Το τάγμα των ιπποτών του Ναού ήταν το
δεύτερο στρατιωτικό τάγμα που ιδρύθηκε στους Αγίους Τόπους το 1119. Ιδρυτής του
θεωρείται ο Ούγος Πεν, ο πρώτος Μάγιστρος του τάγματος. Το κανονικό τους όνομα
ήταν «Φτωχοί στρατιώτες του Χριστού». Επειδή όμως δόθηκε στο τάγμα ως βάση από
τον τότε βασιλιά της Ιερουσαλήμ Βαλδουΐνο τον δεύτερο το άλλοτε ισλαμικό
τέμενος Αλ- Άκσα, το οποίο ήταν χτισμένο πάνω στα ερείπια του Ναού του
Σολομώντα, επικράτησε τελικά η ονομασία Ναΐτες ιππότες.
Ο Ούγος Πεν συνδέονταν με στενή φιλία με τον Άγιο Βερνάρδο του Κλερβώ, ο
οποίος και συνέταξε τον κανόνα του τάγματος στη Σύνοδο της Τρουά το 1128, με
εμφανείς όμως επιρροές από τον κανόνα του Αγίου Βενέδικτου. Οι όρκοι της
πενίας, της αγνότητας και της υπακοής δέσμευαν τους Ναΐτες, όπως ακριβώς και
τους Οσπιτάλιους. Για να τονιστεί μάλιστα η απλότητα και η ολιγάρκεια των
ιπποτών, οι πρώτες απεικονίσεις των μελών του τάγματος δείχνουν δύο ιππότες
καβάλα σε ένα μόνο άλογο. Το τάγμα αυτό είχε εξαρχής καθαρά στρατιωτικό και όχι
νοσοκομειακό χαρακτήρα. Η ύπαρξη του τάγματος αναγνωρίστηκε επισήμως το 1139
από τον Πάπα Ιννοκέντιο τον δεύτερο και το τάγμα ήταν υπόλογο μόνο σε εκείνον.
Όσον αφορά τον χωρισμό του τάγματος σε τάξεις, τη διοικητική του
οργάνωση, αλλά και τα θρησκευτικά καθήκοντα των ιπποτών, ισχύουν σχεδόν
αυτούσια τα προαναφερθέντα για το τάγμα των Οσπιταλίων. Η ενδυμασία των μελών
του τάγματος περιλάμβανε λευκό χιτώνα με κόκκινο σταυρό. Τον ιματισμό και τον
πολεμικό εξοπλισμό τον παραχωρούσε το τάγμα στα μέλη του.
Η είσοδος κάποιου μέλους στο τάγμα γινόταν μετά από αίτημα του ίδιου του
υποψήφιου με την καθιερωμένη τελετή εισδοχής, η οποία περιλάμβανε έναν
τυποποιημένο κύκλο ερωτήσεων προκειμένου να διαπιστωθεί η οικογενειακή και η
κοινωνική κατάσταση του υποψήφιου ιππότη. Συγκεκριμένα, ο υποψήφιος ερωτούνταν
εάν ανήκε σε άλλο μοναστικό τάγμα, αν ήταν νυμφευμένος, αν είχε χρέη και,
τέλος, αν είχε ευγενική καταγωγή και πλήρη σωματική υγεία. Εν συνεχεία, οι
ιππότες του απαριθμούσαν τα καθήκοντα με τα οποία θα βαρύνονταν έκτοτε ο
υποψήφιος και του υπενθύμιζαν την αυστηρή πειθαρχία σύμφωνα με την οποία θα
έπρεπε να ζει από δω και στο εξής. Εφόσον ο υποψήφιος έδινε τους όρκους και
δεσμευόταν να ζήσει με αυτούς τους όρους ως τον θάνατό του, γινόταν έκτοτε
κανονικό μέλος του τάγματος. Η τελετή τελείωνε με την απόδοση του λευκού μανδύα
στο νέο μέλος και τον τελετουργικό ασπασμό του υποτελή προς τους ανώτερούς του.
