«Πώς να διαβάσεις ένα βιβλίο;» Υπάρχει, άραγε, ένας και παγιωμένος ορθός τρόπος ανάγνωσης ή αυτός διαφέρει από αναγνώστη σε αναγνώστη; Η Χάριετ, επικεφαλής μιας λέσχης ανάγνωσης που λειτουργεί στις γυναικείες φυλακές του Μέιν αναλαμβάνει να μας μάθει τον σωστό τρόπο ανάγνωσης μέσα από τις συναντήσεις της με τις καταδικασμένες σε φυλάκιση γυναίκες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τόσο η ποίηση, όσο και η λογοτεχνία γεμίζουν την ψυχή μας με δύναμη προκειμένου να συνεχίσουμε το ταξίδι της ζωής μας ευχάριστα…
Αυτόν τον τίτλο επιλέγει να δώσει η Αμερικανίδα συγγραφέας από το Πόρτλαντ του Μέιν, Monica Wood, βραβευμένη και πολυγραφότατη καθώς έχει συγγράψει ήδη τέσσερα μυθιστορήματα, βιογραφίες, αλλά και πολλά θεατρικά έργα. Ένα βιβλίο, επομένως, πρέπει να διαβάζεται αργά, έτσι ώστε να δίνεται χρόνος στον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω σε αυτό, αλλά και να συζητήσει το περιεχόμενό του με άλλους. Σε αυτό, εξάλλου, δεν χρησιμεύουν και οι λέσχες ανάγνωσης, μεγάλη μόδα σήμερα παντού ανά την υφήλιο;
Η Βάιολετ, η εικοσιδυάχρονη πρωταγωνίστρια του βιβλίου, αποκόμισε πολλές καλές εμπειρίες μέσα από τη λέσχη φιλαναγνωσίας της φυλακής, με επικεφαλής τη συνταξιούχο φιλόλογο Χάριετ. Η Βάιολετ έκανε μία φορά στη ζωή της ένα τρομερό λάθος και το πλήρωσε πολύ ακριβά: δέχτηκε, όντας μεθυσμένη και η ίδια, να οδηγήσει το αμάξι του επίσης μεθυσμένου φίλου της, και έγινε η αιτία να σκοτωθεί μία μεσήλικας νηπιαγωγός. Έτσι καταδικάστηκε σε φυλάκιση είκοσι δύο μηνών, με το φοβερό τίμημα να αποκοπεί εντελώς από την εναπομείνασα οικογένειά της, την αδελφή της και τις θείες της, αφού η μητέρα της έχει πια πεθάνει όταν εκείνη θα αποφυλακιστεί και τον πατέρα της τον είχε χάσει ήδη όταν ήταν μικρή. Όταν, επομένως, βγει από τη φυλακή, η εναπομείνασα οικογένειά της δεν θα θέλει να την ξαναδεί ούτε ζωγραφιστή.
Ένα από τα κεντρικά θέματα του βιβλίου είναι, λοιπόν, ακριβώς αυτό: μπορεί άραγε ένας νέος άνθρωπος να προσδοκά να ζήσει ξανά ως κανονικός άνθρωπος μετά την αποφυλάκισή του αποβάλλοντας το «στίγμα» του εγκληματία; Ή κοινωνία πάντοτε καταδικάζει τέτοιους ανθρώπους και δεν τους δίνει ποτέ μία δεύτερη ευκαιρία;
Είναι, όμως, όλοι οι καταδικασθέντες εγκληματίες; Η συγκεκριμένη κοπέλα φυσικά και δεν είναι, καθώς είναι ολοφάνερο ότι είχε μία άτυχη στιγμή εξαιτίας της νεανικής απερισκεψίας της. Είναι, λοιπόν, δίκαιο να πληρώνει μία ολόκληρη ζωή για ένα νεανικό λάθος της;
Άφθονη τροφή για σκέψη, θέτοντας τα παραπάνω ερωτήματα, προσφέρει η Wood κατά την ανάγνωση του εν λόγω μυθιστορήματος, η συγγραφέας, όμως, δεν αρκείται στα παραπάνω, αλλά κάνει ακόμα πιο περίτεχνο το όλο ζήτημα της υπόθεσης με την προσθήκη του Φρανκ, ως έναν από τους βασικούς χαρακτήρες του έργου.
