Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

Anthony Quinn, Λονδίνο στις φλόγες, εκδ. Κλειδάριθμος

 

Ένα εξαίρετο μυθιστόρημα εποχής το οποίο απεικονίζει καταπληκτικά τη ζωή στο Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του ’70 προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό του ο Βρετανός συγγραφέας από το Λίβερπουλ Άντονυ Κουίν. Το εν λόγω πόνημα τιτλοφορείται «Λονδίνο στις φλόγες», κυρίως λόγω των εξάρσεων και των βίαιων αντιθέσεων που κυριαρχούσαν στο Λονδίνο εκείνη την εποχή.

 

Το μυθιστόρημα του Κουίν αποτελεί μία τοιχογραφία του Λονδίνου του 1979, η οποία συναπαρτίζεται από τέσσερις διαφορετικούς κόσμους: τον κόσμο των ακαδημαϊκών και των πανεπιστημίων, αλλά και των Βορειοιρλανδών μεταναστών  στο Λονδίνο, τον κόσμο της αστυνομίας και του εγκλήματος, τον κόσμο της τέχνης και τον κόσμο της δημοσιογραφίας και της πολιτικής. Οι τέσσερις διακριτοί αυτοί κόσμοι εκπροσωπούνται από τους τέσσερις πρωταγωνιστές του βιβλίου, οι οποίοι κινούνται σε διαφορετικούς τόπους καθώς το μυθιστόρημα εξελίσσεται, αλλά  περιστασιακά αλληλεπιδρούν και συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο.

 

Η πρώτη από τους ήρωες αυτούς είναι η νέα και ανερχόμενη αστυνομικίνα Βίκυ Τρες,  η οποία πρωταγωνιστεί στη σύλληψη του βιαστή του Νότινγκ Ντέιλ και εντάσσεται στο σώμα Δίωξης του Εγκλήματος, μπλέκεται, όμως, άθελά της σε μία υπόθεση διαφθοράς. Η δεύτερη ηρωίδα είναι δημοσιογράφος. Ονομάζεται  Χάνα Στροντ και παίρνει συνεντεύξεις από  μεγάλες προσωπικότητες της εποχής. Ο τρίτος ήρωας είναι ο Φρέντι Σελβς, ένας επιτυχημένος διευθυντής θεάτρου, αλλά κάκιστος οικογενειάρχης. Τελευταίος έρχεται ο Κάλουμ Κόνλαν, καθηγητής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο με καταγωγή από τη Βόρειο Ιρλανδία.

 

Ο κόσμος των ηρώων του βιβλίου, αλλά και ο κόσμος της Μεγάλης Βρετανίας ακριβώς πριν από την είσοδο της Μάργκαρετ Θάτσερ στον πολιτικό στίβο της χώρας είναι δομημένος πάνω σε αντιθέσεις. Είναι ο κόσμος των δύο κομμάτων εξουσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, των Τόρηδων και των Εργατικών. Είναι ο κόσμος των εργατών και των αστών που αντιπαρατίθενται, των νεωτεριστών και των συντηρητικών, των πολιτικών και του λαού, των λευκών και των μαύρων. Είναι, τέλος και ο κόσμος της αντιπαράθεσης μεταξύ των Άγγλων και των Βόρειων Ιρλανδών, αφού οι τελευταίες δεκαετίες του ’70 είναι οι κατεξοχήν δεκαετίες των επιθέσεων του IRA στη Μεγάλη Βρετανία.

 

Οι επιθέσεις του IRA μπορεί να πει κανείς ότι είναι και το κεντρικό θέμα του βιβλίου και αυτό που δίνει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τον τόνο στον τίτλο του βιβλίου «Λονδίνο στις φλόγες». Θα λέγαμε ότι είναι το μόνιμο μπάσο κοντίνουο και, μαζί με τις διεκδικήσεις των εργατικών και των συνδικάτων, το θέμα που δίνει το μεγαλύτερο παρόν στο βιβλίο. Από εκεί κι έπειτα, θα συναντήσει κανείς στις σελίδες του βιβλίου όλα τα χαρακτηριστικά της ζωής στην Ευρώπη των τελών του εικοστού αιώνα: ναρκωτικά, ροκ και πανκ μουσική, φυλετικούς διαχωρισμούς, γυναικεία απελευθέρωση, εργατικές διεκδικήσεις, τρομοκρατικές επιθέσεις κτλ.

