Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Νίκος Βατόπουλος, Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα 1934-1944, εκδ. Μεταίχμιο

 

Πώς ήταν άραγε να μεγαλώνει ένα παιδί στην Αθήνα την εποχή του Μεσοπολέμου και της γερμανικής κατοχής; Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει ο γνωστός συγγραφέας και δημοσιογράφος Νίκος Βατόπουλος χρησιμοποιώντας ως πρωτόλειο υλικό τις γνώσεις του για την Αθήνα της εν λόγω περιόδου που έχει αποκομίσει από τη συγγραφή βιβλίων εποχής για την πρωτεύουσα και, κυρίως, το ημερολόγιο του πατέρα του, που κρατούσε ο ίδιος την εποχή εκείνη ως παιδί στο κατώφλι της εφηβείας.

 

«Ο πατέρας μου ως μυθιστορηματικό ήρωας» έτσι είδε τον πατέρα του ο συγγραφέας και, πράγματι, εμείς οι αναγνώστες διαπιστώνουμε ότι έκανε ακριβώς αυτό: τον τοποθέτησε ως μυθιστορηματικό ήρωα στον χώρο και στον χρόνο και μοιράστηκε μαζί με τους αναγνώστες του τις προσωπικές καταθέσεις του ημερολογίου του.

 

Για του λόγου το αληθές, «…τα εκατομμύρια παιδιά της Ευρώπης, απ’ άκρη σ’ άκρη, που μεγάλωσαν την περίοδο 1939-1945 φέρουν ένα κοινό τραύμα». Πώς βίωσαν, επομένως, όλες αυτές οι νεαρές υπάρξεις τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που συντελέστηκαν τόσο στο παγκόσμιο όσο και στο τοπικό επίπεδο της κοινωνίας όπου ζούσαν; Πώς επηρέασαν την καθημερινότητά τους γεγονότα όπως το σταμάτημα του σχολείου, οι βομβαρδισμοί, ο διαρκής φόβος και η πείνα;  Και σε ό,τι αφορά τη δεκαετία του ’30, πώς ήταν η ζωή στην Αθήνα του Μεταξά και σε ποιες αλλαγές στον τρόπο ζωής του Μεσοπολέμου έβαλε φρένο το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου;

 

Θα μας φανεί ίσως παράξενο, αλλά πρώτιστο μέλημα των ανθρώπων της εποχής ήταν, όπως συνέβη και σε εμάς, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, να συνεχίσουν τη ζωή τους κανονικά, σαν να μην έχει συμβεί τίποτε. Δύσκολο φυσικά, όχι όμως ακατόρθωτο. Έτσι πολλοί γονείς επέλεξαν να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδιά τους προκειμένου αυτά να απασχολούνται τις άδειες ώρες τους και αυτά δεν σταμάτησαν να ξεχύνονται στους δρόμους ως «συμμορίες» για ατέλειωτο παιχνίδι.

 

Πού είναι σήμερα όλες αυτές οι παιδικές φωνές; Στους δρόμους της Αθήνας μόνο φωνές ξένοιαστων παιδιών δεν ακούγονται πια, δυστυχώς, στις μέρες μας:

 

«Η πύκνωση της ζωής, το αυτοκίνητο σε κάθε δρόμο και το πλήθος των δραστηριοτήτων και υποχρεώσεων με τα οποία έχουν φορτωθεί τα παιδιά έχουν όλα συμβάλει στο να αποσυρθεί η παιδική φωνή από τους δρόμους των αθηναϊκών συνοικιών.

Τα παιδιά, ακόμα και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’40 ήταν ελεύθερα. Είχαν μια αίσθηση ελευθερίας, είχαν κατά κανόνα χρόνο να διαθέσουν για παιχνίδι, για να χτίσουν φιλίες, να καλλιεργήσουν κοινωνικότητα και να νιώσουν ότι ανήκουν σε μια ομάδα, ένα σύνολο, έναν κόσμο. Η γειτονιά ήταν ένα σύμπαν».

