωστός φωτογράφος Πασκάλ Ομάν, ο γιος του, για του οποίου την ύπαρξη δεν γνώριζε τίποτε μέχρι πρότινος ο Λάμπρος. Αυτός ήταν ο καρπός του έρωτά του με τη Σιμπέλ Ομάν, μία Γαλλοαλγερινή κεραμίστρια την οποία είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια μίας νεανικής του παραμονής στην πόλη του Φωτός. Ο ερχομός του Πασκάλστη ζωή του ζευγαριού θα φέρει κυριολεκτικά τα πάνω κάτω στη μεταξύ τους σχέση, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο βλέπει καθένας από αυτούς τη γονεϊκότητα ή την πατρότητα αντίστοιχα, αλλά και την ερωτική σχέση. Η ύπαρξή του θα αποδειχθεί η κινητήριος δύναμη του μύθου, αλλά και αυτός που θα δώσει το οριστικό φινάλε τόσο στη σχέση τους, όσο και στο μυθιστόρημα.

Εν κατακλείδι πρόκειται για ένα ψυχογράφημα που απευθύνεται σε  όλους τους ενήλικες αναγνώστες, μία γοητευτική ιστορία που εκτυλίσσεται μεταξύ Ιουνίου του 2023 και Γενάρη του 2024, και θα μας προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη και περισυλλογή.


Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Από μένα αυτά…, εκδ. Πατάκη

 

φ.jpg

 

«Από μένα αυτά…» Έτσι επέλεξε να τιτλοφορήσει την τόσο διαφορετική αυτή «αυτοβιογραφία» της η διάσημη Βυζαντινολόγος και πρώτη γυναίκα πρύτανης του πανεπιστημίου της Σορβόννης Ελένη Γλύκατζη -Αρβελέρ. Το βιβλίο διαθέτει ως υπότιτλο «Συνομιλίες με τον Μάκη Προβατά και την Έφη Βασιλοπούλου» και είναι πράγματι αυτό ακριβώς που υποδηλώνει: μία αυτοβιογραφική απόπειρα της Ελένης Γλύκατζης-Αρβελέρ και της καταγραφής των απόψεών της για διάφορα θέματα μέσα από τις δεκαπέντε συζητήσεις που έλαβαν χώρα  στην Αθήνα και, κυρίως, στους  Δελφούς μεταξύ τον Νοέμβριο του 2021 και τον Αύγουστο του 2022.

Η ιδέα για τη συγγραφή του εν λόγω πονήματος ανήκει στον γνωστό δημοσιογράφο Μάκη Προβατά, ο οποίος έχει πάρει πάνω από 400 συνεντεύξεις από Έλληνες πανεπιστημιακούς, επιστήμονες και καλλιτέχνες. Η ίδια η Αρβελέρ επέλεξε να έχει κοντά της στο εγχείρημα  και την αγαπημένη της συνεργάτιδα από το 1993 στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών Έφη Βασιλοπούλου. Οι δυο τους, επομένως, ρωτούσαν και η Αρβελέρ απαντούσε με τρόπο τόσο αυθόρμητο που, αν χρειαζόταν να απαντήσει ξανά στις ίδιες ερωτήσεις θα έδινε άλλες απαντήσεις! Έτσι μας λέει τουλάχιστον στο τέλος της μακριάς αυτής σε έκταση συνέντευξης.

 Πρόκειται, επομένως, για μία συζήτηση εφ’ όλης της ύλης που περιλαμβάνει αυτοβιογραφικές αναφορές σχετικές με την οικογένεια της διάσημης Βυζαντινολόγου, τις σπουδές, τα παιδικά της χρόνια, τον σύζυγο, την κόρη της και τη ζωή της, τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης, τη μικρασιατική καταγωγή της, αλλά και τη δουλειά της και τις προσωπικές της συνήθειες και προτιμήσεις, τόσο στη Γαλλία, όσο και στην Ελλάδα.

 Πρόκειται, όμως, και για μία ανθολόγηση των απόψεών της σχετικά με την Ιστορία, το Βυζάντιο, την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας και της σχέσης της με την Ευρώπη, τον πόλεμο στην Ουκρανία, την πανδημία, τον σχολικό εκφοβισμό, τα παιδιά και τους νέους, την ελληνική συνέχεια στην Ιστορία, τα τραύματα του 1453 και του 1922, τον Ερντογάν, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον  Φρανσουά Μιτεράν, τη μητρότητα και ένα σωρό άλλα.