 

Η γραφή του Κουίν, τόσο στις περιγραφές του όσο και στους άφθονους διαλόγους που χρησιμοποιεί, είναι άκρως ρεαλιστική. Ρεαλισμός επικρατεί επίσης και στις σκέψεις των πρωταγωνιστών, όπως αυτές καταγράφονται στο χαρτί. Η μυθιστορία, δηλαδή, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινή, αφού όλοι οι ήρωες που δημιουργεί ο συγγραφέας, είναι μεν φανταστικοί, αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν ζήσει στ’ αλήθεια την εν λόγω δεκαετία.

Christy Lefteri, Ο μελισσοκόμος από το Χαλέπι, εκδ. Κλειδάριθμος

 

 

Μετά το «Τραγούδι των πουλιών», ένα καθηλωτικό, ομολογουμένως, μυθιστόρημα για τη μετανάστευση, η Βρετανοκύπρια συγγραφέας Κρίστι Λεφτέρι επιστρέφει με ένα εξίσου εξαίρετο πόνημα για την προσφυγιά με τίτλο «Ο μελισσοκόμος απ’ το Χαλέπι».

 

 Το μυθιστόρημα αφορά τις περιπέτειες μιας οικογένειας από τη Συρία κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 2015-2019 που αναγκάστηκε να βιώσει τις εξαιρετικά δυσάρεστες εμπειρίες, του πολέμου, του θανάτου και της προσφυγιάς. Πρωταγωνιστής είναι ο αφηγητής Νούρι και η σύζυγός του Άφρα. Δεν πρόκειται για αυτή καθεαυτή αληθινή ιστορία, αλλά για δημιουργία μυθοπλασίας πάνω σε καμβά, ωστόσο, πραγματικών γεγονότων. Μπορεί, επομένως, η ίδια η μυθιστορία των πρωταγωνιστών του να μην είναι επακριβώς αληθινή, βασίζεται, όμως, σε πολλές αληθινές ιστορίες τις οποίες η ίδια η συγγραφέας άκουσε από πρώτο χέρι όταν δούλευε εθελοντικά σε καταυλισμούς προσφύγων τα καλοκαίρια των ετών 2016 και 2017.

 

Ο Νούρι και ο ξάδελφός του Μουσταφά έχουν από κοινού μελίσσια στη Βόρεια Συρία, στο Χαλέπι. Εκτός από άφθονες κυψέλες, διαθέτουν και κατάστημα πώλησης μελισσοκομικών προϊόντων. Ο Μουσταφά έχει δύο παιδιά και ο Νούρι έναν γιο, τον Σάμι. Η γυναίκα του, Άφρα είναι εξαίρετη ζωγράφος. Την ειρηνική και ήρεμη αυτή ζωή τους, όμως, έρχεται να ταράξει ο φρικτός εμφύλιος πόλεμος που θα σκοτώσει τα δύο μικρά αγόρια των δύο οικογενειών, θα διαλύσει την επιχείρησή τους και θα τις αναγκάσει να αναζητήσουν αλλού καταφύγιο.

 

Κι ενώ ο Μουσταφά θα ακολουθήσει τη γυναίκα και την κόρη του, που γλίτωσαν εφόσον έφυγαν νωρίς, στην Αγγλία, ο Νούρι θα δυσκολευτεί περισσότερο  στην ολοκλήρωση του μακριού αυτού ταξιδιού, στο τέλος του οποίου τον περιμένει η υπόσχεση μίας νέας ζωής, πάλι παρέα με τις μέλισσες. Ούτε ο Νούρι, όμως, ούτε η Άφρα, αλλά ούτε και ο Μουσταφά θα είναι πλέον οι ίδιοι άνθρωποι. Οι συμφορές που τους έχουν πλήξει και αυτά που έχουν αντικρίσει έχουν πλήξει τον ψυχισμό τους ανεπανόρθωτα. «Μέσα στον άνθρωπο που ξέρεις, υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν ξέρεις», μας αφηγείται ο Νούρι, μέσω τα πένας της Λεφτέρι, παραδεχόμενος πόσο πολύ μπορεί να αλλάξουν οι συμφορές τον ανθρώπινο ψυχισμό. Η ίδια η Άφρα είδε τον γιο της να πεθαίνει από βόμβα, με αποτέλεσμα να μείνει τυφλή από το σοκ που υπέστη. Οι αναμνήσεις από την πρότερη ευτυχισμένη ζωή τους, από τις στιγμές με το παιδί τους, δεν σταματούν να τους κατακλύζουν.

 

Το μυθιστόρημα παρακολουθεί μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Νούρι το πώς άλλαξε τη ζωή των Συρίων ο πόλεμος και τη δύσκολη πορεία τους, δια μέσου της Τουρκίας και της Ελλάδας, προς τον τελικό προορισμό τους την Αγγλία.