 

Το βιβλίο πάνω απ’ όλα μεταφέρει στον αναγνώστη την αίσθηση μιας εποχής που δεν υπάρχει πια. Εγώ προσωπικά ένιωσα νοσταλγία διαβάζοντάς το, κι ας μην ζούσα τότε και αισθάνθηκα οικειότητα για αυτή την παλιά Αθήνα που δεν υπάρχει πια και έχουμε γνωρίσει ξώφαλτσα από τις παλιές ελληνικές ταινίες. Υποθέτω, πάντως, πως αρκετοί αναγνώστες άνω των τριάντα πέντε θα αισθανθούν μία κάποια θλίψη καθώς θα βυθίζονται στις σελίδες του για αυτήν την εποχή της ξενοιασιάς και αθωότητας που παρήλθε πια ανεπιστρεπτί, τότε που δε κυριαρχούσαν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα έξυπνα κινητά στις ζωές μας και δεν υπήρχε ο σημερινός καταιγισμός πληροφοριών. Τότε που όλα ήταν αγνά και υπήρχε ανάγκη διάσωσης των τεκταινόμενων από όλους μας. Και αυτό ακριβώς έκανε και ο πατέρας του Βατόπουλου: διέσωσε τις μνήμες της εποχής μέσα από το ντοκουμέντο –ημερολόγιό του και ο γιος του, χάρη στο βιβλίο του, καθιστά προσιτές τις μνήμες αυτές στο ευρύ κοινό.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Γρηγόριος Ξενόπουλος, Αναδυόμενη, εκδ. Μίνωας


 

 

Ένα έργο ενός από τους μεγαλύτερους Νεοέλληνες συγγραφείς που εντάσσεται στον χώρο του ρεαλισμού εξέδωσαν φέτος οι εκδόσεις Μίνωας. Ο λόγος για την «Αναδυόμενη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Ο Ξενόπουλος διέγραψε μία λαμπρή πορεία τόσο στον λογοτεχνικό στίβο όσο και στον θεατρικό αφήνοντας πλούσια κληρονομιά στο ελληνικό κοινό τόσο από μυθιστορήματα και διηγήματα, όσο και από θεατρικά έργα και διάφορες μελέτες.

 

Η «Αναδυόμενη» γράφτηκε το 1923 και δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στην εφημερίδα «Έθνος» και εκδόθηκε το 1925, όταν ο συγγραφέας ήταν 58 ετών. Περιγράφει ένα ερωτικό τρίγωνο, ένα ερωτικό παιχνίδι ανάμεσα σε δύο αδελφούς, τον Παύλο και τον Ντένη και το αντικείμενο του πόθου τους, μία πανέμορφη νεαρή κοπέλα, την Κλαίλια.

 

Η υπόθεση τοποθετείται προφανώς στη Ζάκυνθο κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα -ή και στα τέλη του 19ου -, αν και τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος δεν κατονομάζονται σαφώς από τον συγγραφέα.

 

Η Κλαίλια, κόρη του κόντε Λάντου, δυσκολεύεται να επιλέξει ανάμεσα στους δύο νεαρούς, τους οποίους γνωρίζει τυχαία όταν η οικογένειά τους, η οικογένεια Μεμάρη, νοικιάζει το σπίτι απέναντι από το σπίτι του Κόντε, ένα σπίτι που εξαιτίας της θέσης του ονομάζεται Υψόλιθος. Η βίλα του Κόντε, από την άλλη, καλείται Αναδυόμενη, έτσι όπως ξεπροβάλλει μέσα στο καταπράσινο λιβάδι.