Η έκδοση συμπληρώνεται από 14 ποιήματά της στο τέλος του βιβλίου, 10 αδημοσίευτα εξ αυτών, και 4 δημοσιευμένα, τα οποία οφείλω να ομολογήσω πως ήταν πραγματικά υπέροχα. Για να είμαι ειλικρινής  έχω διαβάσει πολλά βιβλία της Αρβελέρ και πάντοτε τη θαύμαζα για το ιστορικό της έργο, ποτέ όμως δεν μπορούσα να φανταστώ, κα πραγματικά ξαφνιάστηκα τα μάλα, όταν έμαθα ότι όχι μόνο γράφει υπέροχα ποιήματα αλλά είναι σε θέση να απαγγείλει από στήθους και ένα σωρό ακόμη διάσημα ποιήματα του Ρεμπώ, του Ρίλκε, του Σεφέρη, του Σολωμού και άλλων.

Επιβεβαιώνεται, επομένως, μέσα από τοις σελίδες της ιδιότυπης αυτής βιογραφίας της ότι η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ, εκτός  από διάσημη Βυζαντινολόγος είναι και ένα πνεύμα πολύπλευρο και ανήσυχο, αλλά και ένας άνθρωπος με πολλά ταλέντα. Η ίδια μας λέει, επιπροσθέτως, ότι κατάφερε να γίνει όλα όσα έγινε μέσα από σκληρή δουλειά, αλλά και μέσα από το πείσμα της να κυνηγήσει το όνειρό της.

Το βιβλίο διαβάζεται εύκολα, σαν μυθιστόρημα, ενώ συνοδεύεται και από φωτογραφίες της αφηγήτριας σε πολλά στιγμιότυπα από τη ζωή της. Εμείς, πάντως,  μπορούμε να κρατήσουμε το μήνυμα που υπογράφει η ίδια για τους αναγνώστες στην αρχή του βιβλίου της: «Με τα μάτια στον ουρανό και τα πόδια στη γη κυνήγα αδιάκοπα το όνειρό σου».

Ανδρέας Μήτσου, Δυο παράξενα πλάσματα, εκδ. Καστανιώτη

 

 

Αλληγορία και μεταμορφώσεις σε μία υπερρεαλιστική νουβέλα

 

«Μήπως είμαι σήμερα «ζωντανή» επειδή σταμάτησα να τραγουδάω, επειδή έπαψα να φοβάμαι; μήπως γύρισα πίσω στη ζωή σαν μια βαλσαμωμένη μούμια, σαν το καμένο κούτσουρο του δάσους μετά την πυρκαγιά; Μήπως δεν είμαι παρά  ένα ξόανο χωρίς αισθήματα και τίποτα δεν με φοβίζει πλέον; Ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος; Μην τυχόν δεν είμαι αλήθεια ζωντανή;»

            Ποιητικά χρώματα, μπόλικος λυρισμός, ενδελεχής ενδοσκόπηση, κλίμα μαγικού ρεαλισμού και άφθονες υπαρξιακές αγωνίες χαρακτηρίζουν τη σύντομη και πολύ ιδιαίτερη νουβέλα του βραβευμένου συγγραφέα Ανδρέα Μήτσου με τίτλο «Δυο παράξενα πλάσματα».

            Ο συγγραφέας θίγει με πολύ έξυπνο τρόπο σύγχρονα υπαρξιακά, αλλά και κοινωνικά  προβλήματα μέσα από μια δυνατή αλληγορία ζωγραφισμένη αδρά με έντονες πινελιές μαγικού ρεαλισμού και σουρεαλισμού.

Γιατί έπαψα να τραγουδάω; Γιατί έπαψα να ζω; Πότε ακριβώς συνέβη αυτό και παραιτήθηκα από τη ζωή; Και κυρίως γιατί; Είναι πράγματι ο θάνατος το τέλος της ζωής; Είμαστε οι ίδιοι με αυτούς που ήμασταν ως παιδιά ή γινόμαστε διαφορετικοί καθώς μεγαλώνουμε; Γιατί στρουθοκαμηλίζουμε και κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις ατυχίες και τις αδικίες της ζωής; Και γιατί, τέλος, ανατρέχουμε διαρκώς στην παιδική μας ηλικία για να βρούμε τις απαντήσεις σχετικά με τον εαυτό μας, σχετικά με το ποιοι είμαστε τελικά και προς τα πού οδεύουμε;

«Όποιος αγαπάει είναι παιδί, δεν είναι γέρος, κατάλαβες; Εκείνου που δεν αγαπούν, εκείνοι μεγαλώνουν, εκείνοι γερνάνε, κείνοι μισούν και δεν συγχωρούν όσους μένουν παιδιά. Γιατί ξέρουν μόνο να μετρούν στη ζωή τους, κι ως την τελευταία στιγμή τους, ως τον θάνατο, ετούτο θα κάνουν. Θα μετρούν».

