Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Κate Quinn, Το δίκτυο Alice, εκδ. Κλειδάριθμος, 2020, σελ.631


http://www.klidarithmos.gr/to-diktyo-alice 

"Το δίκτυο Alice" το περιγράφουν συνήθως ως κατασκοπευτικό μυθιστόρημα, ή απλά ως μυθιστόρημα. Εγώ θα έλεγα ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Για την ακρίβεια, μπορώ να πω με σιγουριά ότι πρόκειται για ένα από τα καλύτερα βιβλία που εκδόθηκαν τη χρονιά τα οποία  μας πέρασε, τόσο από άποψη λογοτεχνική όσο και ιστορική. "Το δίκτυο Alice" είναι κατά κύριο λόγο ένα αριστοτεχνικά δομημένο ιστορικό και κατασκοπευτικό μυθιστόρημα το οποίο εστιάζει στις Μνήμες και των Δύο Παγκοσμίων Πολέμων.

Κατ' αρχάς, η Kate Quinn θίγει στο παρόν πόνημα με άρτιο λογοτεχνικά τρόπο, ένα θέμα για το οποίο οι περισσότεροι από εμάς έχουμε πλήρη άγνοια: το θέμα των γυναικών κατασκόπων στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και αυτό επειδή οι περισσότερες κατασκοπευτικές ιστορίες που έχουν εκδοθεί αφορούν τη δράση ανδρών, κυρίως, κατασκόπων, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μέσα, λοιπόν, από την ιστορία της πρωταγωνίστριας Ιβ Γκάρντινερ, ενός προσώπου το οποίο αποτελεί προϊόν της φαντασίας της συγγραφέως, παρακολουθούμε τη ζωή και τη δράση της "βασίλισσας των κατασκόπων", της Λουίζ ντε Μπεττινί, αρχηγό του δικτύου Alice, του μεγαλύτερου κατασκοπευτικού δικτύου κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με έδρα τη γαλλική πόλη της Λιλ.

 Η Λουίζ, με το κωδικό όνομα Αλίς Ντιμπουά, αποτέλεσε φαινόμενο στην ιστορία των κατασκόπων. Περνούσε  με απίστευτη ευκολία, αλλάζοντας διαρκώς ταυτότητες και χωρίς να φοβάται, από τις γερμανοκρατούμενες περιοχές της Γαλλίας, στην ελεύθερη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Βρετανία και την Ολλανδία μεταφέροντας πολύτιμες πληροφορίες. Η πρωταγωνίστρια Ιβ φιλοδοξεί να την ξεπεράσει σε επιδόσεις, παρότι έχει το ελάττωμα του τραυλισμού, αλλά όταν τη γνωρίζει καταλαβαίνει ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Δεν θέλω να πω περισσότερα για τη δράση της, προκειμένου να αφήσω τον αναγνώστη να απολαύσει την ιστορία της, εκείνης και της αληθινής Βιολέτ, άλλης κατασκόπου, και της φανταστικής Ιβ, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της Κ.Q. 

Έχουμε, επομένως, δύο παράλληλες αφηγήσεις στο βιβλίο, η μία το 1915, μεσούντος του  Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία είναι και η αμιγώς κατασκοπευτική ιστορία, και η άλλη, η οποία έχει διάσταση περισσότερο ιστορική, κοινωνική και ψυχολογική και διαδραματίζεται μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1947.

Στη δεύτερη αυτή αφήγηση, πρωταγωνίστρια είναι η Τσάρλι, μία Αμερικανίδα έγκυος φοιτήτρια,η οποία  ψάχνει απεγνωσμένα την εξαφανισμένη αγαπημένη ξαδέλφη της, τη  Ροζ. Τα βήματα γα την αναζήτησή της την οδηγούν στην παλαίμαχο κατάσκοπο την Ιβ, η οποία ζει πλέον παρέα με τις επώδυνες μνήμες από τη δράση της και τις τύψεις που την κατατρώγουν, με μόνη συντροφιά στη ζωή της το ουίσκι. Οι δύο γυναίκες θα επιδοθούν μαζί με τον σοφέρ της Ιβ, τον μυστηριώδη Σκοτσέζο Φιν σε μία αποστολή αναζήτησης της αλήθειας, αλήθεια η οποία συνδέεται με το παρελθόν. Ο καθένας από τους τρεις τους κουβαλάει και τα δικά του τραύματα και μέσα από αυτή την αναζήτηση, θα οδηγηθούν τελικά όλοι στη λύτρωση.

Είναι, επίσης, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η σχέση μεταξύ των δύο γυναικών και τα στάδια που αυτή περνά καθώς εξελίσσεται, έτσι όπως μας την περιγράφει η K.Q. Eπιπλέον, αξίζει κανείς να σταθεί στην προσπάθεια που κάνει η συγγραφέας να διεισδύσει στην ψυχολογία τόσο των κατασκόπων εν δράση και των "κακών" δωσιλόγων  της ιστορίας, όσο και στα συναισθήματα μιας παλαίμαχου κατασκόπου, ενός πρώην κατάδικου και μίας ανύπαντρης εγκύου και στο πως τους επηρέασε όλους αυτούς ο πόλεμος.

Κοντά σε όλα αυτά, σε δύο ιστορίες που εξελίσσονται τόσο καταιγιστικά και μας καθηλώνουν, μαθαίνουμε πολλά για την εκπαίδευση, αλλά και τη δύσκολη και ριψοκίνδυνη ζωή των κατασκόπων, τις δυσκολίες των Συμμάχων στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη διαμόρφωση της κοινωνίας και των στερεοτύπων της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και της ρημαγμένης Ευρώπης των ερειπίων και των στοιχειωμένων μνημών την ίδια περίοδο.

Στο τέλος, η ίδια η συγγραφέας, ορθά πράττοντας, διαχωρίζει τον μύθο από την ιστορική αλήθεια. Ακολουθεί, όμως, τον βασικό κανόνα του ιστορικού μυθιστορήματος, ο οποίος και αποτελεί τη συνταγή της επιτυχίας: οι βασικοί χαρακτήρες του βιβλίο αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας, πλαισιώνονται, όμως, από αληθινούς. Τα μυθοπλαστικά γεγονότα μπλέκονται με εκείνα της Ιστορίας, δοσμένα με μία γλώσσα έντονα περιγραφική και κινηματογραφική. Στο τέλος οι δύο ιστορίες θα συναντηθούν σε ένα καταιγιστικό, όσο και απρόσμενο φινάλε. Αναμφίβολα, η συνταγή της επιτυχίας για το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος και για ένα βιβλίο που δεν θα αφήσει κανέναν ασυγκίνητο.

Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Nial Ferguson, Η πλατεία και ο πύργος, Δίκτυα, ιεραρχίες και η πάλη για παγκόσμια ισχύ, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2020, σελ.577


 https://alexandria-publ.gr/shop/i-platia-ke-o-pirgos/

"Δίκτυα, δίκτυα παντού..."

Έτσι τιτλοφορείται το τρίτο κεφάλαιο στο βιβλίο του διάσημου ιστορικού Nial Ferguson προκειμένου να αποδειχθεί η σημασία την οποία είχαν, -έχουν και συνεχίζουν να έχουν- τα δίκτυα καθ' όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ανθρώπινης ιστορίας. Είμαστε, επομένως, γελασμένοι, αν νομίζουμε ότι το φαινόμενο με τα τόσο εκτεταμένα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία γνωρίζουν τη μέγιστη ακμή τους στις μέρες μας μέσω του facebook και των άλλων ηλεκτρονικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αποτελεί γνώρισμα του σύγχρονου μονάχα κόσμου.

Διότι, στην πραγματικότητα, τα δίκτυα-οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά- υπήρχαν πάντοτε στον κόσμο με την πρώτη επισήμως δικτυωμένη εποχή να ανήκει στον δέκατο τέταρτο αιώνα και την αναγεννησιακή Ιταλία των Μεδίκων, των Σφόρτσα και των άλλων παντοδύναμων οικονομικά οικογενειών της ιταλικής χερσονήσου. Μέχρι τον 14ο αιώνα ο συγγραφέας δηλώνει ότι αντί για τα δίκτυα κυριαρχούσαν οι ιεραρχίες ανά τον κόσμο. Γιατί άραγε; 

Στην αρχαιότητα και στην εποχή των μεγάλων αυτοκρατοριών οι ιεραρχίες ήταν εκείνες οι οποίες έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις κι αυτό διότι μέσω της απολυταρχίας εξασφαλιζόταν η τάξη και η πειθαρχία. Έτσι αποφεύγονταν, επίσης, οι εμφύλιοι πόλεμοι και εξασφαλιζόταν η κοινωνική συνοχή.

Βέβαια, πάντοτε οι ιεραρχίες συνυπήρχαν με τα δίκτυα. Αυτό θέλει να τονίσει, εξάλλου, και το εξώφυλλο, αλλά και ο τίτλος του βιβλίου: Η πλατεία και ο πύργος. Ο πύργος, ο οποίος συμβολίζει την ιεραρχία, την απολυταρχία και το ατομικό, δεσπόζει εν τω μέσω της πλατείας, η οποία εκπροσωπεί τα δίκτυα, τη δημοκρατία και το συλλογικό. Αυτό δείχνει την παράλληλη συνύπαρξη και συμπόρευσή τους ανά τους αιώνες. Και οι ιεραρχίες αποτελούν δίκτυα κατά μία έννοια, με τις επιμέρους πλευρικές συνδέσεις τους, όμως, να καταλήγουν σε μία συγκεκριμένη κορυφή.

Το απόγειο των ιεραρχιών τοποθετείται στον 20ο αιώνα με την απολυταρχία του Στάλιν, του Χίτλερ, του Φράνκο, του Μάο τσε Τουνγκ και των άλλων ολοκληρωτικών καθεστώτων. 

Τα δίκτυα συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν με τις ιεραρχίες από την αυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Για την ακρίβεια βρίσκονται σε μία αέναη πάλη μεταξύ τους. Τα δίκτυα είναι πιο δημιουργικά από τις ιεραρχίες, αλλά τα άτομα μέσα σε αυτά δεν κατευθύνονται προς έναν κοινό σκοπό τόσο εύκολα όσο μέσα στις ιεραρχίες.

Για πολλά χρόνια πάντως, όπως μας λέει ο Ν.F. οι ιστορικοί επέμεναν να αγνοούν τα ανθρώπινα δίκτυα ή να μην αποτιμούν σωστά τη σημασία τους στην ανθρώπινη ιστορία. Το δίκτυο του Χένρι Κίσινγκερ, του περίφημα "δικτυωμένου" Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, υπήρξε η αφορμή για να ασχοληθεί και ο συγγραφέας του παρόντος πονήματος με τα δίκτυα.

Το βιβλίο "Η πλατεία και ο πύργος" αποτελεί μία πρωτότυπη και ξεχωριστή περιήγηση στις μυστηριώδεις ατραπούς της Ιστορίας έτσι όπως δεν την έχουμε ξαναζήσει. Πιάνει το νήμα της Ιστορίας από την Ιταλία του 14ου αιώνα και μελετά τα κάθε λογής δίκτυα που υπήρξαν από τότε ανά την υφήλιο. Δίκτυα εμπόρων, εξερευνητών, κατασκόπων, επιδημιών, τηλεφώνου, ραδιοφώνου, υπολογιστών, λογοτεχνικές λέσχες, δίκτυα της μαφίας, όλα έχουν τη θέση τους σε αυτό το βιβλίο. Και αυτό ακριβώς είναι και το γοητευτικό.

Η περιήγηση περιλαμβάνει μέρη όπως την Κίνα των Ταϊπίνγκ, μέχρι και την ΕΣΣΔ, τους Illuminati, τους Ελευθεροτέκτονες, την ομάδα Μπλούσμπερι, μέχρι την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Facebook  και σύγχρονα ηλεκτρονικά, οικονομικά και εμπορικά δίκτυα. Ούτε η τρομοκρατία του ISIS δεν παραλείπεται. Ο κόσμος εξαρτάται από τα δίκτυα πολύ περισσότερο απ' όσο φανταζόμαστε.

