Σάββατο 3 Μαΐου 2025

Θεοδοσία Μπίτζου, Μις Σάλιβαν, εκδ. Βακχικόν

 

    "Άραγε, οι αράχνες αγαπούν; Είναι εκλεκτικές στο φαγητό τους; Εάν πάρω μία αράχνη και την πάω σε άλλο δωμάτιο, θα γυρίσει πίσω; Και, ιδίως, γιατί άραγε κάθε επιθυμία γίνεται τροφή μιας αράχνης και περιμένει υπομονετικά να πέσει στα δίχτυα της;"

    Τέτοιου είδους απορίες, μα και πολλές άλλες περί αραχνών και ψυχής, θέτει η Μις Σάλιβαν, η ηρωίδα της νουβέλας της πρωτοεμφανιζόμενης στον χώρο αρχιτεκτόνισσας και συγγραφέως Θεοδοσίας Μπίτζου. Χρησιμοποιώντας εντέχνως το μικρό αρθρόποδο ως αλληγορία, μα και ως διαρκή και επίμονη εικόνα στη νουβέλα της, η Μις Σάλιβαν, δια στόματος της συγγραφέως, αφωρμάται από αυτό προκειμένου να μας μιλήσει για το επώδυνο παρελθόν της, για τις ενοχές, τα λάθη της, αλλά και για βαθιές πληγές που δεν έκλεισαν ποτέ.

    Η Μις Σάλιβαν κατοικεί ολομόναχη στη γιγάντια ερειπωμένη και αραχνιασμένη έπαυλή της, ένα κτίριο το οποίο βρίσκεται προφανώς σε παρακμή, όπως και η ιδιοκτήτριά του άλλωστε. Η ηλικία της δεν προσδιορίζεται επακριβώς, είναι όμως σαφές ότι πρόκειται για μια ηλικιωμένη γυναίκα. Η Μις Σάλιβαν δεν έχει να κάνει και πολλά πράγματα, ούτε και να περιμένει κάτι από το μέλλον της. Αναπολεί, λοιπόν, διαρκώς τα περασμένα και αναλώνει τον χρόνο της στην ενδελεχή παρατήρηση των έτερων μικρών ενοίκων του αρχοντικού της: των πολυάριθμων αραχνών που έχουν ριζώσει για τα καλά στο σπιτικό της και έχουν κεντήσει παντού στους τοίχους και τα έπιπλά του ιστούς. Όχι πως μπορεί εύκολα να απαλλαγεί από αυτούς και τις αράχνες... Όπως μας ομολογεί η ίδια, αν και διέλυσε κάποια στιγμή τους ιστούς τους και σκότωσε τις αράχνες, αυτές εντούτοις, σύντομα ξαναγύρισαν στο σπίτι της με κάποιον μαγικό, θαρρείς, τρόπο και ξεκίνησαν και πάλι από την αρχή το έργο τους, σαν να μην είχε μεσολαβήσει ποτέ η εξόντωσή τους από τη μοναχική ηλικιωμένη γυναίκα. 

"Αγαπητοί, 

Απευθύνομαι σ' εσάς  γιατί γνωρίζω ότι είστε ένα κοινό αξιόλογο, άνθρωποι μορφωμένοι, κάποιοι είστε επιστήμονες βιολόγοι που θ καταλάβετε και ίσως-γιατί όχι;-θα δώσετε απαντήσεις στα ερωτήματα που με απασχολούν.

Όλη μέρα κλεισμένη σε αυτό το σπίτι, ένα παλιό αρχοντικό, κινούμαι αργά στα σβηστά παράθυρα, την αγκυρωμένη πόρτα, τις άδειες κάμαρες.

Συανντώ σε γνωστές γωνίες αράχνες που περιμένουν το επόμενο θύμα τους ή άλλες που φιλότιμα ανεβαίνουν και κατεβαίνουν πλέκοντας δίχτυα.

Και ερωτώ, ξέρουν ότι ζουν μόνο γιατί εγώ το επιτρέπω;"

    Έτσι επιλέγει να αρχίσει τη νουβέλα της η Μπίτζου, εισάγοντάς μας κατευθείαν σε αυτό το μυστηριακό κλίμα της σήψης και της παρακμής. Το έργο της είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια τα οποία αποτυπώνουν κατά κύριο λόγο σκέψεις. Τα περισσότερα από αυτά καταλήγουν σε κάποιο υπαρξιακό ερώτημα το οποίο αφορά είτε τις αράχνες, είτε την ίδια, κατ' επέκταση, όμως, όλους μας.

    Η ξαφνική επιστροφή του Πιτ θα διακόψει κάπου κάπου την περιήγηση στα μοναχικά και σκοτεινά δωμάτια του σπιτιού-και στις σκοτεινές σκέψεις της ενοίκου του. Το ίδιο και οι αναφορές στην Εστέλλα και στον μακρινό εκείνο συγγενή που ταξίδεψε ως τη Μαδαγασκάρη προκειμένου να βρει και να σκοτώσει τη μεγαλύτερη αράχνη του κόσμου.

    Η Μις Σάλιβαν εκπέμπει κραυγές αγωνίας. Άραγε θα εισακουστούν; Το κύριο ερώτημα που τίθεται συνοψίζεται στο απόσπασμα:

"Πώς η αγάπη καταλήγει τόσο μόνη; Πείτε μου, τα κύτταρα της εφυΐας του ανθρώπου έχουν τόση δύναμη να καταστρέφουν αυτό που πιο πολύ αγαπήσαμε στη ζωή μας;"

  Μια γυναίκα και ένα σπίτι, επομένως, σε απόλυτη παρακμή. Μία ζωή σε απόλυτη παρακμή, μια ζωή χαμένη. Μία υπαρξιακή νουβέλα για τα λάθη του παρελθόντος,για τις ευκαιρίες που χάθηκαν, αλλά για την αναζήτηση της δικαίωσης. Το τέλος της καλογραμμένης αυτής νουβέλας θα αποβεί λυτρωτικό για την ηρωίδα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.