Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

Η Διάσκεψη της Γιάλτας

 

Η Διάσκεψη της Γιάλτας, στην τότε σοβιετική χερσόνησο της Κριμαίας τον Φεβρουάριο του 1945, θεωρείται ως μία από τις κορυφαίες συναντήσεις μεταξύ των Τριών Μεγάλων Ηγετών της ΕΣΣΔ, της Βρετανίας και των ΗΠΑ, μια συνάντηση που έκρινε την τύχη του μεταπολεμικού κόσμου.

    Η ανάγκη των Τριών Μεγάλων να συναντηθούν κατέστη επιτακτική λόγω του επικείμενου τέλους του πολέμου και την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας που διαφαινόταν πλέον ολοκάθαρα στον ορίζοντα ήδη από το 1944. Οι Τρεις Μεγάλοι, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο Ιωσήφ Στάλιν και ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ, είχαν επιδιώξει να συναντηθούν ήδη από το φθινόπωρο του 1944. Κάτι τέτοιο όμως δεν ήταν εύκολο, λόγω της απέχθειας που έτρεφε ο Στάλιν για τα αεροπορικά ταξίδια,-μετά από τη συνάντηση των Τριών Μεγάλων στην Τεχεράνη το φθινόπωρο του 1943 ο Στάλιν είχε αρνηθεί να μπει ξανά σε αεροπλάνο- αλλά επιπροσθέτως, κυρίως, λόγω της ολοένα και πιο επιδεινούμενης υγείας του Αμερικανού Προέδρου, ο οποίος έπασχε από πολιομυελίτιδα και υπερτροφία της καρδιάς.

    Μετά από ανταλλαγή πολλαπλών επιστολών ορίστηκαν ως τόπος συνάντησης τα ανάκτορα των τσάρων στην Κριμαία, λίγο πιο έξω από την πόλη της Γιάλτας, ανάκτορα τα οποία βρίσκονταν σε οικτρή κατάσταση λόγω των ζημιών που είχαν προκαλέσει οι Γερμανοί κατά την υποχώρησή τους από το Ανατολικό Μέτωπο. Η Διάσκεψη, η οποία πήρε το ταιριαστό κωδικό όνομα, χάρη σε πρωτοβουλία του Τσόρτσιλ, επιχείρηση Αργοναύτης, ορίστηκε για τις 4-11 Φεβρουαρίου του 1945 και οι Σοβιετικοί είχαν στη διάθεσή τους κάτι παραπάνω από έναν μήνα προκειμένου να σουλουπώσουν τα ανάκτορα στα οποία θα διέμεναν οι Τρεις Μεγάλοι. Ο Ρούσβελτ θα κατέλυε στο Ανάκτορο Λιβάντια, ο Τσόρτσιλ στο Ανάκτορο Βοροντσόφ, ενώ ο Στάλιν στο Ανάκτορο Γιουσούποφ. 

    Τους Τρεις Μεγάλους συνόδευε πληθώρα αξιωματούχων, από στρατηγούς, όπως τον Αμερικανό στρατηγό Τζορτζ Μάρσαλ, μέχρι πρέσβεις όλων των χωρών, όπως και οι αντίστοιχοι υπουργοί εξωτερικών, ήτοι ο Ίντεν για τους Βρετανούς, ο Μολότοφ για τους Σοβιετικούς και ο Στεττίνιους για τις ΗΠΑ. Τον άρρωστο Πρόεδρο συνόδεψε επίσης η κόρη του Άννι Μπέττιγκερ, καθώς και τον  Τσόρτσιλ η δική του κόρη Σάρα Όλιβερ. Ο Ρούσβελτ και ο Τσόρτσιλ μετέβησαν αεροπορικώς στη Γιάλτα, αφού  συναντήθηκαν πρώτα στη Μάλτα που τότε ήταν βρετανικό έδαφος, ενώ ο Στάλιν ταξίδεψε με τρένο από τη Μόσχα.