Πρόκειται, εν κατακλείδι, για ένα έργο του οποίου η ομορφιά, το ενδιαφέρον και η μοναδικότητα έγκειται στη μεγάλη ποικιλομορφία του μέσα από την πένα ενός έγκριτου ιστορικού. Συνοψίζοντας, εν ολίγοις, το νόημα του βιβλίου σε μια φράση του N.F.:

"Οι τεχνολογίες έρχονται και παρέρχονται. Ο κόσμος παραμένει ένας κόσμος πλατειών και πύργων".

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

Γιώργης Ξηρογιάννης, Το κισσόσπιτο, εκδ. Βακχικόν, 2021, σελ. 207


 https://ekdoseis.vakxikon.gr/shop/ekdoseis/vakxikon-peza/to-kissospito/

Ένα βιβλίο ιδιαίτερο και αινιγματικό, το οποίο κινείται στον χώρο του μαγικού ρεαλισμού και του συμβολισμού. Αυτό είναι, με δυο λόγια, "Το  Κισσόσπιτο", το νέο πόνημα του Γιώργη Ξηρογιάννη που φέρει έναν τίτλο ο οποίος μας προσιδιάζει περισσότερο σε παραμύθι.

"Το κισσόσπιτο" στη μυστηριακή και ακριτική Μάνη, είναι ένας πύργος από χρόνια ακατοίκητος, τυλιγμένος με κισσούς, τον οποίο αγοράζει ένα αλλόκοτο ζευγάρι που αποφασίζει να κατοικήσει εκεί. Η εικόνα του μυστηριακού αυτού σπιτιού, χωμένου μέσα στα πυκνά κλαδιά του κισσού, είναι ίσως η ομορφότερη του βιβλίου.

 Όπως αποδεικνύεται, όμως,  πύργος δεν είναι τελικά και τόσο ακατοίκητος, αφού ο πρώτην ιδιοκτήτης του, ένας ηλικιωμένος χωροφύλακας, κατοικεί ακόμη εκεί. Πρόκειται για τον Ζουμπουλάκο, μία εμβληματική μορφή η οποία πρωταγωνίστησε σε μία σύλληψη που άφησε εποχή εν έτει 1952, τη σύλληψη ενός κομμουνιστή επαναστάτη, του Π.Ν. Το γεγονός αυτό, καθώς και η γνωριμία του Ζουμπουλάκου με τον συλληφθέντα επαναστάτη , στάθηκε σημαδιακή για τη ζωή του πρώτου. Τη συγκλονιστική αυτή ιστορία θα διηγηθεί ο ηλικιωμένος χωροφύλακας στο ζευγάρι,  τον Μανώλη και τη Μυρσίνη.

Αυτός είναι και ο βασικός σκελετός του βιβλίου, γύρω από τον οποίο χτίζει τη μυθιστορία του ο συγγραφέας με γραφή άλλοτε ωμά ρεαλιστική και άλλοτε άκρως μεταφορική. Η όχι και τόσο γραμμική αφήγησή του κινείται επιδέξια ανάμεσα στο τρίτο και το πρώτο ενικό πρόσωπο, με το πρώτο να μεταφέρει αυτοπροσώπως στον αναγνώστη τις πιο μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα του ίδιου του Ζουμπουλάκου. Αξιοπρόσεκτες είναι και οι πρωτότυπες μικρές ποιητικές παρενθέσεις που παρεμβάλλει ενίοτε ο συγγραφέας ανάμεσα στα κεφάλαια και οι οποίες αφορούν κυρίως τον ίδιο τον άνθρωπο, το σεξ, τον έρωτα και τις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων.

Η υπόθεση ξεδιπλώνεται σταδιακά, εν μέσω παρενθέσεων στην πλοκή και σκέψεων για τον άνθρωπο, τα βιβλία, τους συγγραφείς, τις σχέσεις, τη φιλοσοφία, την επανάσταση, αλλά και τη μουσική. ΟΙ σκέψεις αυτές δείχνουν ολοκάθαρα το υπόβαθρο και τις γνώσεις του συγγραφέα.

Η απολογία του Π.Ν. μετά τη σύλληψή του συγκλονίζει με το πάθος, τη δύναμη και την πρωτοτυπία της και αποτελεί το δυνατότερο σημείο του βιβλίου, αφού περικλείει μέσα σε λίγες σελίδες και όλο του το νόημα. Εξίσου αποκαλυπτικά είναι και τα χειρόγραφα που αφήνει στον γιο του ο συλληφθέντας επαναστάτης, τα οποία τα διασώζει ο χωροφύλακας.

Τα κτίρια και οι άνθρωποι, λοιπόν, κουβαλούν αναμνήσεις. Και ο σφιχτοδεμένος κισσός που τυλίγεται γύρω τους έχει, φυσικά, συμβολική σημασία. Θα καταφέρει ο πύργος- και ο άνθρωπος- να απαλλαγεί από αυτόν και να βρει την ελευθερία του από τις αναμνήσεις; Για να γίνει αυτό χρειάζεται μία επανάσταση...

Η ίδια η επανάσταση ως ιδέα σχετίζεται με τον έρωτα και συνδιαλέγεται μαζί του... Το τέλος του βιβλίου αναπάντεχο και αινιγματικό. Εν τέλει όλα καταρρέουν ή όλα αναδημιουργούνται; Ερωτήματα που αναζητούν απάντηση, ο υπαρξισμός και ο ιδεαλισμός, το πραγματικό και το φανταστικό, όλα αυτά συνυπάρχουν και συνθέτουν το πρωτότυπο αυτό μυθιστόρημα σκέψεων και ιδεών του Γιώργη Ξηρογιάννη.

 

Κυριάκος Στ. Χατζηκυριακίδης, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Η καπετάνισσα της Ελληνικής Επανάστασης, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 250


 https://www.metaixmio.gr/el/products/%CE%BB%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%B1-%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B9%CE%BD%CE%B1

Πόσα ξέρουμε στην πραγματικότητα για τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, αυτή τη μεγάλη καπετάνισσα και μία από τις μεγαλύτερες γυναικείες μορφές του ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας;

Για τους περισσότερους από εμάς η θρυλική καπετάνισσα από τις Σπέτσες συνδέεται αποκλειστικά με τον Αγώνα στη θάλασσα. Ο Κυριάκος Χατζηκυριακίδης, όμως, καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αναλαμβάνει να αναλύσει στο βιβλίο του εκτός από τη θαλάσσια, και την, άγνωστη για πολλούς, συμμετοχή της καπετάνισσας σε πολλές σπουδαίες χερσαίες επιχειρήσεις, όπως την πολιορκία του Ναυπλίου και της Τριπολιτσάς.

Αποδεικνύει έτσι, για άλλη μία φορά, ότι οι μύθοι και οι ιστορικές ανακρίβειες, οι οποίες αφορούν όλες τις μεγάλες μορφές του ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας και τα σπουδαιότερα γεγονότα του, δεν απουσιάζουν ποτέ από τη συγγραφή της επίσημης Ιστορίας. 

Αν και δεν είναι, λοιπόν, αυτή η αρχική του πρόθεση, στο βιβλίο του αναπόφευκτα φωτίζονται και τέτοια παρεξηγημένα ή αποσιωπημένα γεγονότα της Επανάστασης. Ένα από αυτά είναι και η μυστηριώδης δολοφονία της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, άδικη εν πολλοίς, αφού αυτή έπεσε θύμα ξεκαθαρίσματος προσωπικών λογαριασμών. Ο Κ.Χ. παραθέτει στο τέλος του βιβλίου του όλες τις μαρτυρίες που σχετίζονται με το γεγονός και φωτίζει, ως οφείλει, όλες τις αντίθετες απόψεις για το ζήτημα.

Παραθέτει επίσης όλες τις κρίσεις και τους αφορισμούς που έχουν κατά καιρούς λεχθεί για το έργο και την προσφορά της γυναίκας αυτής στον Αγώνα, για τη συμμετοχή της στη λαφυραγωγία μετά από αλώσεις φρουρίων, κάτι για το οποίο την κατηγόρησαν επανειλημμένα οι εχθροί της, και για τη συνεργασία της με τον μεγάλο οπλαρχηγό του Αγώνα, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Θα πρέπει να λεχθεί, όμως, ότι η συνεργασία της αυτή, συνεπώς και ο επακόλουθος στιγματισμός της για τη συμμετοχή της στον Εμφύλιο στο πλευρό του μεγάλου οπλαρχηγού, ήταν αναπόφευκτη, εφόσον η κόρη της είχε παντρευτεί τον Πάνο, τον γιο της κορυφαίας φυσιογνωμίας του Αγώνα, ο οποίος και δολοφονήθηκε από χέρι Έλληνα, στο πλαίσιο του επονείδιστου Εμφυλίου.

Το βιβλίο όμως αυτό είναι κάτι παραπάνω από μια απλή ιστορία του βίου της θρυλικής καπετάνισσας. Ο Κ.Χ. με επίκεντρο τη ζωή και τη δράση της μεγάλης Ελληνίδας, δράττει την ευκαιρία να μας αφηγηθεί παράλληλα και την ιστορία της γενέτειράς της, των Σπετσών δηλαδή, αλλά και την ιστορία του Αγώνα μέσα από τα σημαντικότερα γεγονότα του, στα οποία ο "θηλυκός Κολοκοτρώνης", όπως τον αποκαλούσαν, ήταν πάντοτε παρών.

Λογικό ήταν, επομένως, μία τόσο μεγάλη μορφή να εμπνεύσει, όπως και κάθε μεγάλη μορφή του Ελληνικού Αγώνα άλλωστε, τόσο συμπάθειες και επαίνους, όσο και μίση και επικρίσεις για τη δράση της. Οι ξένοι όμως που τη γνώρισαν από κοντά, δεν εξέφρασαν αρνητικές κρίσεις γι' αυτήν, παρά μονάχα κάποιους αφορισμούς περί της εξωτερικής της εμφάνισης- εδώ η αλήθεια είναι ότι οι γνώμες διίστανται. Έτσι κάποιοι ωραιοποιούν τη μορφή της, ενώ κάποιοι άλλοι τη χαρακτηρίζουν ως "ανδρογυναίκα".

Ο Κ.Χ. μας μυεί με απλό και κατανοητό τρόπο, παραθέτοντας και άφθονα αποσπάσματα από πρωτογενείς μαρτυρίες της εποχής, στον βίο και την πολιτεία της ανδρείας Μπουμπουλίνας, καθώς και στην εποχή της, την ιστορία των Σπετσών, ακόμα και σε κάποια σημαντικά γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν του Αγώνα, αλλά είχαν σπουδαία θέση στην ιστορία του νησιού, όπως για παράδειγμα τα Ορλωφικά.

Όπως και η βιογραφία για τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη από την ίδια σειρά των εκδόσεων Μεταίχμιο, έτσι και το παρόν πόνημα έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό της ελληνικής βιογραφίας σε ό,τι αφορά τις βιογραφίες κάποιων Αγωνιστών του 1821, για τους οποίους μέχρι τώρα γνωρίζαμε μόνο όσα μάθαμε από τα σχολικά μας χρόνια.

Νίκος Βατόπουλος, Στο βάθος του αιώνα, ένα αφήγημα για την Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2020, σελ. 277

 

https://www.metaixmio.gr/el/products/%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CE%B1%CE%B8%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%B9%CF%89%CE%BD%CE%B1-%CE%B5%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CF%86%CE%B7%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%BD%CE%B1

"Η σχετικότητα του χρόνου είναι ένας οδηγός για να χαμηλώνει η αλαζονεία του παρόντος". Ακολουθώντας πιστά το νόημα αυτής της φράσης από το βιβλίο του ο Νίκος Βατόπουλος αναλαμβάνει για μία ακόμη φορά να μας ξεναγήσει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο στην παλιά Αθήνα, την πόλη αυτή που τόσο καλά γνωρίζει και αγαπά.

Ως περιηγητική μυθιστορία στην Αθήνα του 19ου και του 20ου αιώνα θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε λοιπόν το βιβλίο "Στο βάθος του αιώνα", ένα βιβλίο μέσα στο οποίο το προσωπικό βίωμα βρίσκεται σε έναν ατέρμονο διάλογο με το συλλογικό. Μνήμες, φωτογραφίες, παλιές αφίσες, εικόνες και διαφημίσεις, όλα αυτά παίρνουν θέση στις σελίδες του.

