Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

Αναστάσης Βιστωνίτης, Η κοίτη του χρόνου, εκδ. Καστανιώτη, 2021, σελ.509

 

https://www.kastaniotis.com/i-koiti-tou-chronou.html

 

O Κομοτηναίος συγγραφέας, ποιητής και βιβλιοκριτικός Αναστάσης Βιστωνίτης μας ταξιδεύει σε τόπους μακρινούς και πολυάνθρωπες πόλεις και μας συστήνει τους ανθρώπους τους στο βιβλίο του Η κοίτη του χρόνου. Πρόκειται για ένα πόνημα το οποίο επανεκδίδεται σήμερα, μετά από δεκαπέντε χρόνια, όπως σημειώνει ο συγγραφέας στον τέλος του βιβλίου του.

Η κοίτη του χρόνου στηρίζεται σε δύο λογοτεχνικούς πυλώνες: την αυτοβιογραφία και την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Το βιβλίο του Βιστωνίτη περιέχει στοιχεία και από τα δύο αυτά είδη σε ένα γοητευτικό αμάλγαμα εντυπώσεων και προσωπικών εξομολογήσεων. Επομένως, πρόκειται για σύμφυρμα τόσο ταξιδιωτικών, όσο και πιο προσωπικών αναμνήσεων.

"Μας είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε κατά ποιο ποσοστό η προσωπική μας ιστορία αποτελεί και μέρος της ιστορίας των άλλων", μας εξομολογείται ο συγγραφέας στην προσπάθειά του να εξηγήσει σε πόσον μεγάλο βαθμό είναι τελικά αλληλένδετα το προσωπικό και το συλλογικό βίωμα.

Στην αρχή του βιβλίου του, το νερό παίζει σημαντικό ρόλο στις αναμνήσεις του συγγραφέα, με τα δύο πρώτα κεφάλαια τιτλοφορούνται Η βροχή και Κύματα της Μαύρης Θάλασσας. Ξεκινά, λοιπόν, την εξιστόρησή του από παιδική του ανάμνηση εν τω μέσω μίας βροχερής ημέρας κατά την οποία έχασε τον παππού του, μια μορφή που, όπως διαπιστώνουμε κατά την ανάγνωση, σημάδεψε τα παιδικά του χρόνια στην Κομοτηνή. 

Κατόπιν, μας μεταφέρει την εμπειρία του από την κρουαζιέρα που πραγματοποίησε με τον "ΟΗΕ του πνεύματος", παρέα με τετρακόσιους, δηλαδή, συγγραφείς από άλλες χώρες στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας το 1993.

Αυτό που κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει είναι το γεγονός ότι ο Α.Β. εμμένει στην απόδοση του συναισθήματος που του αφήνει κάθε πόλη την οποία επισκέπτεται, αλλά και το ότι δεν εμμένει σε πολλές και κουραστικές, για τον αναγνώστη, λεπτομέρειες. Απεναντίας τα κείμενά του για κάθε πόλη είναι σύντομα και περιεκτικά. Έτσι βλέπουμε το Ελσίνκι με τους μοναχικούς ανθρώπους, το προϊστορικό φλάουτο της Λιουμπλιάνα, τη βυζαντινή και ισλαμική Κωνσταντινούπολη, την Κωστάντζα, τη βασίλισσα της Μαύρης Θάλασσας, την παγωμένη Λαπωνία και πολλούς άλλους τόπους. Για όλους αυτούς γράφει και αφιερώνει μέρος από τις σελίδες του βιβλίου του.

"Ποια μυστικά κουβαλούσε ο καθένας μας και τι συνειρμούς υπέβαλλε η ίδια η ιδέα του ταξιδιού; Αυτό ήταν το υλικό που ενδιέφερε. Στεκόμουν στην κουπαστή αργά το βράδυ, καθώς δεν μου κολλούσε ύπνος, και, για πρώτη φορά ήμουν για κάτι βέβαιος: πως τ' αληθινά μυστικά τα κρατά η θάλασσα. Τώρα που πλέαμε στο σκοτάδι ακολουθώντας την ιωνική ακτή, η θάλασσα των νεκρών αποτελούσε το μόνο στρώμα της Ιστορίας με κάποιο ενδιαφέρον για κάποιον συγγραφέα".

Στα επόμενα κεφάλαια η αφήγηση γίνεται εκτενέστερη για τη Βενετία του Καρναβαλιού, την Αίγυπτο των πυραμίδων και της τρομοκρατίας και τη Νέα Ορλεάνη των Dixie.

Η περιήγηση καταλήγει στο Μεγάλο Μήλο, τη Νέα Υόρκη, στους ξακουστούς δρόμους και τα πάρκα τους και σε όλες τις μεγάλες προσωπικότητες που πέρασαν από εκεί και είτε αγάπησαν την πόλη είτε τους απώθησε ο πολύχρωμος κοσμοπολιτισμός της.

Εκεί, ο Α.Β. πραγματοποιεί μία στροφή 360 μοιρών και δίνει ξανά τη σκυτάλη στις προσωπικές αναμνήσεις του, περιγράφοντας διεξοδικά τη γνωριμία του με τον γνωστό ποιητή Νικόλαο Κάλας.Με αυτή τη σημαδιακή για τη ζωή του γνωριμία επιλέγει να τερματίσει την πολύχρωμη και πολυδιάστατη αφήγησή του.

Πέρα από την αφθονία εμπειριών που περιέχει το βιβλίο, Η κοίτη του χρόνου αξίζει να διαβαστεί και για τη γραφή του, η οποία είναι λιτή, κομψή και για τις υπέροχες περιγραφές τοπίων και πόλεων. Η γραφή αυτή ακροβατεί μεταξύ Δημοσιογραφίας και Λογοτεχνίας, χωρίς να υστερεί, πάντως, σε ποιότητα.

Για παράδειγμα, πολύ δύσκολα άλλος συγγραφέας θα κατάφερνε να περάσει στον αναγνώστη την τόσο μεγάλη ταύτιση της τζαζ με τη Νέα Ορλεάνη, κάτι το οποίο γίνεται ολοφάνερο μέσα από το παρατιθέμενο απόσπασμα:

"Το ότι η τζαζ βρίσκεται στην καρδιά του αμερικανικού ψυχισμού σημαίνει διασπορά του υποστρώματος, ανεξέλεγκτη μανιέρα, διαμελισμό και έκσταση την ίδια στιγμή. Έχω ακούσει καταπληκτικά συγκροτήματα τζαζ στην Ευρώπη, όμως πουθενά δεν ένιωσα το γδάρσιμο αυτής της μουσικής όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου στα μπαρ ή τις μικρές αίθουσες, ή ακόμη και στα πάρκα, το σαξόφωνο κι η τρομπέτα πετούν το περιβάλλον στο περιβάλλον κατά ριπάς. Αλλιώς, φυσικά, ακούει ένας ακροατής κι αλλιώς ένας μουσικός. Στη Νέα Ορλεάνη, εντούτοις, η μουσική δεν ήταν μόνο μουσική. ήταν μεταμορφωμένη όσο και καταργημένη Ιστορία. Γι' αυτό και οι μουσικοί γύρω μου είχα την εντύπωση πως δεν απευθύνονταν στους ζωντανούς αλλά σε ένα ανώνυμο ακροατήριο πεθαμένων."

Η κοίτη του χρόνου θεμελιώνει το αξίωμα το οποίο πρεσβεύει και ο ίδιος ο συγγραφέας της: ότι τα ταξίδια και η γνωριμία μας με άλλους τόπους και ανθρώπους αποτελούν θεμελιώδες συστατικό της ανθρώπινης φύσης και απαραίτητο αξεσουάρ ιδίως στα ανήσυχα πνεύματα, ήτοι συγγραφείς και καλλιτέχνες.

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μάνη, εκδ. Μεταίχμιο, μεταφ. Μ. Μακρόπουλος, 2021, σελ.439

 

https://www.metaixmio.gr/el/products/%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%B7

 

"Ο σιρόκος ξεψυχούσε το απομεσήμερο. Προς το βράδυ, ακολουθήσαμε μια απαλή πλαγιά που μας έφερε στους πρόποδες αυτού του προτελευταίου αντερείσματος του Ταΰγετου: μια κλίμακα από χαμηλές μαρμάρινες πλάκες, που ανηφόριζε φιδωτή".

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ είναι ένας ταξιδιωτικός συγγραφέας που δεν χρειάζεται συστάσεις, ούτε αυτός, ούτε ο περίφημος φιλελληνισμός του και η αγάπη που έτρεφε για τη χώρα μας. Δικαίως είναι ευρύτερα γνωστός για τη δράση του στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και ιδιαίτερα για τον σχεδιασμό της περίφημης απαγωγής του στρατηγού Κράιπε στην Κρήτη το 1944. Από την άλλη, λίγοι συγγραφείς, ιδιαίτερα ταξιδιωτικοί, έχουν τέτοιο χάρισμα λόγου, το οποίο κρατά κυριολεκτικά καθηλωμένους τους αναγνώστες, αλλά και τέτοιο ευρύ συγγραφικό έργο.

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ είναι ένας συγγραφέας ο οποίος έχει ασχοληθεί εκτενώς με την Ελλάδα και είναι βαθύς γνώστης των ελληνικών πραγμάτων. Μετά το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Ρούμελη, το οποίο αφορούσε επίσης την Ελλάδα, η Μάνη αποτελεί τη συνέχεια της περιήγησής του, μια περιήγηση η οποία αφορά την πιο ιδιαίτερη χερσόνησο της Πελοποννήσου, την άγονη και ακριτική Μάνη.

Η προσέγγιση του Φέρμορ διαφέρει από εκείνες των ομολόγων του αφού εστιάζει όχι μόνο στον τόπο και τον χρόνο, αλλά και τους ανθρώπους. Πρόκειται δηλαδή για μία αφήγηση τόσο γεωγραφική και ιστορική, όσο και διαπολιτισμική, λαογραφική και ανθρωπολογική.

Ο Φέρμορ ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον χαρακτήρα και τις παραδόσεις των Μανιατών και παραθέτει εκτενώς στο βιβλίο του τα ήθη και τα έθιμά τους, τις προκαταλήψεις και τις παραδόσεις τους. Μνημονέυει επίσης τα περίφημα μανιάτικα μοιρολόγια, τα οποία, ως φαίνεται, του προξένησαν μεγάλη εντύπωση.

Η ζωή των ανθρώπων στη Μάνη είναι σκληρή, φτωχή και γεμάτη στερήσεις.  Οι άνθρωποι είναι ζυμωμένοι με τη θάλασσα και πρόθυμοι να πιστέψουν σε κάθε λογής ξωτικά και νεράιδες. Επίσης, δίνουν μεγάλη σημασία στην ερμηνεία των ονείρων. Αναμφίβολα, το μυστηριακό, σεληνιακό τοπίο ευνοεί κάτι τέτοιο. Ιδού πως περιγράφει ο Φέρμορ την ακριτική Μάνη και τους ανθρώπους της: 

"Ήταν ένας ερημότοπος με γυμνές γκρίζες μύτες που υψώνονταν απόκρημνες από τις φιδωτές τους λαγκαδιές, σε ύψη ίσαμε το δικό μας ή και μεγαλύτερα, και γερτές σ' αλλόκοτες γωνίες έπεφταν τόσο απότομα, που ήταν αδύνατον να δεις τι υπήρχε στον παρακάτω κόσμο, στον πάτο του δικού μας φαραγγιού. Εκτός αποκεί που οι κόψεις τους αμβλύνονταν από κατολισθήσεις, τα βουνά έδειχναν σαν καμωμένα από ατσάλι. Ήταν ένας τόπος όμοιος με νεκρό πλανήτη, ένα ενδιαίτημα δράκων".

"Οι γριές είναι τα πλουσιότερα θησαυροφυλάκια γνώσης, καθώς και οι κοπέλες μερικές φορές, χάρη στη συντροφιά τους με τις μεγαλύτερες στη σκάφη του πλυσίματος, τον αργαλειό και το αδράχτι. Η στάση που έχουν οι χωρικοί και οι χωρικές μοιάζει εξωτερικά με αυτή της ανώτερης τάξης απέναντι στο κακό μάτι. Ένα μείγμα ευθύνης και σεβασμού. Επειδή, είτε αληθεύουν είτε όχι, αυτές οι πεποιθήσεις είναι παλιές κι αποτελούν κειμήλια".

Οι αναφορές στην Ορθοδοξία δεν λείπουν φυσικά, αν και οι επιβιώσεις του παγανισμού είναι πολλές σε ένα τέτοιο απομονωμένο περιβάλλον. Τα κομμάτια που αναφέρονται στις θρησκευτικές δοξασίες της υπαίθρου και στους Αγίους είναι ιδιαίτερα εκτενή.

"Δεν υπάρχει κανένα αίσθημα έντασης στην ορθόδοξη λειτουργία, καμία κορύφωση σιωπής γεμάτης δέος τη στιγμή του θαύματος, ακολουθούμενη από μία αποκλιμάκωση. Παρά το όνομά της, και όποια κι αν είναι η πρόθεσή της, στην ατμόσφαιρά της είναι κάθε άλλο παρά μυστικιστική. Όμως είναι δραματική. Είναι μία λαμπρή και αβίαστη, περιπατητική, σχεδόν, πομπή".

 Πραγματικά, η μεταμόρφωση των μυθικών όντων στην ειδυλλιακή φύση της Μάνης είναι εντυπωσιακή. Οι καλικάντζαροι και οι κάθε λογής παγανιστικές εορτές έχουν ενσωματωθεί πλήρως στο ορθόδοξο χριστιανικό τυπικό.

Οι αναφορές στην Ιστορία αφορούν όλες τις περιόδους της, από την  αρχαιότητα και το Βυζάντιο, μέχρι την τουρκοκρατία, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο τα πλέκει όλα αυτά μαζί ο Φέρμορ είναι αυτό ακριβώς το οποίο κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει. Σπάνια συνδυάζεται τόσο γενναιόδωρα η αναγνωστική απόλαυση με τη γνώση.

Συχνά, ο συγγραφέας αναφέρει και άλλους συγγραφείς και περιηγητές του παρελθόντος, όπως τον Παυσανία, τον Πουκεβίλ, τον Μίλερ και τον Ντάρελ.

