Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Jonathan Kennedy, Παθογένεση, Η ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από οκτώ επιδημίες,

 



Τα τελευταία χρόνια αυτό που είναι κοινώς παραδεκτό ως  «αντικειμενική» και «επίσημη» Ιστορία έχει πολλαπλώς αναθεωρηθεί αφού πλέον οι ιστορικοί έχουν στη διάθεσή τους πολύ περισσότερα στοιχεία και συνεργάζονται ευρέως με άλλες επιστήμες όπως η γεωγραφία, η εθνολογία, η γενετική, η βιολογία, η δημογραφία, η ιατρική κ.α. Έτσι τελευταία έχουν δει το φως ιστορικά πονήματα γραμμένα από έγκριτους ιστορικούς που αποδεικνύουν πως πολλά γνωστά ιστορικά γεγονότα είχαν πολλαπλές αφετηρίες και ήταν αποτέλεσμα πολλαπλών και εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων. Τέτοιοι απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως το κλίμα, ο καιρός και οι επιδημίες φαίνεται, λοιπόν, πως έπαιξαν στην Παγκόσμια Ιστορία μεγαλύτερο ρόλο από αυτόν που τείνουμε να πιστεύουμε.

            Στην παραπάνω κατηγορία εντάσσεται και το πρώτο πόνημα του Jonathan Kennedy, με τίτλο «Παθογένεση, Η ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από οκτώ επιδημίες». Ο Kennedy μπορεί να μην είναι καθεαυτό ιστορικός ως προς την ειδικότητά του, αλλά καθηγητή Δημόσιας Υγείας και διδάκτορας της Κοινωνιολογίας, εντούτοις το πόνημά του πληροί όλες τις προϋποθέσεις που θα έθετε για να το διαβάσει ένας ιστορικός,. Εν ολίγοις πρόκειται για ένα τεκμηριωμένο ιστορικά πόνημα που αποδεικνύει τον ρόλο που έπαιξαν οι επιδημίες στην παγκόσμια Ιστορία.

Θα φανταζόταν άραγε ποτέ κανείς από εμάς ότι η επικράτηση του Homo Sapiens έναντι των άλλων ανθρωπιδών μπορεί να οφείλεται όχι στην υποτιθέμενη ανώτερη ευφυΐα του, όπως πιστεύαμε ακράδαντα μέχρι τώρα, αλλά στο ανθεκτικότερο γονιδίωμά του σε ό,τι αφορά τις πανδημίες της προϊστορικής εποχής; Ή ότι η πτώση της άλλοτε κραταιάς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της επικράτησης του χριστιανισμού ή της ταχύτατης προέλασης του ισλάμ αργότερα μπορεί να οφειλόταν, τουλάχιστον εν μέρει, στον ρόλο των επιδημιών; Θα φανταζόμασταν ενδεχομένως, ότι η νομαδική ζωή των Οθωμανών μπορεί να τους έκανε ανθεκτικότερους στις επιδημίες της εποχής σε σχέση με τους Ευρωπαίους και τους Βυζαντινούς και ότι-και- σε αυτό μπορεί να  οφείλεται η αστραπιαία εξάπλωσή τους τον 14ο μεταχριστιανικό αιώνα;

Αναμφίβολα, το παράδειγμα της εξόντωσης των ιθαγενών κατοίκων της Αμερικής είναι το γνωστότερο από τα γεγονότα που αναφέρει το βιβλίο σχετικά με τον ρόλο που έπαιξαν οι επιδημίες στην εδραίωση των Ευρωπαίων στον Νέο Κόσμο. Οι περισσότεροι, όμως, σίγουρα δεν γνωρίζουν τον σημαντικότατο ρόλο των επιδημιών στην κατάργηση της δουλείας τον 19ο αιώνα ή στον εντελώς αρπακτικό και τυχοδιωκτικό χαρακτήρα που πήρε ο αποικισμός της Αφρικής, σε αντίθεση με εκείνον της Αμερικής. Οι επιδημίες, όμως, και ο Μαύρος Θάνατος στα τέλη του Μεσαίωνα έπαιξαν σπουδαίο ρόλο και στη σταδιακή αντικατάσταση της φεουδαρχίας από το καπιταλιστικό σύστημα και στην εδραίωση της Βιομηχανικής Επανάστασης πρώτα στη Γηραιά Αλβιώνα.

Το βιβλίο του Kennedy χωρίζεται σε οκτώ κεφάλαια που μελετούν όλη την ιστορία της ανθρωπότητας από την αυγή της μέχρι σήμερα: παλαιολιθικές επιδημίες, νεολιθικές, αρχαίες, μεσαιωνικές, αποικιακές, επαναστατικές, βιομηχανικές επιδημίες και επιδημίες φτώχειας.

Συν τοις άλλοις, να προσθέσουμε εδώ ότι το βιβλίο είναι εξαιρετικά καλογραμμένο και ευκολοδιάβαστο-κάτι το οποίο σίγουρα οφείλεται στη χαρισματική πένα του συγγραφέα, αφενός, αλλά και στην εξαίρετη μετάφραση του Χριστόδουλου Λιθαρή. Εν ολίγοις, το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όλους τους αναγνώστες, ιστορικούς και μη, και το συγκαταλέγω στα καλύτερα από αυτά που διάβασα το τρέχον έτος. Ένα βιβλίο που θα πλουτίσει τις ιστορικές μας γνώσεις και θα μας εκπλήξει ευχάριστα, ενώ το μόνο σίγουρο είναι ότι θα θυμόμαστε το περιεχόμενό και τα συμπεράσματά του για πολύ καιρό μετά από την ανάγνωσή του.