Ένα βιβλίο μνήμης αποτελεί, επομένως, το παρόν πόνημα, το οποίο μας δείχνει πως λειτουργεί η μνήμη αυτή στον χώρο και στον χρόνο. Οι αναμνήσεις επιλέγουν να μας επισκεφθούν- πάντοτε επιλεκτικά- όταν περιδιαβαίνουμε στην παλιά Αθήνα στην οποία μεγαλώσαμε, την Αθήνα των παιδικών μας χρόνων. Αφορμή μπορεί να είναι  η εικόνα ενός παλιού σπιτιού το οποίο ξεπροβάλλει μπροστά στα μάτια μας μέσα από τα φυλλώματα στην απογευματινή μας βόλτα,- ή η ενδεχόμενη ξαφνική απουσία του-, μία παλιά φωτογραφία, ένα ξεχασμένο βιβλίο ή, ακόμα και μια γεύση από το παρελθόν.

Η Αθήνα είναι η πόλη των μύθων, μία πόλη που έχει υμνηθεί πολλάκις στη λογοτεχνία, μία πόλη που χρωστάει όλα όσα είναι σήμερα στην αίγλη που αντλεί από το αρχαιοελληνικό της παρελθόν, μάρτυρας του οποίου στέκει ακλόνητος ακόμη και σήμερα ο Παρθενών και ο Κεραμεικός.

Το "κλεινόν άστυ" όμως έχει πολλά διαφορετικά πρόσωπα και ο Ν.Β. τα διατρέχει όλα: από την Αθήνα της Μπελ Επόκ και του Μεσοπολέμου, στην Αθήνα της Κατοχής, του Εμφυλίου, τη Μεταπολεμική Αθήνα και, τέλος, τη σύγχρονη πόλη των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα. 

Ο συγγραφέας δεν ακολουθεί κάποια γραμμική αφήγηση για τη χρονική διαδοχή των εποχών αυτών. Αυτό ακριβώς είναι και το δυνατό σημείο του πονήματός του το οποίο θα μας γοητεύσει και κάνει το συγκεκριμένο πόνημα να ξεφεύγει από τη  καθιερωμένη δομή πανομοιότυπων βιβλίων. Δεν υπάρχει κάποιο οργανωμένο σχέδιο για τη συγγραφή του, αλλά αποτελεί περισσότερο ένα συμπίλημα σκέψεων, ιδεών και καταγραφών, πάντοτε χρωματισμένα όλα με μεγάλες, παχιές πινελιές από συναίσθημα.

Όμορφα νεοκλασικά, νεογοτθικοί πύργοι, προπολεμικές προσόψεις και μοντέρνα κτίρια, όλα έχουν κάτι να μαρτυρήσουν για την παλιά Αθήνα που όλοι αγαπήσαμε, την οποία όμως ο συγγραφέας δεν κάνει το λάθος να εξιδανικεύσει, ωρυόμενος για τις ατέλειωτες κατεδαφίσεις που υπέστη η πόλη, όχι μονάχα μεταπολεμικά, αλλά και τη δεκαετία του '30. Αντίθετα, θεωρεί δεδομένη την αλλαγή και τη μεταμόρφωση ως βασικό συστατικό στοιχείο μιας πόλης που κατοικείται αδιάκοπα.

Μια πόλη δεν την αποτελούν όμως μονάχα οι δρόμοι της, οι πλατείες της και  οι γειτονιές της. Μία πόλη την αποτελούν, πάνω απ' όλα οι άνθρωποι που την κατοικούν και οι μνήμες τους. Έτσι, στο βιβλίο του Ν.Β. έχουν θέση εκτός από τους παλιούς αρχιτέκτονες που τη διαμόρφωσαν και άνθρωποι που την αγάπησαν και τη μελέτησαν διεξοδικά, όπως, για παράδειγμα, ο συλλέκτης Κωνσταντίνος Τρίπος. Όλοι αυτοί οι συλλέκτες, οι αρχειοδίφες, οι ιστορικοί και οι μελετητές, μέσα από τα πονήματα και τις συλλογές τους, έχουν πάντοτε κάτι ξεχωριστό να μας πουν και αυτό ακριβώς αναλαμβάνει να μας μεταφέρει ο Ν.Β. φιλτραρισμένο μέσα από τη δική του αναλυτική, όσο και έμπειρη ματιά.

Μας προκαλεί, λοιπόν, να δούμε την Αθήνα "στο βάθος του αιώνα" μέσα από τα δικά του μάτια. Διότι η Αθήνα είχε, έχει και θα έχει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, τη δική της μοναδικότητα ως πόλη.

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Τα μνημεία του Αγνώστου Στρατιώτη στην Ελλάδα


 

 Αναμφίβολα, οι πρώτοι ήρωες του 1821 οι οποίο τιμήθηκαν με ανέγερση ανδριάντα προς τιμής τους στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος ήταν όλοι επώνυμοι. Τον 19ο αιώνα, μάλιστα, παρατηρείται μία έξαρση στην ανέγερση ανδριάντων υπέρ Αγωνιστών, Πολιτικών ή απλά μεγάλων ανδρών της Επανάστασης, όπως ο εθνομάρτυρας  Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ και ο Αδαμάντιος Κοραής. Πότε όμως ξεκίνησε η ανέγερση μνημείων υπέρ των απλών, των ανωνύμων στρατιωτών οι οποίοι έπεσαν "υπέρ πίστως και πατρίδος";

Φυσικά η ιδέα ανέγερσης μνημείου υπέρ πεσόντων στον πόλεμο στρατιωτών δεν ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα, όπως μας πληροφορούν οι αναφορές σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων.

Στα νεώτερα όμως χρόνια η Ερμούπολη της Σύρου ήταν εκείνη η οποία πρώτη το 1858 αποφάσισε να αναγείρει μνημείο για τον Άταφο Αγωνιστή, έργο του γλύπτη Γ. Βιτάλη, το οποίο αποπερατώθηκε το 1880. Το μνημείο είναι αφιερωμένο στους Αγωνιστές και τους Φιλέλληνες που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Η ανέγερση μνημείων υπέρ του Αγνώστου Στρατιώτη στην Ευρώπη θα λάβει, φυσικά, πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις μετά την τεράστια αιματοχυσία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Στην Αθήνα το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα χρονολογείται μόλις στο 1932, επί κυβερνήσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η σχετική απόφαση λήφθηκε μόλις το 1926. Πρόκειται για κενοτάφιο προς τιμήν των πεσόντων σε όλους τους πολέμους υπό την αιγίδα του αρχιτέκτονα Εμμ. Λαζαρίδη.

Είχε προηγηθεί φυσικά η ανέγερση παρόμοιων μνημείων στην Ευρώπη προτού η "μόδα" τους φτάσει και στην Ελλάδα. Πρώτο το Παρίσι ανήγειρε κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου τον τάφο του Άγνωστου Στρατιώτη το 1920.

Σήμερα πλέον κάθε πόλη στην Ελλάδα, μικρή και μεγάλη, διαθέτει τον δικό της βωμό μνήμης για να τιμήσει όσους θυσιάστηκαν για τη δική μας ελευθερία.

ΠΗΓΗ: Χριστίνα Κουλούρη, Φουστανέλες και χλαμύδες, Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821-1930, εκδ. Αλεξάνδρεια

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Κώστας Ακρίβος, Πότε διάβολος πότε άγγελος, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ.252

 

https://www.metaixmio.gr/el/products/%CF%80%CE%BF%CF%84%CE%B5-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%84%CE%B5-%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%BF%CF%82

Το νέο πόνημα του Κώστα Ακρίβου "Πότε διάβολος πότε άγγελος" δύσκολα μπορεί να το κατατάξει κάποιος σε ένα συγκεκριμένο είδος της λογοτεχνίας. Το μόνο σίγουρο είναι, όμως, πως αυτό αποτελεί κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό μυθιστόρημα...

Είτε το δει, επομένως, κάποιος ως μυθιστορηματική βιογραφία του μεγάλου Αγωνιστή του '21, Γεωργίου Καραϊσκάκη, είτε ως ιστορικό μυθιστόρημα για τον Αγώνα της ελληνικής Παλιγγενεσίας, είτε απλά ως μυθιστόρημα εποχής με ιστορικά στοιχεία, είναι απολύτως βέβαιο ότι πρόκειται για ένα αξιομνημόνευτο πόνημα, στο οποίο η Λογοτεχνία και η Ιστορία συνυπάρχουν αγαστά και αρμονικά.

Με κεντρικό θέμα τη ζωή του Γεωργίου Καραϊσκάκη και του έμπιστου ταμία του, του Μήτρου Αγραφιώτη και της αινιγματικής μεταξύ τους σχέσης, ο συγγραφέας δράττεται της ευκαιρίας να μας ταξιδέψει σε τρεις φάσεις της νεοελληνικής Ιστορίας. Πρώτα απ' όλα, στην προεπαναστατική Ελλάδα, ήτοι στην Ελλάδα του πανίσχυρου Αλή πασά από τα Γιάννενα, στα θεσσαλικά βουνά των Αγράφων και στα "καπάκια", τις συμφωνίες δηλαδή στις οποίες προέβαιναν οι Τούρκοι με ορισμένους αρματολούς, όπως ο Καραϊσκάκης.

Δεύτερον και κατά κύριο λόγο στην επαναστατημένη Ελλάδα του λόρδου Βύρωνα, του Μεσολογγίου, της κλεφτουριάς, της Άλωσης της Τριπολιτσάς, του Κολοκοτρώνη και του επονείδιστου ελληνικού εμφυλίου με όσα δεινά επέφερε αυτός στην ίδια την Επανάσταση και στη ζωή πολλών πρωταγωνιστών της.

Τρίτον, στην μετεπαναστατική Ελλάδα των πρώτων χρόνων της Ανεξαρτησίας και των μνημών του Αγώνα και του Εμφυλίου, κυρίως μέσα από την αφήγηση της ζωής του Αγραφιώτη και των απογόνων του.

Επομένως, το αποτέλεσμα από τη συγγραφική προσπάθεια του Κ.Α. δεν είναι να διηγηθεί αυτός απλώς τη ζωή του Γ. Καραϊσκάκη και του Μ. Αγραφιώτη, αλλά να προσφέρει μία ολοκληρωμένη τοιχογραφία της Ελλάδας του 19ου αιώνα.

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η προσωπικότητα του Αγραφιώτη και του Καραϊσκάκη, δεν σκιαγραφούνται επαρκώς στο εν λόγω πόνημα. Αντίθετα, ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται στο έπακρο όλες τις μαρτυρίες για τον μεγάλο ήρωα και όλη τη λογοτεχνική του δεινότητα προκειμένου να περιγράψει επαρκώς αυτόν τον "βρωμερό τσιγγάνο", όπως τον αποκαλούσαν εξαιτίας του χρώματος που είχε το δέρμα του, ή τον αγνώστου πατρός καταφρονεμένο "μούλο".

Από τα δύσκολα παιδικά χρόνια του, λοιπόν, στην υπηρεσία του στον Αλή πασά των Ιωαννίνων, στις έξυπνες στρατηγικές του στον Αγώνα και στη γενναιότητά του στη μάχη, μέχρι την επονείδιστη συμμετοχή του στον Εμφύλιο και τον μυστηριώδη και αινιγματικό θάνατό του - ή τη δολοφονία του-, ο Κ.Α. συνθέτει αριστοτεχνικά το προφίλ ενός από τους γνωστότερους ήρωες του '21, διαβόητου για την αθυροστομία του.

Η μαγεία του βιβλίου έγκειται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας χειρίζεται την ελληνική γλώσσα, αλλά και την πληθώρα των ιστορικών πληροφοριών, τις οποίες αξιοποιεί προκειμένου να μας αφηγηθεί όχι μόνο τη ζωή του μεγάλου ήρωα, αλλά και ψήγματα Ιστορίας χρονολογημένα από την Ελλάδα της Επανάστασης και τα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας.

Η γλώσσα είναι καλοδουλεμένη και στρωτή, με πολλές τουρκικές λέξεις, οι οποίες μας μεταφέρουν νοερά καταμεσής στην Ελλάδα της Επανάστασης. Δεν υπάρχει, όμως, επιτήδευση ούτε στο ελάχιστο. Αντίθετα, ο λόγος, πότε μικροπερίοδος και πότε μακροπερίοδος, δύσκολα θα μπορούσε να είναι πιο φυσικός και πηγαίος.