Ίδιες περίπου ήταν οι διαδικασίες ένταξης των υποψηφίων στο τάγμα των
Ιωαννιτών. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι και στα δύο τάγματα οι ποινές για
ανυπακοή ήταν ιδιαίτερα αυστηρές και ξεκινούσαν από επιτίμια, προσευχές και
υποχρεωτικές νηστείες και έφταναν μέχρι και φυλάκιση ή και αποπομπή από το
τάγμα.
Το τάγμα του Ναού προικοδοτήθηκε κι
αυτό με τη σειρά του με διάφορες δωρεές, τόσο σε γαίες, όσο και σε χρήματα. Ο
σκοπός των προσφορών αυτών ήταν να δοθούν στους ιππότες τα απαραίτητα μέσα για
να φέρουν εις πέρας τα στρατιωτικά τους καθήκοντα που αφορούσαν την προάσπιση
των σταυροφορικών κτήσεων. Η ακίνητη περιουσία του τάγματος περιλάμβανε
ιδρύματα στους Αγίους Τόπους, αλλά και στην ηπειρωτική Ευρώπη. Από νωρίς όμως, το τάγμα αυτό ανέπτυξε πολύ
έντονη οικονομική και τραπεζιτική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να αποκτήσει υπέρογκη
περιουσία για τα μεσαιωνικά δεδομένα και μεγαλύτερη δύναμη και επιρροή από το
τάγμα των Ιωαννιτών.
Στο απόγειο της δύναμής τους οι Ναΐτες κατείχαν πολλά κάστρα στη Μέση
Ανατολή, όπως το φρούριο της Τορτόζας στην Τρίπολη ή το φημισμένο Αθλίτ στην
Καισάρεια. Το 1291 όμως, μετά από την αντεπίθεση των μουσουλμάνων και την πτώση της Άκρας στα χέρια του μαμελούκου
σουλτάνου της Αιγύπτου αλ- Ασράφ, τερματίστηκε οριστικά η παρουσία τους στους
Αγίους Τόπους. Έτσι, βρέθηκαν και αυτοί στην ίδια αδράνεια και αμηχανία με τους
Οσπιτάλιους.
Για λίγα χρόνια οι Ναΐτες κράτησαν ένα φρούριο απέναντι από τις ακτές
της Συρίας στο νησί Ρουάντ, αλλά το 1303 το εγκατέλειψαν κι αυτό και μετέφεραν
την έδρα τους στο Παρίσι. Εκεί, μακριά από τα πεδία των μαχών, το τάγμα
εκφυλίστηκε στρατιωτικά, ενώ η ηγεσία του, αμήχανη, έψαχνε απεγνωσμένα έναν λόγο
για να αποδείξει ότι η φημολογούμενη ως τεράστια περιουσία του Ναού είχε ακόμη
κάποια χρησιμότητα στον ατέρμονο αγώνα της χριστιανοσύνης κατά του ισλάμ.
Οι τελευταίοι ηγέτες του Ναού, και ιδιαίτερα ο τελευταίος Μάγιστρος Ζακ
ντε Μολέ, στερούνταν διορατικότητας και προσαρμοστικότητας, σε αντίθεση με τους
ηγέτες των Οσπιταλίων, οι οποίοι, χάρη στους πιο επιδέξιους διπλωματικούς τους
χειρισμούς και την εκμετάλλευση των κατάλληλων συγκυριών, κατόρθωσαν να αποκτήσουν
τελικά την πολυπόθητη βάση τους στο νησί της Ρόδου. Προτάσεις του τότε Πάπα
Κλήμη του πέμπτου για ένωση των δύο ταγμάτων, των Οσπιταλίων και των Ναΐτών,
απορρίφθηκαν από τον Ζακ ντε Μολέ, επειδή ο τελευταίος είχε ενστάσεις κυρίως ως
προς τη συγχώνευση της περιουσίας των δύο ταγμάτων, -η περιουσία του Ναού ήταν
σαφώς μεγαλύτερη- αλλά και σχετικά με την παραχώρηση της εξουσίας του.
