Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Πασχάλης Ρετζέπης, Το βιολί της Σαμπίν, εκδ. Πηγή, 2020, σελ.138

 

https://www.pigi.gr/product/neaniko-to-violi-tis-sabin/

Ένα πρωτότυπο νεανικό μυθιστόρημα, το οποίο επικεντρώνεται στο προσφυγικό και το ζήτημα του σχολικού εκφοβισμού, αποτελεί την πρώτη, όχι συγγραφική, αλλά εκδοτική απόπειρα του πρωτοεμφανιζόμενου στον λογοτεχνικό χώρο δικηγόρου Πασχάλη Ρετζέπη. 

Το βιβλίο έχει κερδίσει Εύφημο Μνεία από το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και όταν τα διαβάσουμε θα καταλάβουμε αμέσως γιατί. Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο συστήνω ανεπιφύλακτα σε μεγάλα παιδιά και νέους, αλλά και σε ενήλικες οι οποίοι διαβάζουν εφηβική λογοτεχνία.

Πρώτ' απ' όλα, το βιβλίο τηρεί απαρεγκλίτως τον πιο βασικό κανόνα της Λογοτεχνίας, ιδιαίτερα για το απαιτητικό κοινό το οποίοι, αναντίρρητα, αποτελούν οι νέοι στην εποχή μας: "κρατάει" τον αναγνώστη με μία ενδιαφέρουσα υπόθεση και είναι ιδιαίτερα καλογραμμένο.

Πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι δύο νέοι από δύο διαφορετικές χώρες εν έτει 2013: η δεκαπεντάχρονη Σαμπίν από τη Συρία και ο έφηβος Μανώλης από το Ρέθυμνο, δύο νέοι γεμάτοι όνειρα και προσδοκίες για το μέλλον. Τις φιλοδοξίες της πρώτης θα ψαλιδίσει ο εμφύλιος πόλεμος και του δεύτερου οι "νταήδες" συμμαθητές του οι οποίοι εχθρεύονται τη διαφορετικότητα των άλλων. Έχουμε, επομένως, δύο διαφορετικές ιστορίες οι οποίες εξελίσσονται παράλληλα.

Η Σαμπίν κατοικεί, μέχρι το ξέσπασμα του Εμφυλίου στην περιοχή Αλ Χαμιντιέ της Συρίας, όπου μουσουλμάνοι Κρήτες αποίκισαν στα τέλη του 19ου αιώνα μετά από εντολή του Σουλτάνου της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις ταραχές στην Κρήτη για το αίτημα της ένωσής της με την Ελλάδα. Έχει, επομένως, απώτερη κρητική καταγωγή. Θα προσπαθήσει να φτάσει στην Ελλάδα ως πρόσφυγας όταν η ζωή της ίδιας και της οικογένειάς της θα απειληθεί στην πατρίδα της.

Ο Μανώλης, από την άλλη, μένει στο Ρέθυμνο, αλλά θα αναγκαστεί να μετοικήσει στη Θεσσαλονίκη μετά από την εκδήλωση τραμπουκισμού ενάντια στο άτομό του στο σχολείο του και όχι μόνο. Είναι, άραγε, πιο ανεκτική η κοινωνία εκεί απέναντι στη διαφορετικότητα του Μανώλη ή μήπως όχι;

Οι δύο νέοι συνδέονται στο facebook και μεταξύ τους αναπτύσσεται μία δυνατή φιλία. Θα καταφέρουν να συναντηθούν ποτέ από κοντά, κόντρα στις δύσκολες συγκυρίες;

Το βιβλίο θίγει μία σειρά από ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, όπως το προσφυγικό, την ανοχή απέναντι στο διαφορετικό, την ομοφυλοφιλία, τη σύγκρουση των θρησκειών, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, τη δυστυχία που επιφέρει ο πόλεμος, τη θέση της γυναίκας στο ισλάμ, τον σχολικό εκφοβισμό και τις προκαταλήψεις. Θέτει, επίσης, τη Δύση προ των ευθυνών της: εφόσον οι περισσότεροι εμφύλιοι στα αραβικά κράτη είναι αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας, δεν έχει, επομένως, τώρα η Δύση την υποχρέωση να θερίσει τις θύελλες που η ίδια έσπειρε αντί να κωφεύει αδιάφορη στις εκκλήσεις των δυστυχισμένων απλών ανθρώπων; Οπωσδήποτε το βιβλίο θα μας κάνει να στοχαστούμε πάνω σε αυτό.

Ο συγγραφέας κάποιες στιγμές φλερτάρει και με το Υπερφυσικό, όταν εμφανίζει τη νεκρή μητέρα της Σαμπίν να τη συμβουλεύει και να την προστατεύει σε δύσκολες για εκείνην στιγμές ως φύλακας-άγγελος. Κατά τα άλλα, πρόκειται για ένα ρεαλιστικό πόνημα το οποίο περνά, εν τέλει, ορισμένα αισιόδοξα μηνύματα: ποτέ δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα στη ζωή, πρέπει να συμβιβαστούμε ότι κάτι θα αφήσουμε πίσω μας. Πάντα κάτι κερδίζουμε και κάτι χάνουμε. Και, κυρίως, τελικά, κάποια όνειρά μας δεν είναι απίθανο να πραγματοποιηθούν, αρκεί να μπορούμε να επιμένουμε και να περιμένουμε...

 

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

Ο εορτασμός της πρώτης εκατονταετηρίδας του 1821


  

Τώρα που το 2021 είναι προ των πυλών και αναρωτιόμαστε όλοι πως θα γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια που συμπληρώνονται φέτος από την Ελληνική Επανάσταση- ή πως θα μας αφήσει ο Covid-19 να τα γιορτάσουμε- είναι η κατάλληλη χρονική συγκυρία να δούμε πως γιόρτασαν οι προηγούμενες γενιές το πρώτο ιωβηλαίο για την Ελληνική Επανάσταση το 1921. Κι αν θυμώνουμε που ίσως τώρα μας το χαλάει ο Covid, ας σκεφτούμε πως και τότε, το 1921 η μικρασιατική εκστρατεία και η ατυχής, τελικά, κατάληξή της, χάλασαν τα σχέδια του ελληνικού κράτους για τον εορτασμό της πρώτης εκατονταετηρίδας.

Ας τα πάρουμε όλως από την αρχή. Κατ' αρχάς, στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν μόδα τα Ιωβηλαία και ο εορτασμός τους σε όλη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα, το ζήτημα του εορτασμού για το 1921 τέθηκε επί τάπητος ήδη από το 1899  μετά από πρόταση του καθηγητή του πανεπιστημίου και ιστορικού Σπυρίδωνα Λάμπρου. Η ιδέα έτυχε αμέσως θερμής υποδοχής, έπεσε όμως θύμα των διχονοιών τους οποίους δημιούργησε ο Εθνικός Διχασμός.

Πάντως τον Απρίλη του 1918 ψηφίστηκε στη Βουλή νόμος για τη σύσταση επιτροπής που θα διοργάνωνε τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας της Εθνικής Παλιγγενεσίας το 1921. Η Κεντρική Επιτροπή Εκατονταεηρίδος (ΚΕΕ) η οποία δημιουργήθηκε θα ανέθετε σε ξεχωριστές επιτροπές ανά πόλη τη διοργάνωση των κατά τόπους εορτών. Γενικός Γραμματέας της τοποθετήθηκε ο δημοσιογράφος Ιωάννης Δαμβέργης, φίλος του Βενιζέλου.

Τελικά, όμως, οι εξελίξεις στο μικρασιατικό μέτωπο δεν επέτρεψαν τον μεγαλόπρεπο εορτασμό που είχε καθοριστεί αρχικά. 'Εγιναν μόνο κατά τόπους εκδηλώσεις, όπως επιμνημόσυνες δεήσεις στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών, δέηση στη λάρνακα του Γρηγορίου του Ε΄, μία γιορτή στο Δημοτικό Θέατρο, στέψη των μνημείων του Μιαούλη και του Καραϊσκάκη στον Πειραιά κ.α. Δεν διοργανώθηκαν όμως επίσημες παρελάσεις. Εν συνεχεία, οι καταιγιστικές εξελίξεις στο μικρασιατικό μέτωπο ματαίωσαν περαιτέρω σχεδιασμούς, η Επιτροπή,όμως, συνέχισε τη λειτουργία της. Κατά τόπους εορτασμοί το μοιραίο έτος 1922 έλαβαν χώρα στη Χίο και τα Ψαρά.

Τελικά, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η ΚΕΕ θα διαλυθεί και, έκτοτε ως το 1930 θα λαμβάνουν χώρα μικρές εκατονταετηρίδες οι οποίες θα τιμούν επιμέρους και κατά τόπους γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης. Κάποιες πόλεις και περιοχές της Ελλάδας γιόρταζαν ήδη από τις αρχές του αιώνα τα κατά τόπους γεγονότα, χωρίς όμως αυτό να είναι αποτέλεσμα ή πρόταση κεντρικού σχεδιασμού. Από το 1909 εκδίδεται εγκύκλιος περί της διδασκαλίας στο σχολείο σημαντικών ιστορικών γεγονότων, τόσο εθνικών όσο και τοπικών και το 1907 ορίστηκε ως μέρα εορτής η Κυριακή των Βαΐων στο Μεσολόγγι. Το 1910, επίσης, ορίστηκε να εορτάζεται στην Τρίπολη η άλωση της Τριπολιτσάς.