 

Ο τίτλος του έργου όμως,δεν οφείλει το όνομά του στη βίλα, αλλά στην αναδυόμενη Κλαίλια, που βγήκε ολόγυμνη μέσα από το λουτρό της και τα δύο αδέλφια την είδα κατά λάθος, χωρίς αυτή να το γνωρίζει. Ο Παύλος, εσωστρεφής και λιγομίλητος, θα την ερωτευτεί πρώτα με την ψυχή και ύστερα με το σώμα και θα τη γοητεύσει με τα ποιήματα που γράφει. Ο Ντένης, πιο δυναμικός, διασκεδαστικός και ομιλητικός-αλλά και με αδυναμία στο ωραίο φύλο, θα την ποθήσει πρώτα σωματικά και κατόπιν θα προσπαθήσει να δώσει στον έρωτα αυτόν εγκεφαλική διάσταση. Ο ένας αδελφός συμπληρώνει τον άλλο και η Κλαίλια δυσκολεύεται πραγματικά να διαλέξει. Τελικά όμως ένας αθώος περίπατος στο βουνό θα εξελιχθεί σε τραγωδία και αυτό ακριβώς το γεγονός θα αποτελέσει και τη λύση του δράματος…

 

Ο Ξενόπουλος επηρεάστηκε βαθιά από το ρεύμα του αστικού ρεαλισμού που άνθιζε την εποχή εκείνη στην Ευρώπη. Έτσι και το συγκεκριμένο αυτό έργο του δεν ξεφεύγει από τον κανόνα αυτόν και διακρίνεται για τις ολοζώντανες περιγραφές του και τους γλαφυρούς και θεατρικούς διαλόγους του. Εξάλλου ο Ξενόπουλος, ως θεατρικός συγγραφέας, προσδίδει πάντοτε και μια έντονη θεατρική διάσταση στα κείμενά του. Κατά συνέπεια, η «Αναδυόμενη» θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφερθεί και στο θέατρο.

 

Ο Ξενόπουλος δίνει μεγάλο βάρος στις περιγραφές, τόσο των προσώπων όσο και των τόπων. Ας δούμε πως περιγράφει την Κλαίλια, την πανέμορφη νεαρή που έκλεψε την καρδιά των δύο αδελφών:

 

«Πόσο αλλιώτικα λάμπανε τα γαλαζοπράσινα μάτια της και τι παράξενη έκφραση είχε στο πρόσωπό της, τη στιγμή που έβγαινε από τη θάλασσα ολόγυμνη, με τα μαύρα  της μαλλιά μισοπεσμένα! Ήταν μέσα σε ένα φως άσπρο και θαμπό σαν του μαργαριταριού. Και το υγρό κορμί της έμοιαζε σαν κάτι άυλο, αέρινο, διάφανο, αληθινά θεϊκό. Δεν έβλεπες παρά μια Ψυχή, ένα Πνεύμα, μία Ιδέα. Την Ψυχή της Κόρης, το Πνεύμα του Αγαθού, την Ιδέα της Ομορφιάς».

 

Η «Αναδυόμενη» είναι ένα βιβλίο που επιβεβαιώνει, για άλλη μία φορά, την αξία του Γρηγορίου Ξενόπουλου τόσο ως μυθοπλάστη, αφού δημιουργεί μία καλά δομημένη μυθιστορία με ένα απρόσμενο και δραματικό φινάλε, όσο και ως γλωσσοπλάστη, αφού χειρίζεται άψογα την ελληνική γλώσσα και καταφέρει να προσφέρει στον αναγνώστη τη μέγιστη απόλαυση της ανάγνωσης.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

Μαρία Γερασιμοπούλου, Ανδριανή , Το χαμένο σημείωμα, εκδ. Πηγή

 

Τους κυριότερους σταθμούς-μεταμορφώσεις στην πορεία της ζωής ενός ανθρώπου αποπειράται να μας αφηγηθεί η συγγραφέας Μαρία Γερασιμοπούλου μέσα από μία περίπλοκη ιστορία που διαδραματίζεται στην Πάτρα των τελών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου.

 

Μέσα από την προσωπική ιστορία της Ανδριανής, μιας δυναμικής κόρης σταφιδέμπορα από την Πάτρα, η Γερασιμοπούλου θα περιδιαβεί ολόκληρη την ελληνική ιστορία από την Ελληνική Επανάσταση μέχρι και τον Μεσοπόλεμο, και, κυρίως, θα αναφερθεί σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης ψυχολογίας και των αλλαγών που αυτή γνωρίζει όσο ο άνθρωπος μεγαλώνει και γερνά.