Συλλογικό, Η πρώτη μου αγάπη, εκδ. Λέμβος

 

Ένα ακόμη συλλογικό έργο με την επιμέλεια του γνωστού συγγραφέα Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις λέμβος, ευκολοδιάβαστο, μικρό στο μέγεθος και διαθέσιμο σε τρία διαφορετικά χρώματα εξωφύλλου. Ο λόγος για τον συλλογικό τόμο με τίτλο «Η πρώτη μου αγάπη» που διατίθεται από τις εκδόσεις λέμβος. Σε αυτόν τριάντα τέσσερις καταξιωμένοι Έλληνες συγγραφείς γράφουν από ένα διήγημα σχετικό με την πρώτη τους αγάπη, τον πρώτο-και αλησμόνητο- έρωτα της ζωής τους. Τριάντα τέσσερις, επομένως, ερωτικές ιστορίες, όλες πρωτότυπες και αρκετά διαφορετικές  μεταξύ τους, περιέχονται στον εν λόγω τόμο. Για άλλη μία φορά λοιπόν, μία πρωτότυπη ιδέα εφαρμόζεται και υλοποιείται συγγραφικά με τον καλύτερο τρόπο.

            Όλοι μας θυμόμαστε την πρώτη μας αγάπη. Για πολλούς από εμάς αυτή μας είχε επισκεφθεί στα σχολικά μας χρόνια-ακόμη και στα νηπιακά χρόνια, ή στα χρόνια του δημοτικού, όπως αποδεικνύουν κάποια από τα διηγήματα του τόμου. Για άλλους από εμάς, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα ήρθε στις μεγαλύτερες σχολικές τάξεις, τότε που οι ορμόνες της εφηβείας χτυπούσαν κόκκινο. Για κάποιους άλλους, η πρώτη επίσκεψη του μικρού φτερωτού θεού που έμεινε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη τους ήρθε κάποιο καλοκαίρι, στο πλαίσιο κάποιων αλησμόνητων διακοπών. Ή, τέλος, για έτερους συγγραφείς, το πρώτο καρδιοχτύπι έλαβε χώρα μέσα στο πλαίσιο κάποιας αγνής παιδικής φιλίας η οποία έμελλε να μετεξελιχθεί σε κάτι εντονότερο… Οι περισσότεροι από αυτούς τους έρωτες, πάντως, είχαν άδοξη κατάληξη, χωρίς βέβαια αυτό  να σημαίνει ότι αυτοί δεν έμειναν χαραγμένοι για πάντα στη μνήμη εκείνων που τους έζησαν…

Αναντίρρητα, η πλειοψηφία των πρώτων ερώτων εμπίπτει σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες για τους περισσότερους ανθρώπους, αλλά και για τους συγγραφείς του παρόντος πονήματος. Εντούτοις, κάποιοι έρωτες είχαν διαφορετική αφετηρία-και κατάληξη ενδεχομένως. Κάποιοι συνέβησαν σε απίθανα μέρη, ήρθαν εκεί όπου κανείς δεν τους περίμενε, ή είχαν αλληγορική σημασία για τους συγγραφείς τους- η πρώτη αγάπη δεν αφορά πάντοτε άνθρωπο, επομένως, και ας μην μας φαίνεται περίεργο κάτι τέτοιο…

Ποιος ήταν ο πρώτος έρωτας του διάσημου Νίκου Καζαντζάκη; Πώς γίνεται μία μετανάστευση στο εξωτερικό να αποκτά ερωτικό περιεχόμενο; Πώς είναι δυνατόν η πρώτη αγάπη κάποιου να γίνει μουσείο; Είναι άραγε θεμιτό να ερωτευτεί κάποιος έναν άστεγο; Τι θα γίνει αν το αντικείμενο του πόθου μας επιλέξει να τελειώσει τον βίο του μέσα σε ένα μοναστήρι; Και πώς νιώθουμε όταν ανακαλύπτουμε την παλιά μας αγάπη σε παλιές καταχωνιασμένες φωτογραφίες ή στα σύγχρονα κοινωνικά δίκτυα;

Τέτοιους πρωτότυπους δρόμους ακολούθησαν οι εμπνεύσεις πολλών από τους συγγραφείς που υπογράφουν τα διηγήματα του παρόντος τόμου. Το ίδιο ποικίλοι είναι και οι τόποι που οι εν λόγω ιστορίες  λαμβάνουν χώρα: Ρέθυμνο, Ικαρία, Αιγάλεω, Θεσσαλονίκη, Αρκαδία και άλλα πολλά είναι ορισμένα από τα μέρη στα οποία διαδραματίζονται οι ερωτικές ιστορίες. Το μόνο σίγουρο που ισχύει για όλες τις πρώτες αγάπες, είναι αυτό που μας λέει ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης στον πρόλογο του βιβλίου που επιμελείται:

