Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

Ανδρέας Μήτσου, Δυο παράξενα πλάσματα, εκδ. Καστανιώτη

 

 

Αλληγορία και μεταμορφώσεις σε μία υπερρεαλιστική νουβέλα

 

«Μήπως είμαι σήμερα «ζωντανή» επειδή σταμάτησα να τραγουδάω, επειδή έπαψα να φοβάμαι; μήπως γύρισα πίσω στη ζωή σαν μια βαλσαμωμένη μούμια, σαν το καμένο κούτσουρο του δάσους μετά την πυρκαγιά; Μήπως δεν είμαι παρά  ένα ξόανο χωρίς αισθήματα και τίποτα δεν με φοβίζει πλέον; Ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος; Μην τυχόν δεν είμαι αλήθεια ζωντανή;»

            Ποιητικά χρώματα, μπόλικος λυρισμός, ενδελεχής ενδοσκόπηση, κλίμα μαγικού ρεαλισμού και άφθονες υπαρξιακές αγωνίες χαρακτηρίζουν τη σύντομη και πολύ ιδιαίτερη νουβέλα του βραβευμένου συγγραφέα Ανδρέα Μήτσου με τίτλο «Δυο παράξενα πλάσματα».

            Ο συγγραφέας θίγει με πολύ έξυπνο τρόπο σύγχρονα υπαρξιακά, αλλά και κοινωνικά  προβλήματα μέσα από μια δυνατή αλληγορία ζωγραφισμένη αδρά με έντονες πινελιές μαγικού ρεαλισμού και σουρεαλισμού.

Γιατί έπαψα να τραγουδάω; Γιατί έπαψα να ζω; Πότε ακριβώς συνέβη αυτό και παραιτήθηκα από τη ζωή; Και κυρίως γιατί; Είναι πράγματι ο θάνατος το τέλος της ζωής; Είμαστε οι ίδιοι με αυτούς που ήμασταν ως παιδιά ή γινόμαστε διαφορετικοί καθώς μεγαλώνουμε; Γιατί στρουθοκαμηλίζουμε και κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις ατυχίες και τις αδικίες της ζωής; Και γιατί, τέλος, ανατρέχουμε διαρκώς στην παιδική μας ηλικία για να βρούμε τις απαντήσεις σχετικά με τον εαυτό μας, σχετικά με το ποιοι είμαστε τελικά και προς τα πού οδεύουμε;

«Όποιος αγαπάει είναι παιδί, δεν είναι γέρος, κατάλαβες; Εκείνου που δεν αγαπούν, εκείνοι μεγαλώνουν, εκείνοι γερνάνε, κείνοι μισούν και δεν συγχωρούν όσους μένουν παιδιά. Γιατί ξέρουν μόνο να μετρούν στη ζωή τους, κι ως την τελευταία στιγμή τους, ως τον θάνατο, ετούτο θα κάνουν. Θα μετρούν».

Ένα από τα πιο όμορφα και λυρικά σημεία της νουβέλας, στο οποίο ο συγγραφέας μας μεταφέρει μεγάλες αλήθειες δια του στόματος της Ευτέρπης που συμβουλεύει την προστατευόμενη ανιψιά της είναι το παραπάνω, ανάμεσα σε πολλά άλλα.

Η Ευτέρπη είναι η θεία ενός από τα δύο παράξενα πλάσματα που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο, της Ελένης. Αυτή είναι η αφηγήτρια και η κεντρική ηρωίδα του έργου. Μας αφηγείται, ως γιαγιά τη ζωή της κοντά στη θεία της που την μεγαλώνει και κοντά στο αγαπημένο της, μαγικό κατοικίδιο: τον Στρούθο, μία αρσενική στρουθοκάμηλο η οποία έχει την περίεργη ικανότητα να μικραίνει και να μεγαλώνει κατά βούληση. Όταν η Ελένη τραγουδά με τη στεντόρεια φωνή της, πολλές φορές μεγαλώνει. Οι δυο τους κινδυνεύουν από τον κακό επιστάτη, τον κυρ-Θανάση. Οι δυο τους πάντως έχουν έναν δεσμό που θα μας συγκινήσει.