 

Η πρώτη ύλη για τη δημιουργία της μυθιστορίας είναι ένας απαγορευμένος έρωτας, αυτός μεταξύ της Ανδριανής και του Στέργιου, ένας έρωτας δυνατός, μα καταδικασμένος να παραμείνει ανεκπλήρωτος. Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του δεν θα μάθουν τον λόγο για τον οποίο οι ζωές τους απαγορεύεται να χαράξουν κοινή πορεία, παρά μόνο όταν θα έχουν πια διαμορφώσει και οι δύο τις χωριστές πλέον ζωές τους.

 

Η «Ανδριανή, το χαμένο σημείωμα» είναι ένα πολυπρόσωπο και πολυδαίδαλο μυθιστόρημα εποχής που δίνει έμφαση στην περιγραφή της ψυχολογίας των πρωταγωνιστών και της σκιαγράφησης των συναισθημάτων και των έντονων ψυχολογικών μεταπτώσεων που βιώνουν τα πρόσωπα. Η αληθινή φιλία, ένα καλά κρυμμένο οικογενειακό μυστικό, ο έρωτας, ο πλούτος που μπορεί να χαθεί  κυριολεκτικά εν μία νυκτί, η χειραγώγηση των ανθρώπων χωρίς αυτοπεποίθηση, η απόκτηση, αλλά και η απώλεια παιδιών, η υιοθεσία, ο απαγορευμένος έρωτας, η μοιχεία στο πλαίσιο του γάμου, όλα αυτά αποτελούν θεματικές του εν λόγω μυθιστορήματος.

 

Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι αληθινοί και απέχουν παρασάγγας από το να είναι ήρωες παραμυθιού, αφού παρουσιάζονται με όλα τα πάθη και τις αδυναμίες τους και δεν ωραιοποιούνται από την πένα της συγγραφέως ούτε στο ελάχιστο. Ούτε καν η πρωταγωνίστρια, η ίδια η Ανδριανή.

 

Το δυνατό σημείο του βιβλίου είναι η περίτεχνη μυθιστορία του με τον καλοδουλεμένη δομή του που αποκαλύπτει σιγά σιγά πράγματα στους αναγνώστες κορυφώνοντας την περιέργειά τους. Αυτό αποκαλύπτει και το μυθοπλαστικό ταλέντο της συγγραφέως. Το μήνυμα που θέλει να περάσει στους αναγνώστες της δεν είναι άλλο παρά η συμβουλή να μη διστάσουν να ζήσουν τη ζωή τους όποια αναποδιά κι αν συναντήσουν στον δρόμο τους, ό,τι κι αν τους τύχει. Ο αδικημένος κάποια στιγμή δεν θα διστάσει κι αυτός να αδικήσει, αλλά και ένας άνθρωπος –σκουλήκι μπορεί κάλλιστα να καταφέρει να μεταμορφωθεί σε πεταλούδα. Όλα αυτά η συγγραφέας τα απευθύνει στους αναγνώστες της μέσα από σύντομες παρενθέσεις γραμμένες σε δεύτερο ενικό πρόσωπο στο βιβλίο της.

 

Το υπερφυσικό έχει έντονη παρουσία στις σελίδες του βιβλίου. Το αντιπροσωπεύει κυρίως η αδελφή της Ανδριανής, η Μαρία, που έχει το «χάρισμα»να βλέπει το μέλλον. Υπάρχουν όμως και πολλές ακόμη υπερρεαλιστικές πινελιές στο μυθιστόρημα αυτό που δίνει μεγαλύτερη βάση στον άνθρωπο, παρά στην Ιστορία, στα ανθρώπινα συναισθήματα παρά στις επιταγές της λογικής και στον χρόνο που περνά και μας μεταλλάσσει παρά στον χώρο.

 

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που θέλει να περάσει στους αναγνώστες όλες τις βασικές αξίες της ζωής, οι οποίες, προφανώς, είναι εξίσου σημαντικές και για την ίδια τη συγγραφέα.