«Η πρώτη αγάπη θα έχει ξεχωριστή θέση στη ζωή του καθενός. Είναι εκείνη η στιγμή που για πρώτη φορά η φλόγα του έρωτα δεν έσβησε  γρήγορα μέσα σε μία στιγμή, αλλά μετατράπηκε σε πυρκαγιά δυνατή η οποία φούντωνε μέρα με τη μέρα.{…} Εκτός του ότι αντιπροσωπεύει τη νεότητά μας, η πρώτη αγάπη μπορεί να μας υπενθυμίσει εκείνες τις στιγμές που όλα φαίνονταν δυνατά και υποσχόμενα, τότε που η ζωή μας ήταν καθημερινά γεμάτη από καινούργια και συναρπαστικά πράγματα. Η σκέψη γι’ αυτή την πρώτη σχέση μπορεί να μας κάνει ν’ αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί αν είχαμε λάβει διαφορετικές αποφάσεις σε καίριες στιγμές της ζωής μας, παρόλο που στέκεται πάντα αδύνατο ν’ αντισταθούμε στον χρόνο ο οποίος τρέχει γρήγορα και παρασέρνει τα πάντα».

            Εν κατακλείδι, το βιβλίο «Η πρώτη μου αγάπη» είναι αναντίρρητα το καλύτερο ανάγνωσμα για τις ώρες της θερινής ραστώνης που βρίσκεται προ των πυλών. Το γεγονός δε ότι περιέχει διηγήματα και όχι ένα συνεχές κείμενο το καθιστά πολύ εύκολο στην ανάγνωση, η οποία μπορεί να γίνει και αποσπασματικά, ενώ το περιεχόμενό του απευθύνεται σε αναγνώστες κάθε ηλικίας και ιδιαίτερα στους νέους και τους εφήβους, τους οποίους πάντοτε αφορά οποιοδήποτε ανάγνωσμα σχετίζεται με τον έρωτα.

Πάουλους Χόχγκατερερ, Η μέρα που ο παππούς μου έγινε ήρωας, εκδ. Βακχικόν

 

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν, αναντίρρητα, αν όχι το πιο σημαντικό, σίγουρα ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα του εικοστού αιώνα. Λογικό είναι, επομένως, να εξακολουθεί να εμπνέει ως σήμερα πεδία όπως η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος κ.α.

            Ένα από τους συγγραφείς που εμπνεύστηκαν από αυτόν είναι και ο Πάουλους Χόχγκατερερ, ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της Αυστρίας σήμερα. Ο Χόχγκατερερ είναι συγγραφέας και παιδοψυχίατρος και έχει στο ενεργητικό του περισσότερα από δέκα έργα πεζογραφίας για τα οποία έχει πολλάκις διακριθεί, αφού έχει λάβει το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2009 και το Austria Art Prize το 2010. Το παρόν πόνημά του, η νουβέλα του με τίτλο «Η μέρα που ο παππούς μου έγινε ήρωας» ήταν υποψήφια για το Αυστριακό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2017 και έχει μεταφραστεί ήδη σε έξι γλώσσες. Πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα που μεταφράζεται στα ελληνικά από την Γιώτα Ποταμιάνου. Το πρώτο με τίτλο «Η γλύκα της ζωής»  είχε μεταφραστεί από τη Χριστίνα Ντρέκου μόλις πρόπερσι.

Η νουβέλα «Η μέρα που ο παππούς μου έγινε ήρωας» ανασύρει μνήμες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ανατέμνει  πολεμικά βιώματα με τον τρόπο που τα βίωσαν οι άνθρωποι στην περιοχή της Κάτω Αυστρίας. Πράγματι, η νουβέλα αυτή αποδεικνύει πόσα λίγα γνωρίζουμε εμείς οι Έλληνες αναγνώστες σχετικά με το τι συνέβαινε στην καρδιά της Ευρώπης, όταν οπισθοχωρούσε ο χιτλερικός στρατός από τις παγωμένες  ρωσικές στέπες και ο πόλεμος έβαινε προς το τέλος του, με το χιτλερικό καθεστώς να βρίσκεται υπό κατάρρευση. Πόσο «ναζί» από συνείδηση ήταν άραγε οι απλοί χωρικοί της Κάτω Αυστρίας; Ή επρόκειτο απλά για ανθρώπους-θύματα που, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, απλά η Ιστορία άλωσε ανελέητα στον διάβα της;

Η ιστορία μας ξεκινά στο βιβλίο τον Μάρτιο του 1945, δύο μήνες σχεδόν πριν από το επίσημο τέλος του πολέμου. Πριν από μισό χρόνο περίπου ένα δεκατριάχρονο κορίτσι που υποφέρει από αμνησία εμφανίζεται σε ένα αγρόκτημα της Κάτω Αυστρίας, ένα αγρόκτημα στο οποίο κατοικεί μία οικογένεια με τις πέντε κόρες της και έναν γιο, ο οποίος όμως απουσιάζει από το αγρόκτημα τον καιρό εκείνον. Η οικογένεια αποφασίζει να κρατήσει κοντά της την άγνωστη κοπέλα και να της δώσει το όνομα Νέλι. Σύντομα όμως θα συμβεί ένα ακόμη αναπάντεχο γεγονός: ένας Ρώσος, πρώην αιχμάλωτος πολέμου ως εργάτης των ναζί ονόματι Μιχαήλ θα εμφανιστεί κι αυτός εκεί. Δηλώνει ζωγράφος και κερδίζει αμέσως τη συμπάθεια της οικογένειας. Μία τρίτη, όμως, θα είναι εκείνη που θα οδηγήσει την υπόθεση του βιβλίου στην κορύφωσή της: η άφιξη δύο ακόμη ανθρώπων στο φιλόξενο αγρόκτημα: δύο στρατιωτών της Βέρμαχτ. Και αυτή ακριβώς η τροπή της ιστορίας είναι που θα φέρει το βιβλίο στο καταιγιστικό φινάλε του.

Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στην απεικόνιση της ζωής στο αγρόκτημα εν καιρώ πολέμου και ανασύρει τις μνήμες των βομβαρδισμών και των πολεμικών εμπειριών των κατοίκων της περιοχής. Επομένως, πρόκειται για ένα έργο  βαθιά αντιπολεμικό, αν και  ο βραβευμένος συγγραφέας έχει τον δικό του, ξεχωριστό τρόπο για να αφηγηθεί αυτή την τόσο πρωτότυπη, για τους Έλληνες αναγνώστες, ιστορία.

 

 


Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Μαριάννα Αβούρη, Το σπίτι μέσα μας, εκδ. Βακχικόν

 

Μια νουβέλα ενηλικίωσης και σχέσεις ζωής

 

 

«Και κάπως έτσι θα αποχαιρετήσουμε το σπιτάκι μας, που ολοκληρώθηκε με πολύ κόπο αλλά άξιζε κάθε προσπάθεια. Το σπίτι που στέγασε την παιδική μας ανεμελιά, τη φιλία και τα όνειρά μας. Το σπίτι μέσα στο οποίο τέσσερα παιδιά ανακάλυψαν ότι, αν και τους έλειπαν πολλά, είχαν όλα τους περίσσευμα σε κάτι. Στην αγάπη. Αυτήν που άλλοι γυρεύουν να βρουν στα πιο απίθανα μέρη, κι εμείς τη βρήκαμε στο σπίτι μέσα μας».

            Με την παραπάνω παράγραφο επιλέγει να κλείσει την πρώτη της νουβέλα η συγγραφέας και μεταφράστρια Μαριάννα Αβούρη, με μία μεγάλη αλήθεια: δεν χρειάζεται να ψάχνουμε αλλού γύρω μας την αγάπη. Αυτή είναι μέσα μας, φτάνει μόνο εμείς να μπορέσουμε να την ανακαλύψουμε. Αυτή είναι «Το σπίτι μέσα μας», όπως τιτλοφορεί η συγγραφέας τη νουβέλα της.

Τέσσερα παιδιά συγκατοικούν σε μία πολυκατοικία στην Αθήνα και φτιάχνουν ένα σπίτι στον ακάλυπτο. Ένα σπίτι που θα στεγάσει τα συναισθήματά και τα όνειρά τους, εκτός από τα παιχνίδια τους. Και αυτό το σπίτι του ακάλυπτου, θα γίνει το σπίτι των αναμνήσεων και της παιδικής τους ηλικίας.

Η Μαρήλια, ο Ιάσονας, ο Άγγελος και η Ζωή θα συναντηθούν τυχαία ένα καλοκαίρι και μαζί θα ανακαλύψουν την έννοια της φιλίας, της αγάπης και της μοιρασιάς. Κι όταν, όμως, θα χρειαστεί να αποχωριστούν ο ένας από τον άλλο, ο δεσμός τους δεν θα αποδυναμωθεί, γιατί οι παιδικές φιλίες είναι, τελικά, και αυτές που κρατούν περισσότερο στη ζωή.

«Μαρήλια, δεν ξέρω πως είσαι μαθημένη, αλλά εγώ στη ζωή μου δέχομαι κάθε χαρά που θα έρθει προς το μέρος μου. Δεν την αναλύω, δεν σκέφτομαι πως και γιατί, απλά τη δέχομαι. Γιατί, ποιος ξέρει πόσο θα κρατήσει; Άρα, αυτό που χρωστάω τον εαυτό μου είναι να την εκμεταλλευτώ όσο μπορώ παραπάνω. Και να προσπαθήσω να μου φτάσει, μέχρι να έρθει η επόμενη».

Τέτοια μαθήματα ζωής μας παραδίδει η Αβούρη στη νουβέλα της, δια στόματος της φίλης της Ζωής. Πως η φυσική εγγύτητα που αναπτύσσεται ανάμεσα στα παιδιά μπορεί να φέρει κοντά και τους ενήλικες πολλές φορές. Και πως τα παιδιά μπορεί να μάθουν από τέτοιες σχέσεις και δημιουργήσουν δεσμούς ζωής…

Θα περίμενε, ίσως, κανείς, αυτή η, φαινομενικά απλή ιστορία ενηλικίωσης με πρωταγωνιστές τέσσερα παιδιά, να μην είναι και τόσο ενδιαφέρουσα αναγνωστικά. Κι όμως, με αυτό το τόσο αθώο, τρυφερό, συγκινητικό και ανάλαφρο πόνημα, η συγγραφέας καταφέρνει να μιλήσει μέσα στην ψυχή μας και, παράλληλα, να μας κάνει να νοσταλγήσουμε και τα δικά μας παιχνιδοκαμώματα όταν ήμασταν μικροί.