 

«Και όποτε σταματούσαν οι βόμβες, τα πουλιά έβγαιναν για να κελαηδήσουν. Κούρνιαζαν στα κουφάρια των δέντρων, σε κρατήρες, σε καλώδια και σε γκρεμισμένους τοίχους, και κελαηδούσαν. Πετούσαν ψηλά στον άπιαστο ουρανό και κελαηδούσαν».

 

Η Λεφτέρι με τις περιγραφές του βιβλίου της για τα δεινά του πολέμου θα συγκινήσει τις καρδιές ακόμη και των πιο ψύχραιμων αναγνωστών. Η εναργής περιγραφή της σπαρασσόμενης πόλης του Χαλεπίου, των βομβαρδισμών, των εκτελέσεων των αμάχων,  της προσφυγιάς και των διαπραγματεύσεων με τους διακινητές στο βιβλίο, αποτυπώνει επακριβώς την ψυχολογία ενός πρόσφυγα και στέλνει ένα δυνατό αντιπολεμικό μήνυμα το οποίο μένει πάντα επίκαιρο στις μέρες μας.

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Διονύσης Καλαμβρέζος, Εικονικός εφιάλτης, εκδ. παπαζήση

 

Στις μέρες μας η λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας γνωρίζει αρκετή άνθηση, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Τα περισσότερα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας κινούνται ανάμεσα σε δύο κύριες θεματικές: είτε με την κλιματική κρίση και την καταστροφή του πλανήτη που βιώνουμε τώρα, η οποία θα μας οδηγήσει σε έναν δυστοπικό κόσμο, είτε με την κυριαρχία των οθονών, των ρομπότ, των υπολογιστών και της  εικονικής πραγματικότητας, η οποία εισβάλει κάθε χρόνο που περνά όλο και περισσότερο στις ζωές μας.

 

Στον κόσμο της  δεύτερης θεματικής ανήκει το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Ζακυνθινού συγγραφέα Διονύση Καλαμβρέζου με τον, κάπως  απαισιόδοξο είναι η αλήθεια, αλλά διαφωτιστικό για το περιεχόμενο του βιβλίου, τίτλο «Εικονικός εφιάλτης». Πρόκειται για ένα πολυφωνικό, περίπλοκο και πολυδιάστατο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας το οποίο διαδραματίζεται όχι στο πολύ μακρινό από την εποχή μας μέλλον, στην αμερικανική ήπειρο και, πιο συγκεκριμένα, στις Ηνωμένες Πολιτείες και κυρίως στην περιοχή της Νέας Υόρκης και του Χάρλεμ. Οι περιοχές αυτές αφορούν τον πραγματικό κόσμο,  αλλά και τον εικονικό πολλές φορές.

 

Το μυθιστόρημα ξεκινά με μία εικόνα παρακμής και εγκατάλειψης από μια στοιχειωμένη πόλη του θρυλικού Φαρ Ουέστ των ΗΠΑ. Ο αναγνώστης θα καταλάβει γρήγορα-αν και μάλλον θα μπερδευτεί λιγάκι στην αρχή- ότι πρόκειται περί εικονικής πραγματικότητας. Οι περισσότεροι από τους βασικούς ήρωες του βιβλίου-ο Φέλιξ, Η Αουρόρα, η Μαργκρέτε, η Λίντα και άλλοι πολλοί στο πολυπρόσωπο αυτό μυθιστόρημα-θα ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους μπροστά από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και οι κοινωνικές επαφές τους θα είναι κατά κύριο λόγο μέσω PC, όχι αληθινές ανθρώπινες επαφές. Οι ήρωες αυτοί ακροβατούν μεταξύ του αληθινού και του εικονικού κόσμου, συμπαρασύροντας και τους αναγνώστες στην ακροβασία τους αυτή. Οι τελευταίο αρκετές φορές θα κληθούν να μαντέψουν αν πρόκειται για κανονική ή εικονική πραγματικότητα μέσα στις εκάστοτε σκηνές του βιβλίου.

 

Ο συγγραφέας δεν παραλείπει, συγχρόνως, να αναφέρει όλα τα μείζονα προβλήματα της εποχής μας, την προσήλωση στις οθόνες, την κυριαρχία των ρομπότ και της τεχνητής νοημοσύνης, την κλιματική αλλαγή, την αυξανόμενη μετανάστευση, τις επιδημίες, την ψηφιοποίηση, τις κυβερνοεπιθέσεις, το ενεργειακό πρόβλημα και την τρομοκρατία.