Τι σχέση, επομένως, μπορεί να έχουν οι Μανιάτες με την Κορσική ή τους Φαναριώτες; Για ποιον ακριβώς λόγο το Ταίναρο θεωρούταν η είσοδος του Κάτω Κόσμου για τους αρχαίους; Τι έγραψε για τον Γερολιμένα ο μεγάλος περιηγητής της αρχαιότητας Παυσανίας; Γιατί οι γάτες είναι πιο αγαπητές στη Μάνη από τους σκύλους;

Τέτοιου είδους πολύ διαφορετικών μεταξύ τους θεμάτων άπτεται η αφήγηση του Φέρμορ, η οποία δεν είναι όμως γραμμική ούτε τηρεί αυστηρή ιστορική χρονολογική σειρά. Και αυτή ακριβώς είναι και η γοητεία της. Από το Γύθειο και την αρχαία Σπάρτη, στις νεράϊδες, τα ξωτικά, τις βεντέτες και τον Ελευθέριο Βενιζέλο και από τον Νίκωνα τον Μετανοείτε ως τους Μαυρομιχαλαίους, η πλουραλιστική αφήγηση του Φέρμορ μας ταξιδεύει με έναν ξεχωριστό τρόπο την τόσο ιδιαίτερη αυτή ελληνική γη, τη Μάνη.

Μαρία Ψωμά-Πετρίδου, Όταν με βρήκε ο λύκος, εκδ. Τύρφη, 2021, σελ.122

 

Το Όταν με βρήκε ο λύκος είναι ένα μυθιστόρημα- ή για την ακρίβεια ένα ψυχολογικό θρίλερ- για την ενδοοικογενειακή βία και τον αλκοολισμό, για ψυχικά άρρωστους άντρες που κακοποιούν τις γυναίκες τους στο πλαίσιο του γάμου τους και για την αποτυχία των τελευταίων να δώσουν ένα τέλος στην κόλαση που ζουν.

Η Ερατώ είναι παντρεμένη με τον Αχιλλέα Παναγιωτίδη, γνωστό καρδιοχειρουργό. Έχουν αποκτήσει μια κόρη, τη Ζωή. Εκ πρώτης όψεως, όλα φαίνονται καλά και στρωμένα στη ζωή της Ερατώς. Κι όμως, συχνά ο Αχιλλέας αλλάζει πρόσωπο και μεταμορφώνεται σε λύκο... Συνήθως όταν γυρίζει στο σπίτι πιωμένος. Φωνάζει, βρίζει ανεξέλεγκτα και πολλές φορές γίνεται βίαιος. Κυματοθραύστης της μανίας του είναι η Ερατώ, που υποφέρει σιωπηλά και για χάρη της Ζωής. Η Ζωή, φυσικά, έχει καταλάβει τα πάντα. Προσπαθεί να φεύγει από το σπίτι, όταν μπορεί, αλλά αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να μείνουν κρυφά για πολύ.

Όταν όμως η Ζωή μεγαλώνει πια, ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι. Οι μάσκες πρέπει να πέσουν και οι δύο γυναίκες, μετά από χρόνια που υφίστανται λεκτική και σωματική βία, θα μεταμορφωθούν κι αυτές με τη σειρά τους σε λύκαινες. Τότε θα αντιδράσουν. Η Ερατώ, βέβαια, πάλι δειλιάζει. Με την προτροπή της οργισμένης, όμως, Ζωής, θα προσπαθήσει να βρει το κουράγιο να απαγκιστρωθεί από τον τύραννό της.

Τη λύση και την οριστική λύτρωση θα τη δώσει η μυστηριώδης δολοφονία του Αχιλλέα- ή μήπως όχι; Θα καταφέρει τελικά η Ερατώ να ξεφύγει από τον λύκο;

Το βιβλίο αποτελεί μία κραυγή αγωνίας και μια ηχηρή προειδοποίηση για τα δεινά που υφίστανται πολλές γυναίκες μέσα στον γάμο τους και δεν αντιδρούν, διστάζοντας να τερματίσουν οριστικά μία αρρωστημένη συμβίωση. Το καίριο ερώτημα είναι γιατί; Γιατί άραγε, διστάζουν οι γυναίκες να σπάνε τα δεσμά τέτοιων σαθρών γάμων και να καταγγείλουν τον βασανιστή τους; Τις κρατάει καθηλωμένες το παιδί; Η δύναμη της συνήθειας; Η ντροπή; Ή ο φόβος και οι απειλές;

Η Μαρία Ψωμά-Πετρίδου εστιάζει με τη αφήγησή της ακριβώς σε αυτό. Η αρχικά πρωτοπρόσωπη αφήγησή της δίνει τη θέση της στην τριτοπρόσωπη και παραθέτει εξονυχιστικά όλη την ψυχολογική αμφιταλάντευση και το βαρύ ψυχικό φορτίο των γυναικών αυτών μέσα από την εξιστόρηση της ζωής της Ερατώς.

Η Ερατώ ανήκει στις πολλές εκείνες γυναίκες που διέπραξαν μία λανθασμένη επιλογή κάποια στιγμή στη ζωή τους και πλήρωσαν ακριβά το λάθος τους αυτό. Πρέπει, όμως, να πληρώνουν για πάντα και να υποτάσσονται στη Μοίρα ή να πάρουν επιτέλους τη ζωή τους στα χέρια τους. 

Πόσες και πόσες φορές δεν σκέφτηκε να φύγει η Ερατώ και ο χαμαιλέοντας άντρας της την τουμπάρισε για μία ακόμα φορά με τη στιγμιαία μειλίχια συμπεριφορά του, προτού μεταμορφωθεί ξανά σε λύκο... Έχει, επομένως, και εκείνη το δικό της μερίδιο ευθύνης  για την διαιώνιση της κατάστασης.

Ο τρόπος που τα περιγράφει όλα αυτά η συγγραφέας είναι μέσα από μία εφυή και πρωτότυπη αφήγηση. Κομβικό πρόσωπο στην όλη ιστορία είναι, φυσικά, η Ζωή, η κόρη του ζεύγους. Αυτή- όλως τυχαίως- σπουδάζει ψυχολόγος και είναι εκείνη που θα ξυονήσει τελικά την Ερατώ. Η οργή της για την όλη κατάσταση είναι μεγάλη. Τα λόγια που εξακοντίζει στη μάνα της, σκληρά, σαν βέργες, πετυχαίνουν κατευθείαν να βρουν τον στόχο τους στην ευαίσθητη ψυχή της Ερατώς:

" Είκοσι χρόνια μαζί του, τίποτε δεν έμαθες, παρ' όλο που τα 'παμε χίλιες φορές! Ντιπ χαϊβάνι! Η νοοτροπία της γυναίκας θύμα είναι ένα με το πετσί σου!"

Και τελικά, αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα πολλών γυναικών που δεν βρίσκουν την ψυχική δύναμη να τερματίσουν τέτοιες νοσηρές καταστάσεις: η νοοτροπία της γυναίκας-θύμα. Πολλές από αυτές τις γυναίκες που καταφέρνουν, εν τέλει, να βγουν από το τέλμα μιας τέτοιας κατάστασης, θα βασανίζονται σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους από φοβίες, επώδυνες αναμνήσεις, τύψεις, ακόμη και ενοχές καμιά φορά.

Η συγγραφέας δημιουργεί επιδέξια αντιθετικά ζεύγη στην αφήγησή της τα οποία δίνουν το παρόν σε όλες τις σελίδες του βιβλίου της: παρελθόν και παρόν, τα οποία εναλλάσσει και στην αφήγηση, επιθυμία για φυγή από τη μία, αλλά και θέληση για παραμονή στον γάμο από την άλλη, ο βίαιος Αχιλλέας και η ήρεμη-μέχρι να εκραγεί βέβαια- Ερατώ, η αγάπη που συνυπάρχει με το μίσος και την απέχθεια, η άβουλη μάνα και η δυνατή κόρη, το θύμα και ο θύτης.

Το Όταν με βρήκε ο λύκος είναι ένα δυνατό ανάγνωσμα που μας αναλύει διεξοδικά μία μάστιγα της σημερινής εποχής, την ενδοοικογενειακή βία, η οποία, μάλιστα, αυξήθηκε εξαιτίας του εγκλεισμού από την πανδημία. Συνιστάται, επομένως, ανεπιφύλακτα ως ανάγνωσμα.

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

Καμέλ Νταούντ, Ζαμπόρ ή Οι Ψαλμοί, εκδ. Πατάκη, 2021, μεταφρ. Γ. Στρίγκος, σελ.397

 

https://www.patakis.gr/product/646639/vivlia-logotexnia-pagkosmia-logotexnia/Zampor-h-Oi-psalmoi/

Μια κατάθεση ψυχής στο χρώμα της άμμου...

Οι αποχρώσεις και η μοναξιά της ερήμου κυριαρχούν στο βιβλίο του Αλγερινού συγγραφέα και δημοσιογράφου Καμέλ Νταούντ, αλλά και στην ψυχή του πρωταγωνιστή, του ορφανού και καταφρονεμένου Ζαμπόρ.

Το βιβλίο που τιτλοφορείται Ζαμπόρ ή Οι ψαλμοί είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του συγκεκριμένου συγγραφέα μετά από το Μερσώ, ο άλλος ξένος, ένα βιβλίο το οποίο απέσπασε το βραβείο Goncourt μυθιστορήματος πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα και μεταφράστηκε σε τριάντα πέντε γλώσσες.

Ο Καμέλ Νταούντ εμμένει στις αραβικές ερήμους και στο δεύτερό του βιβλίο και μας μεταφέρει στη γενέτειρά του, την Αλγερία, στην εποχή αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που τα θεμέλια της αποικιοκρατίας είχαν αρχίσει να τρίζουν, πλέον, για τα καλά με τον αραβικό κόσμο να βρίσκεται σε ανερχόμενη πορεία αφύπνισης.

Ουσιαστικά πρόκειται για τον μονόλογο-όπως και στο πρώτο βιβλίο του Καμέλ Νταούντ- του Ζαμπόρ, ενός συγγραφέα, ανθρώπου μοναχικού και με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία, ο οποίος, καθότι μεγάλωσε σε δύσκολες συνθήκες, αντλεί ψυχική δύναμη από το ζωογόνο πνεύμα της γραφής και της ανάγνωσης.

Ο Ζαμπόρ είναι ένα παιδί ορφανό από μητέρα, το οποίο αρνήθηκε και ο ίδιος του ο πατέρας, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει σε ένα χωριό της μεταπολεμικής Αλγερίας μαζί με την ανύπαντρη θεία του και τον παππού του, που δεν μπορεί πια να μιλήσει. Ο Ζαμπόρ προσπαθεί να επουλώσει τα παιδικά του τραύματα με την ανάγνωση. Στα βιβλία βρίσκει τη συντροφικότητα, την οποία έχει τόσο ανάγκη, αλλά και πολλές απαντήσεις στο νόημα της ζωής και στον ρόλο των γραπτών, της οικογένειας και της θρησκείας σε αυτήν.

Τελικά η θρησκεία αποκηρύσσεται  τεχνηέντως από τον Ζαμπόρ:

"Φυσικά και δοκίμασα  την πίστη, αλλά αποδείχθηκε ανεπαρκής. Μέσα μου υπήρχε ένας αντάρτης και, σύμφωνα μ' αυτά που είχα διαβάσει από την Παράδοση, ο γιος ενός προφήτη ποτέ δεν υπήρξε ο καλύτερος των πιστών".

Από την άλλη, ο Ζαμπόρ έχει συνειδητοποιήσει απόλυτα την αποστολή του, αλλά αντιφάσκει, κάποιες φορές, σε αυτά που πρεσβεύει και νιώθει. Πάντως, του θέμα της πίστης στον Θεό εξακολουθεί να τον απασχολεί στα γραπτά του:

"Υπάρχει μία μεταφυσική πλευρά στην αποστολή μου και κυρίως υπάρχει ο νόμος της Αναγκαιότητας. Πιστεύω στον Θεό, αλλά δεν επιζητώ να του μιλήσω. Η ύπαρξή του είναι μια τραγωδία πιο απέραντη απ' αυτό το τετ-α-τετ, που έχει καταντήσει κουραστικό. Η ουσία βρίσκεται αλλού κι όχι στην προσευχή ή την ανυπακοή. Βρίσκεται στο επικείμενο τέλος του κόσμου για το οποίο μιλούν όλοι".

Τελικά, ο Ζαμπόρ θα ανακαλύψει ότι διαθέτει ένα ιδιαίτερο χάρισμα: όταν γράφει για κάποιον, αυτός μπορεί-μυστηριωδώς- να κερδίσει χρόνο ζωής. Τι θα γίνει, όμως, όταν ο πατέρας του θα βρεθεί ετοιμοθάνατος και θα ζητήσει τη βοήθεια του Ζαμπόρ- αυτού του γιου που τόσο περιφρονούσε ως τότε-μέσω των ετεροθαλών αδελφών του;

Μεγάλο μέρος της αφήγησής του αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια καθώς και σε εκείνα της εφηβείας και της ερωτικής αφύπνισης.

Η ισλαμική θρησκεία και το Κοράνι, από το οποίο συχνά δανείζεται αποσπάσματα ο αφηγητής Ζαμπόρ και τα ενσωματώνει στον μονόλογό του, είναι διαρκώς παρούσα στις σελίδες του βιβλίου, αλλά και στη ψυχοσύνθεσή του. Είναι, βασικά, ο λόγος για τον οποίο ο Ζαμπόρ με το ανήσυχο πνεύμα θα αρχίσει να αμφιβάλει για τα πάντα τριγύρω του. Αναμφίβολα, δεν πρόκειται για ευκολόπιστο άτομο που δέχεται παθητικά τη δογματικότητα των θρησκειών. Το πιστεύω που αυτός ενστερνίζεται είναι η δύναμη της γραφής, το μοναδικό πράγμα που μένει ζωντανό και αιώνιο σε βάθος χρόνου:

"Εγώ δεν πιστεύω στη θεωρία του κρυφού νοήματος. Πιστεύω στην καταγραφή και στην υπεροχή της μνήμης πάνω στον θάνατο. Τα πράγματα κρατούνται αιωρούμενα στον χώρο και τον χρόνο επειδή καταγράφονται σ' ένα πνεύμα κι επειδή μια γλώσσα τα κρατάει σε διαρκή ετοιμότητα. Είναι η ιστορία μιας μαγικής συνάντησης: το παρόν (και το σύμπαν του) υπάρχει επειδή ο άνθρωπος το θυμάται".

Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ζαμπόρ αναδεικνύεται η σχέση μεταξύ ανάγνωσης, θρησκείας, μεταφυσικού και εσωτερισμού, όλα αυτά μέσα από το φίλτρο της οικογένειας και της αραβικής κουλτούρας. Είναι τόσο έντονη και ξεκάθαρη δε η εναργής αποτύπωση της προσωπικότητας του Ζαμπρόρ, που, σύμφωνα με τη Sophie Creuz, όλα όσα πρεσβεύει ο κεντρικός ήρωας θα μπορούσαν να λεχθούν με έναν νέο όρο που να υποδηλώνει την κοσμοθεωρία του: ζαμπορισμός, όπως λέμε αντίστοιχα δονκιχωτισμός.