James Posket, Ο Δαρβίνος και ο Αινστάιν δεν ήταν μόνοι, εκδ. Διόπτρα


 

Ο Δαρβίνος και ο Αινστάιν δεν ήταν μόνοι. Απεναντίας αποτελούσαν μέρος ενός παγκοσμίου δικτύου ανταλλαγής επιστημονικών πληροφοριών και ιδεών που ξεκίνησε να αναπτύσσεται τον 16ο αιώνα τη εποχή της Πρώτης Επιστημονικής Επανάστασης.

Αυτό είναι, εν συντομία, το κεντρικό νόημα του έξοχου πραγματικά βιβλίου του James Posket, αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γουόργουικ.

Ο Posket υποστηρίζει στο βιβλίο του ότι μεγάλο μέρος της επιστημονικής ιστορίας του κόσμου είναι γραμμένο με λάθος τρόπο και ότι πολλές φορές έχουν αγνοηθεί επιστημονικά επιτεύγματα χωρών όπως η Ινδία, η Ιαπωνία και η Κίνα, ακόμη και ολόκληρων περιοχών του πλανήτη, όπως της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής.

Πράγματι, ο μέσος Ευρωπαίος και Αμερικανός σπουδαστής σήμερα γαλουχείται με την ιδέα ότι οι Ευρωπαίοι ήταν αυτοί που δώρισαν τα φώτα της επιστήμης στον υπόλοιπο κόσμο και επιπλέον αυτοί στους οποίους χρεώνονται όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις της ανθρωπότητας. Η άποψη αυτή όμως σήμερα θεωρείται ξεπερασμένη, διότι, αν διαβάσουμε προσεκτικά τις πηγές της Ιστορίας θα διαπιστώσουμε ότι ούτε ο Δαρβίνος, ούτε ο Νεύτωνας, αλλά ούτε και ο Αινστάιν δεν έφτασαν στις μεγαλειώδεις ανακαλύψεις τους χωρίς τη συνδρομή επιστημόνων από ολόκληρο τον κόσμο, στων οποίων τις μελέτες και τα ερευνητικά αποτελέσματα είχαν πρόσβαση. 

Έτσι ο Νεύτωνας δεν διατύπωσε τους περίφημους νόμους του για τις κινήσεις των πλανητών και την παγκόσμια έλξη, μονάχα αφότου είχε συμβουλευτεί μετρήσεις που πραγματοποίησαν στους πόλους και τον Ισημερινό άλλοι επιστήμονες. Ομοίως και ο Δαρβίνος προτού διατυπώσει την περίφημη θεωρία της εξέλιξής του είχε σχέσεις και αλληλογραφούσε με τον Αργεντινό παλαιοντολόγο Φρανθίθκο Μουνίθ. Το ίδιο και ο διάσημος Αινστάιν, ο οποίος αλληλογραφούσε και αντάλλασσε απόψεις με Ινδούς ομόλογούς του. Ο περισσότεροι από ρους αναγνώστες μάλιστα θα εκπλαγούν όταν μάθουν ότι οι Ινδοί φυσικοί Σάχα και Μπόζε ήταν εκείνοι που μετέφρασαν το έργο του Αινστάιν στα αγγλικά από τα γερμανικά το 1930, καθιστώντας το έτσι προσιτό και στον αγγλόφωνο κόσμο.

Κάποιοι αναγνώστες ίσως φανούν δύσπιστοι στη νέα αυτή ιστορική θεώρηση της επιστήμης, όμως τα επιχειρήματα του Posket, βασισμένα εξολοκλήρου σε χειροπιαστά τεκμήρια, δεν θα δυσκολευτούν να πείσουν ακόμη και τους μεγαλύτερους αμφισβητίες. Το πλήθος των ονομάτων και των εθνών που αναφέρει ο συγγραφέας στο βιβλίο του είναι πραγματικά τεράστιο και ακόμη και οι πιο ψαγμένοι σε τέτοια θέματα αναγνώστες δεν θα έχουν ακούσει τα περισσότερα από τα ονόματα αυτά.