Έτερο αξιοπρόσεκτο στοιχείο είναι η δομή του βιβλίου και της αφήγησης, η οποία είναι περισσότερο αποσπασματική, παρά γραμμική χρονικά, με μία αφήγηση που εναλλάσσει με μεγάλη ευκολία το πρώτο με το τρίτο ενικό πρόσωπο. Ο συγγραφέας παραθέτει αυτούσιες ή ελαφρώς παραλλαγμένες λογοτεχνικά αρκετές πρωτογενείς μαρτυρίες προσωπικοτήτων της εποχής, όπως του Κόχραν, του λόρδου Βύρωνα, του Γιουσούφ μπέη, του Φωτάκου, του εικονογράφου Κραζάιτσεν κ.α.τόσο για τον ίδιο τον Καραϊσκάκη, όσο και για αξιοσημείωτα γεγονότα της εποχής, όπως πχ την Άλωση της Τριπολιτσάς.

Οι μαρτυρίες αυτές, πάντως, δεν διαταράσσουν τη λογοτεχνική συνέχεια του κειμένου, αλλά εντάσσονται αποσπασματικά, πλην όμως ομαλά, στη διήγηση. Ο συγγραφέας φαίνεται ότι έχει μελετήσει ενδελεχώς την Ιστορία της εποχής και των προσώπων για τα οποία συγγράφει, ποτέ όμως δεν θυσιάζει τις λογοτεχνικές αρετές του κειμένου στον βωμό της πληροφόρησης, ούτε ρέπει με το κείμενό του προς τον διδακτισμό.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι  ο Κ.Α. δούλεψε πολύ για να κάνει ό,τι έκανε, αλλά και ότι απόλαυσε, παράλληλα, την όλη διαδικασία. Η αγάπη του γι' αυτό που αφηγείται είναι ολοφάνερη σε κάθε σελίδα του βιβλίου του και δεν κρύβεται εύκολα. Άραγε αυτή οφείλεται στον ενθουσιασμό που τρέφει για τη συγκεκριμένη ιστορική  περίοδο ή στην οικογενειακή του σύνδεσή με τον Μήτρο Αγραφιώτη και, ίσως, και τον μεγάλο ήρωα του '21; 

Όπως και να 'χει, πάντως, εφόσον ισχύει το γεγονός ότι ένα μυθιστόρημα εποχής με ιστορική έρευνα αφηγείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την Ιστορία της καθημερινότητας και των απλών ανθρώπων,- εκείνη δηλαδή που απουσιάζει από τις επίσημες καταγραφές της πολιτικής Ιστορίας- τότε το βιβλίο του Κώστα Ακρίβου "Πότε διάβολος πότε άγγελος" είναι μία πολύ καλή αναγνωστική πρόταση για να θυμηθούμε τον Αγώνα της ελληνικής Ανεξαρτησίας, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 200 χρόνων από την έναρξή του, και για να μάθουμε γι' αυτόν, συνδυάζοντας την μάθηση με την απόλαυση της ανάγνωσης.


Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Θάνος Μ. Βερέμης-Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Ιωάννης Καποδίστριας, εκδ. Μεταίχμιο, 2020, σελ.227


 https://www.metaixmio.gr/el/products/%CE%B9%CF%89%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%82

 Η αλήθεια είναι ότι τα δύο τελευταία χρόνια παρατηρείται αρκετά μεγάλη παραγωγή σε ότι αφορά τον πρώτο Κυβερνήτη του ελληνικού κράτους, τον Ιωάννη Καποδίστρια, τόσο σε λογοτεχνική όσο και σε καθαρά ιστορική παραγωγή.

Στη δεύτερη κατηγορία κατατάσσεται το παρόν πόνημα "Ιωάννης Καποδίστριας, ο αμνός της παλιγγενεσίας των Ελλήνων" των  έγκριτων πανεπιστημιακών καθηγητών Θ. Βερέμη και Ι. Μιχαηλίδη. Πρόκειται για ένα βιβλίο, καρπό εμπεριστατωμένης έρευνας, που, σε γλώσσα απλή και κατανοητή, εξετάζει τον βίο, τον χαρακτήρα και, ιδίως, το έργο του Κερκυραίου Κόμη στην Ελλάδα από τον κυβερνητικό θώκο. Δεν πρόκειται, επομένως, για βιβλίο το οποίο απευθύνεται μόνο σε ιστορικούς, το αντίθετο μάλιστα.

Τα παιδικά και τα χρόνια των σπουδών του εξετάζονται αδρομερώς, όπως και η σταδιοδρομία του από το 1809 ως το 1822 στις διπλωματικές αυλές της Ευρώπης ως εκπροσώπου της τσαρικής Ρωσίας.

Η αφήγηση γίνεται όμως λεπτομερέστερη από την ώρα που ο Κόντε αναλαμβάνει καθήκοντα Κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και πατάει το πόδι του για πρώτη φορά στην Ελλάδα, δηλαδή από το 1827-28. 

Ο Καποδίστριας, θερμός πατριώτης, έκανε πράγματι ό,τι καλύτερο μπορούσε για να εξασφαλίσει στους Έλληνες ένα πραγματικά ευνομούμενο κράτους δυτικού τύπου. Μερίμνησε για την παιδεία, την πάταξη της πειρατείας, τα ορφανά, τον στρατό, την οικονομία επιδεικνύοντας θεάρεστον έργο σε πολλούς τομείς. Αναπόφευκτα, όμως, θα ερχόταν αντιμέτωπος με τα ισχυρά τοπικιστικά συμφέροντα, τα οποία ήθελε να καταπολεμήσει στον βωμό της δημιουργίας ενός σύγχρονου αστικού κράτους. Αναπόφευκτη ήταν επίσης η καχυποψία των Αγγλογάλλων προς το πρόσωπό του, αφού δεν έπαψαν ποτέ να τον θεωρούν όργανο της ρωσικής πολιτικής, μια κατηγορία, όμως, χωρίς υπόσταση, αφού ο Κόντε, ως έμπειρος διπλωμάτης, είχε φροντίσει εγκαίρως να κρατήσει ίσες αποστάσεις και από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις μετά από την εκλογή του ως Κυβερνήτης.

Οι δύο συγγραφείς εξετάζουν ενδελεχώς την αντιπολίτευση που ασκήθηκε στον Καποδίστρια, από ποιες ομάδες συγκεκριμένα και για ποιους ακριβώς λόγους. Μας παραδίδουν, επίσης, και τα πορίσματα της νεώτερης ιστορικής έρευνας, η οποία παραδέχεται ότι οι Γάλλοι ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, εκείνοι που όπλισαν το χέρι των Μαυρομιχαλαίων εκείνο το μοιραίο πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου του 1831, την ημέρα της αποτρόπαιης δολοφονίας του.

Πάντως, όπως και να 'χει , ο μεγάλος χαμένος στην υπόθεση της δολοφονίας του Καποδίστρια δεν ήταν ο ίδιος ο Κόντε, αλλά ο ελληνικό λαός. Διότι, σύνταγμα, για το οποίο τόσο πολύ κατηγόρησε τον Καποδίστρια ο ελληνικός λαός ότι δεν του έδωσε, θα αποκτούσε σύντομα. Τέτοιον εργατικό και ανιδιοτελή Κυβερνήτη όμως, ποτέ ξανά. Γι' αυτό και, δικαιολογημένα, οι συγγραφείς προσθέτουν ως υπότιτλο στον τίτλο του βιβλίου τους το "ο αμνός της παλιγγενεσίας των Ελλήνων". Διότι, πράγματι, ο Καποδίστριας, άνθρωπος ευσυνείδητος, δίκαιος, λιτός και εγκρατής, ήταν αυτό ακριβώς: το πρόβατο το οποίο θυσιάστηκε στον βωμό των εμφύλιων παθών του ελληνικού λαού.

William Kamkwamba-Bryan Mealer, Το αγόρι που δάμασε τον άνεμο, εκδ. Παπαδόπουλος, 2017, σελ.286


 https://www.epbooks.gr/shop/paidika-neanika-biblia/paidiki-neaniki-logotexnia/to-agori-poy-damase-ton-anemo/

"Το αγόρι που δάμασε τον άνεμο" είναι ένα βιβλίο το οποίο μας αφορά όλους και ιδιαίτερα εμάς τους Ευρωπαίους, αφού μας ταξιδεύει σε έναν κόσμο άγνωστο, εν πολλοίς, στους περισσότερους από εμάς και συγκεκριμένα στο Μαλάουι της Νότιοανατολικής Αφρικής.

Πρόκειται για τη βιογραφία ενός παιδιού με αδάμαστη θέληση και δυνατό πείσμα, του Γουίλιαμ Καμκγουάμπα, το οποίο κατάφερε σχεδόν χωρίς καμία βοήθεια και στηριζόμενο αποκλειστικά στον εαυτό του και τις δυνάμεις του να δημιουργήσει μία ανεμογεννήτρια από το πουθενά, με σκοπό να βελτιώσει τη ζωή της οικογένειας και των φτωχών κατοίκων της χώρας του.

Ο συγγραφέας γράφει και αφηγείται ο ίδιος την ιστορία του, σε πρώτο ενικό πρόσωπο, με τη βοήθεια ενός φίλου του-το δεύτερο όνομα του συγγραφέα στον τίτλο. Μας περιγράφει αναλυτικά όλη τη δύσκολη ζωή του στο Μαλάουι και την επίπονη διαδρομή του στην επιτυχία, την αναγνώριση και στα ταξίδια του στις ΗΠΑ, τα οποία και πραγματοποίησε μετά από την υλοποίηση της εφεύρεσής του.

Στον μέσο Ευρωπαίο το βιβλίο αυτό ενδέχεται να προκαλέσει ένα δυνατό σοκ, αφού θα τον κάνει να αισθανθεί τύψεις για όλα εκείνα τα αγαθά, από το άφθονο φαγητό, μέχρι το ηλεκτρικό ρεύμα, τα οποία εκείνος απολαμβάνει απλόχερα, σε αντίθεση με τους περισσότερους κατοίκους της Υποσαχάριας Αφρικής. 

Οι λαοί των κρατών εκεί, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, παλεύουν ενάντια στα αποτελέσματα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, το αφιλόξενο φυσικό περιβάλλον, την εκμετάλλευση από τους Δυνατούς και τις κυβερνήσεις της διαφθοράς, που δεν μεριμνούν για την ευημερία των πολιτών τους.

Ιδιαίτερα η συνειδητοποίηση ότι ακόμη και στον 21ο αιώνα, εν έτει 2000 και 2006 χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από λιμό εκεί, θα αποτελέσει μία γερή γροθιά στο στομάχι μας. Το ίδιο θα νιώσουμε κι όταν διαβάσουμε πως ένα μικρό αγόρι, το οποίο όχι μόνο δεν είχε χρήματα για να πάει στο σχολείο όπως ήθελε το ίδιο απεγνωσμένα-διότι η εκπαίδευση εκεί δεν είναι δωρεάν όπως στην Ευρώπη-, αλλά κόντεψε να λιμοκτονήσει, μάλιστα, και από την πείνα, είχε την ακλόνητη θέληση να διαβάσει επιστημονικά βιβλία και να μαζέψει διάφορα υλικά και παλιοσίδερα, προκειμένου να κατασκευάσει μία ανεμογεννήτρια εντελώς μόνο του.

Ένας κόσμος ζυμωμένος με τη φύση, άνθρωποι αντιμέτωποι με τη φτώχεια και την πείνα, στο έλεος των κάθε λογής "μάγων", των δεισιδαιμονιών και των Δυνατών της γης κι ένα αγόρι με την αδάμαστη θέληση να υλοποιήσει το όνειρό του πάση θυσία... Όλα αυτά συνθέτουν το σκηνικό του ξεχωριστού αυτού βιβλίου που θα συγκινήσει, αλλά και θα εμπνεύσει μικρούς και μεγάλους. 

Αναμφισβήτητα, μία πολύ καλή πρόταση για να γνωρίσουν τα παιδιά μας και οι νέοι όχι μόνο πόσο δύσκολο είναι να ζει κανείς στην Αφρική και να στερείται πολλά από αυτά τα οποία εμείς θεωρούμε δεδομένα, αλλά και να μάθουν πόση επιμονή και προσπάθεια χρειάζεται κάποιος προκειμένου να πραγματοποιήσει τους στόχους του.