    Οι επιδιώξεις των Τριών Μεγάλων διέφεραν αρκετά μεταξύ τους. Ο Στάλιν, που πάντοτε υπήρξε καχύποπτος για τους καπιταλιστές Συμμάχους του, ήθελε κατά κύριο λόγο να αποσπάσει από τους Δυτικούς Ηγέτες υπόσχεση ελευθερίας κινήσεων στην Ανατολική Ευρώπη, και ιδίως στην Πολωνία. Το πολωνικό ζήτημα και η ελεύθερη διακυβέρνησή της μεταπολεμικά απασχολούσε πολύ και τον Τσόρτσιλ, αφού οι Βρετανοί είχαν μπει στον Πόλεμο υπερασπιζόμενοι την εδαφική ακεραιότητα των Πολωνών.  Ο Τσόρτσιλ ήθελε επίσης μία δυνατή Γαλλία προκειμένου να εξασφαλίσει την μεταπολεμική υποταγή της Γερμανίας και την αποφυγή μίας νέας πολεμικής σύρραξης. Ο ηγέτης όμως της ελεύθερης Γαλλίας στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ δεν είχε προσκληθεί στη συνάντηση. Ο Τσόρτσιλ κατά βάθος ήταν σφοδρός αντικομμουνιστής, είχε αναγκαστεί όμως να καταπιεί τα πραγματικά του αισθήματα από την αρχή του πολέμου χάριν της συμμαχίας του με τον Σοβιετικό δικτάτορα.

     Τον Ρούσβελτ, από την άλλη, το έκαιγε περισσότερο η σύσταση ενός μεταπολεμικού οργανισμού για την παγκόσμια ειρήνη και ήθελε πάση θυσία να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του Στάλιν σε αυτόν, καθώς και τη συμμετοχή της ΕΣΣΔ στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό. Στη Γιάλτα, λόγω των απανωτών επιτυχιών του Κόκκινου Στρατού στο Ανατολικό Μέτωπο και της ήττας των Συμμάχων στην επίθεση των Αρδεννών, ο Στάλιν βρισκόταν σε πλεονεκτική διαπραγματευτική θέση σε σχέση με τους Δυτικούς Συμμάχους του.

     Την πρώτη και τη δεύτερη μέρα της Διάσκεψης συζητήθηκαν τα στρατιωτικά ζητήματα και η επικείμενη ήττα της Γερμανίας καθώς και ο διαμελισμός της ηττημένης χώρας μεταπολεμικά σε ζώνες κατοχής. Το ζήτημα της συμμετοχής της Γαλλίας στις ζώνες επιρροής, αν δηλαδή αυτές θα ήταν τρεις ή περισσότερες, δίχασε τους Συμμάχους, με τους Βρετανούς να υποστηρίζουν την ένταξη της Γαλλίας και τους Σοβιετικούς να την αρνούνται. Τελικώς το ζήτημα έληξε με την ικανοποίηση του Τσόρτσιλ. 

    Το ύψος των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων αποτελούσε εξαρχής το δεύτερο μεγάλο αγκάθι της Διάσκεψης μετά το πολωνικό. Οι Σοβιετικοί απαιτούσαν να πληρώσει μεταπολεμικά η Γερμανία αποζημίωση ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εκ των οποίων η ΕΣΣΔ θα καρπωνόταν τα 10. Ο Τσόρτσιλ, έχοντας την πικρή εμπειρία από τη συμπεριφορά των Γερμανών μετά από την ταπείνωσή τους με τις συνθήκες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ήθελε μικρότερες επανορθώσεις. Ο Ρούσβελτ, που το συγκεκριμένο ζήτημα δεν άπτονταν τόσο πολύ των προτεραιοτήτων του, επέλεξε να πάρει το μέρος του Στάλιν, προκαλώντας την οργή του Τσόρτσιλ. Αξίζει δε εδώ να σημειωθεί ότι ήδη από τη Μάλτα, ο Ρούσβελτ, ως άριστος διπλωμάτης και εξισορροπιστής των αντικρουόμενων συμφερόντων της Διάσκεψης όπως αποδείχτηκε ως το τέλος της, είχε αρνηθεί να συναντήσει κατ' ιδίαν τον Τσόρτσιλ και να συζητήσει μαζί του, προκειμένου να μην προκαλέσει την περαιτέρω καχυποψία του Σοβιετικού Δικτάτορα, ο οποίος πράγματι συμπαθούσε τον Ρούσβελτ σε προσωπικό επίπεδο παρά τις αντίθετες ιδεολογικές τους απόψεις.

