Ένα
μυθιστόρημα σαν παλιά, καλή ελληνική ταινία…
Ο Γιάννης Ξανθούλης μπορούμε να
είμαστε βέβαιοι ότι θεωρείται πλέον ένας από τους «κλασικούς» σύγχρονους
Έλληνες συγγραφείς. Και , αυτή τη φορά, με το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα»,
πιστεύω ότι ο Γιάννης Ξανθούλης ξεπερνά τον «συγγραφικό» εαυτό του, καταθέτοντας
ένα από τα καλύτερα, μέχρι τώρα, βιβλία του στον σύγχρονο ελληνικό λογοτεχνικό
στίβο.
Γέλιο, ειρωνεία για τα συντηρητικά
ήθη της επαρχίας στα μέσα του περασμένου αιώνα, άφθονο χιούμορ και αφήγηση
σπιρτόζικη, γεμάτη πνεύμα και νοσταλγία, εμμονή στη λεπτομέρεια και
γλαφυρότατες περιγραφές τόσο προσώπων, όσο γεγονότων, τόπων και συναισθημάτων,
είναι τα κύρια χαρακτηριστικά ενός βιβλίου που θα μας ταξιδέψει πίσω στα έτη
1959-1960. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας δεν επεκτείνεται χρονικά στα γύρω έτη, αλλά,
αντίθετα, «εμμένει» στα δύο αυτά χρόνια, κάτι που «οφείλεται στην ψυχωτική
αμηχανία ενηλικίωσης που υπέστη- και την οποία, μάλλον, δεν ξεπέρασε ποτέ», όπως
μας γράφει ο ίδιος στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του.
Η
αφήγηση εκτυλίσσεται στη Ροδόσταμη, μία φανταστική κωμόπολη της Ανατολικής Μακεδονίας
η οποία φημίζεται για τα κάθε λογής προϊόντα που παράγει σχετικά με το
τριαντάφυλλο. Στη μικρή Ροδόσταμη, στην οποία δήμαρχος είναι ο Ερμόλαος
Τούβλος, αυτός με το –εύλογο- όνομα που δείχνει την ημιμάθειά του, διαβιεί η οικογένεια του παλαιστή Ηρακλή Γαργάρα- και
πάλι όνομα και πράγμα. Ο Ηρακλής είναι ένας «άντρας με τα όλα του», όπως και ο
πρωτότοκος γιος του, ο Σούλης. Πρωταρχικό μέλημα και των δύο είναι να δηλώνουν
διαρκώς με όλους τους τρόπους την ανδρική τους υπόσταση, τόσο με το... «γαμήσι»,
όσο και με τη μυϊκή τους δύναμη-ο Ηρακλής, εξάλλου, είναι ο επίσημος παλαιστής της
πόλης στα θερινά πανηγύρια της Ροδόσταμης, αφήστε που σηκώνει μονάχος του τον
Επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή. Ο μικρός της οικογένειας, έξι μόλις ετών, ο Χαράλαμπος-ή
αλλιώς Σους διότι όλο του λένε να σωπάσει ως ο μικρότερος που είναι- δεν έχει
λόγο πουθενά, αγαπάει όμως πολύ τις γάτες-εξ’ ου και η γάτα του η Ελεεινή.
Το
καρέ των κινηματογραφικών πρωταγωνιστών συμπληρώνουν οι γυναίκες της οικογένειας:
η μαμά Κατίνα, η οποία ξενοδουλεύει σε σπίτια για να συμπληρώσει το εισόδημα
που αποσπά ο Ηρακλής ως εργαζόμενος στο δημόσιο. Πρόκειται για μία γυναίκα
ταλαιπωρημένη-όπως και όλες άλλωστε οι γυναίκες της γενιάς και της εποχής της-
η οποία θα αποτελέσει και κομβικό πρόσωπο, εν τέλει, για την εξέλιξη της υπόθεσης
του βιβλίου. Οι δύο αδελφές, η μεγαλύτερη ασχημούλα, μα πανέξυπνη, Φιλοθέη και η
μικρότερη πανέμορφη, μα χαζοβιόλα, Μαγιοπούλα, συμπληρώνουν το καστ. Οι δυο τους
εμφορούνται από το άπιαστο όνειρο της φυγής του στην Αθήνα, η οποία πρέπει να
ομοίαζε σαν το Παρίσι στα μάτια των επαρχιωτών της εποχής, τότε που η ζωή στην
πρωτεύουσα είχε μεγάλη διαφορά σε σχέση με την ελληνική επαρχία.