 

Το εικονικό περιβάλλον τείνει να κυριαρχήσει απόλυτα στις ζωές των ηρώων, δημιουργώντας ολοένα και περισσότερες νευρολογικές ασθένειες που σχετίζονται με την αυξανόμενη χρήση των οθονών. Μέσα σε όλους αυτούς τους κυβερνητικούς ακτιβιστές, τους χρήστες του διαδικτύου, τα στελέχη των κρατικών υπηρεσιών, τους διάφορους ερευνητές σε προγράμματα αντιμετώπισης ψυχώσεων αποδιδόμενων στις νέες τεχνολογίες, βρίσκεται και μία μυστηριώδης γυναίκα. Αυτή θα κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις σελίδες του βιβλίου και στον εικονικό, αλλά και τον πραγματικό κόσμο.

 

Πόσο μακρινό είναι τελικά το κοντινό αυτό μέλλον για μας; Πόσο απειλητική είναι η εικονική πραγματικότητα για τις ζωές μας; Μήπως τελικά η εικονική πραγματικότητα δεν είναι παρά μία φυλακή για εμάς; Τέτοιου είδους ερωτήματα αναλαμβάνει να θέσει το εν λόγω πόνημα του Διονύση Καλαμβρέζου, το οποίο απευθύνεται πρωτίστως σε αναγνώστες που λατρεύουν την λογοτεχνική επιστημονική φαντασία.

Γιάννης Νικολούδης, Άδειος τόπος, εκδ. Πατάκη

 


Ο "άδειος τόπος" είναι το Ηράκλειο της Κρήτης στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γιάννη Νικολούδη, αλλά και ο ψυχισμός του ήρωα, ενός πρόσφατα αποφυλακισθέντος μετανάστη που ζει στη Μεγαλόνησο και εργάζεται στα χωράφια, όπως οι πάμπολλοι Αλβανοί και Πακιστανοί της περιοχής.

Ένας αντρικός κόσμος, ο κόσμος της εργατιάς και της αγροτιάς, ο κόσμος των μεταναστών, αλλά και του υποκόσμου, των νταήδων και των καταδίκων, αποτελούν τους κόσμους του μυθιστορήματος του Νικολούδη.

Η καχυποψία και η δυσπιστία της κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες, αλλά και στους  πρώην φυλακισμένους αποτυπώνεται ανάγλυφα στις σελίδες του μυθιστορήματος. Όπως μας λέει ο συγγραφέας-αφηγητής στην αρχή του βιβλίου του, όταν δεν περιμένει κανένας έξω από τη φυλακή τον πρώην κατάδικο, αυτό σημαίνει πως σύντομα αυτός θα ξαναβρεθεί ανάμεσα στα τείχη της φυλακής. Θα καταφέρει άραγε ο ήρωας του Νικολούδη να απαγκιστρωθεί από τον εφιάλτη της φυλακής και να αρχίσει μία νέα ζωή;

"Είδα αίμα στα μάτια του γέρου και μετά, δεν ξέρω πως, βρέθηκα μέσα στο κόκκινο χώμα και, αν με ρώταγες, ούτε που θα ήξερα να σου πω πόση ώρα έμεινα εγώ μέσα στο κόκκινο εκείνο πράμα που έτρεμε στον αέρα. Τα χέρια μου είχανε σπασμούς και κοντεύανε να λυγίσουνε το τιμόνι. Όσο ήμουνα  μέσα στο κόκκινο χώμα, ήτανε σαν να το ξαναζούσα αυτό που... και αυτό με έκανε να πατάω το γκάζι όλο και πιο πολύ, και το αγροτικό έσκιζε τον αέρα".

Η γλώσσα του μυθιστορήματος, κύριο μέλημα του συγγραφέα μαζί με την αφηγηματικό ροή του μυθιστορήματος, είναι ιδιαίτερα προσεγμένη και αναδεικνύεται μέσα από την αυθόρμητη και χειμαρρώδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση  του πρωταγωνιστή-συγγραφέα που παλεύει με τη συνείδησή του. Οι ευχάριστες αναμνήσεις του ήρωα από την παιδική του ηλικία μπλέκονται με το οδυνηρό παρόν σε ένα γοητευτικό και ατμοσφαιρικό γαϊτανάκι εξομολόγησης και εκ βαθέων κατάθεσης ψυχής μέσω της αφήγησης.