Επιπλέον, μεγάλο μέρος του φυσικού κόσμου κατά τους Νεώτερους χρόνους εξερευνήθηκε μεν από Ευρωπαίους με τη βοήθεια των  ιθαγενών ανά τον κόσμο, όπως των Αζτέκων, των Ινδών και άλλων ιθαγενών λαών. Η βιολογία, η γεωγραφία, η αστρονομία, η ζωολογία, η βοτανική και η ανθρωπολογία αποτελούν τα θέματα των δύο πρώτων κεφαλαίων του βιβλίου, αφιερωμένων στην Πρώτη Επιστημονική Επανάσταση από το 1450-1600 και την περίοδο του Διαφωτισμού.

Το τρίτο μέρος εξετάζει την ανάπτυξη των επιστημών, κυρίως της φυσικής και της χημείας κατά την περίοδο της ανάπτυξης του καπιταλισμού, δηλαδή από τον 19ο αιώνα και μετά και στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Τον εικοστό αιώνα αναπτύχθηκε η μελέτη της γενετικής, τόσο για λόγους ευγονικής και εφαρμογής ρατσιστικών ιδεολογιών σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους και για την ανάπτυξη υβριδίων στα φυτά για λόγους επισιτιστικούς.

Τέλος, ο Posket υποστηρίζει ότι η σύγχρονη επιστήμη διαμορφώνεται σε τρεις κύριους τομείς: την κλιματική επιστήμη, την τεχνητή νοημοσύνη και την εξερεύνηση του διαστήματος και καταλήγει ότι "το μέλλον της επιστήμης εξαρτάται από μία καλύτερη κατανόηση του παγκόσμιου παρελθόντος της".

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα θαυμάσιο πόνημα στο σύνολό του που προσφέρει απίστευτο πλούτο πληροφοριών και θα καταπλήξει τους αναγνώστες με τα γραφόμενά του. Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα βιβλίο που θα το θυμόμαστε και στο οποίο θα μπορούμε να ανατρέχουμε ανά περιόδους, ακόμη και να ξαναδιαβάσουμε ορισμένα κομμάτια του.


Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

Τέσυ Μπάιλα, Λέγε με Ισμαήλ, εκδ. Ψυχογιός

 

«Λέγε με Ισμαήλ». Με τη φράση αυτή που αποτελεί την αρχή για ένα από τα διασημότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, τον Μόμπι Ντικ του Μάρβελ, επιλέγει να τιτλοφορήσει το βιβλίο της η Τέσυ Μπάιλα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα το οποίο πραγματεύεται με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα τα γεγονότα που έπληξαν τον ελληνισμό της Πόλης το 1955 και το 1964.

 

Η Μπάιλα ξεκινά από διαφορετική αφετηρία από αυτή που επιλέγουν συνήθως άλλοι συγγραφείς. Ενώ, δηλαδή, άλλοι συγγραφείς δίνουν μεγάλη βάση και έκταση στο να εξηγήσουν τα πολιτικοϊστορικά και διπλωματικά γεγονότα εκείνων των ημερών και την κάπως περίπλοκη σύνδεσή τους με το Κυπριακό ζήτημα, η Μπάιλα, αντιθέτως, επιλέγει να αναφέρει μόνο τα βασικά σημεία από αυτά και να επικεντρωθεί σε αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο την ίδια: την ιστορία της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων της εποχής και στον αντίκτυπο που είχαν για αυτούς όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα εκείνων των ημερών. ‘Έτσι λοιπόν το βιβλίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ίσως με τον όρο «ιστορικό μυθιστόρημα», πρόκειται όμως για μία θαυμάσια μυθιστορία εποχής που θα απεικονίσει καλύτερα κι από ένα ιστορικό μυθιστόρημα τη ζωή των απλών, καθημερινών ανθρώπων, τον τρόπο που άλλαξε η ζωή τους και τα συναισθήματα που βίωσαν όταν ξέσπασε η καταιγίδα. Και η Μπάιλα το κάνει αυτό με πραγματική ευαισθησία, έντονη περιγραφική διάθεση και διάχυτο λυρισμό.