Τα
ονόματά τους δεν είναι, φυσικά, τυχαία: το ένα μας θυμίζει την Αθήνα και το άλλο το γνωστό τραγούδι
του Θεοδωράκη «Μαργαρίτα, Μαγιοπούλα». Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά,
αφού στο μυθιστόρημα είναι όλα τόσο προσεκτικά διαλεγμένα έτσι ώστε να θυμίζουν
τη δεκαετία του 1950-υπενθυμίζω ότι το τραγούδι αυτό γράφτηκε το 1956, οπότε θα
ακουγόταν στα ραδιόφωνα της εποχής το 1959-1960, τότε που διαδραματίζεται η
υπόθεση του μυθιστορήματος. Το 1959, επίσης, είναι η χρονιά που βγήκε η
περίφημη ελληνική ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο».
Και
να ’ταν μόνο αυτά; Το τραγούδι Μάμπο 17-23 του Μαρίνο Μαρίνι. Τα τραγούδια της Μαριάννας
Χατζοπούλου στα τρανζίστορ της εποχής. Το άπιαστο όνειρο της αστικής ζωής για
όλους τους επαρχιώτες και η επιδίωξη της φυγής από τη φτώχεια της επαρχίας. Τα
ήθη και τα έθιμα του χριστιανικού εορτολογίου: πανηγύρια προφήτη Ηλία, γιορτή
Δεκαπενταύγουστου, 28η Οκτωβρίου, σφάξιμο χοίρου τα Χριστούγεννα,
πασχαλινά έθιμα. Η βία στις οικογένειες τότε και η αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία
των ανδρών. Όλα τα παραπάνω θα μας φέρουν στον νου την Ελλάδα του 1959-1960.
Ένα
μυθιστόρημα, λοιπόν, που είναι σαν παλιά ελληνική ταινία με τον Κωνσταντάρα,
τον Βέγγο και τη Βουγιουκλάκη… Ένα μυθιστόρημα με χαρακτήρες «τραβηγμένους» από
τα μαλλιά στην απεικόνισή τους, υπερβολικούς και αστείους…
Με
αφήγηση γεμάτη φλέγμα και σαρκασμό για την ελληνική κοινωνία της επαρχίας στα
μεταπολεμικά χρόνια της Ελλάδος...
Με
άφθονο χιούμορ και σκληρή, ωμή και ρεαλιστική γλώσσα που ο συγγραφέας δεν
διστάζει να κάνει ως και βωμολοχική κάποιες φορές, δίχως, όμως, να γίνεται ποτέ
χυδαία…
Με
έντονη διάθεση σάτιρας για τα συντηρητικά ήθη της εποχής…
Με
ευφάνταστα ονόματα για τους χαρακτήρες, προσεκτικά διαλεγμένα από τον συγγραφέα,
που δίνουν έναν τόνο υπερρεαλισμού στο,
κατά τα άλλα, νατουραλιστικό πόνημά του…
Με
εντελώς ξεκάθαρες καρικατούρες χαρακτήρων, οι οποίες προϋποθέτουν μπόλικη
φαντασία στη δημιουργία τους…
Με
αφήγηση που ρέει σαν λαϊκό παραμύθι…
Με
εκπληκτικά σκίτσα στο τέλος του βιβλίου-μία μεγάλη πρωτοτυπία-που απεικονίζουν τους
ήρωες του βιβλίου δια χειρός του ίδιου του συγγραφέα…
Ένα
μυθιστόρημα για το δικαίωμα που έχει κανείς να ελπίζει σε μια καλύτερη ζωή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.