Να πούμε εδώ ότι η Χάριετ συναντά τη Βάιολετ όταν αποφυλακίζεται και τη βοηθά να ξεκινήσει και πάλι από το μηδέν. Ο Φρανκ είναι ο σύζυγος της αποθανούσας νηπιαγωγού και, ως εκ θαύματος, ενώ αγαπούσε τη σύζυγό του, δεν φαίνεται, εντούτοις, να κρατά καμία κακία στη Βάιολετ, όταν τυχαίνει να τη συναντήσει σε ένα βιβλιοπωλείο. Τότε οι ζωές των τριών τους θα πλεχτούν με απρόσμενο τρόπο. Ο Φρανκ είναι διατεθειμένος να συγχωρήσει την-ακουσίως- δολοφόνο της γυναίκας του, σε αντίθεση με την ενήλικη και ήδη παντρεμένη και μητέρα κόρη του, Κρίστι, η οποία δεν μπορεί να ξεχάσει το δυστύχημα και τη συνακόλουθη μνησικακία της απέναντι στη Βάιολετ…
Συν τοις άλλοις, όταν η Βάιολετ θα γίνει τελικά δεκτή για δουλειά σε ένα εργαστήρι παρατήρησης αφρικανικών γκρίζων παπαγάλων, η ζωή της θα αλλάξει προς το καλύτερο, μιας και λατρεύει τα ζώα και θα συμπαθήσει μέχρις αηδίας τον γενικά αντιπαθή σε όλους Ρώσο επιστήμονα που την ηγείται.
Η συγγραφέας εισάγει πολλά και διαφορετικά θέματα στην πλοκή του βιβλίου της με έξυπνο τρόπο, οδηγώντας τη, εν τέλει, σε ένα αναπάντεχο φινάλε. Η συγχώρεση, η ζωή μετά τη φυλακή, οι συνθήκες στις φυλακές, το ζήτημα των παράλληλων ερωτικών δεσμών για τους παντρεμένους, το ερώτημα αν όλοι οι καταδικασθέντες είναι εγκληματίες και αν αξίζει να φερόμαστε σε όλους αδιακρίτως ως τέτοιους, η αγάπη για τα ζώα και τη λογοτεχνία, η ανάγκη των ηλικιωμένων για συντροφικότητα, η αγάπη και η συμβίωση σε έναν γάμο, οι δεσμοί με τη βιολογική μας οικογένεια, η βοήθεια προς τον συνάνθρωπο, η εντύπωση που αφήνεται από την καταπληκτική ικανότητα μάθησης της αφρικανικών γκρίζων παπαγάλων, άγνωστη στους περισσότερους αναγνώστες, δημιουργεί ένα βιβλίο πολυθεματικό και ποικίλο που καθηλώνει τον αναγνώστη με τον γρήγορο ρυθμό του.
Η Wood προβαίνει σε πολλές αναδρομές στο βιβλίο της, αποκαλύπτοντάς μας σταδιακά τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να ανασυνθέσουμε το παρελθόν των τριών πρωταγωνιστών και να στοχαστούμε πάνω στα βαθιά αυτά ανθρώπινα ζητήματα, που τίθενται, όμως, επί τάπητος με τρόπο πρωτότυπο και ανάλαφρο. Ένα ιδιαίτερο βιβλίο ευρείας αποδοχής με στοιχεία που θα μας εκπλήξουν, στην πολύ εύρυθμη μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη.
“Εγώ το έβαλα στα πόδια. Μιλάω μόνο για μένα. Καθώς η Λορέιν πέθαινε μόνη, εγώ έτρεχα προς το αυτοκίνητο του Τρόι που περίμενε, το αυτοκίνητο με το οποίο θα διαφεύγαμε, αλλά ήδη σταματούσαν άλλοι οδηγοί, καλοί Σαμαρείτες, έτρεχαν και φώναζαν, και ο κόσμος ξύπνησε, κι ήταν πια πολύ αργά για να μην κάνουμε το σωστό. Να μην κάνω. Πολύ αργά να μην κάνω εγώ το σωστό. Παντού καλοί Σαμαρείτες που έκαναν το σωστό
«Δεν ανέλαβα την ευθύνη για το αγόρι μου, Χάριετ. Ήμουν στο αντίθετο ρεύμα κι εκείνη έστριψε για να με αποφύγει»”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.