“«Παιδιά μου, δυο πράγματα θέλω να σας πω μόνο και δεν θα ανακατευτώ ξανά. Να θυμάστε ότι τα σίδερα είναι η βάση σας, χρησιμεύουν στο να είναι γερό και σταθερό το σπίτι. Τα ξύλα, από την άλλη μεριά, είναι η επένδυσή σας, ώστε να γίνει το σπίτι ζεστό και φιλόξενο. Εξίσου αναγκαία και τα δύο» είπε {ο μπαμπάς} και έκανε να φύγει. Τον σταμάτησα εγώ. «Σαν να μιλάμε για τους ανθρώπους» σχολίασα, χωρίς να το πολυσκεφτώ. «Για να χτίσεις μια γερή σχέση, πρέπει πρώτα απ’ όλα να έχεις απέναντί σου έναν καλό άνθρωπο. Αν έχεις αυτό, μπορείς στη συνέχεια να επενδύσεις με αισθήματα»”.

Έτσι λοιπόν, έχτισαν τα τέσσερα παιδιά το σπιτάκι τους στη νουβέλα της Αβούρη και έτσι επένδυσαν ο ένας στον άλλον και δημιούργησαν μία δυνατή φιλία που κράτησε μια ολόκληρη ζωή.

 

 

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Βανέσα Τσαν, Η θύελλα που σπείραμε, εκδ. Ψυχογιός

 

Για την ιαπωνική κατοχή στη Μαλαισία κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο

 

Όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες. Έτσι μας λέει, τουλάχιστον, η ομώνυμη παροιμία και έτσι φαίνεται ότι έκαναν οι Ιάπωνες στα μέσα του περασμένου αιώνα στην προσπάθειά τους να γίνουν η μεγαλύτερη αποικιακή δύναμη στην Ασία. Η προσπάθειά τους αυτή, χάριν στην οποία τάχθηκαν στο πλευρό των δυνάμεων του Άξονα κατά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν καταδικασμένη να αποτύχει από τη στιγμή που οι ΗΠΑ, μια δύναμη με ατέλειωτους πόρους και τεράστια βιομηχανία μπήκαν στον χορό του πολέμου.

Τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι Ιάπωνες σε όλες τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, ιδίως εκείνα κατά των Κινέζων, είχαν τα ίδια ακριβώς φυλετικά και ρατσιστικά κίνητρα που είχαν και οι Γερμανοί προκειμένου να διαπράξουν τα δικά τους εγκλήματα πολέμου κατά των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων… Μόνο που τα ιαπωνικά εγκλήματα δεν έτυχαν της απαραίτητης δημοσιότητας, προκειμένου να ξεσκεπαστούν, όπως επέτασσε η ηθική, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Αυτό προφανώς συνέβη αφού οι περισσότεροι Ευρωπαίοι αισθάνονται ότι ο πόλεμος στον Ειρηνικό μεταξύ των ετών 1941-1945 είναι κάτι που δεν τους αφορά. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι και οι ίδιοι οι Αμερικανοί συνέβαλαν στην αποσιώπηση των ιαπωνικών εγκλημάτων πολέμου με αντάλλαγμα πολλά από τα πορίσματα των ερευνών που είχαν διεξάγει υπό τη μορφή πειραμάτων Ιάπωνες επιστήμονες σε Κινέζους αιχμαλώτους.

Ένα βιβλίο, επομένως, που ξεσκεπάζει τα εν λόγω εγκλήματα και διαφωτίζει τους Έλληνες αναγνώστες για ένα τόσο μακρινό και απρόσιτο σε μας ζήτημα, δεν μπορεί παρά να είναι καλοδεχούμενο. Ο λόγος, λοιπόν, εδώ,  για το πρώτο βιβλίο της Μαλαισιανής συγγραφέως Βανέσα Τσαν , η οποία ζει σήμερα στις ΗΠΑ, με τίτλο «Η θύελλα που σπείραμε».

Η Μαλαισία ανήκε στις χώρες του Βρετανικού Στέμματος ήδη από τον 18ο αιώνα. Οι κάτοικοί της προσδοκούσαν μία «Ασία για τους Ασιάτες», κι έτσι έπεσαν στην παγίδα των Ιαπώνων οι οποίοι ασκούσαν εκεί κατασκοπευτική δράση εις βάρος των Βρετανών ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, πριν από το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μόνο που πλανήθηκαν οικτρά. Διότι στην ουσία αντάλλαξαν μία πιο ήπια κατοχή με μία πολύ χειρότερη. Αυτό ακριβώς έπαθε και η Σέσιλι Αλκάνταρα, μία Μαλαισιανή με πορτογαλικές ρίζες και δέρμα λευκότερο από τους περισσότερους συμπατριώτες της.