Η πρώτη επίσημη εκατονταεηρίδα, πάντως, ήταν εκείνη που γιορτάστηκε στο Μεσολόγγι το 1924 για την επέτειο του θανάτου του λόρδου Βύρωνα. Το 1926 εορτάστηκε, επίσης, με κάθε λαμπρότητα η επέτειος από την ηρωϊκή Έξοδο του Μεσολογγίου. Το 1927 ακολούθησαν τα ιωβηλαία για τον θάνατο του Καραϊσκάκη κατά την  πολιορκία της Ακρόπολης και για τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Τέλος, το 1928 εορτάστηκε στο Μεσολόγγι, το Πόρο και την Αθήνα, η επέτειος των εκατό χρόνων από τον θάνατο του Άγγλου φιλέλληνα Άστιγγα.

Το 1929, εν όψει της κορύφωσης των εορτασμών για τα εκατό χρόνια από την Παλιγγενεσία και τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, αποφασίστηκε η ανέγερση ενός πανελλήνιου ηρώου, μίας κατασκευής από κυβόλιθους, στην οποία κάθε δήμος ή κοινότητα θα έστελνε και από έναν. Η θεμελίωσή του έγινε στις 30 Απριλίου του 1930 επί προέδρου της Δημοκρατίας Αλέξανδρου Ζαΐμη.

Το 1930 σχεδόν όλοι οι πολιτιστικοί φορείς της χώρας, όπως Θέατρα, Μουσεία, γλύπτες, ιστορικοί, ζωγράφοι κτλ, είχαν πλέον δραστηριοποιηθεί, ο καθένας στον τομέα του, προκειμένου να συμμετάσχουν στον εορτασμό. Πολλά μέρη συνδύασαν τις κατά τόπους επετείους με την εθνική εορτή. Επίσης, τότε σημειώθηκε σε όλη τη χώρα κύμα ανέγερσης μνημείων και ανδριάντων, οι οποίοι δεν είχαν πάντοτε άμεση σχέση με την Ελληνική Επανάσταση, αν και ο μεγαλύτερος αριθμός των μνημείων που κατασκευάστηκε οπωσδήποτε αναφερόταν στο 1821.

Στους εορτασμούς μπορεί τελικά να μην εκδηλώθηκαν αντιτουρκικά αισθήματα, όμως αλυτρωτικά αιτήματα για τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο δεν έλειπαν. Από τους λαμπρότερους περιφερειακούς εορτασμούς που έλαβαν χώρα το 1930 ήταν ο εορτασμός για το Ολοκαύτωμα της Μονής του Αρκαδίου στο Ρέθυμνο στις 8 Νοεμβρίου του 1930 και στη Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.

Στο Παναθηναϊκό στάδιο στις 25 Μαρτίου του 1930 κορυφώθηκαν οι εορτασμοί, όταν άνδρες έφιπποι, οι οποίοι αναπαριστούσαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Ιερό Λόχο εισήλθαν στον αγωνιστικό χώρο. Ακολούθησαν πομπές, παρελάσεις και κάθε λογής δρώμενα στο κατάμεστο από κόσμο στάδιο στους οποίους συμμετείχε πλήθος κόσμου, καθώς και το Λύκειο των Ελληνίδων με διάφορους παραδοσιακούς χορούς. Όλοι οι συμμετέχοντες φορούσαν προσεγμένες φορεσιές από όλες τις ιστορικές περιόδους καθώς έγιναν επίσης αναπαραστάσεις ιστορικών γεγονότων.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι εκδόθηκε και επετειακή σειρά γραμματοσήμων για το ιωβηλαίο η οποία περιλάμβανε τους Φεραίο, Γρηγόριο Ε΄, Αλ. Υψηλάντη, Μπουμπουλίνα, Διάκο, Κανάρη, Κολοκοτρώνη, Μπότσαρη, Καραϊσκάκη, Μιαούλη, Κουντουριώτη, Καποδίστρια, Μαυρομιχάλη, Σολωμό, Κοραή. Συμπεριλαμβάνονταν επίσης γραμματόσημο το οποίο είχε σε χάρτη το αρχικό ελληνικό κράτος, την Έξοδο του Μεσολογγίου και τον μύθο με την ευλογία των Αγωνιστών στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.

Μένει, επομένως, να δούμε τι έχει αλλάξει από τότε, εκατό χρόνια μετά, στον τρόπο με τον οποίο εμείς, οι σημερινοί Έλληνες, θα γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια της Παλιγγενεσίας μας, πως βλέπουμε εμείς οι ίδιοι το παρελθόν μας, πως ανατροφοδοτούμε τους μύθους του και πως το μετασχηματίζουμε και το αφομοιώνουμε εκ νέου ως αναπόσπαστο και περίοπτο τμήμα της Ιστορίας μας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Χριστίνα Κουλούρη, Φουστανέλες και χλαμύδες, Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821-1930, εκδ. Αλεξάνδρεια

-Χρήστος Τριανταφύλλου, Βενιζελισμός και εθνικό παρελθόν: Το έργο της κεντρικής επιτροπής εκατονταετηρίδος (1928-1933), άρθρο

-Γ. Χαριτάκης, Η εκατονταετηρίδα της Επαναστάσεως

-Έλλη Σκοπετέα, Το πρότυπο βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα, Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα, Αθήνα 1988

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Χριστίνα Κουλούρη, Φουστανέλες και χλαμύδες, Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821-1930, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2020, σελ.607

 

Μέσα στην πληθώρα των βιβλίων που γνωρίζει ο εκδοτικός χώρος χάριν της επετείου των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, το βιβλίο της Χ. Κουλούρη,καθηγήτριας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικής Ιστορίας και Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αποτελεί μία ξεχωριστή, όσο και αξιοπρόσεκτη αναγνωστική επιλογή. Και αυτό διότι δεν ασχολείται αμιγώς με την ίδια την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, όπως τόσα και τόσα άλλωστε βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει προσφάτως, αλλά με την πρόσληψή της στην ιστορική μνήμη και στην επιρροή που αυτή άσκησε στον σχηματισμό της εθνικής μας ταυτότητας από το 1821 έως και το 1930.

Το σύγγραμμα, επομένως, εντάσσεται στον χώρο της δημόσιας ιστορίας, εφόσον το αντικείμενό του ορίζεται από την ίδια τη συγγραφέα ως "οι πολιτισμικές πρακτικές που συνδέονται με την ιστορική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας, οι αναπαραστάσεις και οι επιτελέσεις του παρελθόντος στον δημόσιο χώρο μέσω μιας μεγάλης ποικιλίας πράξεων απομνημόνευσης, κατά τον πρώτο κρίσιμο αιώνα του ελληνικού κράτους".

Πολιτισμική και κοινωνική μνήμη, προφορική ιστορία και μνήμη,  εικόνες που εκλαμβάνονται ως ιστορία, καθώς και συλλογική μνήμη, η οποία εδώ ταυτίζεται με την εθνική μνήμη, είναι θέματα τα οποία θα μας απασχολήσουν κατά την ανάγνωση του καλογραμμένου επιστημονικού συγγράμματος της κυρίας Χ. Κουλούρη.

Αναλυτικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζεται η πρόσληψη της Επανάστασης αμέσως μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, πως δηλαδή αυτή αποτυπώθηκε στις πρώτες λιθογραφίες και στην ευρωπαϊκή ζωγραφική καθώς και στην εικόνα που είχαν οι Φιλέλληνες και ο απλός λαός γι' αυτήν.

Το δεύτερο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη γλυπτική και στους ανδριάντες των προσωπικοτήτων της Επανάστασης που ανεγέρθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η τρίτη ενότητα εξετάζει τα περίφημα "πανοράματα" της Επανάστασης, το είδος εκείνο της ιστορικής ζωγραφικής το οποίο έγινε μόδα στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα πριν από την έλευση του κινηματογράφου.

Το τέταρτο κεφάλαιο ασχολείται με την πρόσληψη του νέου παρελθόντος στη δημόσια ιστορία, δηλαδή με την πρόσληψη σημαντικών ιστορικών γεγονότων που ακολούθησαν την Επανάσταση, όπως η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, ο μακεδονικός αγώνας, οι βαλκανικοί πόλεμοι και η μικρασιατική καταστροφή. Το επόμενο κεφάλαιο, αντίθετα, εστιάζει στο παλαιό παρελθόν, δηλαδή στην αποτύπωση της αρχαιότητας και του Βυζαντίου στη σφαίρα της δημόσιας ιστορίας και της συλλογικής μνήμης.