Η γραφή του Καμέλ Νταούντ είναι εσωτερική, μυστικιστική και αισθαντική, με πολλές φιλοσοφικές ρήσεις για την ίδια τη ζωή. Κοντά στις ενσωματωμένες προσευχές και στους στίχους από το Κοράνι στην αφήγηση, έχουν τη θέση τους κάμποσες λογοτεχνικές αναφορές στα αγαπημένα αναγνώσματα του Ζαμπόρ, όπως, για παράδειγμα, τον Ροβινσώνα Κρούσο ή τις Χίλιες και μία Νύχτες, έργα αντιπροσωπευτικά τόσο της γαλλικής όσο και της αραβικής κουλτούρας.

Εκτός, όμως, από τα παραπάνω, στο μυθιστόρημα βρίθουν οι αναφορές στη γαλλική κουλτούρα και τη θνήσκουσα αποικιοκρατία. Οι σελίδες του βιβλίου θα μεταφέρουν τον αναγνώστη κατευθείαν στην καρδιά της ερήμου Σαχάρας και φέρουν στον νου του εικόνες του θέρους και της Αραβίας: καυτή άμμος, ζεστός ήλιος, μπεζ τοίχοι μικρών σπιτιών, φοίνικες και αρώματα της Μέσης Ανατολής.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί, πάνω απ' όλα λοιπόν, έναν ύμνο στη συγγραφή, τη Λογοτεχνία, την ανάγνωση και τον ευαίσθητο ψυχισμό των ανθρώπων που αφιερώνονται ψυχή τε και σώματι στα βιβλία.

 

Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

Emil Szittya, 27 όνειρα στη διάρκεια του πολέμου 1939-1945, εκδ. Άγρα, 2021, μετ. Ε. Γραμματικοπούλου, σελ. 103

 








Ο Εmil Szittya, Ουγγροεβραίος συγγραφέας, συνέρραψε στο παρόν πόνημα όχι είκοσι επτά διηγήματα δικά του, αλλά είκοσι επτά όνειρα τα οποία είδαν οι άνθρωποι που έζησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, μετά ή πριν από ένα φρικτό, ενδεχομένως, σημαίνον για τη ζωή τους γεγονός. Μας λέει, λοιπόν, ο ίδιος:

"Από το 1939 έως το 1945, συνήθιζα να ρωτάω κάθε λογής άνθρωπο-παιδιά, γέρους, εργάτες, χωρικούς, διανοούμενους- τι όνειρα έβλεπε. Αυτή η αδιάκριτη έρευνα, που δεν ήταν ψυχαναλυτική, σκοπό είχε να ανακαλύψει τι σκέπτονταν οι άνθρωποι του πολέμου και της Αντίστασης την ώρα που κοιμόντουσαν. Οι εικόνες που συνέλεξα συγκροτούν ένα άλλου είδους πολεμικό μυθιστόρημα".

Ένα ιδιαίτερο, επομένως, πολεμικό μυθιστόρημα αποτελεί το παρόν πόνημα, μία  πολύ πρωτότυπη ανθολογία διηγημάτων, τραγική κατά βάση, αφού το βασικό της θέμα είναι οι ψυχολογικές επιπτώσεις που είχε στους ανθρώπους η φρίκη του πολέμου, μία φρίκη η οποία αποτυπώθηκε στα όνειρα που ανήκουν στη σφαίρα του ασυνείδητου.

Πώς τρύπωσε ο πόλεμος στα όνειρα των ανθρώπων που τον έζησαν; Τα πιο τραγικά όνειρα, αναμφισβήτητα, είναι εκείνα των παιδιών και δείχνουν πως ο πόλεμος  πλήγωσε ανεπανόρθωτα τις μικρές αυτές τρυφερές υπάρξεις. Οι στρατιώτες στα μικρά, φοβισμένα τους μάτια δεν θα μπορούσαν να είναι παρά κακοί.

Άνθρωποι πληγωμένοι, με τύψεις και ενοχές, άνθρωποι που έχασαν τους δικούς τους και η απώλεια αυτή θα τους πονάει για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Άνθρωποι που μεγάλωσαν και έζησαν με τον φόβο να πλανάται στις ζωές τους, άνθρωποι που δεν είχαν, αλλά απέκτησαν μετά από τον πόλεμο ψυχολογικά προβλήματα που θα τους συντρόφευαν έκτοτε για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.

Όνειρα γυναικών που έζησαν με τους Γερμανούς, όνειρα παιδιών που τρομοκρατήθηκαν από τις βόμβες,  όνειρα Γερμανών που απορρίφθηκαν από το κοινωνικό σύνολο επειδή ήταν παντρεμένοι με Εβραίους, όνειρα των ίδιων των Εβραίων που έζησαν από πρώτο χέρι τους προπηλακισμούς και επιβίωσαν της κόλασης του Άουσβιτς. Τα όνειρα όλων αυτών των ανθρώπων, είκοσι επτά στο σύνολο, συνθέτουν το βιβλίο του  συγγραφέα και ζωγράφου με το προσωνύμιο "Σκύθης". Ποιος ήταν, άραγε ο σκοπός του; Εξηγεί ο ίδιος και πάλι στο βιβλίο του:

"Είναι πιθανόν τα όνειρα που κατάφερα να συλλέξω να προσφέρουν υλικό σκέψης σε όσους ασχολούνται με τη μεταφυσική, στους ψυχαναλυτές και στους συγγραφείς ιστοριών και μυστηρίου. Θα μπορούσε να βρει κανείς ακόμη και σχέσεις με τον υπερρεαλισμό ή το καφκικό σύμπαν. Τόσο το καλύτερο για τους συλλέκτες μυστηρίων."

Και συνεχίζει, ο ίδιος πάλι, κυνικά:

"Τίποτα απ' όλα αυτά δεν με αφορά. Ετούτα τα παιχνίδια με βρίσκουν αντίθετο. Φύλαξα ηθελημένα αυτά τα όνειρα στην ακατέργαστή τους μορφή επειδή ισχυρίζομαι ότι δεν έχω το δικαίωμα να τα αναλύσω ή να τα εξηγήσω. Δεν θέλω να φανεί ότι κρίνω  ή ότι ασκώ κριτική σε εκείνη την τραγική εξαετία. Προσπαθώ απλώς να προσθέσω ένα ντοκουμέντο στο φάκελο της ιστορίας και των ηθών".

Ο συγγραφέας δεν ερμηνεύει, λοιπόν, τα όνειρα. Απλά τα καταγράφει. Δεν θεωρεί τον εαυτό του ψυχολόγο για να αναλύσει το ασυνείδητο των ασθενών του. Οι καταγραφές αυτές, όμως, απλές καταγραφές του ονείρου και του ασυνείδητου, δεν θα μπορούσαν να αποτυπώνουν εναργέστερα τ φρίκη που έζησε η ανθρωπότητα για έξι ολόκληρα χρόνια, από το 1939 ως το 1945.

Ο συγγραφέας δεν παραθέτει απλά τα όνειρα των ανθρώπων που γνώρισε, αλλά αναφέρει ποιος ήταν ο συγκεκριμένος άνθρωπος, αλλά και τις συνθήκες κατά τις οποίες είδε το όνειρο, καθώς και τα γεγονότα που αφορούν τη ζωή του. Έτσι ο αναγνώστης μπορεί να αποπειραθεί μονάχος του να ερμηνεύσει τα όνειρα, εφόσον γνωρίζει το πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκαν.

Κλείνουμε τη σύντομη αυτή παρουσίαση ενός βιβλίου που αξίζει να διακριθεί με το όνειρο ενός επτάχρονου παιδιού, του Μαρκ το οποίο έζησε από κοντά τον πόλεμο, έπαιζε με τις σαύρες στο σπίτι του και φοβόταν τους στρατιώτες και τον "αέρα". Φανερώνει απροκάλυπτα τον ψυχικά ταραγμένο κόσμο του παιδιού.

"Με οδηγούσε ένα χέρι που δεν έβλεπα. Ο μπαμπάς δούλευε πάνω σε μια σκεπή και το σπίτι το είχε ένας στρατιώτης. Του μπαμπά δεν του άρεσε αυτή η δουλειά γιατί οι στρατιώτες είναι κακοί. Αυτοί φτιάχνουν τον αέρα. Οι κακοί στρατιώτες βγήκαν από το σπίτι και μπήκαν μέσα σε μια σιδερένια τρύπα. Μέσα στην τρύπα, ο στρατιώτης έκανε κάτι κακό. Έπαιζε τρομπέτα. Από την τρομπέτα δεν έβγαινε καθόλου μουσική αλλά αέρας. Ο αέρας έγινε πολύ δυνατός. Σάρωνε τα λουλούδια και τα σπίτια και ο μπαμπάς μου έπεσε από τη σκεπή. Ο στρατιώτης πήρε μαζί του τον μπαμπά μου και έλιωσε γελώντας όλες τις σαύρες που έβγαιναν από το σπίτι".

Κωνσταντίνα Μόσχου, Γεράκια στο κλουβί, εκδ. Bell, 2021, σελ.347

 

https://harlenic.gr/product/%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B9%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%B2%CE%AF/

 

Θάλασσα... "Η ωραιότερη γυναίκα είν' ατούτη. Άμα τη γνωρίσεις, δεν την αποχωρίζεσαι ποτέ". Αυτό είναι το πιστεύω των ανθρώπων της θάλασσας στο βιβλίο της Κωνσταντίνας Μόσχου Γεράκια στο κλουβί, το οποίο μας ταξιδεύει στις επικίνδυνες θάλασσες του 19ου αιώνα.

Η θάλασσα είναι όμορφη και αναμφισβήτητα την ερωτεύεσαι, τι γίνεται όμως όταν οι επιβάτες στο πλοίο σου δεν είναι παρά δύο εκατοντάδες κατάδικοι;

Τέτοια ήταν η περίπτωση του Νόρφοκ του ιστιοφόρου που απέπλευσε από το λιμάνι του Σπίτχεντ της νότιας Αγγλίας στις 23 Μαΐου του 1829 με πλοίαρχο τον Αλεξάντερ Γκρέιγκ και προορισμό την terra Australis, την Νέα Νότια Ουαλία, όπως ονόμαζαν τότε την μακρινή Αυστραλία. Το φορτίο του αποτελούταν από διακόσιους ένα εγκληματίες καταδικασμένους σε πολύχρονη εξορία και εργασία σε αυτή τη μακρινή γη. Το περιστατικό αυτό για το οποίο μας μιλάει η συγγραφέας στο νέο της βιβλίο είναι αληθινό και μάλιστα επτά από τους επιβαίνοντες καταδίκους ήταν Έλληνες.

Η Κ.Μ. εστιάζει ακριβώς στο ταξίδι του Νόρφοκ και δημιουργεί ένα μυστήριο γύρω από μία δολοφονία που λαμβάνει χώρα εν πλω, βάζοντας και μία γυναίκα κατάδικο ανάμεσα στους καταδικασμένους σε εξορία επιβάτες. Πρόκειται για την Καρμέλα Μπουχάγιαρ από τη Μάλτα-εκεί όπου θα κάνει στάση το πλοίο πριν τραβήξει για τον Νότο-, η οποία θα εργαστεί στο πλοίο ως μαγείρισσα.

Εκ πρώτης όψεως και εφόσον διαπιστώσει πως πρόκειται για, κατά βάση, αληθινή ιστορία, ο αναγνώστης ίσως απογοητευτεί που το βιβλίο τελειώνει με την άφιξη του Νόρφοκ στην terra Australis. Η Κ.Μ. δεν φιλοδοξεί να διηγηθεί την ιστορία των καταδικασμένων αποίκων. Αντιθέτως, επιχειρεί να ρίξει το βάρος της αφήγησής της όχι στην ίδια την Ιστορία αυτή καθεαυτή, αλλά στη διαμόρφωση των ανθρωπίνων σχέσεων πάνω στο πλοίο και στο μυστήριο που η ίδια πλέκει προκειμένου να αποκτήσει το ταξίδι περισσότερο ενδιαφέρον.

Ένα ταξίδι με ιστιοφόρο εκείνη την εποχή περιλάμβανε αρκετά ρίσκα για τους ταξιδιώτες του, από επιδημίες, τρικυμίες και πειρατές μέχρι ανταρσίες και έριδες μεταξύ των επιβαινόντων.  Σε αυτές τις δυσκολίες εστιάζει η Κ.Μ. αλλά, κυρίως και στις ανθρώπινες σχέσεις όπως αυτές διαμορφώνονται επάνω στο καράβι, οι οποίες αποτελούν μία μικρογραφία της κοινωνίας μας.

Το μυστήριο που δημιουργεί εντέχνως η συγγραφέας δίνει μία αστυνομική χροιά και την απαραίτητη αγωνία στον αναγνώστη. Τι θα συμβεί όταν ο πιο επικίνδυνος από τους κατάδικους δραπετεύσει; Και ποιος έριξε τελικά στη θάλασσα έναν άλλο άτυχο κατάδικο; Μήπως μαγειρεύεται κάποια ανταρσία στο καράβι;

Λυκοφιλίες, συμμαχίες, έχθρες και έρωτες, σχέσεις υποκριτικές και αληθινές, όλα αυτά λαμβάνουν χώρα μεταξύ των επιβατών του Νόρφοκ.Ένα βιβλίο διάρκειας ενενήντα έξι ημερών,- όσο διαρκεί το ταξίδι- το οποίο διαβάζεται, όμως, άνετα σε μία...

Θερινοί έρωτες, διηγήματα, εκδ. Καστανιώτη, 2021, σελ. 346

 

Έρως και θέρος. Δύο εξολοκλήρου συνυφασμένες και αδιάλυτα πλεγμένες μεταξύ τους έννοιες, αφού στο μυαλό των περισσότερων από εμάς η πιο συχνή εποχή για να συνομιλήσουμε με τον μικρό φτερωτό θεό είναι το καλοκαίρι και, ιδίως, η διάρκεια των θερινών μας διακοπών.

Το βιβλίο Θερινοί έρωτες, είναι, επομένως, ακριβώς αυτό: η συλλογή σαράντα εννέα διηγημάτων καταξιωμένων Ελλήνων λογοτεχνών που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2021 από τις εκδόσεις Καστανιώτη υπό την επιμέλεια δύο συγγραφέων, του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη και της Μπελίκας Κουμπαρέλη.


Επιπροσθέτως, οι συμμετέχοντες συγγραφείς, οι επιμελητές και ο εκδότης αποφάσισαν να διαθέσουν τα έσοδα από τα δικαιώματα αυτού του βιβλίου στην ελληνική αντιπροσωπεία της οργάνωσης "Γιατροί του Κόσμου". Οι αναγνώστες έχουν, επομένως, έναν ακόμη καλό λόγο, για να προμηθευτούν το εν λόγω πόνημα.