Ο γλωσσολογικός χάρτης της Ευρώπης


  

Οι γλώσσες της Ευρώπης ανήκουν στη μεγάλη ιδνοευρωπαϊκή οικογένεια, εκτός από τέσσερις μόνο: την εσθονική, την ουγγρική και τη φιλανδική, η οποίες ανήκουν, όμως, στην ίδια οικογένεια, και τη βασκική την παλαιότερη γλώσσα της Ευρώπης η οποία ανάγεται, μαζί με τις άλλες τρεις, στην εποχή πριν από την έλευση των Ινδοευρωπαίων στην Ευρώπη. Οι γλώσσες αυτές, επομένως, δεν μπορούν να ανάγουν την καταγωγή στους σε μία κοινή πρωτογλώσσα, η οποία περιλαμβάνει και την ινδική στην ίδια οικογένεια με τις ευρωπαϊκές.

Ακολούθως, από τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες της Ευρώπης υπάρχει η οικογένεια της ελληνικής και της αλβανικής γλώσσας, οι οποίες δεν συγγενεύουν με καμία άλλη γλώσσα εντός Ευρώπης.

Ακολουθούν οι εξής επιμέρους ομάδες:

-η κελτική οικογένεια, η οποία περιλαμβάνει γλώσσες όπως τα γαελικά Σκοτίας και  Ουαλίας, τα ιρλανδικά, τα βρετονικά, τα κορνουαλικά, τα ιβηρικά και άλλες τέτοιες γλώσσες οι οποίες δεν ομιλούνται από μεγάλο μέρος του πληθυσμού σήμερα και υποχώρησαν μετά την επικράτηση των Ρωμαίων.

-η ρωμανική οικογένεια, η οποία περιλαμβάνει γλώσσες που έχουν κοινή ρίζα στα λατινικά που διέδωσαν οι Ρωμαίοι. Τέτοιες είναι τα ρουμανικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα πορτογαλικά κ.α. μικρότερης εμβέλειας γλώσσες.

-η γερμανική οικογέ

νεια, η οποία δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση της γλώσσας των Ρωμαίων μαζί με εκείνης των Γερμανικών λαών, οι οποίοι εισέβαλαν κατά τους πρώτους μεταχριστανικούς αιώνες στα εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τέτοιες είναι τα αγγλικά, τα γεμρανικά, οι σκανδιναβικές γλώσσες, τα ολλανδικά, τα φρισκά, τα λουξεμβουργιανά κ.α. Στις περιοχές που εποίκησαν τελικά οι Γερμανικοί λαοί, όπως τη Σκανδιναβία, την Κεντρική Ευρώπη και τη Μεγάλη Βρετανία, οι προηγούμενες κελτικές γλώσσες και η λατινική υποχώρησαν, χάριν της γερμανικής, η οποία όμως δέχτηκε κι αυτή με τη σειρά της τις κελτικές και ρωμαϊκές επιρροές.

-η σλαβική και βαλτική οικογένεια: περιλαμβάνει τις γλώσσες της Ανατολικής κυρίως Ευρώπης όπου εποίκησαν σλαβικά φύλα, όπως τη ρωσική, τη βουλγαρική, την ουκρανική, τη λιθουανική, τη λετονική, την τσέχικη, την κροατική, τη σλοβενική, τη σερβική γλώσσα κ.α.

ΠΗΓΗ: Henriette Walter, Οι περιπέτειες των γλωσσών της Δύσης. εκδ. Ενάλιος

Έλλην, Ρωμιός ή Γραικός; Τα πολλά μας ονόματα...


  

Τελικά πώς οφείλουμε να προσδιοριζόμαστε; Σήμερα έχουμε προτιμήσει, σαφώς, το όνομα "Έλληνες" και "Ελλάδα", ήταν όμως, άραγε, πάντοτε έτσι;

Η αρχαιότερη ονομασία για τον λαό μας ως σύνολο ήταν Δαναοί, από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα -δαν, η οποία σημαίνει νερό, σταγόνα. Υπήρχαν και τα ονόματα Αχαιοί, Πελασγοί.

Ωστόσο, από τα τρία γνωστότερά μας σήμερα προσωνύμια, το παλιότερο όλων είναι το Γραικός. Αυτό προέρχεται από την ομώνυμη περιοχή της Ηπέιρου, κοντά στη Δωδώνη. Ξέρουμε ότι οι Έλληνες αυτοπροσδιορίζονταν αρχικά ως Γραικοί, εξαιτίας της επιγραφής του 4ου προχριστιανικού αιώνα που έχει σωθεί και μας το τεκμηριώνει. Αυτή λέει: "Έλληνες ωνομάσθησαν, τό πρότερον Γραικοί καλούμενοι". Το γεγονός, όμως, ότι οι ξένοι αποκαλούν τη χώρα μας ως Γραικία (Greece, Griechenland) οφείλεται στη μετανάστευση μιας φυλής Βοιωτών με το όνομα Γραικοί στην Ιταλία τον 8ο προχριστιανικό αιώνα. Έτσι μας γνώρισαν τότε οι κάτοικοι της Ιταλίας και αυτό το όνομα διαδόθηκε.

Η ονομασία "Έλλην" είναι φυσικά μεταγενέστερη και επικράτησε μετά την αρχαϊκή και την κλασική εποχή. Η προέλευσή της σχετίζεται με τη μυθολογία: Έλληνας ονομάστηκε ο γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, των μόνων ανθρώποων που επέζησαν από τον κατακλυσμό της Ελληνικής Μυθολογίας. Ο Έλληνας απέκτησε τρεις γιους οι οποίοι ευθύνονται για τα ονόματα των φυλών και τα γένη των Ελλήνων.

Έτσι, από τον γιο του Αίολο, προέρχονται οι Αιολείς, από τον Δώρο οι Δωριείς και από τον Ξούθο οι Ίωνες και οι Αχαιοί, μέσω των δύο γιων του Ξούθου, Ίων και Αχαιό. Από την ονομασία Ίωνες προέρχεται η ονομασία "Γιουνάν" με την οποία μας αποκαλούν οι Τούρκοι.

Η χρήση του προσωνυμίου Έλλην βέβαια, στα μεσαιωνικά χρόνια, βέβαια, περιορίστηκε στους κύκλους των πιο λογίων και μορφωμένων, αφού η Εκκλησία το συνέδεσε με τους ειδωλολάτρες. Σταδιακά η χρήση του αρχίζει να αποκαθίσταται από την εποχή των Παλαιολόγων, για να επικρατήσει όμως μόλις μετά τον σχηματισμό του Νέου Ελληνικού κράτους το 1830.

Καθ΄ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το όνομα που επικρατεί είναι Ρωμιός, λέξη η οποία προέρχεται από τους Ρωμαίους της Ιταλία και τον μετασχηματισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, την καθαρά ελληνική, δηλαδή, αυτοκρατορία η οποία διαδέχτηκε το λατινικό ρωμαϊκό μόρφωμα κυρίως στην ανατολική Μεσόγειο.

Αναμφισβήτητα, πάντως, τα πολλά μας ονόματα, αποτυπώνουν την περίπλοκη ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού στον χώρο και τον χρόνο, όποιο κι αν προτιμάμε να χρησιμοποιούμε περισσότερο σήμερα από αυτά.

Σωτηρία Μαραγκοζάκη, Ο κλήρος του αίματος, εκδ. Πατάκη, 2020, σελ.510


 https://www.patakis.gr/product/642880/vivlia-logotexnia-ellhnikh-logotexnia/O-klhros-tou-aimatos/

Αίμα, αίμα παντού. Από έναν κλήρο για το αίμα είχαν όλοι οι Έλληνες την περίοδο του Εμφυλίου, το επονείδιστο ετούτο τραύμα του έθνους μας, το οποίο φέρνουμε βαρέως μέχρι σήμερα...

"Ο κλήρος του αίματος" δεν είναι μυθιστόρημα. Ούτε ντοκουμέντο, ούτε Ιστορία, αλλά ούτε και ιστορικό μυθιστόρημα. Είναι μία τραγωδία, βγαλμένη κατευθείαν από την αρχαία κλασική Αθήνα, τόσο λόγω θέματος, όσο και εξαιτίας της δομής του βιβλίου. Και εδώ ακριβώς έγκειται και η πρωτοτυπία του βιβλίου.

Δεν υπάρχει μία αφήγηση, αλλά πολλές, έξι τον αριθμό. Έξι άνθρωποι οι οποίοι μας καταθέτουν την ψυχή και την κοσμοθεωρία τους, κατά την ιδιαίτερα αυτή ταραχώδη περίοδο της Ιστορίας μας, μέσω της πένας της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη. Πρόκειται για δύο γυναίκες και τέσσερις άνδρες, τους οποίους ο Εμφύλιος συμπαρέσυρε στη δίνη του, αλλάζοντας τη ζωή τους οριστικά και αμετάκλητα.

Μετά το απαραίτητο προοίμιο, ακολουθεί η πρώτη ραψωδία. Κάθε ραψωδία είναι αφιερωμένη σε ένα από τα έξι πρόσωπα. Οι ραψωδίες είναι συνολικά είκοσι τέσσερις, τέσσερις για κάθε ένα από τα πρόσωπα. Κάθε έξι ραψωδίες, από μία για κάθε ήρωα κάθε φορά, παρεμβάλλεται ένα στάσιμο, το οποίο μπορεί να είναι ένα λαϊκό παραμύθι, ένα δημοτικό τραγούδι ή μία ιστορική παρένθεση και στο τέλος αντί για στάσιμο, παρατίθεται η έξοδος της τραγωδίας. Μία ιδέα πολύ αξιόλογη και πρωτότυπη, η οποία φέρνει την αρχαία τραγωδία στη σύγχρονη λογοτεχνία.

Η Σ.Μ. σαν άριστη ηθοποιός, ενδύεται αριστοτεχνικά τον ρόλο του καθενός από τους ήρωές της, μεταφέροντάς μας επακριβώς τις μύχιες σκέψεις του, τα πιστεύω και τα συναισθήματά του.

Πρώτα πρώτα, έχουμε την Αντιγόνη, την πρώην Διαλεχτή, την αντάρτισσα από ένα χωριό της υπαίθρου, η οποία, κορίτσι ακόμη, θα πάρει τα βουνά για να παλέψει για την ελευθερία της πατρίδας της από τους ξένους, όποιοι κι αν είναι αυτοί, είτε Γερμανοί, είτε, αργότερα, Άγλλοι. Συντρόφισσά της θα γίνει η στυγνή πειθαρχία παρά ο έρωτας, όπως θα ταίριαζε ίσως σε ένα νεαρό κορίτσι.

Ακολουθεί το πορτρέτο του φανατικού εθνικόφρονα, του Χρήστου, ταγματασφαλίτη, φιλοναζιστή και μέλους της ΕΟΝ. Ο Χρήστος απεχθάνεται τον κομμουνισμό με όλη τη δύναμη της ψυχής του και έχει ταχθεί στον αγώνα για την εξόντωση των συμμοριτών, τους οποίους αποκαλεί συλλήβδην "Βούλγαρους", "Εβραίους", "άθεους"  και γενικώς εχθρούς της πατρίδος.

Η επόμενη παρουσία είναι ιδιαίτερη. Μας μεταφέρει από το πολιτικοστρατιωτικό πεδίο στην καθημερινή ζωή, εκείνη μίας πουτάνας, της Κατίγκως. Η Κατίγκω απεχθάνεται το ΚΚΕ και επιβίωσε στη διάρκεια της Κατοχής εξυπηρετώντας τους κατακτητές. Έχει κάνει μεν το κομπόδεμά της, έχει, όμως και κάθε λόγο να φοβάται τους συμμορίτες.

Ο μετριοπαθής της υπόθεσης είναι ο νομικός Ιωσήφ Κελέκης. Σιχαίνεται τόσο τους εθνικόφρονες, όσο και τους κομμουνιστές και εκπροσωπεί τον αστικό κόσμο και τους ξένους, τον κόσμο της γνώσης, των βιβλίων και τον κόσμο εκείνων οι οποίοι απορούν με τα χάλια της χώρας και τα μέτρα της Κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς. Τι δύναται, όμως, να κάνει για να καταπολεμήσει όλον αυτόν τον παραλογισμό;

Ο Γιάννης-Κλέαρχος είναι το αντίστοιχο της Αντιγόνης στο αρσενικό. Αξιωματικός του ΚΚΕ στα βουνά, μας αφηγείται, μαζί με την οδύσσειά του στους λόγγους και το όραμά του για τη μεταπολεμική σοσιαλιστική κοινωνία. Η υπακοή του στο Κόμμα είναι, φυσικά, τυφλή. Βλέπει τα στραβά, στιγματίζει τα λάθη, συνεχίζει όμως να αγωνίζεται κατά του φασισμού για την επίτευξη του ιερού στόχου, την εγκαθίδρυση μίας δίκαιης και μίας κοινωνίας ισότητας.