Η Σέσιλι έχει τρία παιδιά: την μεγάλη της, την Τζούτζουμπ που δουλεύει, εν έτει 1945 σε ένα τεϊποτείο που συχνάζουν Ιάπωνες, τον δεκαπεντάχρονο γιο της, τον Έιμπελ, που εξαφανίζεται μία μέρα μυστηριωδώς, όπως συμβαίνει σε πολλά παιδιά και εφήβους κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής κατοχής και τη μικρή, την Τζάσμιν, η οποία κρύβεται μονίμως στο υπόγειο του σπιτιού τους, προκειμένου να μην καταλήξει σκλάβα του σεξ. Πώς έγινε, όμως, έτσι η ζωή της οικογένειας; Τι συνέβη κατά τα προηγούμενα από την ιαπωνική κατοχή χρόνια;

Η συγγραφέας εναλλάσσει τις αφηγήσεις της μεταξύ των ετών 1945, επί ιαπωνικής κατοχής,  και  του 1935, επί βρετανικής κατοχής. Το 1935 η Σέσιλι είχε γνωρίσει τον στρατηγό Φουτζιγουάρα, ο οποίος και την οδήγησε τελικά στην κατασκοπεία για λογαριασμό των Ιαπώνων. Ο άντρας της Σέσιλι δεν ήταν παρά ένας χαμηλόβαθμος υπάλληλος της βρετανικής διοίκησης. Οπότε η Σέσιλι-νόμιζε πως- άρπαξε την ευκαιρία να βοηθήσει τη χώρα της, αλλά και να «ανεβάσει» κοινωνικά τη θέση της οικογένειάς της.

Δέκα χρόνια μετά, η κατάσταση της οικογένειάς της έχει αποδειχθεί πολύ χειρότερη και η ίδια έχει πλέον βεβαιωθεί πως έκανε λανθασμένες επιλογές. Πόσο εύκολες, όμως, είναι οι επιλογές όλων μας εν καιρώ πολέμου; Ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος; Δύσκολα ερωτήματα που αναζητούν τις απαντήσεις τους αναφύονται μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος της Βανέσα Τσαν, ένα μυθιστόρημα που θα μας ξεναγήσει σε άλλες εποχές και σε άλλες ηπείρους και καταστάσεις, αρκετά πιο μακρινές από τις δικές μας, μέσα από τις διαδοχικές και εναλλασσόμενες αφηγήσεις των τεσσάρων ηρώων: της Σέσιλι, της Τζάσμιν, της Τζούτζουμπ και του Έιμπελ.

Κυριακή 25 Μαΐου 2025

Χ.Α. Χωμενίδης, Πανδώρα, εκδ. Πατάκης

 



αρχείο λήψης.jpg

 

Μία νεαρή σε ηλικία ηρωίδα σε ένα μυθιστόρημα με καταιγιστική δράση και σουρεάλ στοιχεία από τον πολυγραφότατο και πασίγνωστο συγγραφέα Χρήστο Χωμενίδη

 

«Λαχτάρισα να πλάσω μία ηρωίδα συνομήλικη με τον 21ο αιώνα», μας λέει ο ίδιος ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του. Και πράγματι, δεν έμεινε μόνο στα λόγια, αλλά και στα έργα. Μετά τη «Νίκη», επομένως, την κατεξοχήν ηρωίδα του 20ου αιώνα και τα τελευταία του πονήματα που είχαν ήρωες άνδρες, δηλαδή τα μυθιστορήματα «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» και «Η δίκη Σουάρεφ», αλλά και το εν μέρει αυτοβιογραφικό «Ξέρει η πάπια που είναι η λίμνη», ο Χωμενίδης δημιουργεί μία ηρωίδα απόλυτα σύγχρονη, ένα νέο κορίτσι του αιώνα μας, την «Πανδώρα». Η επιλογή του ονόματος, προφανώς, δεν είναι τυχαία, ιδίως αν αναλογιστούμε την Πανδώρα της ελληνικής μυθολογίας και της καταστροφικές επιλογές της…

Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται πως τα φοβερά λάθη που έκανε η Πανδώρα της ελληνικής μυθολογίας τα επαναλαμβάνει και η Πανδώρα Σταφυλά του Χωμενίδη: είναι ένα νέο κορίτσι, τελειόφοιτος του Πολυτεχνείου Αθηνών που ζει όπως ένα νέο κορίτσι του σήμερα και αντιμετωπίζει τις προκλήσεις και τα διλήμματα που απασχολούν όλους τους νέους σήμερα. Αλλάζει τους γκόμενους στο κρεβάτι της σαν τα πουκάμισα και αρέσκεται να βγαίνει με την κολλητή της, συγχρόνως, όμως, δεν παύει να ονειρεύεται το μέλλον της, να προσπαθεί να χτίσει την καριέρα της, αλλά και να βρει τρόπο να κερδίζει περισσότερα χρήματα. Δεν φοβάται διόλου τη σκληρή δουλειά- εξάλλου, πρόκειται για μία μαθηματική διάνοια που πέρασε έβδομη στο Πολυτεχνείο.

Η ζωή της μοιάζει καθ’ όλα στρωμένη, στην αρχή του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας έχει φροντίσει να μας αποκαλύψει, εντέχνως, μερικές γαργαλιστικές λεπτομέρειες για το παρελθόν της και την οικογενειακή της κατάσταση που θα σχηματίσουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη ένα πλήρες πορτρέτο του χαρακτήρα της. Όλα αυτά έως ότου σκάσει ξαφνικά η βόμβα: ένας θείος εμφανίζεται ξαφνικά κυριολεκτικά από το πουθενά, από το μακρινό παρελθόν της οικογένειας του πατέρα της, και της υπόσχεται ότι, αν εκπληρώσει τις επιθυμίες στη διαθήκη του δικού του πατέρα,- αν καταφέρει, δηλαδή, να εκλεγεί βουλευτής στη γενέτειρά της, όπως πολλοί πρόγονοί της που είχαν ασχοληθεί με την πολιτική-τότε θα κληρονομήσει ένα πολυκατάστημα στο κέντρο των Αθηνών με μηνιαίο ενοίκιο είκοσι έξι χιλιάδες ευρώ. Ποιος από εμάς, άραγε, θα έμενε ασυγκίνητος μπροστά στην προοπτική του να λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα δια βίου; Η Πανδώρα μας, πάντως, ενώ φάνηκε αρχικά διστακτική, εντούτοις, αποφασίζει να το τολμήσει.