Όπως μας ομολογούν οι δύο επιμελητές στον πρόλογο του βιβλίου τους, η ιδέα για τον συλλογικό αυτόν τόμο με το ανάλαφρο και χαρούμενο θέμα, γεννήθηκε εν μέσω μίας περιόδου μεγάλης απαισιοδοξίας, στην περίοδο, δηλαδή, της πρώτης καραντίνας, τον Μάρτιο του 2020. Πρόθεση των επιμελητών, στους οποίους ανήκει και η σύλληψη της ιδέας για την πραγματοποίηση του συγκεκριμένου πονήματος, ήταν ακριβώς αυτή: να δώσουν μία νότα αισιοδοξίας στην αβέβαιη, και πολλές φορές ζοφερή, καθημερινότητα της πανδημίας, που θα μας κάνει να ταξιδέψουμε σε ηλιόλουστες παραλίες και γαλαζοπράσινες θάλασσες.

Το αποτέλεσμα ξεπέρασε τις προσδοκίες των επιμελητών. Έλαβαν διηγήματα πολυποίκιλα, ετερόκλητα μεταξύ τους από τους συγγραφείς που ανταποκρίθηκαν άμεσα στο κάλεσμά τους, τα οποία διατηρούσαν, όμως, μεταξύ τους, ένα κοινό: όλα διαδραματίζονταν εν μέσω του θέρους και είχαν ως επίκεντρο πάνω απ' όλα τον άνθρωπο, τον έρωτα και τα συναισθήματά του.

Ο χρόνος στα διηγήματα -πλην του θέρους, το οποίο θεωρείται αυτονόητο- συνήθως είναι απροσδιόριστος ή παροντικός, με ελάχιστα μόνο από τα διηγήματα  να διαδραματίζονται στην εποχή του Ελληνικού Εμφυλίου, τη δεκαετία, δηλαδή, του 1940. 

Ο τόπος ενίοτε είναι κι αυτός μη συγκεκριμένος, αλλά τις περισσότερες φορές οι έρωτες λαμβάνουν χώρα στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Πήλιο ή σε κάποια από τα πανέμορφα νησιά της Ελλάδας στα οποία παραθερίζουν συνήθως οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων. Ορισμένα από αυτά, όμως, μας ταξιδεύουν ακόμη πιο μακριά, στη νότια Αγγλία, την Αραβία, ακόμα και στο Μεξικό.Κάποια από τα κείμενα εστιάζουν στη  φιλοσοφική ανάλυση του έρωτα, στα συναισθήματα και τις συνήθειες των ερωτευμένων και έτερα προβάλουν μία συναρπαστική μυθιστορία με απρόσμενο, ενίοτε, τέλος.

Μερικά από τα διηγήματα πραγματεύονται έρωτες που μένουν αξέχαστοι ή έρωτες απαγορευμένους οι οποίοι συνέβησαν τη λάθος ώρα στα λάθος άτομα. Έρωτες προορισμένους να διαρκέσουν για πάντα, έρωτες καταδικασμένους να καταλήξουν άδοξα, έρωτες ξαφνικούς, έρωτες που αναβιώνουν απρόσμενα, έρωτες νέων, αλλά και γεροντικούς, έρωτες για τους οποίους, όπως και να 'χει, αξίζει να αφιερώσει κανείς ένα μικρό διήγημα.

Όλοι οι συγγραφείς, πάντως, θα συμφωνήσουν ότι οι μεγάλοι-θερινοί- έρωτες μένουν και μας σημαδεύουν αμετάκλητα όσα χρόνια κι αν περάσουν. Και ότι ο έρωτας και ο ερωτικός πόθος είναι ένα συναίσθημα απολύτως συμβατό με την ανθρώπινη φύση.

Εν κατακλείδι, δύσκολα θα βρει ο αναγνώστης βιβλίο με θεματική πιο ταιριαστή για το καλοκαίρι απ' ότι τα διηγήματα του παρόντος τόμου και, επιπλέον, θα συνεισφέρει με την επιλογή του τον οβολό του για έναν ευγενή σκοπό.

Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη, Πατρίδα ξένη, εκδ. Άπαρσις, 2021, σελ.365

 

http://www.aparsis.gr/%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B4%CE%B1-%CE%BE%CE%B5%CE%BD%CE%B7-2

 

 Πατρίδα ξένη αποδείχτηκε για τους Εβραίους της Ελλάδας τελικά η χώρα μας, αφού κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής ξεριζώθηκαν πολλοί από εδώ με τη βία και οδηγήθηκαν στη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Κι όμως... οι περισσότεροι από αυτούς πονούσαν την Ελλάδα και τη θεωρούσαν και δική τους πατρίδα, ασχέτως αν κάποιοι Έλληνες αμφισβητούσαν αυτή τους την αφοσίωση.

Πρωταρχικό θέμα, λοιπόν, στο νέο βιβλίο της Μάγδας Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη με τίτλο Πατρίδα ξένη, είναι πρωτίστως οι  Ελληνοεβραίοι και οι περιπέτειές τους κατά τον 20ο αιώνα. Μέσα από την προσωπική ιστορία της εβραϊκής οικογένειας Ναχμίας του Αγρινίου ο αναγνώστης θα βολτάρει σε ολόκληρη την Ιστορία του 20ου αιώνα, ξεκινώντας από τη γρίπη του 1918, την άφιξη των προσφύγων το 1922 στην Ελλάδα και τις πυρκαγιές του '17 και του '32 στη Θεσσαλονίκη και φτάνοντας ως τη δικτατορία του Μεταξά, τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, τη γερμανική κατοχή και το Άουσβιτς, τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, τα Σεπτεμβριανά και τη Χούντα των Συνταγματαρχών.

Παράλληλα, μέσα από τη φιλία  που διατηρεί ένας εκ των πρωταγωνιστών ο Ζαχαρίας Ναχμίας με τον αγωνιστή της Δημοκρατίας Γιώργο Παππά, ο αναγνώστης θα μάθει για τους εργατικούς αγώνες πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ίδρυση της εργατικής οργάνωσης Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη, στη σύσταση της οποίας πρωτοστάτησαν Ελληνοεβραίοι.

Τα βασανιστήρια των Γερμανών, αλλά και της Χούντας, η δράση των δωσιλόγων, όπως και οι προσπάθειες του αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού για τη σωτηρία των Εβραίων της Ελλάδας,  απεικονίζονται και αυτά γλαφυρά, μαζί με τον αγώνα στα βουνά των αριστερών και τον ελληνικό Εμφύλιο, ο οποίος διαδέχθηκε την Κατοχή.

Εκτός από την πλούσια ιστορία, ο αναγνώστης θα πληροφορηθεί πολλά και για τα εβραϊκά έθιμα και τις συνήθειες των Εβραίων, αλλά και για την καταφρόνια που τόσο άδικα βίωσε επί αιώνες ολόκληρους η φυλή αυτή. 

Ο Ζαχαρίας είναι ένας άνθρωπος με πνεύμα ανήσυχο, το οποίο δεν χωράει μέσα στα στενά καλούπια που όλες οι θρησκείες προσπαθούν να θέσουν σε αυτό. Τα παιδικά του χρόνια στο Αγρίνιο πριν από τον Πόλεμο εξιστορούνται αναλυτικά, όπως και η φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα, ο γάμος του με την Ελισεβά και η δημιουργία οικογένειας. Το ξέσπασμα του Πολέμου θα βυθίσει τη ζωή της οικογένειας σε μια δίνη δίχως επιστροφή.

Πλάι στην οικογένεια Ναχμία, βρίσκεται εκείνη του Κοσμά του χωροφύλακα με την αντιστασιακή γυναίκα του την Ελευθερία, η οποία δουλεύει στο σπίτι των Εβραίων ως υπηρέτρια. Χάρη σε αυτήν θα γλιτώσει η κόρη του Ναχμία από τη φρικτή μοίρα που περιμένει τους περισσότερους Εβραίους στη διάρκεια του Πολέμου.

Από κοινωνική άποψη, πέρα από την καθαρά ιστορική, τα θέματα που θίγει το βιβλίο είναι πολλά: η καταπίεση της γυναίκας, ο φυλετικό ρατσισμός, η αγάπη για την πατρίδα και η βοήθεια στον συνάνθρωπο.

Το δυνατό σημείο του βιβλίου είναι, το δίχως άλλο, η πολύ καλοδουλεμένη πένα της Μάγδας Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη, η οποία προσφέρει στον αναγνώστη μία ρέουσα αφήγηση, συχνά διανθισμένη με φιλοσοφική διάθεση και ρήσης γενικής κρίσης. Αρχικά η αφήγηση του Ζαχαρία γίνεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο, στη  συνέχεια όμως συνεχίζεται από την ίδια τη συγγραφέα σε τρίτο πρόσωπο.

Η προσωπικότητα του Ζαχαρία, ανθρώπου των γραμμάτων, της δικαιοσύνης και υπέρμαχου της ελευθερίας του λόγου, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη με τις, συχνά, ανορθόδοξες για ορισμένους, απόψεις του, τις οποίες δεν διστάζει να διατρανώνει περήφανα όπως:

"Στην Ελλάδα γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε κι αυτή είναι πατρίδα μας".

"Χωρίς μνήμη θα αφανιστούμε. Και δυστυχώς η Ιστορία κάνει κύκλους  κάθε φορά που οι άνθρωποι δεν ακούν τους στεναγμούς της".

"Γιατί οι πιστοί χύνουν αίμα υπέρ της θρησκείας; Τι κέρδισε η ανθρωπότητα;"

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα αξιόλογο πόνημα που μας κρατάει σε εγρήγορση με τη γρήγορη εξέλιξη της υπόθεσης και την ενδιαφέρουσα πλοκή του, αλλά και το οποίο μας δίνει, συγχρόνως, το διάβημα τόσο για να αναρωτηθούμε πολλά πράγματα σχετικά με την ανθρώπινη φύση, αλλά και να μάθουμε εξίσου πολλά για την Ιστορία του 20ου αιώνα.

Βαγγέλης Μαργιωρής, Να σπρωχτούμε κι όπως πέσουμε, εκδ. Βακχικόν, 2021, σελ.304

 

https://ekdoseis.vakxikon.gr/shop/ekdoseis/vakxikon-peza/na-sproxtoume-ki-opos-pesoume/

 

Στον μικρόκοσμο της ελληνικής οικογένειας...

Μία πολύ αξιόλογη οικογενειακή σάτιρα μας προσφέρει ο Σαμιώτης συγγραφέας Βαγγέλης Μαργιωρής  στο νέο του χιουμοριστικό και κοινωνικό μυθιστόρημα με τίτλο Να σπρωχτούμε κι όπως πέσουμε.

Ο Βαγγέλης Μαργιωρής περιγράφει γλαφυρότατα, με γενναίες δόσεις χιούμορ και κάπου κάπου και μια δόση υπερβολής, τη ζωή μιας κλασικής τριμελούς ελληνικής οικογένειας, κυρίως από τη σκοπιά της μητέρας της οικογένειας, της Αθηνάς. Μεγάλο το στοίχημα για τον συγγραφέα να καταφέρει να περιγράψει τραγελαφικές καταστάσεις μέσα από μία καθαρά γυναικεία ματιά και να μη διστάσει, πολλές φορές, να εκτοξεύσει και ο ίδιος, δια μέσου του στόματος της Αθηνάς, και αφορισμούς για το δικό του φύλο, το ανδρικό. Στοίχημα το οποίο, πάντως, φαίνεται να πετυχαίνει, καθώς αποδεικνύεται πολύ καλός γνώστης της γυναικείας ψυχολογίας μέσα στα πλαίσια ενός γάμου πριν και μετά τη μητρότητα.

"Το βλαστάρι μου, η κορούλα μου, αυτός ο ευαίσθητος μίσχος όποτε έβρισκε μπόσικο τον Γιαννάκη τον πλάκωνε στο ξύλο. Το έβρισκε αστείο που το καημένο το παιδί τη φοβόταν και τον τάραζε στην επίθεση. Αυτό το δύστυχο για να αμυνθεί της τραβούσε την κοτσίδα. Αυτό που ακολουθούσε φυσικά στο σπίτι-σενάριο, σκηνικά και κουστούμια- ήταν η παραπληροφόρηση της κορούλας μου σε όλο της το μεγαλείο''.

Μέσα από τα μάτια της Αθηνάς, επομένως, μας περιγράφει όλη τη διαδρομή της γνωριμίας της με τον Θανάση, του γάμου τους και, κυρίως, την εμπειρία από την απόκτηση της κόρης τους, της Ελένης. Παρόλο που ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί και στις φίλες και τους φίλους του ζευγαριού, τα πεθερικά, τις δουλειές τους και την προηγούμενη ζωή τους πριν από τον γάμο, είναι εξαρχής φανερό ότι πρόθεσή του είναι να επικεντρωθεί στις κωμικοτραγικές καταστάσεις που προκύπτουν από την απόφαση ενός ζευγαριού να αποκτήσει παιδί. Όλες οι φάσεις που περνά ένα ανδρόγυνο μετά από την απόφασή του να γίνει γονιός περιγράφονται διεξοδικότατα από τον συγγραφέα, μέσω των εμπειριών της ίδιας της μητέρας- Αθηνάς φυσικά που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο.

Ο Βαγγέλης Μαργιωρής μάλιστα δεν διστάζει να δώσει- πολύ επιτυχημένα μάλιστα - και ονόματα στις διάφορες φάσεις που περνάει η οικογένεια καθώς το παιδί μεγαλώνει, για παράδειγμα Ροζ περίοδος, ήτοι η περίοδος των πολλών ερωτικών συνευρέσεων με σκοπό την απόκτηση παιδιού, ζόμπι περίοδος, δηλαδή η περίοδος αϋπνίας της μαμάς, ηλεκτρονική περίοδος, περίοδος VIP και πολλές άλλες. Η αφήγηση σταματά με την είσοδο της Ελενίτσας στο Πανεπιστήμιο, οπότε και τερματίζεται, θεωρητικώς τουλάχιστον, το μεγάλωμα του παιδιού και ολοκληρώνεται η χειραφέτησή του από τους κόλπους της οικογένειας.

Οπωσδήποτε, γνωρίζοντας ότι και ο ίδιος ο συγγραφέας έχει μία κόρη, προφανώς κάποιες από τις εμπειρίες που περιγράφει στις σελίδες του βιβλίου του, δεν μπορεί παρά να στηρίζονται και σε εμπειρίες προσωπικές που έχει ο ίδιος βιώσει μέσω της πατρότητας. Αναμφίβολα, πάντως, το δυνατό σημείο του βιβλίου είναι ο κωμικός τρόπος θεώρησης των γεγονότων από τους ήρωες του βιβλίου και ιδίως από την Αθηνά, η οποία αγανακτεί συχνά με το "κόλλημα" που επιδεικνύει ο Θανάσης για την μπάλα, σε σημείο μάλιστα που να αφηγείται στην κόρη του τα κλασικά παραμύθια παραλλαγμένα σε ποδοσφαιρική βερσιόν! Η Αθηνά όμως, εκτός από τον άντρα της τον Θανάση, έχει πολλούς άλλους γύρω της που την ταλαιπωρούν καθημερινά: μητέρα, πεθερά, προϊσταμένη και ιδίως την απαιτητική κορούλα της την Ελενίτσα, η οποία επιδίδεται σε κάθε λογής τερτίπια καθώς μεγαλώνει.