Η έκτη ενότητα είναι αφιερωμένη στην αναβίωση του παρελθόντος με τις ανασκαφές των ξένων αρχαιολόγων, τις Δελφικές Εορτές και τη διοργάνωση στην Αθήνα το 1896 της πρώτης σύγχρονης  Ολυμπιάδας. Το έβδομο κεφάλαιο εξετάζει την χρήση και τον συμβολισμό της περίφημης φουστανέλας και πως αυτή κατέληξε να γίνει το σήμα κατατεθέν της Ελληνικής Επανάστασης. Παράλληλα, η συγγραφέας ασχολείται γενικότερα με τις παραδοσιακές φορεσιές, όπως η γυναικεία φορεσιά "Αμαλία", αλλά και  με τον Καραγκιόζη, το πιο λαϊκό θέαμα το οποίο παραπέμπει ευθέως στην τουρκοκρατία.

Η όγδοη ενότητα εξετάζει ενδελεχώς τις πομπές, παρελάσεις και τα δρώμενα παντός είδους, διαλύοντας τον μύθο ότι οι μαθητικές παρελάσεις αποτελούν εφεύρημα του μεταξικού καθεστώτος, αφού η συγγραφέας μας πληροφορεί ότι αυτές λάμβαναν χώρα σποραδικά στη χώρα μας ήδη από τη δεκαετία του 1870 και ήταν αποτέλεσμα της ολοένα αυξανόμενης στρατιωτικοποίησης της Ευρώπης πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο τελευταίο κεφάλαιο αναλύεται διεξοδικά η διοργάνωση της πρώτης εκατονταετηρίδας της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία, ατυχώς, συνέπεσε με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το τελευταίο αυτό κεφάλαιο αναμφίβολα θα μας δημιουργήσει συνειρμούς σχετικά με την επέτειο της δεύτερης εκατονταεηρίδας της Ελληνικής Επανάστασης την οποία ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε με το νέο έτος.

Το συμπέρασμα από όλα αυτά τελικά είναι ότι οι μνήμες μας ως έθνος αποτελούνται τελικά τόσο από τις φουστανέλες της Επανάστασης όσο και από τις χλαμύδες της αρχαιότητας, με τις χριστιανικές μνήμες του Βυζαντίου να μην απουσιάζουν από την ολοκληρωμένη εικόνα του παρελθόντος μας.

Η Χ.Κ με εμπεριστατωμένη μελέτη προσφέρει σε όλους τους Έλληνες αναγνώστες την ευκαιρία να ζήσουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της τις γιορτές, τις τελετές δημόσιας μνήμης, τις περιπέτειες ανέγερσης των ανδριάντων των αγωνιστών, την πρώτη σύγχρονη Ολυμπιάδα και άλλα πολλά αληθινά συμβάντα τα οποία έλαβαν χώρα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα στη χώρα μας. Εν κατακλείδι, πρόκειται για μία εναλλακτική αναγνωστική επιλογή την οποία θα έπρεπε να διαβάσει κάθε Έλληνας προκειμένου να γνωρίσει καλύτερα όχι το ίδιο το παρελθόν του, αλλά το πως είδαν το παρελθόν αυτό οι γενιές πριν από αυτόν.


Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Λευτέρης Ξανθόπουλος, Warum και άλλες ιστορίες, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σελ.149

 

 


 

https://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-6806-2 

 Το "Warum και άλλες χριστουγεννιάτικες ιστορίες" είναι ένα ανάγνωσμα γιορτινό, το οποίο συνάδει με το κλίμα των ημερών και μας παρηγορεί που δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε φέτος, μεταφέροντάς μας νοερά στη χριστουγεννιάτικη Γερμανία με κάποια από τα διηγήματα που περικλείει.

Ο πολυγραφότατος Λευτέρης Ξανθόπουλος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή. Πεζογράφος, ποιητής αλλά και μεταφραστής, στο παρόν πόνημα περιλαμβάνονται δεκαεπτά διηγήματα του, τα περισσότερα σχετικά με τα Χριστούγεννα, μαζί με έναν ταιριαστό πρόλογο και επίλογο.

Στον πρόλογο ο συγγραφέας μας εξηγεί γιατί αποφάσισε να γράψει χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Στην απόφασή του αυτή ρόλο έπαιξαν, όπως μας εξομολογείται ο ίδιος, οι παιδικές αναμνήσεις του σχετικά με τις γιορτές. Η γλώσσα, αν και δουλεμένη, διατηρεί μία απλότητα, κάνοντας το κείμενο να κυλάει αβίαστα και, γι' αυτό  συγκαταλέγεται στα δυνατά σημεία του βιβλίου μαζί με την πρωτοτυπία του θέματος σε ορισμένα διηγήματα.

Σε ορισμένα θα συναντήσουμε ζώα, όπως π.χ. δελφίνια ή κουκουβάγιες, στα περισσότερα όμως πρωταγωνιστές θα είναι οι άνθρωποι. Ο τόπος, κατά κύριο λόγο, είναι η Γερμανία ή η Ελλάδα. Στον επίλογο ο συγγραφέας αναρωτιέται τι ορίζει τελικά τον αναγνώστη και αν του μένει τελικά κάτι με την ανάγνωση.

Ένα ευκολοδιάβαστο πόνημα κατάλληλο για τις γιορτινές αυτές ημέρες, το οποίο θα μας κάνει να φανταστούμε ότι επιστρέφουμε για λίγο στην κανονικότητα που όλοι μας έχουμε τόση ανάγκη.

Αντόνιο Μορέσκο, Το τραγούδι των δέντρων, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σελ.173


https://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-6823-9 

Βιβλίο καραντίνας; Βιβλίο φιλοσοφίας; Βιβλίο ενδοσκόπησης; Το βιβλίο του σπουδαίου Ιταλού συγγραφέα Αντόνιο Μορέσκο "Το τραγούδι των δέντρων" είναι πάνω απ' όλα μουσική.

Η αφορμή για να γραφτεί το βιβλίο αυτό, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του συγγραφέα, ήταν η καραντίνα του Μαρτίου. Ο Α. Μ βρίσκεται εγκλωβισμένος στη γενέτειρά του τη Μάντοβα, την οποία έχει συνδέσει με μία σειρά από δυσάρεστες αναμνήσεις. Καθώς, λοιπόν, βρίσκεται εγκλωβισμένος εκεί αποφασίζει να μιλήσει για τα δέντρα, και πιο συγκεκριμένα για τα δέντρα της πόλης, τα οποία είναι, όπως κι αυτός, εγκλωβισμένα ανάμεσα σε τσιμέντο, τούβλα, πέτρες κ.α. και μεγαλώνουν σε αντίξοες συνθήκες. Θα μας μιλήσει, δηλαδή, για τον βιασμό της φύσης από τον άνθρωπο στέλνοντας, εμμέσως, το δικό του οικολογικό μήνυμα. 

Το βιβλίο αυτό δεν είναι μυθιστόρημα με τη στενή έννοια του όρου. Περιλαμβάνει τις σκέψεις του συγγραφέα για τον άνθρωπο, τη ζωή και τον θάνατο, μέσα από φανταστικούς διαλόγους τους οποίους πραγματοποιεί ο συγγραφέας με δέντρα κάθε είδους. Δέντρα λευκά, μπλε, κίτρινα, κόκκινα, δέντρα τρελά και ανισόρροπα που κουβαλούν τις δικές τους επιθυμίες και τα δικά τους όνειρα. Ο συγγραφέας θα συνομιλήσει, επίσης, και με τα μέρη των δέντρων, τις αφανείς ρίζες, τα κλαδιά, τον κορμό, τα φύλλα, ακόμη και τους δακτυλίους. 

Θα αφουγκραστεί το τραγούδι τους και θα μας το μεταφέρει μέσα από μία γλώσσα λυρική, σχεδόν μουσική. Τα δέντρα, λοιπόν, προσωποποιούνται και έχουν δικές τους ιδέες, συναισθήματα και απόψεις.

Ανάμεσα στις σκέψεις και στους διαλόγους, παρεμβάλλονται παρατηρήσεις σχετικά με την πολιτική κατάσταση στη Λομβαρδία, την οποία, όσο γράφεται το βιβλίο, ο ιός δοκιμάζει σκληρά, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου στη γειτονιά όπου κατοικεί ο συγγραφέας, τώρα έρημη και σιωπηλή, ακούγεται διαρκώς ο ήχος ενός πιάνου, ο οποίος επηρεάζει τον δημιουργό και τις σκέψεις του. Ένας λόγος παραπάνω για να μετατραπεί το σύγγραμμά του από καθαρή λογοτεχνία σε μία "λογοτεχνική παρτιτούρα". Η ταυτότητα του μυστηριώδους πιανίστα παραμένει, βέβαια, άγνωστη μέχρι το τέλος του βιβλίου. Ο Αντόνιο Μορέσκο πάντως καταλήγει ότι σε αυτή τη ζωή αυτό που θα μας μείνει είναι η ποίηση, η μουσική, το τραγούδι και η αγάπη.

