Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Μάρκο Μπαλτσάνο, Θα μείνω εδώ, εκδ. Πατάκη

 

Ένα βιβλίο που θα ξαφνιάσει ευχάριστα τους λάτρεις της λογοτεχνίας,  είναι το νέο πόνημα του άγνωστου, μέχρι τώρα, στο ελληνικό κοινό Ιταλού συγγραφέα και εκπαιδευτικού Μάρκο Μπαλτσάνο με τίτλο «Θα μείνω εδώ». Πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα από κάθε άποψη, από άποψη, δηλαδή, πρωτοτυπίας του θέματος, ιστορικής έρευνας, τρόπου και μέσων της αφήγησης, αλλά και χρήσης της γλώσσας.

 

Ελάχιστοι Έλληνες αναγνώστες, κι εγώ ανάμεσά τους, έχουν διαβάσει ποτέ οτιδήποτε σχετίζεται με το Τιρόλο της Ιταλίας, τη γερμανόφωνη περιοχή της γείτονας χώρας επάνω στις Άλπεις, η οποία επιδικάστηκε στην Ιταλία, χωριζόμενη από την Αυστρία, με τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού το 1918. Οι περισσότεροι από εμάς δεν γνωρίζουμε τίποτε απολύτως για την εν λόγω περιοχή. Στο Τιρόλο, η έλευση του φασισμού με τον Μπενίτο Μουσολίνι στην εξουσία, έφερε τον βίαιο εξιταλισμό των αυστριακής καταγωγής κατοίκων της. Η χρήση της γερμανικής γλώσσας απαγορεύτηκε και η παράνομη χρήση και διδασκαλία της έλαβε  μία μορφή αντίστασης για τους εκεί κατοίκους.

 

Δύο από τους κατοίκους του Τιρόλο που αντιστέκονται σε αυτόν τον βίαιο εξιταλισμό είναι ο κτηνοτρόφος και γεωργός  Έριχ και η γυναίκα του Τρίνα στο χωριό Κουρόν στην περιοχή του Άλτο Άντιτζε. Η Τρίνα είναι δασκάλα και διδάσκει στα κρυφά τη γερμανική γλώσσα στα παιδιά του χωριού αψηφώντας τις διώξεις. Οι κάτοικοι προσβλέπουν αρχικά στον Χίτλερ προκειμένου να γλιτώσουν από την τυραννία του Μουσολίνι που τους απαγορεύει τη χρήση της μητρικής τους γλώσσας. Γρήγορα, όμως, οι ρατσιστικές πρακτικές του Γ΄ Ράιχ θα τους διαψεύσουν.

 

Ο Έριχ θα πολεμήσει στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το 1940 και, μετά από την έλευση των ναζί στην περιοχή θα καταφύγει στα βουνά μαζί με την Τρίνα, προσπαθώντας να αποφύγει μία νέα επιστράτευση. Παράλληλα με τις εξελίξεις που η ίδια η Ιστορία επιβάλλει στους κατοίκους της περιοχής, το ζευγάρι τρέφει κρυφό μαράζι για τα δυο παιδιά του: ο γιος τους, ο Μίχαελ, τάσσεται με τους ναζί, ενώ η κόρη τους η Μαρίκα, επιλέγει να εγκαταλείψει την πατρική στέγη προκειμένου να σπουδάσει με τους θείους της στη Γερμανία λίγο πριν από το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

 

Και, εν μέσω όλων αυτών των οικογενειακών περιπλοκών, η ιταλική κυβέρνηση αποφασίζει ότι θέλει να κατασκευάσει ένα φράγμα στην περιοχή, κάτι το οποίο σημαίνει ότι τόσο το Κουρόν όσο και η γειτονική Ρέζια θα αφανιστούν κάτω από τους τόνους νερού που θα πλημμυρίσουν την κοιλάδα μετά από την αποπεράτωσή του. Ο Έριχ, ο παπά Άλφρεντ και οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού τάσσονται σθεναρά κατά του σχεδίου αυτού, που θα ξεχαστεί με την έλευση του πολέμου, αλλά θα ξεκινήσει να υλοποιείται μεταπολεμικά. Οι κάτοικοι γρήγορα θα συνειδητοποιήσουν ότι ο αγώνας τους θα είναι μάταιος. Πρόκειται για αληθινή ιστορία και το μισοβυθισμένο καμπαναριό της εκκλησίας της Κουρόν διακρίνεται ακόμη και σήμερα στην τεχνητή λίμνη.

 

Ο συγγραφέας χειρίζεται με μαεστρία ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά και άγνωστο, από ιστορικής άποψης θέμα. Πέρα από τις ιστορικές πληροφορίες που  θα αποκομίσει ο αναγνώστης για την άγνωστη σε εμάς, καθ’ όλες τις όψεις της, ζωή στο Τιρόλο κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και όχι μόνο, θα απολαύσει τα μέγιστα το εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο, γραμμένο από την πλευρά της Τρίνα σε πρώτο πρόσωπο, εν είδει εξομολόγησης προς τη χαμένη κόρη της.

 

Ο πόνος της απώλειας διατρέχει όλες τις σελίδες του βιβλίου, από την αρχή μέχρι και το τέλος του: η απώλεια της Μπάρμπαρα, παιδικής φίλης της Τρίνα, που διδάσκει κρυφά γερμανικά και  καταδικάζεται σε εξορία από το καθεστώς του Μουσολίνι, ο πατέρας της Τρίνα που θα πεθάνει μεν από φυσικό θάνατο, αλλά δεν θα πάψει ποτέ να λείπει από τη ζωή της κόρης του, η απώλεια του Μίχαελ που θα συνταχθεί με τους ναζί- πρόκειται για απώλεια ιδεολογική, όχι απώλεια φυσικής παρουσίας-, αλλά και του Έριχ, όταν αυτός θα φύγει για τον πόλεμο. Πάνω απ’ όλα όμως είναι η απώλεια της Μαρίκα, μία ανοιχτή πληγή  που δεν επουλώνεται και για τους δύο γονείς. Και, φυσικά, η απώλεια της πατρίδας, της πατρογονικής γης των παιδικών χρόνων της Τρίνα και του Έριχ, μιας γης καταδικασμένης να χαθεί για πάντα στον βωμό των βιομηχανικών συμφερόντων που δεν υπολογίζουν ποτέ τους συναισθηματικούς δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων και της γης στην οποία κατοικούν.

 

«Αν εσύ γύριζες πίσω, η σκέψη πως το νερό επρόκειτο να μας πνίξει δε θα μας τρόμαζε πια. Με σένα κοντά μας θα βρίσκαμε τη δύναμη να φύγουμε γι’ αλλού. Να ξαναρχίσουμε από την αρχή».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.