"Και έπειτα της διάβαζε πολλά πολλά παραμύθια. Όχι τα κανονικά βέβαια, που διαβάζει και λέει όλος ο κόσμος στα παιδιά του. Τα διασκεύαζε κάπως ο Θανάσης για να ταιριάζουν στη βλακεία που τον έδερνε. Γιατί το στεφάνι μου, καλός και άγιος, δεν λέω, αλλά την πετριά του με τον Ολυμπιακό την είχε και φυσικά τη διατηρεί σε υψηλότατα επίπεδα. Τα αγαπημένα του παραμύθια λοιπόν ήταν  Ο κακός λυκο-βάζελος και η κοκκινοσκουφίτσα, Η Χιονάτη και τα εφτά κόκκινα πρωταθλήματα, Η πεντάμορφη και ο αεκτζής. Τέτοια πράγματα. Είχε αρχίσει από νωρίς τη χρηστομάθεια, μην τυχόν και του έβγαινε το παιδί βάζελος και τι θα κάναμε μετά!"

Οι αναγνώστες και των δύο φύλων, ιδίως όσοι έχουν οικογένεια, θα αναγνωρίσουν κοινά σημεία  τόσο με τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, όσο και με τις καταστάσεις που αυτοί βιώνουν. Η αφήγηση δε του Μαργιωρή είναι τόσο άμεση, αυθόρμητη και αστεία, πολλές φορές, που θα μας κάνει να γελάσουμε, να λυπηθούμε, να θυμώσουμε, αλλά και να αναρωτηθούμε για τη δική μας στάση σε πολλά οικογενειακά ζητήματα.

 "Ο Θανάσης αποβλακωμένος στην τηλεόραση, έχει φορέσει το πουκάμισο, την αριστερή του κάλτσα, την άλλη την κρατάει και είναι ακόμη με το σώβρακο. Νιώθω ένα κύμα έξαψης, ένα φούντωμα να με κυριεύει. Να φωνάξω, να τον βρίσω, τι να κάνω; Είναι που είχα δώσει και υπόσχεση να μην είμαι επικριτική και δύστροπη. Κοιτάζω το ρολόι όσο ο Θανάσης φοράει τη δεξιά κάλτσα και κοιτάζει για πέμπτη φορά σε επανάληψη τη φάση, προσπαθώντας να καταλάβει αν είναι ή όχι οφσάιντ".

Κάποιες σκηνές, ιδίως εκείνες που αφορούν τις φίλες και τους φίλους του ζευγαριού, θα μας φέρουν στο μυαλό την επιτυχημένη σειρά με τον Αθερίδη και την Παπαδοπούλου Σ' αγαπώ  μ' αγαπάς. 

Το Να σπρωχτούμε κι όπως πέσουμε, εν κατακλείδι, αποτελεί ένα ολόδροσο ανάγνωσμα που θα μας συγκινήσει και θα μας διασκεδάσει εστιάζοντας στον μικρόκοσμο της σημερινής ελληνικής οικογένειας με έναν ξεχωριστό και ιδιαίτερο τρόπο.


Αχμέτ Ουμίτ, Η φυλή, εκδ. Πατάκη, 2021, μεταφρ.Θ. Ζαραγκλής, σελ.524

 

https://www.patakis.gr/product/646082/vivlia-logotexnia-pagkosmia-logotexnia/H-fulh/

 

Ο Τούρκος συγγραφέας από το Γκαζίαντεπ Αχμέτ Ουμίτ, παλαίμαχος του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος-και όχι μόνο- συνδυάζει αυτή τη φορά στο καινούριο του μυθιστόρημα με τίτλο Η φυλή, την αστυνομική λογοτεχνία με τη θρησκειολογία και τη φιλοσοφία της θρησκείας.

Πάντοτε τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Αχμέτ Ουμίτ είναι ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά και συνδυάζουν την καταιγιστική δράση και το μυστήριο με την ενδελεχή έρευνα και ανάλυση ενός συγκεκριμένου θέματος, το οποίο σχετίζεται με κάποιον τρόπο με τα εγκλήματα. Στο περσινό του πόνημα τον Γραφέα του Παλατιού, το θέμα αυτό ήταν οι Χετταίοι και η τρομοκρατία, ενώ στη Φυλή είναι οι θρησκείες της Μέσης Ανατολής και ιδίως ο χριστιανισμός, σε συνδυασμό και πάλι με την τρομοκρατία και το κουρδικό ζήτημα.Το βιβλίο διαθέτει, επίσης, και μία ιστορική διάσταση και συγκεκριμένα αυτή που αφορά την ιστορία του χριστιανισμού και των χριστιανικών μειονοτήτων στα εδάφη της Μικράς Ασίας.

Πρωταγωνιστής εδώ είναι πάλι, όπως και στο βιβλίο Η κραυγή του χελιδονιού, ο αστυνόμος Νεβζάτ με τους υπαστυνόμους Αλή και Ζεϊνέπ. Αυτή τη φορά, η δύσκολη υπόθεση την οποία αναλαμβάνει να διαλευκάνει ο Νεβζάτ αφορά έναν φόνο ενός άντρα με χριστιανική τελετουργική σημειολογία που λαμβάνει χώρα στην Ιστανμπούλ. Ο άτυχος άνδρας ανακαλύπτεται δολοφονημένος με ένα μαχαίρι με λαβή σταυρού και δίπλα του βρίσκεται ένα ευαγγέλιο με λέξεις υπογραμμισμένες με αίμα.

Τα εγκλήματα δεν σταματούν με αυτόν τον φόνο, αντιθέτως δολοφονίες συνεχίζουν να συμβαίνουν, με τα θύματα να ανήκουν στο άμεσο περιβάλλον του θύματος. Κάποιοι άλλοι φόνοι, όμως, παλαιότεροι ή φαινομενικά άσχετοι με τη συγκεκριμένη υπόθεση φαίνεται να σχετίζονται, παραδόξως, με αυτόν, κορυφώνοντας το μπέρδεμα του αστυνόμου Νεβζάτ και των δύο βοηθών του.

Οι ύποπτοι είναι πολλοί-μεταξύ των οποίων ένας καθηγητής πανεπιστημίου, ένας κοσμηματοπώλης, μία γυναίκα του υποκόσμου-και οι προεκτάσεις της υπόθεσης άφθονες και πολυσήμαντες. Πέρα από την εμφανή σύνδεση του εγκλήματος με τον χριστιανισμό, υπάρχουν υπόνοιες για σύνδεση με κάποια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας, με τη μαφία του υποκόσμου, ακόμη και με ένα παλαιότερο έγκλημα το οποίο είχε συμβεί στα βάθη της Ανατολίας και συνδέεται με την κουρδική τρομοκρατία. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι οι φόνοι πιθανότατα σχετίζονται και με τη δράση κάποιων υψηλά ιστάμενων προσώπων μέσα στην ίδια την αστυνομία. Τι από όλα αυτά αποδεικνύεται τελικά αληθινό και τι όχι;

Οι μάρτυρες δεν λένε απαραιτήτως ψέματα, κρύβουν όμως, συνήθως, κάποια πράγματα. Έτσι το μυστήριο περιπλέκεται όλο και περισσότερο και προσφέρει άφθονες και απροσδόκητες εκπλήξεις στον αναγνώστη καθώς προχωρά τις σελίδες του.

Ο τίτλος του βιβλίου σχετίζεται με τις πολλές φυλές που διαβιούν ακόμη και σήμερα στο σύγχρονο τουρκικό κράτος, ανθρώπους που αποκαλούνται όλοι συλλήβδην Τούρκοι, περιλαμβάνουν όμως Ασσύριους, Κούρδους, Ρωμιούς, Νουσαϊρί, Αρμενίους, ακόμη και Βουλγάρους. Κάποιοι από αυτούς παραμένουν χριστιανοί ακόμη και σήμερα. Και σε αυτό ακριβώς είναι που θέλει να εστιάσει ο συγγραφέας με το βιβλίο του: στην πολυεθνική Μικρά Ασία με τη μακραίωνη ιστορία, όχι μόνο των σύγχρονων Τούρκων και των  Οθωμανών κατακτητών, αλλά και στη Μικρά Ασία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της ελληνικής αρχαιότητας και της προϊστορικής αυτοκρατορίας των Χετταίων, ιστορικές κληρονομιές που έχουν, ως επί τω πλείστον λησμονηθεί χάριν του τουρκικού εθνικισμού. Ο Αχμέτ Ουμίτ θέλει να μας υπενθυμίσει για άλλη μία φορά με το τελευταίο του πόνημα ότι η σημερινή Τουρκία δεν αποτελείται-αλλά και δεν αποτελούταν ποτέ- μονάχα από Τούρκους. Τάσσεται αναφανδόν κατά του εθνικισμού και δεν διστάζει να αποτυπώσει εναργώς στις σελίδες του βιβλίου του τα προβλήματα που ταλανίζουν το σύγχρονο τουρκικό κράτος, από την τρομοκρατία και την καταπίεση των γυναικών μέχρι τη διαφθορά.

Οι έντονες διαφορές στον τρόπο διαβίωσης στην Κωνσταντινούπολη με τα βάθη της Ανατολίας αποτυπώνονται και αυτές γλαφυρά. Η ερωτική σχέση την οποία διατηρεί ο αστυνόμος Νεβζάτ με τη χριστιανή Ευγενία, δεν είναι και αυτή, φυσικά, τυχαία, αλλά αποσκοπεί στο να δείξει το διαθρησκευτικό και πολυεθνικό πνεύμα το οποίο διακατέχει τον συγγραφέα. Συν τοις άλλοις, Η φυλή είναι και μία γοητευτική περιήγηση στις γειτονιές του Κερατίου, του Βοσπόρου και του Πέραν, τις οποίες τόσο καλά γνωρίζει ο συγγραφέας.

Αυτό που εντυπωσιάζει επίσης στο βιβλίο είναι η διεξοδική φιλοσοφική και θρησκειολογική έρευνα την οποία διεξήγαγε ο συγγραφέας, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να παραθέσει τις κρυμμένες ομοιότητες μεταξύ του παγανισμού και των μονοθεϊστικών θρησκειών, να αναλύσει επαρκώς τα χριστιανικά Ευαγγέλια και να παραθέσει ένα σωρό στοιχεία για την ιστορία της θρησκείας στα εδάφη της Μικράς Ασίας, καθώς και για τις απαρχές του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού και τον κομβικό ρόλο του Αποστόλου Παύλου σε αυτές.

Η τριτοπρόσωπη αφήγησή του είναι ολοζώντανη και προδίδει μία αμεσότητα, αφού ο συγγραφέας απευθύνεται πολλές φορές στον αναγνώστη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο συγγραφέας δεν πλατειάζει με μακροσκελείς περιγραφές-ούτε στον φιλοσοφικό τομέα-, οι οποίες, σίγουρα, δεν αρμόζουν σε ένα πετυχημένο αστυνομικό μυθιστόρημα, αφού καθυστερούν τη δράση του, αλλά, αντίθετα, καταφέρνει να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να επεξηγήσει επαρκώς το έγκλημα, χωρίς να αφήσει σκοτεινά σημεία του. Όσοι έχουν διαβάσει και άλλα βιβλία του συγκεκριμένου συγγραφέα δεν μπορεί παρά να συμφωνήσουν ότι Η φυλή είναι ένα από τα πιο έξυπνα και αριστοτεχνικά δομημένα του πονήματα.

"Μου φαίνεται πως αυτός είναι ο πιο εύκολος, ο πιο σύντομος τρόπος να δώσουμε ένα νόημα στη ζωή. Η θρησκεία. Ίσως να σχετίζεται με την ασφάλειά μας. Ο Αλή, που έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία, επέλεξε το επάγγελμα του αστυνομικού και μ' αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε σ' αυτόν τον κόσμο την ασφάλειά του. Όμως τι γίνεται μετά τον θάνατο; Πώς θα εξασφαλίσει την ασφάλεια σ' εκείνον τον σκοτεινό χρόνο, τον οποίο ο ποιητής ορίζει ως "ατέλειωτη, γαλήνια νύχτα"; Την απάντηση τη δίνει μονάχα η θρησκεία. Αν είσαι καλός, Παράδεισος, αν είσαι κακό, Κόλαση. Τόσο απλό ώστε να το καταλαβαίνει ακόμη και ο πιο αγράμματος. Και όσο απλό είναι, άλλο τόσο είναι και αποτελεσματικό. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο η θρησκεία είναι κάτι το οποίο η ανθρωπότητα θα έχει πάντοτε ανάγκη".

 

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

Leila Slimani, Η χώρα των άλλων, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ.413

 

https://www.metaixmio.gr/el/products/%CE%B7-%CF%87%CF%89%CF%81%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CF%89%CE%BD-%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%82-%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%82

 

Ένα μυθιστόρημα αντιθέσεων... 

Τι συμβαίνει άραγε στις ζωές των ανθρώπων όταν αυτοί δεν ανήκουν πουθενά; Όταν η χώρα τους είναι πάντα η χώρα των άλλων;

Σε αυτό το ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει η Leila Slimani, Γαλλομαροκινή συγγραφέας, με το βιβλίο της Η χώρα των άλλων.

Ως Γαλλομαροκινή και η ίδια με δύο πατρίδες, έχει κάθε δικαίωμα να δημιουργήσει μία Γαλλίδα πρωταγωνίστρια στο βιβλίο της, τη Ματίλντ, η οποία θα πάρει τη δύσκολη απόφαση να παντρευτεί έναν Μαροκινό στρατιώτη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αμίν. Και σίγουρα η συγγραφέας μπορεί να καταλάβει την πρωταγωνίστριά της καλύτερα από όλους.

Όταν μία χριστιανή παντρεύεται μουσουλμάνο και πάει να ζήσει στη χώρα του, ο νους των μεγαλύτερων σε ηλικία αναγνωστών σίγουρα θα πάει στο κλασικό, πια, βιβλίο Ποτέ χωρίς την κόρη μου. Η αλήθεια είναι ότι όλοι οι μουσουλμάνοι άντρες δείχνουν, όπως φαίνεται, το αληθινό τους πρόσωπο μονάχα στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, οι ομοιότητες, όμως, της Χώρας των άλλων με το Ποτέ χωρίς την κόρη μου, σταματούν σε αυτό εδώ το σημείο.