Ο τόπος στον οποίο ο ήρωας κάνει κάθε φορά τις εν λόγω σκέψεις υποδηλώνεται ρητά στην αρχή κάθε κεφαλαίου-συνήθως πρόκειται ή για την ύπαιθρο χώρα έξω από το Ηράκλειο της Κρήτης, τη Νέα Αλικαρνασσό και τα περί την πρωτεύουσα χωριά, ή και την ίδια την πόλη του Ηρακλείου, τη Σητεία ή και τον κάμπο της Μεσσαράς.

«Τον τόπο τον θυμόμουνα, όλα τα θυμόμουνα, σαν την παλάμη μου τον ήξερα, και ήθελα να τον σκεφτώ τον τόπο, γιατί αυτό με βοηθούσε να μη σκέφτομαι άλλα. Και είπα μέσα μου, πάνε χρόνια που τον γύριζα τον τόπο με τον πατέρα και τ’ αστέρια αυτού του βουνού τα είχα μετρήσει και ξαναμετρήσει κι ας έλεγε ο πατέρας ότι όποιος τα μετράει βγάζει μυρμηγκιές στα χέρια».

Πέρα από το ζήτημα της μετανάστευσης και της κοινωνικής ένταξης ενός πρώην αποφυλακισμένου, βασικό θέμα του βιβλίου είναι η βία που ταλανίζει τις σημερινές ανθρώπινες κοινωνίες, τόσο η λεκτική, όσο και η σωματική, αλλά και η ψυχική.

Πηνελόπη Τσιάλα, Έρωτας δίχως γέφυρα, εκδ. βακχικόν

 

Το «Έρωτας δίχως γέφυρα» είναι το δεύτερο κοινωνικό-ερωτικό μυθιστόρημα της νεαρής λογοτέχνιδος από την Αθήνα που δηλώνει ερωτευμένη με τη συγγραφή, της Πηνελόπης Τσιάλα. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Οι τέσσερις κοντεσίνες», το οποίο κυκλοφόρησε πέρσι αφορούσε  τη φιλία και τις περιπέτειες-ερωτικές και μη τεσσάρων γυναικών που συνδέονταν με στενή φιλία. Στο νέο της πόνημα η Τσιάλα ασχολείται με τις ερωτικές περιπέτειες δύο αταίριαστων μεταξύ τους νέων και θίγει, παράλληλα ένα καίριο ζήτημα της εποχής μας, αυτό της κατανάλωσης κρέατος στον σύγχρονο κόσμο.

 

Ο Κωνσταντής είναι ένας νεαρός κρεοπώλης, ερωτευμένος με τη δουλειά του. Η Χριστίνα μία βίγκαν ακτιβίστρια από την εφηβεία της, αρκετά φανατισμένη ώστε να συναναστρέφεται μονάχα με άτομα που δηλώνουν οπαδοί της «βίγκαν» διατροφής, όπως και η ίδια. Η Χριστίνα μαζί με τους φίλους της από μία τρομοκρατική-βίγκαν οργάνωση αρέσκονται να διώχνουν πελάτες από τα κρεοπωλεία και να δημιουργούν προβλήματα σε πελάτες και ιδιοκτήτες κρεοπωλείων και κρεατοταβέρνων διαδηλώνοντας για τα αναφαίρετα δικαιώματα όλων των ζώων στη ζωή. Η όμορφη Χριστίνα είναι, επιπλέον και αρχηγός της συγκεκριμένης οργάνωσης,  υπερασπιζόμενη τις ιδέες της με πάθος.  Η απολυτότητα αυτή με την οποία αντιμετωπίζει, όμως, η Χριστίνα τον κόσμο γύρω της θα αλλάξει όταν θα γνωρίσει τον εξίσου όμορφο και καλόψυχο-παρά την «αιμοσταγή» δουλειά του-Κωνσταντή.

 

Οι δύο νέοι θα ερωτευτούν παράφορα, παρά τους αρχικούς δισταγμούς τους, και θα κάνουν τα πάντα προκειμένου να είναι μαζί. Θα πρέπει όμως να λύσουν το μεγάλο πρόβλημα της τόσο διαφορετικής στάσης τους απέναντι στη ζωή. Θα μπορέσει ο κρεοπώλης Κωνσταντής να διατηρήσει δεσμό με μία γυναίκα που θα έκανε το παν προκειμένου να δει το μαγαζί του κλειστό; Θα μπορέσει η Χριστίνα να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι τα ίδια εκείνα χέρια που ποθεί να χαϊδεύουν το κορμί της δεν είναι άλλα από αυτά που τεμαχίζουν καθημερινά αθώες υπάρξεις που θανατώθηκαν βίαια; Μπορούν άραγε να είναι τελικά μαζί δύο άνθρωποι οι οποίοι πρεσβεύουν μία εντελώς διαφορετική κοσμοθεωρία για τη ζωή;