Τέλος, υπάρχει ο ζαβός της όλης υπόθεσης, ο ουδέτερος και αντικειμενικός παρατηρητής. Πάντα υπάρχει κι ένας τρελός που τολμάει να λέει την αλήθεια εξάλλου... Αληθινά τρελός ή όχι, ο, άντρας αυτός είναι ένας διαβασμένος ειρηνιστής, ο οποίος, όπως και ο Ιωσήφ Κελέκης, αγανακτεί με όσα βλέπει γύρω του.

Η αφήγηση, τριτοπρόσωπη, συμπεριλαμβάνει πολλές φορές και αληθινά αποκόμματα εφημερίδων της εποχής  ή αναγγελίες της Κυβέρνησης, δίνοντας μία φευγαλέα όψη ντοκουμέντου στο καθαρά λογοτεχνικοϊστορικό πόνημα.

Η γραφή είναι εσωτερική. Πότε άκρως ρεαλιστική, πότε συμβολική και μεταφορική, αποδεικνύει σε κάθε φράση την άριστη λογοτεχνική κατάρτιση της συγγραφέως. Οπωσδήποτε, είναι ιδιαίτερη και προορισμένη να αγαπηθεί από τους λάτρεις της καλής ελληνικής λογοτεχνίας.

Αυτό που εντυπωσιάζει και μένει τελικά από την ανάγνωση του βιβλίου, πέρα από την ιδιαίτερη σύλληψη της δομής του, είναι το αβυσσαλέο μίσος, το οποίο έτρεφε η μία παράταξη για την άλλη. Αυτό το απεικονίζει εξαιρετικά η συγγραφέας, όπως και τα δεινά τα οποία επέφερε ο Εμφύλιος στην κοινωνία μας, αφήνοντας, εν πολλοίς, την πληγή χαίνουσα ακόμη και στις μέρες μας...

Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα καλογραμμένο και δυνατό βιβλίο, το οποίο θα αφήσει εποχή στη βιβλιογραφία που συνδυάζει την Ιστορία και τη Λογοτεχνία στο θέμα του Ελληνικού Εμφυλίου.

Yuval Noah Harari, Sapiens, Μια εικονογραφημένη ιστορία, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2020, σελ.245

Για την προϊστορία ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε σε σύγκριση με τις μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους. Ακόμα μικρότερη είναι η βιβλιογραφία η οποία υπάρχει για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και δη αυτή που μπορεί να διαβαστεί άνετα και από παιδιά.

Έτσι, λοιπόν, η εικονογραφημένη αυτή ιστορία του Homo Sapiens για τα πολύ μακρινά εκείνα χρόνια κατά τα οποία αυτόςω πρωτοπερπάτησε στον πλανήτη και επικράτησε τελικά ανάμεσα στα άλλα είδη Homo και στα προϊστορικά ζώα, έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό στη βιβλιογραφία επί του συγκεκριμένου θέματος.

https://alexandria-publ.gr/shop/sapiens-mia-ikonografimeni-istoria/
 

Για τους μεγαλύτερους από εμάς, η όλη προσπάθεια θα μας θυμίσει την εξάτομη σειρά εικονογραφημένης Ιστορίας "Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο άνθρωπος", με την οποία μεγαλώσαμε και είχαμε την πρώτη μας επαφή με την Ιστορία οι περισσότεροι από εμάς.

Έτσι λοιπόν και το έργο του διακεκριμένου Ισραηλινού ιστορικού, όπως και το "Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο άνθρωπος", δεν εξαντλείται μονάχα στον πρώτο αυτό τόμο, αλλά υπόσχεται και συνέχεια.

Η διαφορά μεταξύ τους έγκειται στην εικονογράφηση, η οποία θυμίζει σύγχρονο κόμικ, αλλά, κυρίως, στο γεγονός ότι η νέα ιστορία του Sapiens περιέχει τα αυστηρά τεκμηριωμένα πορίσματα των νεώτερων επιστημονικών μελετών και ανακαλύψεων σχετικά με την καταγωγή και τα πρώτα βήματα του Homo Sapiens στον πλανήτη μας, επομένως μπορεί να μας κατατοπίσει ακόμη πιο έγκυρα.

Το άλλο μεγάλο ατού του βιβλίου είναι το αστείρευτο χιούμορ που διέπει όλες τις σελίδες του και οι έξυπνες ατάκες των ηρώων, με διαρκείς αναφορές και παραδείγματα από τη σύγχρονη εποχή και τον σημερινό κόσμο, τα οποία θα αναγνωρίσουν όλοι, κατανοώντας έτσι ευκολότερα τις θεωρίες που αναπτύσσονται στο εν λόγω βιβλίο.

Ο Harari καλύπτει στον τόμο αυτό όλη την περίοδο του Sapiens μέχρι και τη μεγάλη γνωσιακή επανάσταση, πριν από περίπου 70.000 χρόνια, ζητώντας τη "βοήθεια" των βιολόγων και των θεωριών τους για να αφηγηθεί την ιστορία τους.

Κατόπιν, όπως αναφέρει ο ίδιος, η εξέλιξη εξηγείται με ιστορικούς όρους και όχι με βιολογικές θεωρίες.  Μας εξηγεί, λοιπόν, αναλυτικά γιατί ο Homo Sapiens κατάφερε να επικρατήσει τελικά απέναντι στα άλλα είδη Homo κι ιδίως απέναντι στους πιο μεγαλόσωμους από αυτόν Nεάντερνταλ. Στη συνέχεια επεξηγεί τις κατά τόπους διαφορές των διαφόρων πολιτισμών και ασχολείται με άλυτα ιστορικά προϊστορικά αινίγματα, όπως το αν οι τροφοσυλλέκτες ζούσαν κυρίως ειρηνικά ή αν έκαναν συχνά πολέμους, τον λόγο σχετικά με τον οποίον μεγάλωσε ο εγκέφαλος του Sapiens, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τις οποίες ενδεχομένως είχε κτλ. φτάνοντας μέχρι την μεγάλη αγροτική επανάσταση, πριν από 12.000 χρόνια δηλαδή, τότε που αποφάσισε να δημιουργήσει μόνιμους οικισμούς και να καλλιεργήσει τη γη.

Το τελευταίο επεισόδιο το οποίο αφηγείται το βιβλίο αφορά τον εποικισμό όλης της γης από τον Sapiens και τη συνακόλουθη τεράστια οικολογική καταστροφή που επέφερε αυτό, αφού τότε εξαφανίστηκαν πολλά από τα ζώα της Αυστραλίας, της Αμερικής και της Πολυνησίας. Με την αναγωγή της συμπεριφοράς αυτής του ανθρώπου στη σύγχρονη εποχή- οπότε και έχει πλέον ακριβή επίγνωση της καταστροφής που προκαλεί στον πλανήτη, άρα και κανένα ελαφρυντικό γι' αυτό,τελειώνει τον πρώτο τόμο της υπέροχης αυτής αφήγησης με ένα δυνατό οικολογικό μήνυμα και υπόσχεται συνέχεια.

Η ιστορία αυτή απευθύνεται σε αναγνώστες κάθε ηλικίας, ακόμη και σε εκείνη που φοιτούν στις μεσαίες τάξεις του δημοτικού. Δύσκολα δε δεν θα καταφέρει να συναρπάσει κάποιον και να μην διαβαστεί απνευστί.

Η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες


  

Στις 22 Φεβρουαρίου 1822 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας διαβαίνει τον ποταμό Προύθο στη σημερινή Ρουμανία με 2.000 περίπου άνδρες και εισέρχεται στην ηγεμονία της Μολδαβίας. Εκεί προτίθετο να αρχίσει την επανάσταση, στοχεύοντας μάλιστα και στη σύμπραξη όλων των Βαλκανικών λαών με τους επαναστατημένους Έλληνες. Κανένα, όμως, άλλο μέλος της Φιλικής Εταιρείας δεν είναι μαζί του και, εν τέλει, η υποστήριξη των ντόπιων ηγεμόνων, των οσποδάρων, καθίσταται αμφίσημη.

Αγνοώντας τους κινδύνους, ο Υψηλάντης κηρύσσει τελικά την επανάσταση στις 24 του Φλεβάρη και εκδίδει 3 προκηρύξεις, τυπωμένες στο τοπικό τυπογραφείο του Μανουήλ Βερνάρδου. Η πρώτη είναι αυτή η οποία ανακοινώνει τον ξεσηκωμό, ο οποίος λαμβάνει χώρα, όπως γράφει, από τη Βουλγαρία μέχρι τον Μοριά και τα νησιά του Αρχιπελάγους. Η δεύτερη έχει τίτλο "Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος" και απευθύνεται στο σύνολο των Ελλήνων, ενώ η τρίτη, "Αδελφοί της Εταιρείας των Φιλικών", απευθύνεται στα μέλη της Φιλικής Εταιρείας και τα καλεί στον Αγώνα.

Ο τσάρος της Ρωσίας,  Αλέξανδρος Α΄, από τον οποίο οι επαναστάτες περίμεναν υποστήριξη, βρισκόταν στο συνέδριο των κρατών μελών της Ιεράς Συμμαχίας στο Λάιμπαχ, τη σημερινή Λιουμπλάνα της Σλοβενίας. Εκεί βρισκόταν και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας. Αυτός ήταν εκείνος ο οποίος ανέλαβε να συντάξει την καταδίκη της επανάστασης από τον τσάρο. Αυτή διέψευδε τις προσδοκίες των Ελλήνων περί στρατιωτικής υποστήριξης του εγχειρήματός τους από την ομόδοξη χώρα. 

Έτσι στα τέλη του Μάρτη, οι επαναστάτες έλαβαν επιστολή του τσάρου των Ρωσιών, γραμμένη από το χέρι του Κόντε Καποδίστρια, η οποία δήλωνε ότι η Ρωσία, πιστή στο πνεύμα της Ιεράς Συμμαχίας θα παρέμενε ουδέτερη. Ο Καποδίστριας, αναμφίβολα, δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά, γι' αυτό και αργότερα επέλεξε να παραιτηθεί από τη θέση αυτή, η οποία τον ανάγκαζε να τηρεί αρνητική στάση απέναντι στον ξεσηκωμό των ομοεθνών του.

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε,΄ από την άλλη, ήταν πιο αναμενόμενο ότι θα καταδίκαζε την Επανάσταση, είτε επειδή πράγματι συμφωνούσε με αυτό, είτε επειδή εξαναγκάστηκε να το κάνει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Πατριάρχης και ο Σουλτάνος συνεργάζονταν από κοινού, ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση του 1453 για τη διακυβέρνηση των υπόδουλων Ελλήνων και την τήρηση της τάξης στο"μιλέτ" των Ορθοδόξων. Έτσι στα τέλη Μαρτίου, οι επαναστάτες στη Μολδοβλαχία έλαβαν και τον αφορισμό τους από τον Πατριάρχη. Ο Γρηγόριος Ε,΄πάντως, δεν έπεισε τελικά με την όλη στάση του τους Τούρκους για την ευπείθειά του, γι' αυτό και απαγχονίστηκε στις 22 του Απρίλη.

Όπως κι αν είχε, όμως, οι επαναστάτες δεν είχαν πλέον να περιμένουν βοήθεια από πουθενά. Μέχρι τα τέλη του Απρίλη, ο Υψηλάντης είχε συγκεντρώσει γύρω στις 13.000 άνδρες, αλλά με το άκουσμα της είδησης για τον ερχομό του τουρκικού στρατού απόμειναν περίπου οι μισοί. Ο περίφημος Ιερός Λόχος αριθμούσε περί τα 400-500 μέλη. Ακόμα και ο Ρουμάνος επαναστάτης Θεόδωρος Βλαντιμηρέσκου, ο οποίος είχε υποστηρίξει αρχικά την Επανάσταση τις Ηγεμονίες, εγκατέλειψε το εγχείρημα και συντάχθηκε με τους Τούρκους, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από άνδρες του Υψηλάντη και να εκτελεστεί τελικά στα τέλη του Μάη.