Το Μαρόκο, και ιδιαίτερα το μεταπολεμικό Μαρόκο των μέσω του 20ου αιώνα, το οποίο ταλανίζεται από τις ιδέες περί ανεξαρτησίας από τη γαλλική κυριαρχία, είναι ένας κόσμος εντελώς διαφορετικός από την κλασική ευδαίμονα Αραβία. Στις χώρες του Μαγκρέμπ, η επιρροή της Ευρώπης και του Δυτικού Πολιτισμού είναι πολύ πιο ισχυρή, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεικτού κόσμου, ο οποίος ακροβατεί ανάμεσα στον συντηρητισμό και τον φιλελευθερισμό, στον ισλαμισμό και τον χριστιανισμό, στο παλιό και το νέο.

Μαζί με την ίδια τη χώρα, βασανίζονται και οι άνθρωποί της που βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ των δύο αυτών κόσμων, όπως η Ματίλντ και, ειδικότερα ο Αμίν. Αυτοί ακροβατούν κυριολεκτικά ανάμεσα σε δύο ταυτότητες. Το αποτέλεσμα είναι ο διχασμός και για τους δύο: Από τη  μια η Ματίλντ νιώθει δέσμια της αφόρητης νοσταλγίας για τη χώρα της και τον τρόπο ζωής με τον οποίο μεγάλωσε και, από την άλλη, λατρεύει τον σύζυγο και τα δύο παιδιά της σε εκείνη τη μακρινή γη.

Ο Αμίν βρίσκεται σε ακόμη πιο δύσκολη θέση. Από τη μία είναι η αγάπη του για τη Γαλλίδα γυναίκα του και από την άλλη ο αγώνας των συμπατριωτών του για ανεξαρτησία ενάντια στη γαλλική κυριαρχία. Εκτός των άλλων, ο Αμίν διατηρεί ένα αγρόκτημα στο οποίο έχει πολλούς Μαροκινούς εργάτες, οπότε, ως αφεντικό τους, νιώθει να διαφοροποιείται κάπως από αυτούς. Ο ίδιος ταλαντεύεται, ακόμη, από τον μερικό εκδυτικισμό του, ο οποίος, όμως έρχεται σε αντίθεση μέσα του με τις παραδοσιακές αρχές της θρησκείας, υπό την επήρεια της οποίας μεγάλωσε.

Η χώρα των άλλων δεν παύει να είναι χώρα των άλλων για τους αποικιοκράτες Γάλλους και για τους Μαροκινούς αγωνιστές, για τους συντηρητικούς ηλικιωμένους και για τους προοδευτικούς νέους, για τους ισχυρούς άντρες, αλλά και για τις αδύναμες γυναίκες, για όλα αυτά τα αντιθετικά ζεύγη που κρύβει η πολύπαθη αυτή χώρα στους κόλπους της. Τελικά όλοι αισθάνονται ότι η χώρα τους ανήκει στους "άλλους", σε αυτούς που βλέπουν κάθε φορά απέναντι από τους ίδιους τους τους εαυτούς. Κι όμως, όλοι θέλουν κάπου να ανήκουν...

"Ο δημοσιογράφος, που ο ιδρώτας του έτρεχε ποτάμι, απάντησε ότι η ανεξαρτησία θα ερχόταν, ήταν σίγουρο, αλλά σιγά σιγά. Ότι δεν μπορούσαν να τα βάλουν με αυτούς τους Γάλλους που είχαν θυσιάσει τη ζωή τους γι' αυτή τη χώρα. Τι θα απογίνει το Μαρόκο όταν οι Γάλλοι θα έχουν φύγει; Ποιος θα κυβερνήσει; Ποιος θα καλλιεργήσει τη γη;"

Η αφήγηση της Leila Slimani είναι γρήγορη και συναρπαστική. Δεν εμμένει σε μακροσκελείς περιγραφές συναισθημάτων και τοπίων, παρ' όλα αυτά όμως, λέει με σαφήνεια αυτό που θέλει να πει και αποτυπώνει εναργώς στο χαρτί τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων της, κυρίως του Αμίν, της Ματίλντ και της κόρης τους Αϊσά. Η σχέση της Ματίλντ και του Αμίν σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζεται εξιδανικευμένη, το αντίθετο μάλιστα. Όλες οι εντάσεις και οι εξάρσεις της, που οφείλονται στη σύγκρουση των δύο διαφορετικών κόσμων, απεικονίζονται γλαφυρά και με κάθε ειλικρίνεια. Τελικά, πάντως, θα υπερισχύσει η αγάπη.

Η χώρα των άλλων είναι ένα μυθιστόρημα αντιθέσεων το οποίο περιέχει όλα τα χρώματα και τα αρώματα της ανατολής, την κάψα της ερήμου Σαχάρας, τα καλά και τα άσχημα της αποικιοκρατίας, αλλά και τα ανθρώπινα συναισθήματα. Έναν μυθιστόρημα που μιλάει για την ταραχώδη περίοδο της αποαποικιοποίησης της Αφρικής και για την καταπίεση των γυναικών του ισλάμ, μέσα από την προσωπική ιστορία μίας δυνατής γυναίκας, η οποία επέλεξε να αφήσει πίσω της μια εύκολη ζωή και να απαρνηθεί την πατρίδα και την οικογένειά της, προκειμένου να ζήσει για πάντα με τον άντρα που αγαπάει. Και είναι, το δίχως άλλο, έτοιμη να πληρώσει κάθε τίμημα γι' αυτό.

Jorge Semprun, Τα σανδάλια, εκδ. Άγρα, 2021, σελ.41

 

https://agrapublications.blogspot.com/2021/05/sandalia-semprun.html

 

Για ποιον λόγο άραγε μπορεί να θελήσει να διαβάσει κανείς αυτή τη μικροσκοπική νουβέλα;

Πρώτ' απ' όλα και κύρια για τον συγγραφέα Χόρχε Σεμπρούν και την πραγματικά υπέροχη γραφή του. Ο Σεμπρούν, που γεννήθηκε το 1923 στη Μαδρίτη και πέθανε το 2011, ήταν ένας από τους γνωστότερους αντιφασίστες και ακτιβιστές συγγραφείς του 20ου αιώνα στην Ισπανία. Γνωστός αντιστασιακός και κομμουνιστής, τόσο κατά της δικτατορίας του Φράνκο, όσο και κατά του γερμανικού ναζισμού, φυλακίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, γεγονός που, όπως ήταν αναμενόμενο, επέδρασε καταλυτικά στην μετέπειτα ψυχοσύνθεσή του, αλλά και στα έργα του. Το γνωστότερο από τα έργα του είναι το πρώτο του, Το μεγάλο ταξίδι, το οποίο αφηγείται την περιπέτεια της αιχμαλωσίας του.

Η νουβέλα Τα σανδάλια, γράφτηκε το 2002 και δεν περιέχει καθόλου τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που εμφανίζονται σε άλλα έργα του συγγραφέα. Αφορά την κατάληξη ενός εικοσαετούς παράνομου δεσμού. Η όλη υπόθεση διαδραματίζεται σε μία μόλις στιγμή στο Παρίσι, αλλά, υπό μορφή αναδρομής, ο συγγραφέας διατρέχει όλο το ιστορικό του παράνομου αυτού δεσμού. Ιδού, λοιπόν, οι πρωταγωνιστές της νουβέλας:

Αυτή, η Φρανς Μπαμπελσόν:

"Ομορφιά εσωτερική, ακτινοβόλα, το δίχως άλλο. Διαθέσιμη, μα όχι χωρίς να κρατά αποστάσεις: πρόθυμη και ταυτόχρονα συγκρατημένη. Ένα θαύμα απρόβλεπτης ισορροπίας".

Αυτός, ο Μπερνάρ:

"Το παρουσιαστικό του θύμιζε Βίκινγκ: όμορφος, αρρενωπός, δίχως έπαρση όμως, με πρόσωπο όλο γωνίες". 

Και ο έρωτας, ο τρίτος και κυριότερος πρωταγωνιστής:

 "Όσο περνούσαν οι ώρες τόσο εκείνοι έπλεαν μέσα στο απόλυτο παρόν, στο εφήμερο, άχρονο και αχόρταστο ξέσπασμα του πόθου. Ήταν σχεδόν ανώνυμοι ο ένας για τον άλλο. Τι νόημα έχει να δώσεις ένα όνομα σε μια τέτοια ευτυχία; Μικρά ονόματα φυσικά, εννοείται, τα οποία όμως δεν τους χρειάζονταν για ν' αναγνωρίζει ο ένας τον άλλο. Δεν ήταν παρά ένα απλό σημείο αναφοράς ένας γενικός τρόπος επίκλησης. Γιατί αρκούσαν τα χέρια, τα χείλια, οι γλώσσες, οι τρυφερές ανάσες, η άγρια κτητικότητα".

Αυτή δικηγόρος, αυτός δημοσιογράφος. Γνωρίστηκαν σε μία έκθεση για τον ερωτικό Πικάσσο στην Πόλη του Φωτός και τώρα ξανασυναντιούνται σε ένα ξενοδοχείο. Εδώ εκτυλίσσεται όλη η υπόθεση, εδώ η Φρανς περιμένει τον Μπερνάρ για να του πει ότι θέλει να χωρίσουν, αφού και οι δύο είναι παντρεμένοι και  ο παράνομος δεσμός τους την έχει κουράσει. Δυσκολεύεται όμως να το πει, καθώς το σώμα δεν υπακούσει στις επιταγές της λογικής. Talk or sex; Αυτό το δίλημμα βάζει ο συγγραφέας να ταλανίζει διαρκώς τη Φρανς.

Το φινάλε θα είναι το πιο απρόβλεπτο που υπάρχει για μία τόσο σύντομη νουβέλα. Κατά κάποιον τρόπο, τα σανδάλια είναι αυτά που θα παίξουν κομβικό ρόλο στην κατάληξη της σχέσης των δύο παράνομων εραστών...

Η αναδρομή της σχέσης που επιχειρεί η Φρανς, διακόπτεται από τις δικές της σκέψεις και αναμνήσεις από το κοινό πάθος που βιώνουν με τον Μπερνάρ. Σε αυτή την απεικόνιση ρίχνει το βάρος ο συγγραφέας. Ο πόθος της πρώτης φοράς μένει ολοζώντανος στη μνήμη τους, ακόμη και μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια, τέτοια είναι η χημεία μεταξύ των δύο εραστών. ΄Όσο για την έκθεση με τον ερωτικό Πικάσσο, αυτή δεν είναι παρά ο καθρέπτης της δικής τους σχέσης.

Τι μέλλον μπορεί να έχει ένας τέτοιος δεσμός; Ο συγγραφέας μας αφηγείται το παρελθόν του και το παρόν του σε μία από τις πιο καλογραμμένες νουβέλες που έχουν γραφτεί ποτέ για τον έρωτα.

 

Θάνος Γιαννούδης, Το αιώνιο καλοκαίρι,εκδ. Βακχικόν, 2021, σελ.194

 

https://ekdoseis.vakxikon.gr/shop/ekdoseis/vakxikon-peza/to-aionio-kalokairi/

 

Ένα ιδιαίτερο ανάγνωσμα επιστημονικής φαντασίας που φλερτάρει με την Ιστορία, αποτελεί το νέο μυθιστόρημα του φιλόλογου και ποιητή Θάνου Γιαννούδη με τον άκρως θερινό και ερεθιστικό στα μάτια του αναγνώστη τίτλο Το αιώνιο καλοκαίρι.

Κάποιοι από εμάς θα ήθελαν, αναμφισβήτητα, ένα αιώνιο καλοκαίρι καλοπέρασης και ραστώνης. Με τις δύο αυτές λέξεις ως έννοιες -ή με λέξεις συνώνυμες του "αιώνιο"- παίζει επιδέξια ο συγγραφέας, εμφανίζοντάς τις σε κάμποσα διαφορετικά σημεία του βιβλίου του.

"...Ο  άνθρωπος που ζει στον αιώνιο χειμώνα! Πώς μπορείς να τον βοηθήσεις πρακτικά και ουσιαστικά; Διαμορφώνοντας την ακριβώς αντίθετη συνθήκη που θα ανοίξει την ψυχή του στη ζεστασιά και την απελευθέρωση που τόσο προσδοκούμε! Λοιπόν, συλλογικότητα! Αυτή είναι η σημαντικότερη στιγμή του project μας μέχρι την επόμενη! Από δω και στο εξής, δεν θα δουλεύουμε πια για το ατέλειωτο καλοκαίρι!"

"Ζωή μου! Έρχομαι για να σταθώ δίπλα σου γυμνή, οπλισμένη μόνο με το άδολό μου χαμόγελο για να σε συναντήσω σαν να 'ναι η πρώτη μας φορά και η ευτυχία μας επιτέλους να ξεκινήσει, μια ευτυχία δίχως τελειωμό, δίχως καταιγίδες και σύννεφα, η αιώνιά μας άνοιξη, το αιώνιο καλοκαίρι!"

 Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Σμύρνη του 2024, στη μετά- covid εποχή, αλλά με τη Σμύρνη να έχει παραμείνει ελληνική από το δημοψήφισμα που είχε γίνει εκατό χρόνια νωρίτερα, αμέσως μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πρόκειται για συνδυασμό κανονικής και εναλλακτικής ιστορίας, αλλά και επιστημονικής φαντασίας.

" Ναι, η Σόνια το καταλάβαινε καλά: Το να υποστηρίζει τον Πανιώνιο σήμαινε και να υποστηρίζει τη γη της, τον τόπο της και την ιστορία του, τη μεγαλύτερη ελληνική πόλη στη διαχρονία των αιώνων, έναν κόμβο δύσης και ανατολής, Ευρώπης και Ασίας, για τον οποίον στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν λάβει χώρα μνημειώδεις μάζες και σφαγές, έως ότου κατοχυρωθεί πανηγυρικά και οριστικά στην Ελλάδα με το δημοψήφισμα του '24".

Πρωταγωνίστρια είναι η Σόνια Ρετζίλη , η οποία υποχρεώνεται να παραμείνει καλοκαιριάτικα στη Σμύρνη, αφού λαμβάνει μέρος σε ένα project μίας μεγάλης εταιρείας. Θα πίνει καφέ με τις φιλενάδες της-με τον συγγραφέα να μας προσφέρει εδώ άφθονες καθαρά "γυναικείες" συζητήσεις- και θα γνωρίσει τον μυστηριώδη Στράβων Θεοφυλάκτου. Όλα αυτά με τον φιλοσοφικό, σχεδόν ποιητικό, σε μερικά σημεία, λόγο του Γιαννούδη, ο οποίος αρέσκεται, πολλές φορές, να διακόπτει τη ροή της αφήγησής του με υπέροχα κομμάτια φιλοσοφικών και αποφθεγματικών κρίσεων, γραμμένα με περισσή φροντίδα και προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις.