Ήταν λοιπόν καθαρά θέμα χρόνου να γίνει στόχος η τεράστια περιουσία του
Ναού από τους καταχρεωμένους μονάρχες της εποχής. Ο βασιλιάς της Γαλλίας
Φίλιππος ο τέταρτος, ο επονομαζόμενος και Ωραίος, έδωσε βάση στις φημολογίες
κάποιων δυσαρεστημένων πρώην μελών του τάγματος σχετικά με κάποιες ανορθόδοξες
πρακτικές που υποτίθεται πως ακολουθούσαν τα μέλη του τάγματος. Ένας τέτοιος
απόβλητος Ναΐτης ήταν ο Εσκιέ ντε Φλοριάν, του οποίου τις κατηγορίες περί
διαφόρων αιρετικών αντιλήψεων και σοδομισμού μεταξύ των μελών του τάγματος,
άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον ο βασιλιάς και ανέθεσε στον υφιστάμενό του νομικό,
τον Γουλιέλμο του Νογκαρέ, να συντάξει το κατάλληλο κατηγορητήριο. Ακολούθως
διέταξε το υποχείριό του, τον Πάπα Κλήμη τον πέμπτο, να διεξαγάγει έρευνες και
ανακρίσεις μεταξύ των μελών του τάγματος. Έτσι, το πρωινό της Παρασκευής της 13ης
Οκτωβρίου του 1307 έγιναν οι πρώτες συλλήψεις Ναΐτών στο Παρίσι και σε άλλες
πόλεις, κυρίως της Γαλλίας.
Το κατηγορητήριο ήταν εμφανώς χαλκευμένο και οι κατηγορίες, ακόμη κι αν
είχαν μια κάποια υπόσταση μεταξύ μεμονωμένων μελών του τάγματος, ασφαλώς δεν
μπορούσαν να γενικευτούν. Οι ιππότες του τάγματος όμως, κάτω από την πίεση
απάνθρωπων βασανιστηρίων, ομολόγησαν όλες τις κατηγορίες στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ακόμη και ο ίδιος ο Ζακ ντε Μολέ ομολόγησε, αλλά ακολούθως ανακάλεσε την
ομολογία του. Τελικά, στις 22 Μαρτίου του 1312 ο Πάπας με τη βούλλα Vox in excelso, κατήργησε οριστικά το τάγμα των
Ναΐτών, μολονότι δεν το καταδίκασε ως αιρετικό λόγω έλλειψης αδιάσειστων
στοιχείων. Όσο για την αμύθητη περιουσία του τάγματος, αυτή είχε σε μεγάλο
βαθμό λεηλατηθεί κατά τα χρόνια των ανακρίσεων. Το μεγαλύτερο μέρος της δεν το
καρπώθηκε τελικά ο Φίλιππος, αλλά μεταβιβάστηκε στους Ιωαννίτες.
Η τελευταία πράξη του δράματος τελείωσε με τη δημόσια καύση του Ζακ ντε
Μολέ τον Μάρτη του 1314, ο οποίος λέγεται ότι κάλεσε τον Γουλιέλμο του Νογκαρέ,
τον Πάπα και τον βασιλέα Φίλιππο να λογοδοτήσουν στον Θεό εντός του τρέχοντος
έτους για τις αδικίες που είχαν διαπράξει ενώπιον του τάγματος του Ναού.
Πράγματι, ο Νογκαρέ απεβίωσε οκτώ μέρες μετά, ο Πάπας έναν μήνα αργότερα, ενώ ο
Φίλιππος σκοτώθηκε τον Νοέμβριο του ίδιους έτους σε κυνηγετικό ατύχημα. Εξ’
αιτίας λοιπόν αυτού του τόσο βίαιου, άδικου, όσο και αινιγματικού τέλους των
Ναΐτών, τροφοδοτήθηκαν διάφοροι μύθοι σχετικά με αυτούς, μύθοι που εξακολουθούν
να έχουν υπόσταση ως τις μέρες μας.
-Michael
Haag, The Templars, History and Myth,
Profile books,2011
-Georges Bordonove, Ναΐτες
ιππότες, μυστική, αιρετικές μυσταγωγίες και αλήθεια, εκδόσεις Περίλπους,
Αθήνα, 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.