Ένα πρωτότυπο ανάγνωσμα από έναν μάστορα της λογοτεχνίας  με λέξεις που τραγουδάνε και δίνουν έναν αλλόκοτο μουσικό ρυθμό στο όλο ανάγνωσμα. Ένα βιβλίο γέννημα της καραντίνας που περιπλανιέται στα μονοπάτια της ψυχής μας και ξυπνάει την εδώ και χρόνια κοιμισμένη μέσα μας, σχέση με τη φύση.

Ευάγγελος Μαρουδής, Το ταξίδι, Κύπρος 1948-Η αρχή της Οδύσσειας, 2020, σελ.666


 https://www.kedros.gr/product/9018/taxidi-kypros-1948-arxi-odysseias.html

 

Ένα διαφορετικό βιβλίο για το Κυπριακό αποτελεί η νέα συγγραφική προσπάθεια του γιατρού και λογοτέχνη Ευάγγελου Μαυρουδή. Ο Μαυρουδής έχει πειραματιστεί πολλάκις στον χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος. Στο νέο του πόνημα "Το ταξίδι" θα λέγαμε ότι η ζυγαριά γέρνει λίγο περισσότερο προς το μέρος της Ιστορίας σε σχέση με τη Λογοτεχνία. 

Το στίγμα για τον χαρακτηρισμό αυτό το δίνει ο ίδιος ο συγγραφέας στο ιστορικό σημείωμα του βιβλίου του με, αφενός, τη ρήση του Σωκράτη, "Άνθρωπος είναι αυτός που αναθεωρεί τα πράγματα με βάση εκείνα που βλέπει" και αφετέρου με εκείνη του Σολωμού, "Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό. Με αυτόν τον τρόπο επεξηγεί ότι όσα ειπώθηκαν στο βιβλίο αποτελούν αντικείμενο επισταμένης και νεώτερης έρευνας από πλευράς των Ιστορικών, την οποία αξιοποίησε ο συγγραφέας, προκειμένου να αναθεωρηθούν κάποιες παγιωμένες αντιλήψεις. "Το ταξίδι", λοιπόν, αποτελεί ένα πόνημα το οποίο γράφτηκε  με κάθε σεβασμό στην Ιστορία, όχι την Ιστορία του εθνικισμού και του μύθου, αλλά εκείνη την Ιστορία που συνδιαλέγεται και η οποία αναθεωρείται διαρκώς με βάση τα πορίσματα νεώτερων ερευνών.

Σε αντίθεση με έτερα ιστορικά μυθιστορήματα τα οποία έχουν γραφτεί για την Ιστορία της πολύπαθης νήσου και επικεντρώνονται στην τουρκική εισβολή του 1974, στην περίοδο 1950-1960 ως την ανεξαρτησία της νήσου ή στις ακόμη πιο πρώιμες εποχές της οθωμανοκρατίας και βενετοκρατίας, το βιβλίο του Ε.Μ. εστιάζει κυρίως σε δύο άλλες ημερομηνίες: το 1948 και το 1977, στην αρχή δηλαδή της οδύσσειας του νησιού και στο τέλος της κρισιμότερης φάσης του-αφού "τέλος" με την έννοια της οριστικής λύσης στο ακανθώδες πρόβλημα δεν έχει ακόμη δοθεί. Αυτή του η ιδιαιτερότητα είναι η οποία έχει να προσφέρει και κάτι το διαφορετικό στον αναγνώστη ο οποίος ενδιαφέρεται για την Ιστορία και την ερμηνεία του Κυπριακού προβλήματος. 

Το 1948 λαμβάνει χώρα στην Κύπρο η Διασκεπτική Συνέλευση από τους Άγγλους σε συνεργασία με τις διάφορες πολιτικές παρατάξεις του νησιού με σκοπό την παραχώρηση αυτοδιοίκησης στο νησί, η οποία θα αναδείξει, όμως, και τους διαφορετικούς σκοπούς που είχαν όλες οι παίκτες της παρτίδας, η Εκκλησία, οι δεξιοί, οι κομμουνιστές του ΑΚΕΛ(Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού, η μετεξέλιξη του κομμουνιστικού κόμματος της Κύπρου), καθώς και οι ίδιοι οι κατακτητές, οι Άγγλοι.

Στο πολυπρόσωπο αυτό μυθιστόρημα, μυθιστορηματικοί και αληθινοί ιστορικοί χαρακτήρες εμπλέκονται και πρωταγωνιστούν στην υπόθεση. Όπως συμβαίνει συνήθως στα καλά ιστορικά μυθιστορήματα, οι λίγοι βασικοί χαρακτήρες είναι φανταστικοί, πλαισιώνονται όμως και συνδιαλέγονται με χαρακτήρες με αληθινή ιστορική υπόσταση. Το 1977 πάλι, αφού έχει μεσολαβήσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ, η ανεξαρτησία το 1960 και ο Αττίλας το 1974, πεθαίνει ο Μακάριος Γ΄, μία από τις κορυφαίες μορφές του Κυπριακού Αγώνα.

Έτσι και εδώ, επομένως, πρωταγωνιστής είναι ένας Ισραηλινός δημοσιογράφος με απώτερη καταγωγή από την Κύπρο, ο οποίος προσδιορίζεται απλά ως ο "αφηγητής" και φτάνει στο νησί το 1977 με σκοπό να αναζητήσει την ταυτότητα του άγνωστου πατέρα του και να εξετάσει μία δολοφονία που συνέβη το 1948 και σχετίζεται, κατά κάποιον τρόπο, με τους γονείς του δημοσιογράφου. Αυτή η έρευνα, καθώς και το αίνιγμα του άγνωστου πατρός, το οποίο ο συγγραφέας διατηρεί εντέχνως κυριολεκτικά ως την τελευταία σελίδα του βιβλίου, προσδίδει μία ελαφριά αύρα μυστηρίου στο μυθιστόρημα και μια αδιόρατη αστυνομική διάσταση.

Τελικά, τα πράγματα είναι περισσότερο πολύπλοκα απ' όσο φαίνονται αρχικά. Η μητέρα του δημοσιογράφου, μία Ελληνοεβραία τραγουδίστρια όπερας, κουβαλάει τελικά και η ίδια αρκετούς γρίφους στο δισάκι της, πριν φύγει από το νησί, γνωρίσει τη φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και καταλήξει στο νεόδμητο κράτος του Ισραήλ.

Ο συγγραφέας εμπλέκει με μεγάλη μαεστρία στην πλοκή, τόσο τους Άγγλους αξιωματούχους του νησιού, τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τους κομμουνιστές της Κύπρου, τους σιωνιστές, τους ναζί, τους Εβραίους, όσο και τους γνωστούς αρχηγούς τους στην Ελλάδα, ακόμη και μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης Χ. Πλάι σε αυτούς βρίσκονται επιστήμονες, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, μέχρι και λεπροί και όλοι τους συνθέτουν ένα πολύπλοκο μωσαϊκό το οποίο όμως εκθέτει διεξοδικά το Κυπριακό Ζήτημα.

Τη μεγάλη προσφορά του βιβλίου κατ' εμέ, αποτελεί η ένταξη του Κυπριακού προβλήματος από τον συγγραφέα, μέσα στο πλαίσιο της εποχής του, δηλαδή στο πλαίσιο του αντίκτυπου που είχε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ το 1948, η φθίνουσα αποικιοκρατία, ο Ελληνικός Εμφύλιος του 1945-49 στο Κυπριακό Ζήτημα, η κόντρα Δεξιάς-Αριστεράς και ο Ψυχρός Πόλεμος. Αυτό προσφέρει στον αναγνώστη μία νέα ματιά σε ένα ζήτημα το οποίο, παραδοσιακά, είτε τα περισσότερα ιστορικά βιβλία, είτε κυρίως τα λογοτεχνικά, το εξετάζουν εντελώς μόνο του και αποκομμένο από τα υπόλοιπα γεγονότα της Ευρωπαϊκής και Παγκόσμιας Ιστορίας, τα οποία όμως το προκαθόρισαν. Τα πολλά και διαφορετικά πρόσωπα της Ιστορίας ενώνονται εδώ σε ένα, καθορίζοντας τόσο την ιστορική όσο και τη μυθιστορηματική πλοκή του βιβλίου.

"Το ταξίδι", λοιπόν, του Ε.Μ. αποτελεί ένα ταξίδι στην Ιστορία τόσο της Κύπρου, όσο και της Ευρώπης, το ταξίδι του Ισραηλινού δημοσιογράφου προς αναζήτηση της καταγωγής του, το ταξίδι των Εβραίων που, μετά το Ολοκαύτωμα, πηγαίνουν προς την Γη της Επαγγελίας με ενδιάμεσο σταθμό την Κύπρο, το ταξίδι των πρωταγωνιστών προς ένα καλύτερο αύριο, το ταξίδι των δύο Κυπρίων φυγάδων προς τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, τη Βουδαπέστη, την Πράγα, το Παρίσι, το Βουκουρέστι, αλλά και το Κάιρο και τη Λευκωσία. Πρωτίστως, όμως, αποτελεί το ταξίδι της Οδύσσειας των Κυπρίων, η οποία ξεκινά με την έναρξη της οθωμανικής και της αγγλικής κατοχής του νησιού και η οποία συνεχίζεται, δυστυχώς, μέχρι σήμερα.