     Στις 6 Φεβρουαρίου συζητήθηκε το θέμα της ίδρυσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που θα εξασφάλιζε μεταπολεμικά την ειρήνη, θέμα που ήταν η μεγαλύτερη προτεραιότητα του Ρούσβελτ. Σημεία διαφωνίας μεταξύ των Ηγετών εδώ αποτέλεσαν το ζήτημα του βέτο των μικρών χωρών και το ποιες θα έπρεπε να θεωρηθούν "μεγάλες" χώρες ώστε να έχουν περισσότερα δικαιώματα σε αυτόν. 

    Τη μέρα αυτή συζητήθηκε επίσης το πολωνικό, τα σύνορα της χώρας μεταπολεμικά καθώς και η σύνθεση της μελλοντικής της κυβέρνησης. Οι Δυτικοί Σύμμαχοι ήθελαν να αποφύγουν να παραδώσουν αμαχητί την Πολωνία στις ορέξεις του Στάλιν, κάτι που όμως ήταν αδύνατον να γίνει, εφόσον ο Σοβιετικός δικτάτορας κατείχε ήδη με τη δύναμη των όπλων το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης. Έτσι, οι Δυτικοί Ηγέτες με βαριά καρδιά αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν και να θυσιάσουν τα ιδανικά των ελεύθερων κυβερνήσεων στην Ανατολική Ευρώπη προκειμένου να μην έρθουν σε ρήξη με τον Στάλιν. Το πολωνικό έμεινε σε εκκρεμότητα σχεδόν μέχρι το πέρας της Διάσκεψης, οπότε με μεγάλη δυσαρέσκεια του Τσόρτσιλ, ο Ρούσβελτ, μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά, υποχώρησε μπροστά στις σοβιετικές απαιτήσεις.

    Τις τελευταίες μέρες συζητήθηκε η επικείμενη συμμετοχή της ΕΣΣΔ στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας. Ο Ρούσβελτ, προς μεγάλη χαρά του ίδιου και των ψηφοφόρων του, απέσπασε από τον Στάλιν την υπόσχεση ότι η ΕΣΣΔ θα μπει μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, όχι βέβαια χωρίς να πληρώσει το τίμημα της παράδοσης στον Στάλιν των Κουρίλων νήσων και της νήσου Σαλαχίνης στον Ειρηνικό, νησιών που διεκδικούσαν κι άλλες δυνάμεις.

    Στα ελάσσονα θέματα που τέθηκαν επί τάπητος στη Διάσκεψη πρέπει να συμπεριληφθούν οι συμφωνίες για τους αιχμαλώτους πολέμου και οι ζώνες των βομβαρδισμών των γερμανικών εδαφών. Το ζήτημα των σοβιετικών αιχμαλώτων που βρίσκονταν στα χέρια των Γερμανών και απελευθερώνονταν από τους Συμμάχους έδειξε ολοκάθαρα τη διαφορά που υπήρχε μεταξύ της σοβιετικής κομμουνιστικής και της αμερικανικής καπιταλιστικής νοοτροπίας, αφού οι Σοβιετικοί θεωρούσαν ότι οι πρώην αιχμάλωτοι ήταν κατάσκοποι και τους εκτελούσαν ως προδότες. Αυτό οι Δυτικοί εταίροι το θεωρούσαν απαράδεκτο. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν συχνά οι Σοβιετικοί αιχμάλωτοι να μην θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, φτάνοντας στο σημείο να προτιμήσουν την αυτοκτονία από την επιστροφή.