Τα υπολείμματα του στρατού του Υψηλάντη συγκρούστηκαν τελικά με τους Τούρκους στο Δραγατσάνι της Βλαχίας στις 7 Ιουνίου, όπου και αποδεκατίστηκαν. Οι εναπομείναντες πολεμιστές διέφυγαν στην Αυστρία μαζί με τον Υψηλάντη. Άλλοι οπλαρχηγοί, όπως ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Ιωάννης Φαρμάκης διέφυγαν σε ορεινές περιοχές της Μολδαβίας και συνέχισαν τον αγώνα μέχρι τον Σεπτέμβρη. Ο Ολύμπιος ανατινάχθηκε μαζί με τους συντρόφους του στη μονή Σέκκου για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών, ενώ ο Φαρμάκης παραδόθηκε στους Τούρκους και εκτελέστηκε.

Αξίζει, τέλος, να σταθούμε στη σύνθεση του στρατού του Υψηλάντη, σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία μας παραδίδει ο Νικολάι Τοντόρωφ σχετικά με τους 1.002 αγωνιστές οι οποίοι πέρασαν τα σύνορα της Βεσσαραβίας και παραδόθηκαν, μετά το πέρας της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, στις ρωσικές αρχές. Από τους 1.002, λοιπόν, φυγάδες, Ρωμιοί δήλωσαν μόλις οι 503. Οι υπόλοιποι ανήκουν σε όλες τις εθνότητες των Βαλκανίων, κατά κύριο λόγο, δηλαδή 199 Μολδαβοί, 132 Βούλγαροι, 72 Σέρβοι, 15 Ουκρανοί, 14 Ρώσοι, 9 Βλάχοι και7 Αλβανοί, και οι υπόλοιποι σε άλλες εθνοτικές ομάδες: 6 Τσιγγάνοι, 4 Ούγγροι, Πολωνοί και Δαλματοί, 3 Γάλλοι, Λιποβάνοι (Ρώσοι αιρετικοί), Οθωμανοί χριστιανοί, Αρναούτες και Εβραίοι, 2 Μαυροβούνιοι, Ιταλοί, Πρώσοι και Βόσνιοι και 1 Σάξονας, Ναπολιτάνος, Ισπανός και Γερμανός. 6 από αυτούς, τέλος, δεν είχαν σαφή εθνικότητα.

Οι αριθμοί αυτοί, τεκμηριώνουν, αν μη τι άλλο, την απήχηση την οποία είχε το παμβαλκανικό όραμα του Ρήγα Βελενστινλή και καταρρίπτουν τον μύθο της αμιγώς "εθνικής" Ελληνικής Επανάστασης.

Τελικά, τίποτε δεν είχε γίνει εις μάτην. Η Επανάσταση μπορεί να είχε αποτύχει στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, είχε καταφέρει όμως να εδραιωθεί εκεί όπου ξέσπασε ένα μήνα σχεδόν μετά: στην Πελοπόννησο. Εκεί θα έμελε να δημιουργηθεί και ο πυρήνας του πρώτου ελληνικού κράτους το 1830.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-David Brewer, Η φλόγα της ελευθερίας 1821-1833, εκδ. Πατάκη

-Γιώργος Μαργαρίτης, Ενάντια σε φρούρια και τείχη 1821 Μια  μικρή εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση, εκδ. Διόπτρα

-C.M.Woodhouse, 1821 Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρητσίας, εκδ. Παπαδόπουλος

-Γιάννης Μηλιός,1821 Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα

Το θαύμα της ελληνικής γλώσσας


 Εμείς οι Έλληνες ως λαός έχουμε το προνόμιο να ομιλούμε μία από 

τις πιο πλούσιες γλώσσες του κόσμου, καθώς και μία από αυτές που διαθέτουν γραπτή ιστορία 3.500 χρόνων, μαζί με τους Ινδούς, τους Εβραίους και τους Κινέζους.

Η πιο παλιά γραπτή μορφή της γλώσσας μας είναι εκείνη των πινακίδων της μυκηναϊκής εποχής, γύρω στο 1400π.Χ., πινακίδες οι οποίες είναι γραμμένες σε συλλαβική γραφή Γραμμικής Β. Αυτές τις αποκρυπτογράφησαν οι επιστήμονες Βέντρις και Τσάντγουικ το 1952. Δεν γνωρίζουμε ακόμη αν οι λίγο πρωιμότερες πινακίδες της μινωικής Κρήτης σε ιερογλυφική και Γραμμική Α γραφή περιέχουν κάποια άλλη μορφή της ελληνικής γραφής, καθότι αυτές δεν έχουν ακόμη διαβαστεί. 

Η πολιτισμική και εμπορική επέκταση των Μυκηναίων ήταν εκείνη που εξασφάλισε την ποικιλία αλλά και την υπεροχή της ελληνικής γλώσσας στην αρχαιότητα. Τα ομηρικά έπη, τα παλαιότερα κείμενα της ελληνικής γλώσσας με λογοτεχνικό περιεχόμενο-οι πινακίδες Γραμμικής Β αφορούν μόνο εμπορικά και οικονομικοτεχνικά θέματα- υπήρχαν προφορικά τουλάχιστον από τον 8ο αιώνα π.Χ. προτού καταγραφούν τον 6ο αιώνα π.Χ.

Το αλφάβητο, το οποίο εφηύραν οι Φοίνικες γύρω στον 8ο αιώνα π.Χ. και το οποίο εμπλούτισαν οι Έλληνες με τη γραφή των φωνηέντων έγινε το όχημα, αφενός για να γραφτούν τα ομηρικά έπη και, αφετέρου, για να διαδοθεί η σπουδαία αυτή εφεύρεση σε όλη τη Δύση με τη μορφή της λατινικής εκδοχής του. Αυτή τη διέδωσαν οι Έλληνες άποικοι της Κάτω Ιταλίας στους Ετρούσκους και συγκεκριμένα, την εκδοχή του αλφαβήτου των αποίκων από την Εύβοια.

Εκτός από το λατινικό αλφάβητο, το οποίο στηρίζεται στο ελληνικό, αξίζει να σημειωθεί ότι και το σλαβικό και το κοπτικό της Αιγύπτου, καθώς και τα αλφάβητα της Γεωργίας και της Αρμενίας στηρίζονται στο ελληνικό. Ακόμη και το αλφάβητο της γερμανικής γλώσσας συνδέεται με το ελληνικό μέσω του Ουλφίλα, έναν Γερμανό επίσκοπο του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα ο οποίος και μετέφρασε τη Βίβλο στα γοτθικά, επινοώντας ένα αλφάβητο που συνδύαζε ελληνικά, λατινικά και ρουνικά στοιχεία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την αρχαιότητα η ορθογραφία των Ελληνικών, η οποία τόσο πολύ μας δυσκολεύει σήμερα, ήταν πολύ εύκολη, αφού η προφορά των ομόηχων φωνηέντων η, ι, υ, οι, ει, υι ήταν διαφορετική, με άλλα από αυτά να προφέρονται μακρά και άλλα βραχέως. Το δε οι προφερόταν σαν βαρύ ι, μεταξύ ο και ι. Έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να μπερδέψει κάποιος την ορθογραφία λέξεων που ακούγονται το ίδιο, αλλά έχουν διαφορετική σημασία, όπως π.χ. "οι άλλοι" και "η άλλη". 

Η προφορά, καθώς φαίνεται, της ελληνικής γλώσσας κατά την αρχαιότητα ήταν πολύ μουσική και στηριζόταν στη διάρκεια των φωνηέντων αλλά και στην ένταση της εκπνοής σε διάφορα σημεία του λόγου. Όσο για τα πνεύματα και τους τόνους, αυτά είναι κατάλοιπο όχι της κλασικής, αλλά της ελληνιστικής εποχής, όταν δηλαδή χάθηκε η μουσικότητα της προφοράς και προκειμένου να βρεθεί λύση για αυτό υιοθετήθηκε ο τονισμός, ο οποίος και καταργήθηκε σχετικά πρόσφατα, πριν από σαράντα μόλις περίπου χρόνια. Σήμερα έχουμε κρατήσει για τόνο μόνο την οξεία.

Μπορούμε, επομένως, με βάση τα παραπάνω, να διακρίνουμε τις εξής φάσεις στην εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας:

1)1400-600π.Χ.: η πρωιμότερη γραπτή μορφή της γλώσσας μας στις πινακίδες Γραμμικής Β και η ομηρική εκδοχή της

2)600-300π.Χ.: κλασική περίοδος, η πιο λόγια χρήση της γλώσσας και η πρωτότυπη λογοτεχνική παραγωγή σε θέατρο, επιστήμη, φιλοσοφία, ποίηση κτλ.

3)300π.Χ.-6ο αιώνα μ.Χ.: η αποκαλούμενη και αλεξανδρινή κοινή, μία πιο απλοποιημένη εκδοχή της ελληνικής γλώσσας, αποτέλεσμα της ευρείας διάδοσής της μετά από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

4)6ος-18ος αιώνας: η μεσαιωνική ελληνική που περιλαμβάνει τη γλώσσα του Βυζαντίου και της περιόδου της Τουρκοκρατίας, μία ακόμη πιο απλοποιημένη εκδοχή της.

5)19ος αιώνας-πρώτο μισό 20ου: η πιο λόγια μορφή της εξελιγμένης και, απλοποιημένης πια βέβαια, ελληνικής γλώσσας, η καθαρεύουσα.

6)β μισό 20ου αιώνα: μετά από σφοδρή διαμάχη μεταξύ καθαρευσουσιάνων και δημοτικιστών καθιερώνεται τελικά επισήμως η δημοτική το 1974. Η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου είχε προσπαθήσει να καθιερώσει τη δημοτική με το αναγνωστικό του Ζαχαρία Παπαντωνίου "Τα ψηλά βουνά" την περίοδο 1917-20, προσπάθεια η οποία όμως τερματίστηκε μετά από την επικράτηση των φιλοβασιλικών το 1920.

Ως ζωντανός οργανισμός, φυσικά, η ελληνική γλώσσα εξακολουθεί τη φυσική πορεία της, δηλαδή να εξελίσσεται και να εμπλουτίζεται διαρκώς με ξένες λέξεις, απλοποιήσεις, συντμήσεις κτλ. Όσο εμείς που τη μιλάμε, μαθαίνουμε να τη χρησιμοποιούμε σωστά, οπωσδήποτε αυτή δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο να χαθεί.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Ευθυμίου Μαρία, Ρίζες και θεμέλια, εκδ. Πατάκη,

-Γιώργος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας  Ελληνικής γλώσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας

 

Σταύρος Χριστοδούλου, Τρεις σκάλες ιστορία, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σελ.379


https://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-6815-4

Τρεις σκάλες γη στην πολύπαθη Λάπηθο της Κύπρου στα κατεχόμενα... Τρεις σκάλες αναμνήσεις, "Τρεις σκάλες ιστορία"είναι ο τίτλος του νέου μυθιστορήματος του Κύπριου συγγραφέα Σταύρου Χριστοδούλου για το Κυπριακό Ζήτημα. Όλο το νόημα του πονήματός του μπορεί να εντοπιστεί σε μία μόνο φράση: Η μνήμη μας είναι η φυλακή μας.

Πρόκειται, επομένως, για ένα μυθιστόρημα μνήμης για τα τραγικά γεγονότα του '74 στην Κύπρο και για το πως αυτά σημάδεψαν ανεπανόρθωτα τους ανθρώπους που τα έζησαν, αφήνοντάς τους χαίνουσες πληγές για όλη τη διάρκεια του μετέπειτα βίου τους...

Τέτοια είναι και η περίπτωση της δεκαοκτάχρονης, το 1974 Χλόης, μίας νεαρής από την πανέμορφη Λάπηθο της Κύπρου, η οποία θα βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής τον τραγικό Ιούλη του 1974 και θα βιαστεί, τόσο στο σώμα, όσο και στην ψυχή κατ' εξακολούθηση από έναν νεαρό Τούρκο. Οι πληγές στο σώμα της θα επουλωθούν, σε αντίθεση με εκείνες της ψυχής, τις οποίες πρόκειται να κουβαλάει για μια ζωή, αρνούμενη να ενηλικιωθεί, να συνάψει κάποια ερωτική σχέση και να ζήσει, κατ' επέκταση, μία φυσιολογική ζωή.