 

Η Τσιάλα, με αφορμή αυτόν τον αταίριαστο έρωτα, αναλαμβάνει να θέσει καίρια ερωτήματα όπως: Έχει ο άνθρωπος δικαίωμα να δολοφονεί και να καταναλώνει ζώα και ζωικά προϊόντα; Έχει το δικαίωμα να επιβάλει στους άλλους την άποψή του; Πώς μετριέται τελικά η καλοσύνη και ο ανθρωπισμός σε έναν άνθρωπο; Πώς μπορούμε να συνυπάρχουμε αρμονικά με όσους διαφωνούμε;

 

Η συγγραφέας προσφέρει στους αναγνώστες της μία ερωτική, κατά βάση, ιστορία, διανθίζοντάς τη με φιλοσοφικές πινελιές σχετικά με το ζήτημα της κατανάλωσης του κρέατος και των δικαιωμάτων των ζώων, του φανατισμού και τη συνύπαρξη ανθρώπων με εκ θεμελίων αντίθετες απόψεις. Το συγκεκριμένο ζήτημα, επί των ημερών μας, συνδέεται, εκτός από τη ζωοφιλία, και με την προστασία του περιβάλλοντος, αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κτηνοτροφία είναι υπεύθυνη για μεγάλο μέρος των εκπομπών άνθρακα στον πλανήτη. Επομένως, το συγκεκριμένο βιβλίο, παρά το γεγονός ότι το θέμα του είναι πρωτίστως ερωτικό, θίγει και κοινωνικά ζητήματα και προσφέρει στους αναγνώστες τροφή για σκέψη.

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

Οι ζωές τριών σταρ Bryan Jonson, George Michael, Will Smith

 

 

 

Δύο μουσικοί και ένας μουσικός-ηθοποιός παρουσιάζονται στα εν λόγω βιβλία για τα οποία θα γίνει τώρα λόγος. Δύο αυτοβιογραφίες και μία βιογραφία τριών σταρ που άφησαν εποχή στα τέλη του περασμένου αιώνα θα διασκεδάσουν τους αναγνώστες, θα τους επιτρέψουν να γνωρίσουν από πρώτο χέρι τις ζωές τριών διάσημων σταρ, αλλά και την εποχή τους. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε βιογραφία ή αυτοβιογραφία που διαβάζουμε είναι συγχρόνως, εκτός από οδηγός για την ζωή του εκάστοτε βιογραφούμενου προσώπου, και ένας άριστος οδηγός για την αναπαράσταση της εποχής κατά την οποία αυτοί έζησαν.

 

Ο Μπράιν Τζόνσον γεννήθηκε το 1947 στο εργατικό Ντάνστον της Βορειοανατολικής Μεγάλης Βρετανίας. Ο πατέρας του, Άλαν, ήταν παλαίμαχος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πολέμησε στην Ιταλία με τους Συμμάχους και εκεί γνώρισε τη μητέρα του Μπράιαν, την Ιταλίδα Έσθερ, την οποία και παντρεύτηκε και έφερε μαζί του πίσω στην Αγγλία.

 

Τα παιδικά χρόνια του Τζόνσον ήταν αρκετά φτωχικά και δύσκολα, με την περαιτέρω δυσκολία του κοινωνικού στιγματισμού του, λόγω της ιταλικής καταγωγής της μητέρας του. Τα παιδικά χρόνια του Μπράιν, τέκνο του Ψυχρού πολέμου, αντανακλούν τις τεράστιες δυσκολίες που γνώρισαν οι άνθρωποι που έζησαν στα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο. Ο Μπράιαν ήταν το μεγαλύτερο παιδί ανάμεσα στα τέσσερα της οικογένειας, τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Τα χρόνια ιδίως μέχρι το 1955 ήταν ιδιαιτέρως δύσκολα και οι Τζόνσον αρχικά αναγκάζονταν να συγκατοικούν με μέλη της ευρύτερης οικογένειας, κάτι που συνεπάγονταν ότι μέσα σε ένα μόλις σπίτι θα κατοικούσαν 17 άτομα!