    Η Διάσκεψη έληξε με πλήρη ικανοποίηση του Στάλιν, αφού είχαν ικανοποιηθεί οι περισσότερες επιδιώξεις του, αλλά και του Ρούσβελτ ο οποίος θεώρησε ότι είχε γίνει ότι ήταν δυνατόν προκειμένου να διατηρηθεί μεταπολεμικά η ειρήνη. Ο ελάσσων εταίρος, ο Τσόρτσιλ ήταν λιγότερο ευχαριστημένος, ιδίως με το ζήτημα της Πολωνίας, αναγνώριζε όμως ότι λίγα περισσότερα θα μπορούσαν να γίνουν σε διπλωματικό επίπεδο χωρίς να επέλθει η ρήξη μεταξύ των Συμμάχων. 

     Πράγματι, αν και πολλοί κατηγορούν τους Δυτικούς Ηγέτες ότι στη συγκεκριμένη Διάσκεψη παρέδωσαν τις τύχες της Ανατολικής Ευρώπης στον Στάλιν, λησμονούν όμως ότι με τους Σοβιετικούς να έχουν το επάνω χέρι στα πεδία των μαχών, τίποτε περισσότερο από αυτό που ήδη έγινε σχετικά με το ζήτημα της Πολωνίας δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να επέλθει ανοιχτή ρήξη μεταξύ των Ηγετών. Με άλλα λόγια, ο Ψυχρός Πόλεμος θα γινόταν έτσι κι αλλιώς, είτε με τη Γιάλτα, είτε χωρίς. Ο θάνατος του Ρούσβελτ δύο μήνες περίπου μετά τη Γιάλτα και η άνοδος στην Προεδρία των ΗΠΑ του πιο μαχητικού και λιγότερο διπλωμάτη Χάρυ Τρούμαν, οπωσδήποτε συνέβαλε προς αυτή την κατεύθυνση, οι αναπόφευκτες όμως εξελίξεις για τον Ψυχρό Πόλεμο είχαν δρομολογηθεί ήδη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και, ακόμη παλαιότερα, από την κομμουνιστική επανάσταση του 1917. Οι σφαίρες επιρροής μεταξύ των Συμμάχων που τόσο απόλυτα χώρισαν τον μεταπολεμικό κόσμο, μοιράστηκαν στη Μόσχα με τη συμφωνία των ποσοστών μεταξύ Στάλιν και Τσόρτσιλ που προηγήθηκε της Γιάλτας και στο Πότσνταμ, τη συνάντηση των Τριών Μεγάλων που ακολούθησε τη Γιάλτα και όχι σε αυτήν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

     -Plokhy, Γιάλτα το τίμημα της ειρήνης, εκδ. Πατάκη, 2020

      - Γ.Στάλιν-Φ.Ν. Ρούσβελτ, Αγαπητέ κύριε Στάλιν, Αλληλογραφία 1941-45, εκδ. Γκοβόστη, 2008

      - J.Fenby, Συμμαχία, Ρούσβελτ, Στάλιν, Τσόρτσιλ,, Η πραγματική ιστορία της συμμαχίας που κέρδισε  έναν πόλεμο και ξεκίνησε έναν άλλον, εκδ. Γκοβόστη, 2011

      -Ουίνστον Τσότσιλ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (β΄τόμος), εκδ Γκοβόστη, 2010 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Γιάννης Δενδρινός, Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους, εκδ. Διόπτρα

  Κοινή παραδοχή είναι ότι όλοι κουβαλάμε μέσα μας κάποια τραύματα, ανεξαρτήτως του πόσο βαθιά είναι αυτά, μερικοί από εμάς από την παιδικ...