Ένα βιβλίο για τον ρατσισμό κατά των μαύρων και των γυναικών, το οποίο εντάσσεται στην αφροαμερικάνικη λογοτεχνία σχετικά με τη δουλεία στον Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι το «Κορετζιντόρα».
Πρόκειται για το βιβλίο της ηλικιωμένης σήμερα συγγραφέως Γκέιλ Τζόουνς από το Κεντάκι των Ηνωμένων Πολιτειών, ένα βιβλίο που θεωρήθηκε ένα λογοτεχνικό διαμάντι και το οποίο υπόσχεται-σύμφωνα με ένα σχόλιο της Toni Morrison, συγγραφέως της Αγαπημένης-ότι θα μας κάνει να δούμε με άλλα μάτια τις μαύρες ηρωίδες της λογοτεχνίας, κοινώς με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό απ’ ότι συνηθίζαμε να τις αντιμετωπίζουμε συνήθως.
« Η προγιαγιά μου καθόταν στην πολυθρόνα. Εγώ στα πόδια της. Μου επαναλάμβανε την ίδια ιστορία ξανά και ξανά. Είχε περάσει τα χέρια της γύρω από τη μέση μου κι εγώ είχα την πλάτη μου προς εκείνη. Ενόσω μιλούσε, κοίταζα τις παλάμες της. Τις δίπλωνε και τις ξεδίπλωνε. Δεν χρειαζόταν να με κρατάει για να μείνω στα πόδια της, και κάποιες φορές έβλεπα τον ιδρώτα στις παλάμες της. Ήταν η σκουρότερη γυναίκα του σπιτιού, με δέρμα σαν τους κόκκους του καφέ. Τα χέρια της ήταν καλυμμένα από χαρακιές. Ήταν σαν οι λέξεις να τη βοηθούσαν, σαν οι λέξεις, έτσι όπως επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά, να μπορούσαν να γίνουν ένα υποκατάστατο της μνήμης, σαν να γίνονταν κάτι περισσότερο από τη μνήμη. Λες και μόνο οι λέξεις μπορούσαν να διατηρήσουν τον θυμό της».
Όσα παίρνει ο άνεμος, Η καλύβα του μπάρμπα Θωμά, Πορφυρό χρώμα, Αόρατος Άνθρωπος, Ο ξένος στο χώμα, Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια και άλλα πολλά. Όλα τα παραπάνω είναι πασίγνωστα λογοτεχνικά έργα που διαδραματίζονται στον αμερικανικό Νότο και ασχολούνται με το ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων. Κανένα όμως από τα παραπάνω δε διαθέτει μία μαύρη ως κεντρική ηρωίδα του βιβλίου που να δεσπόζει με τρόπο τόσο «εγωκεντρικό» στις σελίδες του βιβλίου. Και κανένα δεν διεισδύει τόσο βαθιά στην ψυχή και τον τρόπο σκέψης μιας μαύρης γυναίκας, η οποία γνωρίζει ότι ο μοναδικός σκοπός της ύπαρξής της είναι να χρησιμοποιηθεί μονάχα ως τεκνοποιητική μηχανή ή μηχανή του σεξ.
Η Ούρσα είναι μία τραγουδίστρια των μπλουζ η οποία ταλαιπωρείται από βίαιους και ζηλιάρηδες συζύγους. Όταν δε από ατύχημα, θα χάσει και την ικανότητα τεκνοποίησης, τότε θα αισθανθεί να απειλείται η γυναικεία της υπόσταση.
Ακόμη περισσότερο όμως την ταλαιπωρούν τα φαντάσματα του παρελθόντος και, πιο συγκεκριμένα, η σκιά του αδίστακτου, μισογύνη και ρατσιστή ιδιοκτήτη σκλάβων, του Πορτογάλου Κορετζιντόρα, ο οποίος καταδυνάστευε τη μητέρα και τη γιαγιά της.
Η Ούρσα παλεύει να απαλλαγεί από τις αναμνήσεις, χωρίς όμως να τα καταφέρνει, καθώς αυτές επανέρχονται διαρκώς εμβόλιμες στο παρόν, καθώς εξελίσσεται η υπόθεση.
Η αθυροστομία της συγγραφέως στους πολυπληθείς διαλόγους του βιβλίου θα σοκάρει ίσως τον αναγνώστη με τη σκαιότητά της εξυπηρετεί όμως άριστα τον σκοπό της Jones, που δεν είναι άλλος από το να συγκλονίσει τον αναγνώστη με τα γραφόμενά της σχετικά με τη μεταχείριση που είχαν οι μαύρες γυναίκες του Νότου από τους ιδιοκτήτες τους.
Η αδυναμία της Ούρσας να τεκνοποιήσει επανέρχεται διαρκώς, όπως και η «εμμονή» της σχετικά με το χρώμα του δέρματος των γυναικών της οικογένειάς της:
«Ήμουν μεν κόρη τους, αλλά ήμουν διαφορετική . Ίσως λιγότερο Κορετζιντόρα από εκείνες. Δεν ξέρω. Αλλά όταν είδα εκείνη τη φωτογραφία, κατάλαβα ότι το είχα κι εγώ. Αυτό που είχαν η μητέρα μου και η μητέρα της μητέρας μου. Οι μούλες. Η προγιαγιά μου είχε το χρώμα των κόκκων του καφέ, αλλά εμείς οι υπόλοιπες... Ναι, αλλά τώρα είμαι διαφορετική, σκεφτόμουν. Έχω ό,τι είχαν κι αυτές, αλλά όχι τους απογόνους. Και ακόμη κι αν είχα τη μήτρα μου, ακόμη κι αν είχε έρθει το πρώτο μωρό- τι θα είχα κάνει τότε; Θα το είχα κρατήσει; Θα ήμουν σαν εκείνη, ή σαν εκείνες;»
Μοναδική διέξοδός της σε όλη αυτή την καταπίεση είναι το τραγούδι. Έχει άραγε η Ούρσα δικαίωμα στην ευτυχία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.