 

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Victor David Hanson, Σφαγή και πολιτισμός, εκδ. Κάκτος, 2002, σελ.744


Η μελέτη αυτή του γνωστού συγγραφέα του "Ποιος σκότωσε τον Όμηρο", του Victor Davis Hanson, είναι πολλά πράγματα ταυτόχρονα, ή μάλλον, ορθότερα, περιλαμβάνει πολλές όψεις της Ιστορίας. Κυρίως στρατιωτική, αλλά και πολιτισμική, τεχνολογική, πολιτική και κοινωνική Ιστορία. Αυτές είναι όλες οι όψεις της, οι οποίες εξηγούν το διαχρονικό φαινόμενο της υπεροχής του δυτικού πολιτισμού απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους. Μην βιαστείτε όμως να κρίνετε. 

Το βιβλίο αυτό δεν προσφέρει μία ρατσιστική ή φυλετική θεωρία προκειμένου να εξηγήσει το φαινόμενο της υπεροπλίας των Δυτικών στην πλειοψηφία των μαχών που δόθηκαν με άλλους λαούς κατά τη διάρκεια των αιώνων. Αντιθέτως, προτίθεται να εξηγήσει τους άλλους λόγους για τους οποίους συνέβαινε αυτό- και θα εξακολουθήσει να συμβαίνει όπως μας λέει ο συγγραφέας στον επίλογο του βιβλίου του. Συνάδει λοιπόν η σφαγή με τον πολιτισμό; Μήπως είναι τελικά αυτά τα δύο όψεις του ίδιου νομίσματος; Είναι άραγε, όντως, ο πόλεμος η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα;

Ο συγγραφέας "φωτογραφίζει" εννέα μεγάλες μάχες της Ιστορίας οι οποίες απέδειξαν την αδιαμφισβήτητη δυτική υπεροχή στον πόλεμο. Τις νίκες της Δύσης στη Σαλαμίνα, τα Γαυγάμηλα, το Πουατιέ, την Τενοτστιτλάν στο Μεξικό, τη Ναύπακτο, το Ρόρκις Ντριφτ στη Νότιο Αφρική και τα Μίντγουεϊ, καθώς και δύο ηχηρές ήττες στο Τετ του Βιετνάμ και των Ρωμαίων στις Κάννες, οι οποίες όμως, όλως παραδόξως, τεκμηριώνουν και πάλι την υπεροχή των Δυτικών.

Πώς εξηγείται, λοιπόν, αυτή η δυτική υπεροχή; Ο συγγραφέας εντοπίζει τον τόπο γέννησής της στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Εκεί οι αρχαίοι Έλληνες, αν και λιγότεροι αριθμητικά, κατατρόπωσαν τους "βάρβαρους" Πέρσες. Πώς το κατόρθωσαν αυτό; Ο συγγραφέας δεν αρνείται την υπεροχή των δυτικών όπλων και της τεχνολογίας, θεωρεί όμως ότι ο καθοριστικός παράγοντας για τη νίκη των Δυτικών δεν ήταν αυτός, όπως δεν ήταν ούτε στη Σαλαμίνα, ούτε και στα Γαυγάμηλα.

Το μεγάλου ατού της Δύσης ήταν το δόγμα της μίας και μεγάλης αποφασιστικής μάχης που ενστερνίζονταν οι αρχαίοι Έλληνες στην οπλιτική φάλαγγα και η ιδέα της ισότητας και της ελευθερίας με την οποία είχαν γαλουχηθεί. Διότι οι Πέρσες δεν ήταν ελεύθεροι άνθρωποι. Και όχι μόνο οι Πέρσες, αλλά ούτε και οι Οθωμανοί στη Ναύπακτο, οι Ζουλού στην Νότιο Αφρική ή οι Αζτέκοι στην Τενοτσιτλάν. Μόνο στους στρατούς της Δύσης άνθιζε η συλλογικότητα, η πειθαρχία, η ευελιξία και η ατομική πρωτοβουλία στον υπερθετικό βαθμό. Μόνο στη Δύση, επίσης, υπήρχε ο ορθολογισμός και η υιοθέτηση της αυστηρής επιστημονικής μεθόδου ήδη από την αρχαιότητα, παράδοση η οποία ατόνησε μεν, αλλά δεν χάθηκε κατά τον Μεσαίωνα. Τέλος, μόνο η Δύση αποσκοπούσε σε συγκεκριμένα πολιτικά οφέλη με τον πόλεμο, ήταν εκείνη δηλαδή η οποία πράγματι συνέχιζε την πολιτική με άλλα μέσα, σύμφωνα με το γνωστό δόγμα.

 Όσον αφορά τις δύο ηχηρές ήττες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, ο συγγραφέας τις επεξηγεί αποτελεσματικά: στις μεν Κάννες, ο στρατός των Ρωμαίων ήταν ανέτοιμος και είχε απέναντί του μία στρατιωτική ιδιοφυΐα, τον Αννίβα, μπόρεσε όμως να ξεπεράσει γρήγορα την ήττα και, το κυριότερο, να διδαχτεί από αυτή. Έτσι, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια η Καρχηδόνα ήταν εκείνη η οποία θρηνούσε την καταστροφή της από τους Ρωμαίους που ανέστρεψαν το κλίμα. Στο Βιετνάμ οι Αμερικανοί δεν εξαπέλυσαν απλά όλη τη δύναμη πυρός τους, αφού δεν βομβάρδιζαν την πρωτεύουσα ή λιμάνια στρατηγικής σημασίας, αλλά ζούγκλες, γι' αυτό και ο πόλεμος κράτησε τόσα πολλά χρόνια. Η διεθνής κατακραυγή του τύπου και των ανταποκρίσεων έπαιξε, φυσικά, κι αυτή τον ρόλο της.

Δεν πρόκειται, επομένως, για ένα βιβλίο Ιστορίας, με την κλασική τουλάχιστον έννοια, όποιος όμως επιλέξει να το διαβάσει θα κατανοήσει  πολύ καλύτερα αυτή την επιστήμη και  θα μάθει πολλά καινούρια πράγματα για πολλές αποφασιστικές μάχες που "έγραψαν" Ιστορία, από την αρχαιότητα μέχρι και τη σύγχρονη εποχή. Αναμφίβολα, είναι ένα βιβλίο από τα καλύτερα που έχω διαβάσει και το οποίο συνιστώ ανεπιφύλακτα, αφού όπως μας λέει ο μεγάλος ιστορικός και γεωγράφος Jaret Diamond "Όποιος θέλει να κατανοήσει την ιστορία της χώρας του ας μελετήσει την ιστορία των άλλων χωρών", αφού μόνο μέσω της γενικευμένης σύγκρισης μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα στο πλαίσιο της τοπικής ιστορίας.


Κώστας Χατζηαντωνίου, Το στέμμα των αυγών, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σελ. 373



https://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-6810-9

Το νέο βιβλίο του Κώστα Χατζηαντωνίου"Το στέμμα των αυγών" μας παραδίδει την αληθινή ιστορία ενός μεταφρασμένου βυζαντινού χειρογράφου. Το ντοκουμέντο αυτό του 13ου αιώνα δεν αποτελεί λογοτεχνικό εφεύρημα του ίδιου του συγγραφέα- μία κίνηση η οποία συνηθίζεται πολλάκις σήμερα στον χώρο της λογοτεχνίας,- αλλά τη μετάφραση ενός αυθεντικού βυζαντινού χειρογράφου το οποίο σώθηκε κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία το 1922.

Στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας μας εξηγεί εν τάχει το περιεχόμενο του χειρογράφου και τον τρόπο με τον οποίο έφτασε αυτό στα χέρια του.

Το χειρόγραφο αυτό ανήκε σε έναν λόγιο δάσκαλο  από τη Μαγνησία ο οποίος και φέρεται να το μετέφερε στη νεοελληνική από το πρωτότυπο, το οποίο στη συνέχεια, όμως, χάθηκε. Ο συγγραφέας γνώρισε τυχαία κάποια συγγενή εκείνου του δασκάλου, η οποία είχε το χειρόγραφο το οποίο είχε διασωθεί από τον λοχαγό Αναγνώστου το 1922.

