"Πρόσωπο από πέτρα" είναι το μισητό πρόσωπο του ρατσισμού. Ένα τέτοιο πρόσωπο κρύβουμε, κατά βάθος, όλοι μέσα μας. Αυτό το πρόσωπο καλείται να αντιμετωπίσει ο Σίμιον Μπράουν, ένας Αφαμερικανός, τυφλός από το ένα μάτι που θα μεταναστεύσει από τις ΗΠΑ στη Γαλλία το 1961 προκειμένου να μπορέσει να ζήσει χωρίς φόβο και κυρίως για να μην μπει στον πειρασμό να δολοφονήσει κάποιον από τους βασανιστές μας, όπως μας λέει ο ίδιος.
Αυτός είναι ο βασικός πυρήνας της υπόθεσης στο αντιρατσιστικό πόνημα του Αφροαμερικανού συγγραφέα Γουίλιαμ Γκάρντνερ Σμιθ, που γεννήθηκε, όπως και ο ήρωάς του, σε μία εργατική γειτονιά μαύρων στη Νέα Φιλαδέλφεια. Δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι το μυθιστόρημα του Γκάρντνερ με τίτλο "Πρόσωπο από πέτρα" στερείται αυτοβιογραφικών στοιχείων, αν σκεφτεί κανείς ότι ο συγγραφέας βίωσε τον ρατσισμό από πρώτο χέρι από πολύ μικρή ηλικία-όπως και ο ήρωάς του-, ότι μετανάστευσε στο Παρίσι- όπως και ο ήρωάς του- και ότι έζησε την εποχή ακριβώς κατά την οποία διαδραματίζεται το μυθιστόρημά του.
Ο Σίμιον έχει δεχτεί δύο ρατσιστικές επιθέσεις προτού πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του. Πρώτα χάνει το μάτι του όταν ήταν έφηβος και, λίγα χρόνια αργότερα δέχεται ξυλοκόπημα από λευκούς αστυνομικούς.
Ο Σίμιον θεωρεί ότι στη Γαλλία θα αντικρίσει έναν κόσμο χωρίς στεγανά και όρια φυλετικού χαρακτήρα. Πράγματι, για λίγο καιρό μετά από την άφιξή του στη χώρα, διαπιστώνει ότι το χρώμα του δέρματός του δεν έχει, ευτυχώς γι' αυτόν, καμία σημασία για τον κόσμο που τον περιβάλλει και για τους ανθρώπους τους οποίους συναναστρέφεται. Μάλιστα, δια μέσου ενός επίσης μαύρου γνωστού μετανάστη, θα γνωρίσει και τον έρωτα της ζωής του, τη Μαρία μια Πολωνοεβραία, επιζήσασα των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης που κουβαλάει κι αυτή τα δικά της τραύματα, φλέγεται όμως, συγχρόνως, από την επιθυμία να γίνει διάσημη ηθοποιός.
Μέχρι που, μια μέρα, ο Σίμιον θα εμπλακεί άθελά του σε κάποιο επεισόδιο με κάποιους Αλγερινούς μετανάστες και θα διαπιστώσει, προς μεγάλη του φρίκη, ότι η γαλλική αστυνομία επιφυλάσσει στους Αλγερινούς την ίδια μεταχείριση που οι αστυνομικοί των ΗΠΑ επιφυλάσσουν σε νέγρους σαν και αυτόν. Η αποκάλυψη αυτή θα του προκαλέσει σοκ, όπως και τα πικρά, μα αληθινά, λόγια που θα του απευθύνει ένας από αυτούς:
"Λοιπόν, λέγε, πώς νιώθεις τώρα; Υπέροχα, έτσι; Εδώ πέρα στη Γαλλία, στον ελεύθερο κόσμο. Μακριά από την πνιγηρή ατμόσφαιρα των ΗΠΑ, ε; Μπορείς να πας παντού, να κάνεις τα πάντα. Σπουδαίο αυτό. Θυμάμαι πώς ήταν η Αμερική εκείνα τα χρόνια. Αν ένας λευκός τσακωνόταν με μαύρο, ο μαύρος ήταν ένοχος, ο λευκός αθώος. Έτσι απλά. Το θυμάμαι. Πώς νιώθεις τώρα που οι ρόλοι αντιστράφηκαν ε; Πώς νιώθεις τώρα που έτσι, για αλλαγή, είσαι εσύ ο λευκός;"
Τα λόγια αυτά του Αλγερινού μετανάστη θέτουν επί τάπητος, εκτός από το ζήτημα του ρατσισμού, και το ζήτημα της αποικιοκρατίας. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η υπόθεση του μυθιστορήματος διαδραματίζεται το 1961, τότε δηλαδή που ο αγώνας των Αλγερινών για ανεξαρτησία βρισκόταν στην κορύφωσή του.
Το μυθιστόρημα επιλέγει ως κατακλείδα τα βίαια επεισόδια της 17ης Οκτωβρίου του 1961, όταν σε μία πορεία διαμαρτυρίας των Αλγερινών σχετικά με την απαγόρευση της κυκλοφορίας που τους είχε επιβληθεί, η αστυνομία άνοιξε πυρ και σκότωσε δεκάδες διαδηλωτές. Μισό χρόνο περίπου αργότερα, τον Μάρτη του 1962, η Γαλλία θα αναγκαστεί να παραχωρήσει την πολυπόθητη ανεξαρτησία στους Αλγερινούς. Τότε όμως θα είναι πλέον αργά και για τον ίδιο τον Σίμιον, που, απογοητευμένος από τον τόπο φιλοξενίας του, θα ανοίξει και πάλι πανιά για τη γενέτειρά του, προσδοκώντας σε ένα καλύτερο αύριο...
Αν κατακλείδι πρόκειται για ένα θαρραλέο και ρωμαλέο μυθιστόρημα που στέλνει ένα δυνατό αντιρατσιστικό μήνυμα, πάντοτε επίκαιρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.