 

Ο Τζόνσον παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία και έκανε νεότατος ακόμη, δύο κόρες, κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο για ανθρώπους του χώρου του. Από έφηβος ακόμη διέκρινε την έφεσή του στη μουσική και το τραγούδι, -συγκεκριμένα το έναυσμα του το έδωσε το τραγούδι Tutti Frutti, το οποίο πρωτοάκουσε όταν ήταν 11 μόλις ετών- πριν να δημιουργήσει τη μπάντα των Geordie. Η επιτυχία όμως δεν ήρθε αμέσως. Χρειάστηκε να περιμένει αρκετά για αυτήν, ενώ γνώρισε, εν τω μεταξύ, πάμπολλες οικονομικές δυσκολίες και αναγκάστηκε να εργαστεί ως τεχνικό τουρμπίνων ατμού, αλεξιπτωτιστής στον στρατό, αλλά και τεχνικός αυτοκινήτων, προτού να ενταχθεί στη διάσημη μπάντα το 1980 των AC/DC. Η ζωή του, επομένως, παρουσιάζει αρκετές εκπλήξεις για τους αναγνώστες.

 

Η πένα του Τζόνσον είναι γλαφυρή και, συχνά, αυθόρμητη. Καθώς μας μιλά για τον εαυτό του δεν διστάζει, πολλές φορές να αυτοσαρκάζεται, ακόμη και να βωμολοχεί. Την αφήγησή του την τερματίζει απότομα λίγο μετά την ένταξή του στους AC/DC, ενώ στον πρόλογο και τον επίλογο της αυτοβιογραφίας του κάνει αναφορά στην μερική του κώφωση, η οποία ατυχώς έλαβε χώρα μετά από κρυολόγημα και επιβίβαση σε αεροπλάνο το 2015. Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για την αυτοβιογραφία των παιδικών και των νεανικών του χρόνων, μέχρι και την καθιέρωσή του στο μουσικό στερέωμα ως τραγουδιστή της ροκ.

 

O Τζορτζ Μάικλ, από την άλλη, ο θρύλος της ποπ, ήταν μία εντελώς διαφορετική περίπτωση καλλιτέχνη. Ομοφυλόφιλος από τα γενοφάσκια του, με Έλληνοκύπριο ορθόδοξο και συντηρητικό πατέρα και Αγγλίδα μητέρα, αναγκαζόταν από μικρός να κρατά κρυφή την ταυτότητά του, οπότε έζησε ως αμφιφυλόφιλος τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ο Μάικλ από πολύ μικρή ηλικία διαπίστωσε κι εκείνος την έφεσή του στο τραγούδι κα τη σύνθεση. Έχει χαρακτηριστεί ως η επιτομή του σόουλ τραγουδιστή και τραγούδησε και φανκ-τζαζ κομμάτια, αλλά το είδος με το οποίο ταυτίστηκε ήταν η ποπ.

 

Ο Τζορτζ Μάικλ γεννήθηκε το 1963 και ξεκίνησε ουσιαστικά την καριέρα του ως μέλος των Wham!, του συγκροτήματος που σύστησε το 1981  μαζί με τον Άντριου Ρίτζλεϊ. Το συγκρότημα έμεινε ενεργό ως το 1986 και γνώρισε τεράστια επιτυχία. Πραγματοποίησε περιοδείες σε ολόκληρο τον κόσμο, μέχρι και στην κομμουνιστική Κίνα.

 

Ο Μάικλ από το 1986 και μετά αποφάσισε να ακολουθήσει σόλο καριέρα. Παράλληλα, όμως, ξεκίνησε τη χρήση ναρκωτικών. Κάπνιζε συστηματικά χασίς, έπινε πολύ, αλλά και ήταν συστηματικός χρήστης ecstasy, μαριχουάνας και κόκας. Εκτός από τη σωματική υγεία του, την οποία επιβάρυναν όλα τα παραπάνω, την ψυχική του υγεία επιδείνωσε η απώλεια του αγαπημένου του, του Βραζιλιάνου Φελίπα, από ΗΙV. Πέθανε το 2016 από μυοκαρδίτιδα και λιπώδες ήπαρ εξ’ αιτίας  των χρόνιων καταχρήσεων  σε ηλικία 53 ετών.

 

Ο Μάικλ ταλανίστηκε πολύ έως ότου αποφασίσει να μοιραστεί το «μυστικό» της ομοφυλοφιλίας του με το κοινό που τον λάτρευε. Οι δίσκοι του γνώρισαν τρελές πωλήσεις, αλλά ο σκανδαλοθηρικό τύπος τον κυνήγησε ανελέητα πολλές φορές, ιδίως μετά από τις πολλές συλλήψεις του από την αστυνομία  εξ’ αιτίας της οδήγησης υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.