Πρόκειται για την προσωπική εξομολόγηση του μοναχού Ευψύχιου από τη Μονή Σωσάνδρων κοντά στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, ο οποίος αφηγείται τα ιστορικά γεγονότα του 13ου αιώνα τα οποία αφορούν κατά κύριο λόγο την "εξόριστη" αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας ήταν ένα από τα διάδοχα κράτη τα οποία δημιουργήθηκαν στον χώρο που καταλάμβανε η κατακερματισμένη πλέον, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, βυζαντινή αυτοκρατορία. Για την ακρίβεια, ήταν το κράτος το οποίο φιλοξένησε τους έκπτωτους βυζαντινούς αυτοκράτορες, οι οποίοι, μέσω της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, διατήρησαν τη συνέχεια του Βυζαντίου, ενώ, παράλληλα, η Κωνσταντινούπολη είχε Λατίνο αυτοκράτορα ως το 1261.

Ο Ευψύχιος πιάνει το νήμα της αφήγησης από το τέλος του 12ου αιώνα, από την εποχή της δυναστείας των Κομνηνών και κατόπιν εξιστορεί την άνοδο των Σελτζούκων Τούρκων και τις Σταυροφορίες για να καταλήξει στο μοιραίο 1024.

Η αφήγησή του όμως δεν σταματά εδώ. Αντιθέτως εξιστορεί και τα γεγονότα του πρώτου μισού του ταραγμένου 13ου αιώνα ως και το 1258, έτος θανάτου του αυτοκράτορα Θεόδωρου Β΄Λάσκαρη-Βατάτζη με επίκεντρο τη ζωή της δυναστείας στην αυτοκρατορία της Νίκαιας, εκείνη των Λασκάρεων-Βατάτζηδων.

Πρόκειται για αιώνα ιδιαίτερα ταραχώδη, αφού Λατίνοι, Βυζαντινοί, Γενουάτες, Βενετοί, Μογγόλοι, Βούλγαροι και Σελτζούκοι Τούρκοι ανταγωνίζονται για την κυριαρχία στα εδάφη της πρώην βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Σε κάποια γεγονότα, τα οποία κρίνονται ως ερ4ιδιαιτέρως σημαντικά, ο Ευψύχιος δίνει μεγαλύτερη σημασία μέσω της αφήγησής του, όπως π.χ. στην ανακατάληψη της Ρόδου από τους Βυζαντινούς, στη ζωή της Αυγούστας Ειρήνης Λασκαρίνας, στη σταυροφορία του Λουδοβίκου Θ΄ του Άγιου, στην καταστροφή της Βαγδάτης από τους Μογγόλους και σε διάφορα άλλα.

Συν τοις άλλοις, ένα από τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου αποτελεί η περιγραφή της ίδιας της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, της Νίκαιας.

Η εξιστόρηση γίνεται μέσα σε μόλις έξι νύχτες, τον Αύγουστο του 1258 και η αφήγηση διακόπτεται απότομα όταν οι διάδοχοι του Θεόδωρου Λάσκαρη σφαγιάζονται έπειτα από εντολή του σφετεριστή του θρόνου Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου.

Όσο για το μυστηριώδες "στέμμα των αυγών", αυτό ήταν ένα διάδημα το οποίο είχε δωρίσει στη σύζυγό του Ειρήνη ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης. Πρόκειται για ένα στέμμα το οποίο αναφέρουν οι βυζαντινοί χρονογράφοι, αλλά που τα ίχνη του χάνονται με την πάροδο των αιώνων.

Όπως και να 'χει, λοιπόν, είτε το μυστηριώδες αυτό χειρόγραφο είναι αληθινό είτε όχι, η εξιστόρηση των γεγονότων του 13ου αιώνα είναι και συναρπαστική και πραγματική.

Η γλώσσα είναι νεοελληνική και διατηρεί κάποιους παλιούς τύπους οι οποίοι μαρτυρούν τον λόγιο χαρακτήρα του χειρογράφου και έναν λόγο αντάξιο ενός μοναχού του 13ου αιώνα.

Πρόκειται, επομένως, για ένα ανάγνωσμα το οποίο θα μάθει πολλά στον ιστοριοδίφη αναγνώστη για τον ταραγμένο 13ο αιώνα, την εποχή όπου γεννήθηκε η ταυτότητα του Νέου Ελληνισμού.

Τομ Βολφ, Μαρία Κάλλας, Γράμματα και αναμνήσεις, εκδ. Πατάκη, 2020, σελ.491

https://www.patakis.gr/product/644023/diafora/Grammata-kai-anamnhseis/
  

Μία αξιόπιστη βιογραφία της Κάλλας, της μεγαλύτερης, ίσως, Υψιφώνου του 20ου αιώνα, μας προσφέρει ο Τομ Βολφ μέσω της δικής της πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Ο Τομ Βολφ δεν είναι, επομένως, ο συγγραφέας του παρόντος έργου, -αντιθέτως συγγραφέας θα πρέπει να θεωρηθεί η ίδια Κάλλας.- 

Ο Τομ Βολφ ήταν όμως αυτός ο οποίος με υπομονή και αγάπη συγκέντρωσε, μετέφρασε, ταξινόμησε και υπομνημάτισε τις επιστολές της Μαρίας. Είναι επίσης ο δημιουργός της γνωστής ταινίας Maria by Callas, καθώς επίσης και μεγάλος θαυμαστής και ακροατής της μουσικής της Κάλλας.

Το παρόν αυτό πόνημα περιλαμβάνει έναν πρόλογο του Τομ Βολφ καθώς και ένα γράμμα γραμμένο από τον ίδιο το οποίο απευθύνεται στην ίδια την Κάλλας στην αρχή του βιβλίου και εξηγεί το πως ο συγγραφέας παρακινήθηκε να μελετήσει τη ζωή της μεγάλης "Ντίβας". Κατόπιν, σειρά έχει η αφήγηση των αναμνήσεων της ζωής της από την ίδια τη μεγάλη καλλιτέχνιδα, την οποία επιχείρησε μία φορά το 1957 και άλλη μία το 1977. Στο ενδιάμεσο μεταξύ των δύο αυτών αφηγήσεων παρεμβάλλονται ιδιόχειρες επιστολές της Κάλλας προς διάφορα πρόσωπα, όπως μουσικούς, συναδέλφους, διάσημους, φίλους, μαέστρους, τον πρώτο της σύζυγο Τζιοβάννι Μπαττίστα Μενεγκίνι, τη¨ν αγαπημένη της δασκάλα στην Αθήνα, την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο και μία μόνο προς τον έτερο αγαπημένο της, τον Αριστοτέλη Ωνάση. Λιγότερες είναι οι επιστολές που απευθύνονται στην ίδια την Κάλλας.

Εξίσου κατατοπιστικοί στην παρακολούθηση της πορείας της ζωής και την καριέρας της μεγάλης σοπράνο είναι οι πίνακες οι οποίοι περιλαμβάνουν τις παραστάσεις και τα ρεσιτάλ της ανά την υφήλιο, καθώς και το φωτογραφικό υλικό που της συνοδεύει.

Από τα παιδικά της χρόνια στη Νέα Υόρκη όπου γεννήθηκε και στα πρώτα της βήματα στο κλασικό τραγούδι, στην Αθήνα της Κατοχής  και στα μαθήματα με τη σπουδαία ντε Ιντάλγκο, ο αναγνώστης θα κατανοήσει ποιες ήταν οι επιρροές που διαμόρφωσαν την μεγάλη "
"Ντίβα". Οπωσδήποτε, θα εκπλαγεί με την μεγάλη εργατικότητα της Κάλλας, η οποία συνόδευε το μεγάλο και πηγαίο ταλέντο της και θα θαυμάσει τη μανία της να μην τραγουδάει στις μεγάλες σκηνές του κόσμου αν δεν αισθανόταν ότι μπορούσε να αποδώσει το 100%(ή έστω το 95%) των φωνητικών δυνατοτήτων της, μια μανία την οποία πλήρωσε ουκ ολίγες φορές με ζωηρές αποδοκιμασίες, όπως στη Ρώμη το 1958. 

Σκάλα του Μιλάνου, Royal Opera House του Λονδίνου, Παρίσι, Βερολίνο, Αθήνα, Βιέννη, ακόμη και Μεξικό και Αργεντινή, η μεγάλη σοπράνο δούλεψε εντατικότατα κατά τη δεκαετία του '50, ερμηνεύοντας μοναδικά πολλούς γνωστούς ρόλους του διεθνούς ρεπερτορίου όπως τη Μήδεια του Κερουμπίνι, τη Τζιοκόντα του Πονκιέλλι, την Τραβιάτα του Βέρντι,  την Τόσκα του Πουτσίνι. Η ίδια ξεχώρισε και ταυτίστηκε περισσότερο από όλες τις ηρωίδες που ερμήνευσε με τη Νόρμα του Μπελίνι, ηρωίδα την οποία υποδύθηκε συνολικά πάνω από ενενήντα φορές σε οκτώ χώρες.

Ο Τομ Βολφ μας επιτρέπει να δούμε για πρώτη φορά όχι τη Μαρία πίσω από την Κάλλας, αλλά τόσο τη Μαρία όσο και την Κάλλας να συνυπάρχουν ταυτόχρονα στους ρόλους που ερμήνευσε, τις φιλίες της, τις συνεργασίες της, αλλά και την ερωτική της ζωή.