Τι γίνεται, όμως, όταν μια μέρα η εξάχρονη Ελένη ξυπνάει σε μία ερημική παραλία της Νισύρου, αναζητώντας απεγνωσμένα το κατοικίδιό της και ευρισκόμενη ανάμεσα σε πτώματα μεταναστών που έχει ξεβράσει η θάλασσα; Η Ελένη νιώθει ότι πέθανε ακριβώς τότε- και ότι αναστήθηκε αμέσως μετά άραγε;. Κι όμως, στα ενενήντα έξι της χρόνια βρίσκεται και πάλι ζωντανή για να μας αφηγηθεί την ιστορία της. Ήταν όνειρο αυτό που έζησε ή μήπως ένας απαίσιος εφιάλτης; Μήπως ήταν μονάχα μία ψευδαίσθηση; Μήπως δεν συνέβη ποτέ; Ή μήπως η Ελένη ποτέ δεν μεγάλωσε; Ή, ακόμη χειρότερα, μήπως ποτέ δεν έζησε; Τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο; Μήπως, τελικά, η Ελένη και ο Στρούθος δεν είναι απλά παράξενοι, αλλά μονάχα διαφορετικοί;

«Ο θάνατος καταργείται μόλις νικηθεί ο φόβος και γίνει τραγούδι, και γίνει χορός, και γίνει ιστορία».

            Ο θάνατος, η ζωή, η νιότη, τα γηρατειά, το καλό και το κακό. Η νουβέλα ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα σε αυτές τις αντιφατικές έννοιες. Κι ο Μήτσου θα αφήσει πίσω του έναν αναγνώστη βαθιά σκεπτόμενο. Ήταν άραγε τυχαία η επιλογή του ηφαιστειογενούς νησιού που επέλεξε ως σκηνικό της ιστορίας του; Ή του τόσο ασυνήθιστου αυτού πουλιού στη χώρας μας, το οποίο έχει μάλιστα τη συνήθεια να θάβει το κεφάλι του στην άμμο, έτσι ώστε να μην βλέπει τα κακώς κείμενα; Μήπως οι αναφορές στην επιδημία και στο πρόβλημα των μεταναστών και της διαφορετικότητας και όλων αυτών τω υπαρξιακών αγωνιών διόλου τυχαίες δεν είναι; Και μήπως τελικά η πραγματικά αληθινή αγάπη έχει ως μοναδικό της αποδέκτη τη διαφορετικότητα;

«Τότε θέλησα να μάθω, αν ο κόσμος το αγαπάει το διαφορετικό πλάσμα, κι έμαθα πως, αντίθετα, οι πολλοί μισούνε ό,τι δεν τους μοιάζει, επειδή έχουν τον εαυτό τους για μέτρο, επειδή πιστεύουν πως όποιος είναι διαφορετικός, όποιος δεν είναι όμοιος μ’ αυτούς, τους αναιρεί, ότι τους απειλεί.{…}Οι πραγματικές διαφορές κρύβονται και δεν τις βλέπουμε παρά με τα μάτια της ψυχής. Μόνο όποιος είναι ο ίδιος ξεχωριστός μπορεί να δει τη μοναδικότητα του άλλου. Και γι’ αυτόν τον λόγο τον ερωτευόμαστε, τον κάνουμε δικό μας. Επειδή εμείς μπορούμε να το διακρίνουμε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Elle Cosimano, Η Φίνλεϊ Ντόνοβαν τζογάρει, εκδ. Μίνωας

    Οι αστείες περιπέτειες μιας μαμάς-ντετέκτιβ               Οπωσδήποτε, όταν είχαμε γνωρίσει για πρώτη φορά την εξαιρετικά αστεία ...