Εξαφανίζεται, λοιπόν, από την Αθήνα και καταφεύγει στη γενέτειρά της, την οποία άλλοτε απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι, τη φανταστική Σταφιδούπολη, εν Πελοποννήσω. Εκεί, ο τοπικός βουλευτής θα προσπαθήσει να την μυήσει στον βρώμικο χώρο της πολιτικής και να την κάνει φαβορί για να βγει στις επόμενες εκλογές. Μία μικρή λεπτομέρεια σε όλο αυτό είναι ότι, ενώ ως τότε η Πανδώρα εντασσόταν ιδεολογικά στον χώρο της άκρας αριστεράς, τώρα, προκειμένου να εκλεγεί, δεν διστάζει να ταχθεί με ένα δεξιό κόμμα, λησμονώντας αρχές και ιδεολογίες. Και φυσικά εδώ δεν μπορούμε παρά να διακρίνουμε ένα καλά συγκαλυμμένο σχόλιο του συγγραφέα προς τον σύγχρονο πολιτικό κόσμο και τους ανθρώπους δίχως αρχές που αλλάζουν τις ιδεολογίες τους εν μέσω μίας νυχτής σαν τα πουκάμισα.

Και ενώ όλα φαίνεται να βαίνουν καλώς και ότι η Πανδώρα θα καταφέρει τελικά να εκλεγεί βουλευτίνα και να γίνει εισοδηματίας, συμβαίνει το απρόσμενο και τα όνειρά της γκρεμίζονται σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Κατόπιν και ενώ φαίνεται να έχει παραιτηθεί εντελώς από τη ζωή, ο έρωτας θα της χαμογελάσει. Και εδώ, όμως, διακρίνεται και  πάλι η μεγάλη μαεστρία του συγγραφέα στην επινόηση της πλοκής, αφού η υπόθεση θα μας ξαφνιάσει με μία νέα ανατροπή, λίγες μόνο σελίδες πριν από το τέλος…

Ο βουλευτής Αρέστης, η Ρίτα στο πολιτικό του γραφείο, ο πατήρ-θείος Γεβράσιος, Μητροπολίτης Μεξικού, ο λογιστάκος πατέρας της Πανδώρας, ήτοι ο Στέλιος Σταφυλάς, η τρελή μητέρα της, ήτοι η Δήμητρα, η φιλενάδα Σάντρα, η γιαγιά Χαριτίνη και ο καλλιτέχνης Νεκτάριος, όλοι τους παρουσιάζουν σουρεάλ στοιχεία, και είναι πλασμένοι, αναντίρρητα, με κάποια δόση λογοτεχνικής υπερβολής-όπως άλλωστε και η ίδια η Πανδώρα- είναι, όμως, συγχρόνως και ήρωες του σήμερα, άνθρωπου του καιρού τους, με όλες τις αδυναμίες, τα πάθη, αλλά και τα προτερήματά τους.

Η Πανδώρα Σταφυλά, φτιαγμένη στο πρότυπο της «Μαρίας Νεφέλης» του Οδυσσέα Ελύτη και της «Παράξενης κοπέλας» του Μανώλη Χιώτη, είναι μία ηρωίδα που όλοι θα αγαπήσουμε, τόσο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες για τη φρεσκάδα της νιότης της και τον αυθορμητισμό της, όσο και οι νεώτεροι αναγνώστες που θα αναγνωρίσουν κομμάτια του χαρακτήρα και του τρόπου σκέψης τους σε αυτήν.

Για άλλη μία φορά ο Χωμενίδης αποδεικνύει ότι μπορεί να δημιουργεί κάθε φορά ένα πόνημα εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενά του, με μία ενδιαφέρουσα μυθιστορηματική πλοκή η οποία ενσωματώνει σύγχρονους προβληματισμούς για την ελληνική κοινωνία του σήμερα, διατηρώντας παράλληλα και μία δροσερή και καλοδουλεμένη πρόζα, διανθισμένη με μία αδιόρατη απόχρωση ειρωνείας.



Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Νίκος Δίτσιος, Βούδας-Βισνού, εκδ. Κέδρος

 


 

            Μία μελέτη για τη σχέση των δύο μεγάλων θρησκειών της ανατολής, του Βουδισμού και του Ινδουισμού καταθέτει ο συγγραφέας, αρχιτέκτονας και μελετητής των ανατολικών θρησκειών Νίκος Δίτσιος με καταγωγή από τη Δράμα της Ανατολικής Μακεδονίας.