"Όταν εκλείπει η ευτυχία, όταν παρέρχεται η στιγμή, όταν πια ο υπόλοιπος κόσμος για να ζήσεις και να πεθάνεις φαντάζει μια πορεία προβλέψιμη και προδιαγεγραμμένη και οι άνθρωποι δέσμιοι ρόλων που οφείλουν να παίξουν ως το ίδιο κι απαράλλαχτο, μονότονα επαναλαμβανόμενο τέλος".

"Και τι δεν είμαστε άραγε όλοι εμείς, αν όχι ένα ακόμη μπουρίνι; Ερχόμαστε ξαφνικά στον κόσμο, σαν τα σύννεφα που αναίτια πυκνώνουν πάνω από τον ουρανό και ανοίγει η αιωνιότητα, ώστε για μια απειροελάχιστη στιγμή να διαβούμε από μια μικρή ρωγμή της ατέρμονης ιστορίας του σύμπαντος, ελπίζοντας και φιλοδοξώντας με όλες μας τις δυνάμεις να την αλλάξουμε και να τη φέρουμε στα μέτρα μας και το ανάστημά μας".

Οι σκόρπιες αγγλικές λέξεις που αποδίδουν την ορολογία της σύγχρονης εποχής, όπως instagram, video wall, social media δίνουν συχνά το παρόν, όπως, εξάλλου και οι πολλαπλές αναφορές στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η απεικόνιση της Σμύρνης είναι υπερβατική. Δεν είναι η Σμύρνη της Ιστορίας που γνωρίζουμε, ούτε και η σημερινή. Στην ουσία είναι σαν να μην υπάρχει. Το βιβλίο είναι ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται σε μία χαμένη πατρίδα, χωρίς όμως να θρηνεί για τη χαμένη αυτή πατρίδα-αφού, βέβαια, στην υπόθεση του βιβλίου δεν παρουσιάζεται ως απωλεσθείσα. Ακόμη και η περίοδος της ναζιστικής κατοχής της Σμύρνης παρουσιάζεται εναλλακτικά, αφού η πόλη ήταν ελληνικό έδαφος μετά το δημοψήφισμα του '24.

 Τελικά πάνω απ' όλα, αυτό που καταλαβαίνει κανείς είναι το ανήσυχο και διαρκώς σκεπτόμενο πνεύμα του συγγραφέα. Το ατέλειωτο καλοκαίρι της Σόνιας και το βιβλίο θα τελειώσει τελικά με ένα αισιόδοξο μήνυμα:

"Είδα Τον Θεό να ανοίγει στοργικά τα ουράνια και να μας προστατεύει! Είδα την ανθρωπιά, την ταπεινότητα και την καλοσύνη! Είδα την αξιοπρέπεια, την τιμιότητα και την καταλλαγή! Είδα όλα τα παιδιά του κόσμου να χαμογελούν γαλήνια πλάι Του, στις κατάφωτες πύλες του Παραδείσου! Είδα την ηθική, την ανοδιοτέλεια και την Αγάπη! Είδα την Αγάπη!"

Κωστής Παπαγιώργης, Κατάλοιπα του'21, εκδ. Καστανιώτη, 2021, σελ.254

 


Τις απόψεις ενός ιστοριοδίφη λογοτέχνη για την Ελληνική Επανάσταση του 1821φιλοξενεί το παρόν πόνημα. Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι άλλος από τον σχετικά προσφάτως άνθρωπο των γραμμάτων και εκλιπόντα -το 2014- Κωστή Παπαγιώργη.

Το βιβλίο, με εισαγωγή και επιμέλεια του Δημήτρη Σωτηρόπουλου περιέχει ανολοκλήρωτα κείμενα του Κ.Π. για το 1821, άρθρα, κείμενα και βιβλιοκρισίες του για το ίδιο θέμα, καθώς και δύο συνεντεύξεις του. Εξ ού και ο ταιριαστός τίτλος Κατάλοιπα του '21.

Τι έχει, λοιπόν να μας πει, ένας ιστοριοδίφης για την Ελληνική Επανάσταση; Αυτό μας το εξηγεί εναργώς στην εισαγωγή του βιβλίου ο μελετητής και αναλυτής του έργου του Δημήτρης Σωτηρόπουλος, το γιατί, δηλαδή, αποφάσισε ένας λογοτέχνης να ασχοληθεί με την Ιστορία.

Μας μιλάει για τη διαπίστωση του Κ.Π. ότι η λαϊκή κουλτούρα των Ελλήνων βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τους δυτικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς, οι οποίοι επιβλήθηκαν στον ελληνικό λαό, κατ' αυτόν, πολύ νωρίς, πριν το έθνος μας ωριμάσει για κάτι τέτοιο. Επίσης μας μιλάει για την απέχθεια του συγγραφέα προς την εθνικιστική εκδοχή της Ιστορίας του ΄21, μία απέχθεια η οποία γίνεται ολοφάνερη κατά την ανάγνωση των άρθρων και των κειμένων για το 1821 του Παπαγιώργη. Όπως και η άποψή του ότι ο εκβιαστικός και πρόωρος εκδυτικισμός του κράτους μας δημιούργησε τα προβλήματα που μας ταλανίζουν ως κοινωνία μέχρι σήμερα.

"Η επανάσταση του 1821 ξεκίνησε από έξω, από τους Έλληνες του εξωτερικού, στις παραδουνάβιες περιοχές, και από έναν αξιωματικό του τσάρου, τον Υψηλάντη. Συνεχίστηκε από τους Έλληνες και τελείωσε από τους ξένους, δηλαδή ήταν μία επανάσταση που κανείς δεν κατάλαβε πώς έγινε (και πού πραγματικά στόχευε)."

Κατ' αρχήν, ο συγγραφέας ασχολείται με το ακανθώδες ζήτημα της Ύδρας, της καταγωγής, δηλαδή, των κατοίκων της, αλλά και με την ιστορία της και τον ρόλο που αυτό το νησί έπαιξε στην Ελληνική Επανάσταση. Εν συνεχεία, εξετάζει το γλωσσικό ζήτημα των ηρώων του 1821 και μας επισημαίνει την αντίθεση της γλώσσας την οποία μιλούσαν σε σχέση με τους "χαρτογιακάδες", τους μορφωμένους δηλαδή λογίους που διοικούσαν την Επανάσταση. Τα ονόματα του Μπάυρον και του Μαυροκορδάτου εμφανίζονται σε κάποια άρθρα, όπως και τα ζητήματα της στάσης που τήρησε η Εκκλησία στην Ελληνική Επανάσταση, αλλά και ο περίφημος μύθος του Κρυφού Σχολειού.

Ο Κ.Π. δεν χάνει ευκαιρία να αποκαθηλώσει το ωραιοποιημένο εθνικό μας αφήγημα, παραθέτοντας αποδεικτικά στοιχεία και να τονίσει πως πέρα από την ιστορική μας συνέχεια ως έθνος, υπήρξαν και στιγμές που συνέβησαν πολλές ρήξεις στην Ιστορία μας.

Άλλα ζητήματα με τα οποία ασχολείται ο συγγραφέας είναι εκείνο του Νικόλαου Γαλάτη, του "αιρετικού" εκείνου μέλους της Φιλικής Εταιρείας, η ίδρυση της πρώτης τράπεζας στη χώρα μας από τον Εϋνάρδο και τον Καποδίστρια, το ζήτημα των στρατευμάτων μας, αλλά και η σύναψη του πρώτου αγγλικού δανείου το 1824-25.

Πάνω απ' όλα, όμως,  ο Κ.Π. θέτει με το βιβλίο αυτό το θεμελιώδες ερώτημα: ποιοι είμαστε τελικά; Τι είναι η Ελλάδα;

"Είναι χώρα της Ανατολής; Χαμένο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας; Βαλκανικό κρατίδιο με όλα τα συμπαρομαρτούντα; Κληρονόμος του μεγαλύτερου πολιτισμού; Ιστορικό λάθος;"

Ή μήπως, εν τέλει, όλα αυτά μαζί; Ένα ιδιαίτερο βιβλίο για το 1821 το οποίο ξεφεύγει από τις πεπατημένες ατραπούς και δίνει άφθονη τροφή για σκέψη στον αναγνώστη.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Ισμήνη Ζαγοραίου, Μισοτιμής, διηγήματα, εκδ. Βακχικόν, 2021, σελ.90

 

https://ekdoseis.vakxikon.gr/shop/ekdoseis/vakxikon-peza/misotimhs/

 

 Δεκαπέντε διηγήματα βασισμένα σε μία πρωτότυπη ιδέα περιέχει το νέο βιβλίο της Ισμήνης Ζαγοραίου με τον τίτλο Μισοτιμής. Η λέξη αυτή περιέχεται εντέχνως μέσα σε κάθε διήγημα του βιβλίου, με το τελευταίο από αυτά μάλιστα να τιτλοφορείται επίσης με τη συγκεκριμένη λέξη.

Παλαιά αντικείμενα τα οποία πωλούνται μισοτιμής, άνθρωποι και συναισθήματα που πωλούνται και αγοράζονται επίσης μισοτιμής. Ακόμη και τα χρέη μπορούν να εξοφληθούν μισοτιμής. Το αντίτιμο της εμπορικής αξίας, η ηθική και τα αισθήματα, όλα αυτά ζυγίζονται στα παλαιοπωλεία των διηγημάτων της Ζαγοραίου με την κυριολεκτική, αλλά και την αλληγορική σημασία.

Στα διηγήματα της συλλογής Μισοτιμής το βάρος δεν πέφτει στην αφήγηση μίας συγκλονιστικής υπόθεσης, αλλά στην εναργή αποτύπωση των εντυπώσεων, των συναισθημάτων και των σκέψεων των ηρώων. Ο χρόνος και ο τόπος είναι συνήθως απόντες, ενώ συχνά μαζί με τους ανθρώπους πρωταγωνιστούν και τα παλιά αντικείμενα. Τα θέματα είναι διάφορα και ποικίλα. Σε ορισμένα περιγράφεται διεξοδικά η ζωή μιας γυναίκας, γύρω από τη ζωή της  οποίας στρέφονται τα γεγονότα του διηγήματος. Τέτοια είναι Το ποδόμακτρο, Η κουρέλα και Το κυπαρισσί μαντό της κυρίας Πομπαντούρ. Τα ρούχα της παράξενης κυρίας Πομπαντούρ ήταν κι αυτά αγορασμένα μισοτιμής. Η ίδια, όμως, ήταν θεότρελη:

"Δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ για την ηλικία, το επάγγελμα, την  οικογενειακή της κατάσταση. Ήταν τόσο μουρλή, που με συνοπτικές διαδικασίες και τυπική ευγένεια ανεχόμασταν τις ατέλειωτες πρόβες στα ρούχα και τις σχεδόν εβδομαδιαίες επισκέψεις στο μαγαζί, που κάποιες φορές γίνονταν απλά για να βρει ώτα ευήκοα".

Άλλα διηγήματα δομούνται καθαρά πάνω στη θεματική των αναμνήσεων, των παιδικών χρόνων και της νοσταλγίας, όπως Η φοντανιέρα, Το βινύλιο και Το μπαούλο:

"Είχα μια όμορφη μαμά, ξανθιά, όπως  και γω. Τον πατέρα μου δεν μπορώ να τον περιγράψω, γιατί δεν τολμούσα να τον κοιτώ στο πρόσωπο. Θυμάμαι μόνο ότι ήταν ένας δυνατός άντρας, με βροντερή φωνή και χέρια γεμάτα φλέβες".

"Η φοντανιέρα ήταν κρύσταλλο λευκό, στρογγυλή και πολύ όμορφη, με μπαλαρίνες ζωγραφισμένες στο χέρι γύρω γύρω. Αρκετά βαθιά, την είχαμε μόνο για ειδικές περιστάσεις και μόνο για κέρασμα ή για αγιασμό, όταν ερχόταν ο παπάς. Είχε χεράκια περίτεχνα και στον πάτο είχε πάλι μια μπαλαρίνα στις μύτες των ποδιών, με τα χέρια όρθια και το κεφάλι ψηλά. Κόκκινα και πράσινα και μπλε τα σοκολατάκια, πολυτελείας. Πάντα έμεναν τα μπλε, γιατί ήταν πικρά".

Αυτή η νοσταλγία για κάθε τι παλιό και ο πόνος που δημιουργούν, πολλές φορές, οι παιδικές αναμνήσεις, είναι διάχυτα σε κάποια από τα κείμενα. Το ρολόι που άνοιγε πόρτες μας αφηγείται την ιστορία του κυρίου Αποστόλη, ενώ οι ναζί και οι Εβραίοι δίνουν το παρόν στο διήγημα  TO CAMEO αφήνονταν μία μικρή επίγευση του Ολοκαυτώματος στο βιβλίο:

"Η Ραχήλ ερχόταν στα όνειρά μου. Δεν πέρασε ποτέ μπροστά απ' τα  αντικείμενα που έρχονταν στα χέρια μου, σε κείνα που πουλούσα χωρίς να ξέρω από πού ξεκίνησαν και πού θα καταλήξουν. Δεν πέρασε ποτέ απ' τις συναγωγές, όπου προσευχόμουν, πιστεύοντας ότι η αμαρτία μου ήταν πως κι εγώ ίσως εμπορευόμουν άθελά μου τον πόνο. Μα όχι, είμαι πολύ γέρος πια και λέω ανοησίες".

Το διήγημα HO HO HO ξεχωρίζει αφού τοποθετείται στην περίοδο των Χριστουγέννων και αντικείμενό του δεν είναι άλλο από έναν Άη Βασίλη που γελάει με το χαρακτηριστικό γέλιο που όλοι μας έχουμε ακούσει:

"Τράβηξα την κίτρινη κατσαρή κορδέλα και το χαρτί άνοιξε σχεδόν μόνο του για να αποκαλύψει ένα κουτί, όπου μέσα του ήταν ένας Άγιος Βασίλης. Άκαμπτος, κοκάλινος κι ακίνητος με το ένα χέρι να κρατάει ένα μεγάλο σακί με κουτιά, τάχα δώρα και το άλλο μια κουδούνα. Τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα και τα χείλη του γελαστά, το ίδιο και τα μάτια του. Στη βάση του είχε καλώδιο για να το βάζεις στην πρίζα".

Στο τελευταίο διήγημα Μισοτιμής, που είναι αφιερωμένο στους ανθρώπους των φαναριών με μία μόνο φράση  η Ισμήνη Ζαγοραίου μας βάζει στο νόημα και την ουσία ολόκληρου του βιβλίου:

"Πουλήθηκα μισοτιμής για το αύριο, το σφραγισμένο με συρματόπλεγμα".