Το βιβλίο αυτό εκπληρώνει, θα λέγαμε, επομένως, την επιθυμία της ίδιας της Κάλλας για να γράψει μία αυτοβιογραφία της, απαλλαγμένη από όλα εκείνα τα ψεύδη τα οποία κατά καιρούς έλεγαν γι' αυτήν οι "κακές γλώσσες". Την επιθυμία της αυτή δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει, αφού πέθανε ξαφνικά στο διαμέρισμά της στο Παρίσι το 1977 σε ηλικία 53 ετών. 

Ένα βιβλίο το οποίο  αποτελεί φόρο τιμής στην μεγάλη καλλιτέχνιδα το οποίο θα διαβαστεί άνετα και με μεγάλο ενδιαφέρον από μουσικούς και μη. Τολμώ να πω και εγώ όμως, πως, ως δασκάλα φωνητικής, μουσικός, σοπράνο και φανατική ακροάτρια της υπέροχης αυτής τέχνης που λέγεται όπερα, το βιβλίο αυτό θα συγκινήσει ιδιαίτερα όσους σχετίζονται με οποιονδήποτε τρόπο με την θεϊκή αυτή τέχνη. Επιπλέον, θα τους διαφωτίσει, αφού η μεγάλη Ελληνίδα σοπράνο αποκαλύπτει στις αναμνήσεις της κάποια βασικά σημεία της φτασμένης τεχνικής της στο τραγούδι, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμο οδηγό για τους νέους σπουδαστές του κλασικού τραγουδιού.

Δημήτρης Οικονόμου, Ο τελευταίος φύλακας, εκδ. Ίκαρος, 2020, σελ.498


  https://ikarosbooks.gr/901-o-teleytaios-fylakas.html

Πολεμικό και κοινωνικό ιστορικό μυθιστόρημα μπορεί να χαρακτηριστεί το νέο βιβλίο του Δημήτρη Οικονόμου "Ο τελευταίος φύλακας". Είναι ένα βιβλίο για τους απελευθερωτικούς αγώνες στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο, για το έπος του '40 και τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο στα βουνά της Πίνδου, καθώς και για τον αδελφοκτόνο σπαραγμό του Ελληνικού Εμφυλίου.

Το πόνημα του Δ.Ο. διατρέχει όλη την ιστορία της Ηπείρου στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα και βασίζεται σε αληθινές μαρτυρίες τις οποίες ο συγγραφέας συνέρραψε μυθιστορηματικά σε ένα ενιαίο λογοτεχνικό πόνημα.

Στο επίκεντρο της δράσης βρίσκονται τα Γιάννενα και τα γύρω χωριά της Πίνδου και οι γενναίοι φύλακες των εδαφών της, οι εκπρόσωποι της οικογένειας Μπάκα, ο Γιώργης, ο γιος του ο Ανδρέας και ο εγγονός του Γιώργος.

Η αφήγηση εναλλάσσεται σε τέσσερις άξονες, οι οποίοι στο τέλος συγκλίνουν και συναντιούνται. Στον πρώτο ο αγράμματος χωρικός Γιώργης, κάτοικος στο Νησί της λίμνης στα Γιάννενα, μα πρώτος στο τουφέκι και άριστος κωπηλάτης, μυείται στην Ηπειρωτική Εταιρεία, μία μυστική οργάνωση η οποία συστήθηκε το 1906 με σκοπό την απελευθέρωση της Ηπείρου από τον τουρκικό ζυγό και απαιτεί τυφλή υπακοή από τα μέλη της. Η εμπλοκή του στους κόλπους της θα αλλάξει τελικά ολόκληρη τη ζωή του...

Στον δεύτερο άξονα παρακολουθούμε τον γιο του Γιώργη, τον Ανδρέα, γύρω στα 1920, φιλομαθή νέο μα και άριστο σκοπευτή, να σπουδάζει στο Διδασκαλείο στα Γιάννενα. Τελικά γίνεται δάσκαλος-πρότυπο για την εποχή του, μα τα όνειρά του για μία επιτυχημένη διδασκαλική σταδιοδρομία θα συντριβούν κάτω από τον οδοστρωτήρα του Ελληνοϊταλικού πολέμου και μετά του εμφυλίου...

Στον τρίτο άξονα παρακολουθούμε όλη την πορεία του Ελληνοϊταλικού πολέμου το 1949-40, με λεπτομέρειες "ημερολογιακές" και περιγραφές σκηνών του πολέμου τόσο φρικιαστικές σε ορισμένα σημεία που θα μας θυμίσουν το κινηματογραφικό έργο "Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν".

Στον τέταρτο άξονα προβάλλεται σε όλη του την έκταση το δράμα του Ελληνικού Εμφυλίου το 1947-48 και το πως αυτό επηρέασε καθοριστικά τη ζωή αθώων και άκακων ανθρώπων, οι οποίοι, άθελά τους, μπλέχτηκαν στη δίνη του. Όταν η συμφορά του Εμφυλίου τυλίξει στα δίχτυα της και την οικογένεια Μπάκα, ποιος από τα μέλη της θα μείνει τελευταίος φύλακας των μηνμάτων και της γης των προγόνων;

Σε όλη την αφήγηση τον ρυθμό δίνουν από τη μία η φύση, τα άγρια δάση και τα βουνά που είναι στενά συνυφασμένα με τη ζωή των ανθρώπων της Ηπείρου, και από την άλλη ο πόλεμος, τον οποίο, δυστυχώς, γνώρισαν όλες οι γενιές των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα που έζησαν εκεί. Το βιβλίο αφήνει στον αναγνώστη αυτήν ακριβώς την αίσθηση, του διαρκούς πολέμου και των κακουχιών που αυτός επιφέρει, καθώς και του τσουχτερού κρύου και της δύσκολης, φτωχικής ζωής στα άγρια βουνά της Πίνδου.

Αυτό όμως που δεσπόζει σε όλο το βιβλίο και του προσδίδει μία κινηματογραφική διάσταση είναι η πολύ επιτυχημένη γλώσσα που χειρίζεται ο συγγραφέας για τους χαρακτήρες του που ομιλούν την ηπειρωτική βλάχικη διάλεκτο. Η διάλεκτος χρησιμοποιείται από τους χωρικούς και όχι από τους μορφωμένους χαρακτήρες του βιβλίου, οι οποίοι ομιλούν τα "επίσημα" ελληνικά. Και, όπως πρέπει πάντα να γίνεται, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί άλλη γλώσσα εκτός των διαλόγων, στην τριτοπρόσωπη ροή της αφήγησης.

Πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι πληροφορίες που συγκεντρώνει ο συγγραφέας για τις μεθόδους διδασκαλίας και τα μαθητικά εγχειρίδια στις αρχές του αιώνα. Οι πρωτοποριακές και πρωτότυπες μέθοδοι που χρησιμοποιεί ο Ανδρέας στο βιβλίο θα έπρεπε να αποτελέσουν πρότυπο και για τους σημερινούς δασκάλους. Το βέβαιο είναι ότι τα κομμάτια αυτά του βιβλίου που σχετίζονται με την εκπαίδευση θα τα βρουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα οι εκπαιδευτικοί που θέλουν να βελτιώνουν διαρκώς τις μεθόδους διδασκαλίας τους. Εγώ πάντως από πλευράς μου ως εκπαιδευτικός, οφείλω να πω ότι συγκινήθηκα από τον ζήλο, την αφοσίωση και την αφιλοκέρδεια του νεαρού δασκάλου.

Επιπροσθέτως, εξαιρετικά πρωτότυπες είναι οι πληροφορίες για τη δράση της άγνωστης σχετικά Ηπειρωτικής Εταιρείας για τους ιστορικούς και για τους ιστοριοδίφες, καθώς επίσης και οι πολλές λεπτομέρειες που αφορούν την διεξαγωγή του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. 

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα πόνημα του οποίου ο συγγραφέας αξίζει τα εύσημα τόσο για την έρευνα που διεξήγε, όσο και για τη μυθιστορηματική τεχνική και τη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Κοινώς, είναι ένα βιβλίο το οποίο αξίζει να διακριθεί μέσα στην πληθώρα των πονημάτων που εκδίδονται σήμερα.

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

Καζούο Ισιγκούρο, Τα απομεινάρια μιας μέρας, 2017, εκδ. Ψυχογιός, σελ.315

 


     

 Τυπική αγγλική εξοχή, τυπικοί Άγγλοι αριστοκράτες, τυπικοί Εγγλέζοι μπάτλερ με τέτοιο επαγγελματισμό και αξιοπρέπεια που δεν συναντά κανείς σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης. Άνθρωποι οι οποίοι βάζουν την επαγγελματική τους ιδιότητα υπεράνω της προσωπικής τους υπόστασης.