Πόσοι από εμάς τους Έλληνες έχουν στ’ αλήθεια εντρυφήσει εις βάθος στις μυστικιστικές θρησκείες της ανατολής; Σίγουρα όχι πολλοί, επομένως τα βιβλία του Νίκου Δίτσιου αποτελούν έναν καλό τρόπο προκειμένου να έρθουμε σε επαφή με αυτές τις σχετικά άγνωστες για μας τους Έλληνες θρησκείες της Άπω Ανατολής, για τις οποίες συχνά διατηρούμε μία λανθασμένη εικόνα. Μία από αυτές είναι και η θέση ότι ο βουδισμός έχει συναφή σχέση με τον ινδουισμό και έλκει την καταγωγή του από αυτόν, υπόθεση που καταρρίπτει ο συγγραφέας στο βιβλίο του. Εν τέλει, η επίδραση που άσκησε ο βουδισμός στον ινδουισμό είναι μεγαλύτερη τελικά, κι ας πρόκειται για μεταγενέστερη θρησκεία.

«Πολλοί θεωρούν ότι ο Βουδισμός προέρχεται από τον Βραχμανισμό. Έτσι, κατά τον Βουδισμό ο Βραχμανισμός είναι μία «αίρεση», ενώ κατά τους Βραχμάνους «αίρεση» συνιστά ο Βουδισμός. Η διαμάχη ανάμεσα στον Βουδισμό και τον Βραχμανισμό, η διάδοση της Βουδιστικής κληρονομιάς στην Ινδία και η μετέπειτα εξαφάνισή της ως ζώσας πίστης από το ινδικό έδαφος κατά τη διάρκεια των μέσων μεσαιωνικών αιώνων της Ινδίας ήταν κατά μεγάλο μέρος η αιτία της αύξησης των παρεξηγήσεων ως προς τον αρχαίο ινδικό πολιτισμό, καθώς και της αναπαραγωγής των Βραχμανικών θέσεων, κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα της Ινδίας έως τη σύγχρονη εποχή», γράφει ο Δίτσιος στις εισαγωγικές παρατηρήσεις του βιβλίου του, κατατοπίζοντάς μας σχετικά με τη διαμάχη αυτή.

Η αλήθεια είναι ότι οι θρησκείες της ανατολής είναι συγχρόνως και φιλοσοφικά συστήματα. Ο Βουδισμός, όμως, δεν προέρχεται από τον Βραχμανισμό, την προ-βεδική φάση της θρησκείας που εξελίχθηκε κατόπιν στον Ινδουισμό. Οι οπαδοί της βραχμανικής θρησκείας, εντούτοις, τείνουν να θεωρούν τον Βουδισμό ως αίρεση, παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα μνημεία της αρχαίας περιόδου στην Ινδία ανήκουν στη θρησκεία του Βουδισμού και όχι σε εκείνη του Βραχμανισμού.

Μετά από τις παραπάνω εισαγωγικές παρατηρήσεις, ο συγγραφέας  ασχολείται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του με την προέλευση του Βουδισμού. Η τακτική της Yoga, πάντως, και του Διαλογισμού ανήκει και στα δύο θρησκευτικά συστήματα. Πάντως, ο Βούδας δεν βάσισε τις θεωρίες του στις Ουπανισάδες, τα ινδουιστικά ιερά κείμενα του 6ου -5ου προχριστιανικού αιώνα.

Το τρίτο μέρος του βιβλίου του ασχολείται με το θέμα της χρονολόγησης των περισσότερων από εκατό κειμένων με το όνομα Ουπανισάδες και καταλήγει ότι αυτές γράφτηκαν μεταξύ του έκτου προχριστιανικού αιώνα και του δέκατου έκτου μεταχριστιανικού. Ακολούθως, στο τέταρτο μέρος του πονήματός του, γράφει σχετικά με την αντιπαράθεση των πρώιμων βραχμανικών ιδεωδών με τα πρώιμα βουδιστικά ιδεώδη. Τέλος, παραθέτει την προϊστορία του σραμανισμού, πριν καταλήξει στον επίλογό του στη θέση ότι, εν τέλει, ο Βουδισμός ήταν εγγύτερα στον Σραμανισμό, παρά στον Ινδουισμό.

Ο συγγραφέας διαχωρίζει σαφώς στο βιβλίο του όρους όπως Βραχμανισμός, Βεδισμός, Σραμανισμός, Ταντρισμός, Ινδουισμός, Τζαϊνισμός και Βουδισμός και υπογραμμίζει ότι το νόημα των παραπάνω όρων διαφέρει και ότι δεν πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους.

Η εν λόγω μελέτη καταδεικνύει την πολύχρονη ενασχόληση του συγγραφέα με τη συγκριτική θρησκειολογία και τις θρησκείες της Άπω Ανατολής και απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε όσους διατηρούν μία επαφή με τον κόσμο των ανατολικών θρησκειών.

Τέλος, αξίζει να συμπληρώσουμε εδώ ότι η μελέτη με τίτλο «Βούδας-Βισνού» δεν είναι η πρώτη που εκδίδει ο συγγραφέας, αλλά έχουν προηγηθεί τα βιβλία «Ο Βούδδας στον χρόνο», «Εισαγωγή στη σκέψη της παλιάς Κίνας», και «Ινδία, Από τις Βέδες ως τον Βουδισμό».

Taylor Jenkins Reid, Ατμόσφαιρα, εκδ. Ψυχογιός

  Μια γυναίκα ερωτευμένη με τα αστέρια-και όχι μόνο!               Αλήθεια, πόσα μυθιστορήματα έχουμε διαβάσει με ήρωες αστρονόμους ...