 

Οι ήρωές της είναι χαρακτήρες βαθιά ανθρώπινοι και φαίνεται ξεκάθαρα ότι σκοπός της συγγραφέως ήταν να σκιαγραφήσει την προσωπικότητά τους τόσο προσεκτικά, ώστε κι ο αναγνώστης να αισθάνεται σαν να τους γνώρισε από κοντά. Και πράγματι, σχεδόν βλέπει να περνούν μπροστά από τα μάτια του η ταλαίπωρη γριά κυρά Γιασεμώ παρέα με τον αγαπημένο της σκύλο, τον Γιουσούφ, ο δυναμικός Ναντίρ, η πιανίστρια Καλλιάνθη με τον γάτο της τον Σοπέν που κρύβει τόσα μυστικά, η γλυκιά Εσίν ο σοβαρός βιβλιοπώλης Ισίδωρος με τον φίλο του, τον καλόκαρδο καφετζή Ισμαήλ, αλλά και τόσοι άλλοι.

 

Η συγγραφέας δεν αγνοεί όμως και τον χώρο στον οποίο διαδραματίζεται η πλοκή. Και αυτός δεν είναι άλλος φυσικά από τη Βασιλίδα των Πόλεων, την περίφημη και πολυτραγουδισμένη Πόλη με τις ολοζώντανες γειτονιές του Πέρα και τα γυαλιά γύρω από τον Βόσπορο. Πέρα από τους ανθρώπους, η συγγραφέας θέλει να μεταφέρει τον αναγνώστη στην Πόλη ακριβώς όπως ήταν αυτή το 1955. Δίνει μεγάλη σημασία στην κατασκευή της ανατολίτικης ατμόσφαιρας που καταφέρνει να διαποτίσει τις σελίδες του βιβλίου της, όπως η πρωινή πάχνη τα φύλλα των δέντρων. Δεν υπάρχουν καθαρά περιγραφικά κομμάτια τοπίων παρ’ όλα αυτά, αφού οι χαρακτήρες της Μπάιλα φαίνεται να είναι απόλυτα και ολόσωστα τοποθετημένοι στον χωροχρόνο. Όλες οι περιγραφές χώρων περιέχουν μέσα τους και την κίνηση των πρωταγωνιστών του βιβλίου.

 

Η αφήγηση ξεκινά το 1964, έτος των απελάσεων  για τους Έλληνες της Πόλης και στη συνέχεια γίνεται αναδρομική αφήγηση στις ζωές των ηρώων που καλύπτει τα μέσα του εικοστού αιώνα.

 

Η συγγραφέας δεν περιγράφει τίποτε με εμπάθεια. Μόνο με πικρία. Δεν έχει καμία διάθεση καταδίκης της άλλης πλευράς για ό,τι έγινε, γιατί γνωρίζει καλά ότι οι καθημερινοί ήρωες που δημιουργεί δεν είναι  παρά πιόνια, έρμαια στις διαθέσεις των μεγάλων της Ιστορίας που συνταιριάζουν πάντα τα κομμάτια στα παζλ των ζωών τους όχι με τον ορθό τρόπο, αλλά με τον τρόπο που θέλουν αυτοί.

 

Τα ιστορικά γεγονότα όλοι τα γνωρίζουμε. Και, οπωσδήποτε, τίποτε από ό,τι έγινε δεν μπορούμε να αλλάξουμε πλέον. Το θέμα είναι να μην λησμονούμε και να μην κάνουμε τα ίδια λάθη. Και να διαβάζουμε βιβλία τόσο ατμοσφαιρικά όσο της Τέσυς, έτσι ώστε να μπορούμε να θυμόμαστε τι έζησαν άλλοι άνθρωποι που επισκέφθηκαν τον πλανήτη γη πριν από εμάς.

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...