 

Ο συγγραφέας Γκάβιν μας εξιστορεί τη ζωή του μεγάλου σταρ χωρίς μελοδραματισμούς, συναισθηματισμούς και εξάρσεις, αποφεύγοντας να εκφέρει κρίσεις. Μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για μία ουδέτερα γραμμένη βιογραφία που ρίχνει το βάρος της αφήγησης περισσότερο στο κομμάτι που έχει να κάνει με την καριέρα του Μάικλ και τις επαγγελματικές του σχέσεις, παρά με την προσωπική του ζωή και τις συνήθειές του.

 

Από τις τρεις αυτές βιογραφίες, εκείνη που παρουσιάζει μεγαλύτερη ποικιλία, αλλά και εκείνη στην οποία ο συγγραφέας προσπαθεί να ενδυθεί και κάποιον συμβουλευτικό ρόλο προς τον αναγνώστη του, είναι εκείνη του Will Smith, ενός από τους πιο διάσημους έγχρωμους ηθοποιούς του Χόλλυγουντ.

 

Ο Will Smith απολαμβάνει σήμερα τεράστια φήμη και επιτυχία, ενώ θεωρείται ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς του Χόλλυγουντ. Μερικές από τις γνωστότερες ταινίες του είναι οι Άνθρωποι στα μαύρα (1997), το κυνήγι της ευτυχίας(2006), Μέρα ανεξαρτησίας(1996).

 

Στη βιογραφία του ο Σμιθ δίνει μεγάλη βάση στην εξιστόρηση των παιδικών του χρόνων και στις αρχές που εισέπραξε από το ευρύτερο οικογενειακό του περιβάλλον: αγάπη, πειθαρχία, μόρφωση. Γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια το 1968 και ξεκίνησε την καριέρα του ως τραγουδιστής της ραπ και μέλος της μπάντας Jazzy Jef and the Fresh Prince. Λόγω μίας καθαρά τυχαίας συγκυρίας γνωρίστηκε με τον Κουίνσυ Τζόουνς, μουσικό και παραγωγό σειρών τηλεόρασης και ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός παίζοντας στην εξαιρετικά επιτυχημένη σειρά  Ο πρίγκιπας του Μπελαίρ. Από εκεί κι έπειτα ήταν καθαρά θέμα χρόνου η γνωριμία του με τον διάσημο σκηνοθέτη Στίβεν Σπίλμπεργκ και η ανάδειξή του σε έναν από τους μεγαλύτερους έγχρωμους σταρ παγκοσμίως. Ο Will Smith  έχει παντρευτεί δύο φορές και έχει δύο γιους και μια κόρη που ασχολούνται και οι τρεις με την υποκριτική και το τραγούδι. Ο μικρός το γιος, μάλιστα, ήταν αυτός που έπαιζε μαζί του στο Κυνήγι της Ευτυχίας.

 

Η αυτοβιογραφία του, γραμμένη υπό την επικουρία του συγγραφέα Μαρκ Μάνσον, παρουσιάζει πού στρωτή ροή και ρίχνει το βάρος της αφήγησης στον ίδιο τον Γουίλ Σμιθ ως άνθρωπο, στις επιλογές, τα θέλω και τις επιθυμίες του. Σε λίγες μόνο σελίδες, εν συνόλω, κυριαρχεί η επαγγελματική ζωή του Σμιθ. Επιπροσθέτως, ο Σμιθ συμβουλεύει τους αναγνώστες του να μην τα παρατούν ποτέ και υποστηρίζει πως ότι πέτυχε στη ζωή του το πέτυχε μόνο και μόνο επειδή είχε θέληση, την οποία μπόρεσε να συνδυάσει με σκληρή δουλειά. Γι’ αυτό εξάλλου και ο  τίτλος της αυτοβιογραφίας του κάνει λογοπαίγνιο με το όνομά του και είναι “Will”, θέληση. Ο Σμιθ γνωρίζει μεν ότι είναι σταρ ,διατηρεί όμως καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησής του ένα χαμηλό προφίλ, το οποίο, αναμφίβολα, θα κάνει τους αναγνώστες του να τον συμπαθήσουν τα μέγιστα και να τον αγαπήσουν. Είναι αρκετά ειλικρινής στην κατάθεση ψυχής που αποτελεί το κείμενό του και, πολλές φορές, μας  παραδίδει ακόμη και τις πιο μύχιες σκέψεις του στο χαρτί.

 

Εν κατακλείδι, πρόκειται για τρεις βιογραφίες που αξίζει να διαβάσουμε καθώς, πέρα από τις γνώσεις για τους ίδιους τους βιογραφούμενους σταρ, θα μάθουμε πολλά και για την μουσική, την τέχνη και τον κινηματογράφο των τελών του εικοστού αιώνα, αλλά και για τη ζωή στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...