     Αυτή είναι, λοιπόν, η προσωπική εξομολόγηση ενός ευσυνείδητου μπάτλερ, του Στίβενς, ο οποίος μας αφηγείται όχι μόνο τα «απομεινάρια μιας ημέρας», αλλά μιας ολόκληρης ζωής- στην υπηρεσία του λόρδου Ντάρλινγκτον- συγκεκριμένα επί τριάντα πέντε συναπτά έτη-. Η εξομολόγηση αυτή λαμβάνει χώρα  κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού έξι ημερών, όταν ο Στίβενς βρίσκεται σε άδεια, παραχωρημένη από τον νέο του κύριου και νυν ιδιοκτήτη της οικίας Ντάρλινγκτον, τον Αμερικανό Φαραντέϊ.

     Το βιβλίο περιέχει πολλές διαστάσεις: την πολιτικοϊστορική, την κοινωνική, την ηθογραφική και ψυχογραφική. Πολιτικοϊστορική αφού το πόνημα, μέσα από τα λεγόμενα του μπάτλερ, μας εξιστορεί όσα σχετίζονται με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο,  τον ανερχόμενο αντισημιτισμό και αντιμπολσεβικισμό του Μεσοπολέμου και την άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία. Κοινωνική διότι απεικονίζει θαυμάσια την αγγλική κοινωνία του πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που η κραταιά αυτοκρατορία της Αγγλίας άρχιζε σιγά σιγά να πνέει τα λοίσθια. Πρόκειται για έναν κόσμο που ανατέλλει και για έναν που πεθαίνει. Ο κόσμος των πιστών μπάτλερ, των λόρδων και των αριστοκρατών αναμφισβήτητα είναι αυτός που σταδιακά αλέθεται στη μυλόπετρα της Ιστορίας μαζί με την αποικιοκρατία. Ο Στίβενς το γνωρίζει αυτό και αυτό μας φέρνει στην τρίτη διάσταση του βιβλίου, την ηθογραφική και ψυχογραφική.

      Ο Ισιγκούρο ενδύεται αριστοτεχνικά τον ρόλο του πιστού υπηρέτη της αγγλικής αριστοκρατίας και περιγράφει με τρόπο γοητευτικό έναν άνθρωπο κλειστού, ευγενικού και διακριτικού, προικισμένου με το τυπικό φλέγμα που διαθέτουν οι Άγγλοι. Η παρακμή του Στίβενς ως ανθρώπου ο οποίος δεν βρίσκεται πια στην ακμή της νιότης του βρίσκεται σε ευθεία αναλογία με το πεπερασμένο της αγγλικής παντοδυναμίας. Εκτός , όμως, από την ψυχανάλυση του ίδιου του Στίβενς ζωγραφίζεται και εκείνη του λόρδου Ντάρλινγκτον, καθώς και η σχέση που είχε με τον έμπιστο μπάτλερ του.

     Ο Στίβενς υπήρξε παιδί ενός εξίσου ευσυνείδητου μπάτλερ, του πατέρα του, από τον οποίο κληρονόμησε τη  θέση του. Μπορεί όλος ο κόσμος γύρω του να γκρεμίζεται, αυτός όμως θα παραμείνει αφοσιωμένος στο καθήκον και στις επιθυμίες του κυρίου του, πριν καν προλάβει ο τελευταίος να τις εκφράσει. Η λανθάνουσα ερωτική σχέση του με την κυρία Κέντον διαδραματίζει επίσης έναν υποδόριο και διακριτικό, μα και διαρκώς παρόντα ρόλο στο βιβλίο.

      Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα είναι αισθαντική και εντελώς προσωπική, μα, κυρίως, τόσο ατμοσφαιρική που σου αφήνει την αίσθηση, καθώς γυρνάς τις σελίδες του βιβλίου, ότι περιδιαβαίνεις ταυτόχρονα κι εσύ ο ίδιος μία φθινοπωρινή, συννεφιασμένη μέρα στην καταπράσινη αγγλική εξοχή. Αναμφίβολα ένα βιβλίο ιδιαίτερο, το οποίο μεταφέρθηκε μάλιστα επιτυχημένα και στον κινηματογράφο, από την πένα ενός αριστοτέχνη συγγραφέα, το οποίο έχει να μας πει κάτι διαφορετικό, τόσο με την υπόθεση όσο και με τη γραφή του.

 

Έρμαν Έσσε, Ο λύκος της στέπας, εκδ. Μίνωας, 2014, σελ.301


 

Ένας ήρωας ο οποίος λατρεύει τα βιβλία και την κλασική μουσική και ιδιαίτερα τον Μότσαρτ... Όσο κι αν προσπάθησα μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να μην ταυτιστώ μαζί του και να κρατηθώ για να μην το αναφέρω εδώ.

Ο "λύκος της στέπας" δεν είναι άλλος από τον Χάρρυ Χάλλερ, ένας άνθρωπος κουλτουριάρης, μοναχικός, μελαγχολικός, αντικοινωνικός, αντισυμβατικός και αλλόκοτος. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος αρνείται να ενσωματωθεί στον ανερχόμενο αστισμό του καιρού του και να πείσει τους γύρω του ότι κι αυτός ενστερνίζεται τις σύγχρονες δυτικές αστικές αξίες. Είναι ένας άνθρωπος που τον χαρακτηρίζει η διπολικότητα, ένας άνθρωπος ο οποίος κρύβει βαθιά μέσα του έναν άγριο λύκο. Περιφρονώντας τους πάντες και τα πάντα, είναι ευτυχισμένος έτσι όπως είναι κλεισμένος στο καβούκι του. Τουλάχιστον έτσι νομίζει... Είναι όμως στ' αλήθεια τόσο ευτυχισμένος και πλήρης όσο πιστεύει, όντας κλεισμένος στον αυστηρά περιχαρακωμένο κόσμο του, στα βιβλία του και την μουσική του;

Η γνωριμία του με την Ερμίνε θα αποδειχτεί ο καταλύτης ο οποίος μέσα από μία μακριά και επώδυνη διαδικασία κοινωνικοποίησης, αποδοχής της συμβατικότητας και αυτοαξιολόγησης θα τον οδηγήσει τελικά στην αυτογνωσία.

Υπόθεση φαινομενικά απλή, η οποία αναπτύσσεται όμως με αριστοτεχνική δεξιότητα και κρύβει περίτεχνους συμβολισμούς και ενδελεχή ψυχανάλυση. Ο Έσσε δεν γράφει, αλλά είναι σαν να κεντάει προσεκτικά τις λέξεις μία μία στο χαρτί. Το αποτέλεσμα είναι φυσικά αντάξιο ενός συγγραφέα τιμημένου με νόμπελ λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα βιβλίο που θα κάνει τον αναγνώστη να σκεφτεί, να αξιολογήσει και να ψυχαναλύσει ο ίδιος τον εαυτό του, μα, πάνω απ' όλα, να απολαύσει και να ρουφήξει κάθε σελίδα, αφημένος στην απύθμενη ομορφιά του λόγου του Έσσε.

Δεν ξέρω αν ο λόγος για τον οποίο το συγκεκριμένο βιβλίο μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση ήταν οι μουσικές του αναφορές οι οποίες άπτονται της ειδικότητάς μου, ξέρω πάντως ότι για λίγα βιβλία στη ζωή μου έχω πει ότι θα τα διαβάσω και δεύτερη φορά.

Τα αφηγηματικά εφευρήματα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι αντάξια του λόγου του. Στην αρχή χρησιμοποιεί την τριτοπρόσωπη αφήγηση, εν συνεχεία παραθέτει την Πραγματεία για τον Λύκο της Στέπας και καταλήγει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η φαντασία του συγγραφέα σε ό,τι αφορά τους συμβολισμούς και τις αφηγηματικές τεχνικές φτάνει μέχρι και στο να ζωντανέψει τον Μότσαρτ και τον Γκαίτε, μεταμφιέζοντάς τους επιδέξια έτσι ώστε να είναι εκείνοι, και ειδικά ο πρώτος, που θα οδηγήσουν στην αυτογνωσία τον Λύκο της Στέπας.

Το ωραίο είναι ότι το προσωνύμιο Λύκος της Στέπας δεν είναι  κάτι το οποίο αρνείται ο Χάρρυ. Αντιθέτως, γνωρίζει πολύ καλά ότι κρύβει έναν λύκο μέσα του και πολλές φορές αποκαλεί και ο ίδιος τον εαυτό του έτσι.

Το βιβλίο περιέχει ποικίλες συζητήσεις και κρίσεις για την ίδια τη ζωή, τον θάνατο, την τέχνη, τη μουσική, τον έρωτα, τη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους. Ανάγνωσμα δυνατό και διαχρονικό, αναμφίβολα αξίζει μία περίοπτη θέση μεταξύ των βιβλίων που έχω διαβάσει, όχι μόνο εγώ, αλλά, όπως πιστεύω, και ο κάθε αναγνώστης ο οποίος θέλει αυτό το οποίο διαβάζει να αφήσει το ίχνος του ανεξίτηλα χαραγμένο στην ψυχή του και όχι μόνο στο μυαλό του...

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...