Ένα από τα πιο όμορφα και λυρικά σημεία της νουβέλας, στο οποίο ο συγγραφέας μας μεταφέρει μεγάλες αλήθειες δια του στόματος της Ευτέρπης που συμβουλεύει την προστατευόμενη ανιψιά της είναι το παραπάνω, ανάμεσα σε πολλά άλλα.

Η Ευτέρπη είναι η θεία ενός από τα δύο παράξενα πλάσματα που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο, της Ελένης. Αυτή είναι η αφηγήτρια και η κεντρική ηρωίδα του έργου. Μας αφηγείται, ως γιαγιά τη ζωή της κοντά στη θεία της που την μεγαλώνει και κοντά στο αγαπημένο της, μαγικό κατοικίδιο: τον Στρούθο, μία αρσενική στρουθοκάμηλο η οποία έχει την περίεργη ικανότητα να μικραίνει και να μεγαλώνει κατά βούληση. Όταν η Ελένη τραγουδά με τη στεντόρεια φωνή της, πολλές φορές μεγαλώνει. Οι δυο τους κινδυνεύουν από τον κακό επιστάτη, τον κυρ-Θανάση. Οι δυο τους πάντως έχουν έναν δεσμό που θα μας συγκινήσει.

Τι γίνεται, όμως, όταν μια μέρα η εξάχρονη Ελένη ξυπνάει σε μία ερημική παραλία της Νισύρου, αναζητώντας απεγνωσμένα το κατοικίδιό της και ευρισκόμενη ανάμεσα σε πτώματα μεταναστών που έχει ξεβράσει η θάλασσα; Η Ελένη νιώθει ότι πέθανε ακριβώς τότε- και ότι αναστήθηκε αμέσως μετά άραγε;. Κι όμως, στα ενενήντα έξι της χρόνια βρίσκεται και πάλι ζωντανή για να μας αφηγηθεί την ιστορία της. Ήταν όνειρο αυτό που έζησε ή μήπως ένας απαίσιος εφιάλτης; Μήπως ήταν μονάχα μία ψευδαίσθηση; Μήπως δεν συνέβη ποτέ; Ή μήπως η Ελένη ποτέ δεν μεγάλωσε; Ή, ακόμη χειρότερα, μήπως ποτέ δεν έζησε; Τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο; Μήπως, τελικά, η Ελένη και ο Στρούθος δεν είναι απλά παράξενοι, αλλά μονάχα διαφορετικοί;

«Ο θάνατος καταργείται μόλις νικηθεί ο φόβος και γίνει τραγούδι, και γίνει χορός, και γίνει ιστορία».

            Ο θάνατος, η ζωή, η νιότη, τα γηρατειά, το καλό και το κακό. Η νουβέλα ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα σε αυτές τις αντιφατικές έννοιες. Κι ο Μήτσου θα αφήσει πίσω του έναν αναγνώστη βαθιά σκεπτόμενο. Ήταν άραγε τυχαία η επιλογή του ηφαιστειογενούς νησιού που επέλεξε ως σκηνικό της ιστορίας του; Ή του τόσο ασυνήθιστου αυτού πουλιού στη χώρας μας, το οποίο έχει μάλιστα τη συνήθεια να θάβει το κεφάλι του στην άμμο, έτσι ώστε να μην βλέπει τα κακώς κείμενα; Μήπως οι αναφορές στην επιδημία και στο πρόβλημα των μεταναστών και της διαφορετικότητας και όλων αυτών τω υπαρξιακών αγωνιών διόλου τυχαίες δεν είναι; Και μήπως τελικά η πραγματικά αληθινή αγάπη έχει ως μοναδικό της αποδέκτη τη διαφορετικότητα;

«Τότε θέλησα να μάθω, αν ο κόσμος το αγαπάει το διαφορετικό πλάσμα, κι έμαθα πως, αντίθετα, οι πολλοί μισούνε ό,τι δεν τους μοιάζει, επειδή έχουν τον εαυτό τους για μέτρο, επειδή πιστεύουν πως όποιος είναι διαφορετικός, όποιος δεν είναι όμοιος μ’ αυτούς, τους αναιρεί, ότι τους απειλεί.{…}Οι πραγματικές διαφορές κρύβονται και δεν τις βλέπουμε παρά με τα μάτια της ψυχής. Μόνο όποιος είναι ο ίδιος ξεχωριστός μπορεί να δει τη μοναδικότητα του άλλου. Και γι’ αυτόν τον λόγο τον ερωτευόμαστε, τον κάνουμε δικό μας. Επειδή εμείς μπορούμε να το διακρίνουμε».