Λήθη και αναμνήσεις, λοιπόν, θάνατος και ζωή, παιδικά χρόνια και ενηλικίωση, όλα αυτά τα αντιθετικά ζεύγη έχουν τη θέση της στο Μισοτιμής της Ισμήνης Ζαγοραίου.

Πέλα Σουλτάτου, Η θάλασσα δεν είναι μπλε, εκδ. Καστανιώτη, 2021

 

https://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-6871-0


Τριάντα δύο διηγήματα με άρωμα καλοκαιριού και κρητικής υπαίθρου περιέχει το νέο βιβλίο της Πέλας Σουλτάτου Η θάλασσα δεν είναι μπλε. Άλλα μικρότερα κι άλλα μεγαλύτερα, μα όλα ολόδροσα, με προσεγμένο λόγο και αφηγηματική και θεματική ποικιλία, συντελούν "μία φαντασμαγορία μύθων, τεράτων και αποκαλύψεων", όπως περιγράφεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Κάποια από αυτά είναι αινιγματικά και αμφίσημα, άλλα πιο συγκεκριμένα. Άλλα διαδραματίζονται στο παρελθόν και άλλα στο παρόν. Το βάρος πάντως, δίνεται εμφανώς στα διηγήματα τα οποία αφορούν τα ήθη και τα έθιμα, αλλά και τη ζωή της κρητικής υπαίθρου, όπως στην Ονειροδίνη. Εδώ η αθάνατη ελληνική πραγματικότητα και οι Ελληνάρες παρουσιάζονται σε όλο τους το μεγαλείο. Η πατριαρχία, η καταπίεση των γυναικών, ο μικροαστισμός της επαρχίας και η αμφισβήτηση της πίστης στον Θεό φαίνεται ότι είναι θέματα που απασχολούν τη συγγραφέα:

"...η επαφή μου με τα χωριά της ορεινής Κρήτης μού προκάλεσε αποστροφή προς τη μητρότητα. Κι αυτό γιατί έβλεπα νέες γυναίκες, ακόμα και ανήλικες, δεκαέξι, δεκαεπτά χρονών, να έχουν αποκτήσει παιδιά, να έχουν εγκλωβιστεί πρώιμα σε έναν ρόλο ο οποίος θα τις απέκοπτε από οποιαδήποτε άλλη προοπτική, όπως σπουδές, ταξίδια, εμπειρίες, έρωτες, τρέλες, ανεμελιά κ.α. Κι η Εκκλησία βάζει το χεράκι της στην καταπίεση της γυναίκας..."

Οι περιγραφές είναι ιδιαίτερα καλοδουλεμένες και γενικότερα ο λόγος της συγγραφέως έχει αναπτυγμένη περιγραφική και αναλυτική διάθεση. Συχνά υποδηλώνονται παραδοξότητες μέσα από τις περιγραφές, όπως στο παρακάτω απόσπασμα:

"Στη διαδρομή ανάμεσα στα δέντρα, ο ήλιος έλαμπε αλλιώς πέφτοντας στα πυκνά μαύρα μαλλιά του, στις βλεφαρίδες των αδιανόητα όμορφων ματιών του. Η φύση ευώδιαζε με όλη της τη δύναμη, ώστε ακόμα και τα σκυλοκούραδα ανέδιδαν κάποια παραδείσια μυρωδιά".

Έπειτα, ο υπερρεαλισμός και το υπερφυσικό είναι ένα στοιχείο το οποίο συναντάται σε πολλά από τα διηγήματα:

"Το τρελό από ίμερο ζευγάρι πήδηξε μέχρι το ταβάνι από τη χαρά του. Έπειτα προσπάθησαν να προσγειωθούν στην τραπεζαρία αλλά ήταν πια αδύνατο. Όπως δύο ιπτάμενες φιγούρες του Σαγκάλ, γλίστρησαν έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο, πέταξαν ίσαμε μια εκκλησία, παντρεύτηκαν χορεύοντας τον Ησαΐα γύρω από τον πολυέλαιο του ναού κι έπειτα, με τα στέφανα πάνω στο κεφάλι, κατευθύνθηκαν προς το σπιτικό τους".

Η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός δεν λείπουν επίσης από το σκηνικό κάποιων διηγημάτων:

"Θαρρώ χαίρεσαι όταν με αποκαλούν "συγγραφέα". Αλλά δεν είμαι. Πολύ περισσότερο δε νιώθω λογοτέχνιδα. Είναι βαρύγδουποι τίτλοι, ειδικά για ανθρώπους ταπεινής καταγωγής όπως εγώ. Εξάλλου, δε γνωρίζω αν έχω κλίση στο γράψιμο. Μα είχα κλίση. Αυτό το ξέρω".

Τα "τέρατα" συνυπάρχουν, ακόμα, αρμονικά με τους ανθρώπους:

"Η Φωτιά θέλησε να τον ακολουθήσει. Πυρκαγιά, το σπίτι τους στάχτη. Αυτή δεν υπάρχει πια, αλλά αυτός ακόμα τρέχει να γλιτώσει".

Αναμνήσεις, είτε αυτοβιογραφικές της συγγραφέως, είτε αυτοδημιούργητες των ηρώων δίνουν τον πιο ανθρώπινο τόνο στα διηγήματα και τονίζουν το ρεαλιστικό στοιχείο, το  οποίο συνυπάρχει με το υπερρεαλιστικό.

"Έτσι έχανα το ένα μετά το άλλο τα επεισόδια της αμερικανικής σειράς, αλλά μάθαινα να φτιάχνω χειροτεχνίες, να τραγουδώ πιο σωστά, δηλαδή από το στομάχι και όχι από το λαρύγγι, και στράφηκα από την ποπ στιχουργία σε ποιήματα χωρίς ομοιοκαταληξία και χωρίς κανένα νόημα".

Αποκαλύψεις, διαπιστώσεις και εκ βαθέων εξομολογήσεις που ξαφνιάζουν δεν αποφεύγονται επίσης:

"Έριξα μια δαγκωνιά στην τροφαντή γάμπα του μωρού. Κάποιος έπρεπε να την πληρώσει. Παιδί ήμουν, δεν ήμουν κι ο Χριστός, όλους να τους συγχωράω".

Τέλος, ο έρωτας, ο οποίος σπάνια λείπει από οποιοδήποτε ανθρώπινο συγγραφικό πόνημα και κινεί μονίμως τα νήματα:

"Ο έρωτας είχε πια φανερωθεί στο χάραμα της μέρας. Η Κωστούλα τον είχε επίσης ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή, όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους καθώς εκείνη κουτσοκόρφιζε στο διπλανό αμπέλι κι εκείνος παρίστανε τον επιστάτη. Και τον ερωτεύτηκε όχι γιατί ήταν το αφεντικό, μα γιατί έτσι απλά ταίριαζαν, όπως φάνηκε στα εβδομήντα δύο χρόνια που έζησαν ως ζευγάρι".

Το Η θάλασσα δεν είναι μπλε λοιπόν, με το καλοκαιρινό εξώφυλλο και τον φαινομενικά παράδοξο τίτλο που φανερώνει μια κρυμμένη αλήθεια- ότι η θάλασσα πράγματι δεν είναι μπλε, αλλά διάφανη-δεν είναι παρά μία ανάλαφρη και ευκολοδιάβαστη μεν, αλλά συνάμα και προσεγμένη αναγνωστική πρόταση εν όψει του θέρους που καραδοκεί.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Νίκος Κατσαλίδας,Το ξύπνημα των κοιμώμενων οφθαλμών, εκδ. Νίκας, 2021, σελ.125


  

Στίχους λεπτοδουλεμένους με τα υλικά της πλούσιας ελληνικής γλώσσας, αλλά και της ίδιας της Μητέρας Φύσης  περιέχει Το ξύπνημα των κοιμωμένων οφθαλμών, η νέα ποιητική συλλογή του καταξιωμένου ποιητή, αλλά και δοκιμιογράφου, μεταφραστή και πεζογράφου, Νίκου Κατσαλίδα.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη και οι κύριες θεματικές που ταλανίζουν τον νου και την πένα του ποιητή είναι η Φύση, η Πατρίδα και η αίσθηση του νόστου και της απώλειας.

Η φύση της Βορείου Ηπείρου, της ιδιαίτερης πατρίδας του ποιητή,  και ιδίως η μαγεία που αυτή προξενεί σε όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις- αφή, ακοή, όραση, όσφρηση, αλλά και γεύση, αποτυπώνεται στη συντριπτική, σχεδόν, πλειοψηφία των ποιημάτων. Το ομότιτλο με τον τίτλο της συλλογής ποίημα, αναφέρεται στο ξύπνημα των κοιμωμένων οφθαλμών στα κλαδιά των δέντρων στα πρώτα ανοιξιάτικα σκιρτήματα και, κατά αλληγορική επέκταση, και στην αφύπνιση των δικών μας οφθαλμών μετά από μία παρατεταμένη βαρυχειμωνιά.

Τα αειθαλή καραδοκούν,

τα φυλλοβόλα αγρυπνούν.

 

Τσιμπολογούνε το χιονιά, 

βγάζουν τη βαρυχειμωνιά.

 

Οι φουσκωμένες την αυγή,

οι ρώγες, γαλουχούν τη γη.

Οι στίχοι του εραστή της φύσης Νίκου Κατσαλίδα, καθώς και οι κάπως πιο λόγιες λέξεις της ελληνικής γλώσσας τις οποίες συχνά επιλέγει, δύσκολα δεν θα μας φέρουν στον νου τους στίχους του έτερου μεγάλου φυσιολάτρη ποιητή, του Διονύσιου Σολωμού και, πιο συγκεκριμένα, το σχεδίασμα Β από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Παρομοίως, λοιπόν, κυλά και το Σχεδίασμα της Νύχτας του Κατσαλίδα:

Και όλα μου τα δώρισες δίχως καθυστερήσεις.

Η χλοϊσμένη λαγκαδιά ξεχείλισμα της βρύσης.


Κελάρυζε η γλώσσα σου στα δροσισμένα χείλη.

Την αγουρίδα ρώγα σου την μέστωσα σταφύλι.

Ο ερωτισμός φυσικά είναι διάχυτος σε πολλά από τα ποιήματα που σχετίζονται με τη φύση. Όσον αφορά τις εικόνες από αυτήν, πρωταρχική θέση έχουν εδώ τα λαγκάδια, τα όρη, τα ρυάκια και τα πουλιά, όλα ευρισκόμενα σε αφθονία στη Βόρεια Ήπειρο. Το φεγγάρι και ο άνεμος παίζουν, επίσης, τον δικό τους ρόλο αφύπνισης στο ξύπνημα των κοιμωμένων οφθαλμών.

Η θάλασσα, όπως είναι λογικό, απουσιάζει, όχι όμως και τα ποτάμια και τα κάθε λογής ρυάκια που κυλούν αενάως, φέρνοντας στο μυαλό μας τη ρήση του Ηράκλειτου "Τα πάντα ρει". Όπως κυλάει και κάνει κύκλους το νερό των ποταμών, έτσι και τα πάντα στη ζωή ανακυκλώνονται σε κυκλική τροχιά:

Κύκλοι ομόγλωσσοι των βορεινών υδάτων. 

Κύκλοι ομότροποι προφητικών αοιδών μας.

Ομόαιμοι κύκλοι μετεμψυχωμένων δέντρων.

Κύκλοι ιερών ναών, εσπερινών και όρθρων.

Οι παρηχήσεις είναι ένα φαινόμενο στο οποίο καταφεύγει συχνά ο Κατσαλίδας, όπως και οι επαναλήψεις και η ομοιοκαταληξία. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου ονομάζεται "Σερτός", δηλαδή πηγάδι και περιλαμβάνει ουσιαστικά ένα μεγάλο πεζόμορφο ποίημα χωρισμένο σε δεκατέσσερις υποενότητες  με πλεχτή ομοιοκαταληξία και ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Εδώ η λαϊκή παράδοση έχει την τιμητική της και η γλώσσα μεταλλάσσεται σε πιο παραδοσιακή με περισσότερες δημώδεις παρά λόγιες λέξεις. Η αίσθηση της απώλειας και της έλλειψης υπό μορφή απουσίας, δίνει εδώ, σιγά σιγά, τη θέση της στο μοτίβο του θανάτου με τον οποίο κλείνει, εν τέλει, το βιβλίο:

Πέφτει αντάρα στα βουνά και σέρνεται νεφέλη.

Και ο σερτός μελάνιασε, κοκάλιασε η κοιλάδα.

Κι ούτε μελίσσι για νερό κι ούτε ανθός για μέλι.

Μαύρο μνημούρι ανοιχτό και αμυδρή λαμπάδα.

Από τις εικόνες της Ιστορίας, υπερτερούν εκείνες της κλασικής αρχαιότητας, πάντα σε σύζευξη με την φύση και, ιδίως, οι θεοί που σχετίζονται με την ύπαιθρο, το φως και τη φύση, δηλαδή ο Βάκχος, ο Διόνυσος και ο Απόλλωνας. Η Ορθοδοξία ως θεματική είναι λιγότερο παρούσα, ενώ η ρομαντικού τύπου εξιδανίκευση της πατρίδας περισσότερο. Το ίδιο και η άφθονη λυρική διάθεση και ο εσωτερισμός.

Οι Άγιοι Σαράντα δίνουν το παρόν, ίσως όχι τυχαία, στο ποίημα Πεντάγραμμο με την καλυμμένη αναφορά στον αριθμό σαράντα "Ο ποταμός πεντάγραμμο με τις σαράντα νότες..." και στο ποίημα Με κατανόηση, πατρίδα, στο οποίο ο ποιητής απερίφραστα δηλώνει πως διαθέτει, πλέον, δύο πατρίδες:

Ελλάδα, άγιος ουρανός κι ομηρική πατρίδα,

αλλού υιοθετήθηκα και στα σαράντα σ' είδα.


Άσε πια τις πασίγνωστες, είπε τις καταλήξεις.

Είδα, πατρίδα και λοιπά, εκεί θα καταλήξεις;


Πλάι σου πέντε βήματα, αλλού υιοθετημένος.

Σε δυο ληξιαρχεία πια, είμαι εγγεγραμμένος.

Χάρη στον μουσικό ρυθμό που διατηρεί η γλώσσα του Κατσαλίδα και στην προσεκτική επιλογή των λέξεων, το πόνημά του Το ξύπνημα των κοιμωμένων οφθαλμών είναι, πάνω απ' όλα μία ποιητική συλλογή της οποίας την ανάγνωση απολαμβάνει τα μάλα ο αναγνώστης. Και αυτό είναι, τελικά, το πιο σπουδαίο πράγμα απ' όλα.

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...