Η άβουλη και αδιάφορη μητέρα της, που εθελοτυφλεί στο κακό με τη στάση της θα βαθύνει τις πληγές της νεαρής κοπέλας, το ίδιο και ο αρραβωνιαστικός, ο οποίος θα αρνηθεί να συνεχίσει να έχει ερωτική σχέση μαζί της μετά από τον "μαγάρισμά" της από τον Τούρκο.

Τα πράγματα θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της Χλόης από τον αλλοεθνή βιαστή της και η απόφασή της να κρατήσει το παιδί, σε αντίθεση με ό,τι έπραξαν άλλες κοπέλες που έπαθαν τα ίδια. Δεν θα το κρατήσει όμως, αλλά θα το δώσει για υιοθεσία σε μία Αγγλίδα φίλη της και θα το ξαναδεί όταν θα είναι πια μεγάλη γυναίκα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τη δική της ψυχολογία.

Το βιβλίο αφηγείται τα γεγονότα του Ιουλίου του 1974 και, ακολούθως, παρακολουθεί την ατυχή ενηλικίωση της Χλόης και τις μετέπειτα-αποτυχημένες κατά κανόνα- προσπάθειες να ζήσει μία φυσιολογική ζωή. Παρ' όλο που περιέχει πολλές αξιόλογες ιστορικές πληροφορίες για το Κυπριακό ζήτημα - τα αίτιά του, τον Εμφύλιο μεταξύ των Κυπρίων, τα λάθη του Μακάριου, την ανάμειξη της Ελλάδας, την εμπλοκή των Άγγλων, τις κατοπινές θλιβερές επετείους των τραγικών γεγονότων, τις επισκέψεις των προσφύγων πίσω από την Πράσινη γραμμή και τις  προσπάθειες επίλυσής του,- επικεντρώνεται κυρίως στις ψυχολογικές επιπτώσεις, στα συναισθήματα και στην καθημερινότητα των θυμάτων, και ιδίως των γυναικών που βρέθηκαν στη δίνη των γεγονότων.

Η αφήγηση είναι σε τρίτο ενικό πρόσωπο με τον αφηγητή να καθίσταται αυτόπτης μάρτυρας όλων των συναισθημάτων και των ψυχολογικών μεταπτώσεων τις οποίες βιώνει η Χλόη, αλλά και τα γύρω της πρόσωπα.

Γνήσια κατάθεση ψυχής αποτελούν οι επιστολές της Κέιτ προς την Χλόη και της Χλόης προς την Αγγλίδα φίλη της στη μέση περίπου του βιβλίου, οι οποίες, σε πρώτο ενικό πρόσωπο, αποτελούν το απαύγασμα της συγγραφικής δεινότητας του Σ.Χ. 

Η κορύφωση της υπόθεσης, όμως, τοποθετείται αργότερα, όταν η Χλόη, σαράντα τρία χρόνια μετά, αμφιταλαντεύεται, βρισκόμενη στο αεροδρόμιο της Αθήνας, σχετικά με το εάν θα επιβιβαστεί στο αεροπλάνο προς την Κωνσταντινούπολη, το οποίο θα τη φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τον βιαστή της.

Θα προβεί η Χλόη στο απονενοημένο αυτό διάβημα προκειμένου να γιατρέψει τις πληγές που έμειναν αγιάτρευτες από τον χρόνο και να ενηλικιωθεί επιτέλους; Μπορεί τελικά κάποιος να οδηγηθεί στην πολυπόθητη λήθη;

Εν κατακλείδι, το "Τρεις σκάλες ιστορία" συνιστά μία άρτια ξεχωριστή πρόταση, τόσο από πλευρά Λογοτεχνίας όσο και από πλευρά Ιστορίας, για ένα ζήτημα, το Κυπριακό, για το οποίο έχουν χυθεί αναμφισβήτητα, πολλοί τόνοι μελάνης. Η προσέγγιση όμως, την οποία επιχειρεί ο συγγραφέας στο παρόν πόνημα και ο τρόπος με τον οποίο δομεί τα γεγονότα είναι πραγματικά αξιπρόσεκτος και αξίζει να διαβαστεί και να αγαπηθεί.



Κομοτηνή, σύντομη ιστορία μίας πόλης

 


      Σχετικά με την προέλευση του ονόματος της Κομοτηνής υπάρχουν τέσσερις εκδοχές. Πρώτον ότι αυτή οφείλεται στην δήθεν εγκατάσταση Εβραίου με το όνομα Κουμλού-τσιν στην περιοχή. Η δεύτερη εκδοχή είναι μυθολογικής υφής, ότι δηλαδή η Κομοτηνή ήταν η κόρη του Θρακιώτη ζωγράφου Παράσσιου που εποίκισε την περιοχή από τη Μαρώνεια και η Τρίτη και πιο έγκυρη έγκυρη εκδοχή είναι αυτή που προτείνει ο Στίλπωνας Κυριακίδης: ότι το όνομα Κομοτηνή προέρχεται  από το βυζαντινό επίθετο Κουμούτζης που με παραφθορά κατέληξε Κουμουτζηνά και ακολούθως στο τουρκικό Γκιουμουλτζίνα.

     Όσον αφορά τώρα την προέλευση του ονόματος Ροδόπη προτείνονται επίσης άλλες τρεις εκδοχές: η πρώτη, καθαρά γλωσσικής προελεύσεως, ότι αυτό προέρχεται από το ρόδινο χρώμα της ανατολής πάνω στην οροσειρά, η δεύτερη με ρίζες βυζαντινές, ότι δηλαδή τον 6ο π.Χ. αιώνα η Ροδόπη, μια όμορφη κόρη από τη Θράκη, πουλιέται σκλάβα στην Αίγυπτο και τρίτον μία μυθολογική εκδοχή, ότι η Ροδόπη ήταν η τρίτη κόρη του Στρυμόνα που παντρεύτηκε τον Αίμο και έκανε τον Έβρο.

      Οι αρχαίες πόλεις της περιοχής, πριν χτιστεί η Κομοτηνή ήταν ο  Ίσμαρος, η Μαρώνεια, η οποία πήρε το όνομά της από τον Μάρωνα και χτίστηκε τον 7ο π.Χ. αιώνα από Χίους αποίκους και η Παισούλα -μετέπειτα Μαξιμιανούπολη. Στην Παραδημή, ωστόσο, έχει βρεθεί οικισμός από την νεολιθική εποχή.

     Η Κομοτηνή ξεκίνησε τον βίο της ως φρούριο- σταθμός κατά μήκος της Εγνατίας οδού με 500 περίπου στρατιώτες. Τότε χτίστηκε το βυζαντινό τείχος που περιέβαλε τον πρώτο πυρήνα της, στα τέλη δηλαδή του 4ου μ.Χ. αιώνα από τον Θεοδόσιο Α΄ τον Μέγα (379-395). Είναι φτιαγμένο από πέτρα και κεραμοκονία, έχει ύψος 9.60 μέτρα και διαθέτει 16 πύργους, οι 12 από αυτούς ορθογώνιοι και οι 4 κυκλικοί στις γωνίες του. Καταστράφηκε αρχικά εν μέρει από τους Τούρκους το 1363 και κατά το μεγαλύτερο μέρος του από τους Βουλγάρους το 1910. Σήμερα, όμως, βρίσκεται σε φάση αναστήλωσης.

     Το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της περιοχής ως τον 13ο αιώνα δεν ήταν το μικρό φρούριο της Κομοτηνής, αλλά η Μαξιμιανούπολη,  που αργότερα ονομάστηκε Μοσυνούπολη, ονομασία που διατηρείται ως σήμερα. Ιδρύθηκε τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια στη θέση της αρχαίας Παισούλας και πήρε το όνομα του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (250-310). Η θέση της ήταν αξιόλογη, αφού ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος εκστράτευσε από αυτό το μέρος και το πλήθος της πρώτης σταυροφορίας το 1096 πέρασε επίσης από εδώ. Οι Νορμανδοί την κατέλαβαν το 1185 και ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος το 1204 για να ξαναγυρίσει στους Βυζαντινούς το 1225.

     Στις αρχές του 13ου αιώνα, όμως, γνωρίζει την καταστροφή από την επιδρομή του Βούλγαρου τσάρου Καλογιάννη- τον οποίο οι Έλληνες, για ευνόητους λόγους, ονόμασαν Σκυλογιάννη. Τότε όλος σχεδόν ο πληθυσμός της κατεστραμμένης, πια, πόλης, συρρέει στην Κομοτηνή, η οποία θα συνεχίσει να επεκτείνεται, ώσπου να λάβει τελικά τη θέση της Μαξιμιανούπολης ως μεγάλο αστικό κέντρο της περιοχής.

       Το 1343 όταν ο Ιωάννης ο Καντακουζηνός στρατοπεδεύει στη Μαξιμιανούπολη, τη βρίσκει ερειπωμένη σχεδόν, αφού οι κάτοικοι έχουν μετακομίσει πλέον στην Κομοτηνή. Στη θέση της Μαξιμιανούπολης σώζεται βυζαντινός ναός του 11ου-13ου αιώνα, τα θεμέλια του οποίου έχουν σήμερα αποκαλυφθεί.

     Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε και την ύπαρξη της Αναστασιούπολης ή αλλιώς Περιθεώριον, την πόλη που ίδρυσε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αναστάσιος ο Πρώτος (491-518) κοντά στο σημερινό χωριό Αμαξάδες και την επέκτεινε ο Ιουστινιανός. Η πόλη αυτή ήταν σπουδαίος εμπορικός κόμβος. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι με την τοποθεσία αυτή ταυτίζεται συνήθως η ομηρική θέση των στάβλων του Διομήδη. Από τον 9ο αιώνα επικρατεί η ονομασία Περιθεώριον, ενώ και η πόλη αυτή καταστρέφεται από τις δυνάμεις του Καλογιάννη, αφήνοντας έκτοτε στην πόλη της Κομοτηνής την πρωτοκαθεδρία.

           Το 1363 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν την πόλη και ο Γαζή Εβρενός Μπέης ο κατακτητής χτίζει το Ιμαρέτ, που είναι μαγειρείο και πτωχοκομείο. Είναι το πρώτο μουσουλμανικό κτίριο στη Θράκη και στην Ευρώπη, με τρεις χώρους, χτισμένο σε σχήμα Τ και καθαρά βυζαντινή τεχνοτροπία, δηλαδή  πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία η οποία συνηθίζεται στα πρώιμα οθωμανικά κτίσματα. Κατά τη βουλγαρική κατοχή στον 20ο αιώνα, το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως εκκλησία, εξ’ ού και η κυριλλική επιγραφή στο εσωτερικό του. Σήμερα είναι εκκλησιαστικό μουσείο.

       Η Κομοτηνή θα απελευθερωθεί από τους Τούρκους κατά τη διάρκεια του δεύτερου βαλκανικού πολέμου το 1913, αλλά θα παραχωρηθεί στους Βουλγάρους ως τις 14 Μαΐου του 1920, τότε που μαζί με την Αλεξανδρούπολη θα την ανακαταλάβει ο στρατηγός Π. Ζυμβρακάκης. Ήδη βέβαια από το προηγούμενο έτος με τη συνθήκη του Νεϊγύ ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Ελλάδα είχε δημιουργηθεί στην περιοχή ένα ιδιότυπο αυτόνομο κρατίδιο με επικεφαλής τον Γάλλο στρατηγό Σαρπύ. Μετά από την ένωση με την Ελλάδα, οι Βούλγαροι ήρθαν ξανά στην περιοχή ως σύμμαχοι των Γερμανών την περίοδο 1941-1944.

     Από τα υπόλοιπα μνημεία της πόλης ξεχωρίζει  Ναός Κοιμήσεως της Παναγίας-η σημερινή Μητρόπολη- που χρονολογείται από το 1800 και είναι χτισμένη πάνω σε ερείπια βυζαντινού ναού του 1548. Η εικόνα της Παρθένου στο εσωτερικό της χρονολογείται από τον 15ο-16ο αιώνα και το Εικονοστάσι και ο άμβωνας από το 1800.

      Δύο από τα τζαμιά της ξεχωρίζουν, το Εσκί τζαμί, το οποίο χρονολογείται από το 1608-9 ή 1677-8 και το όνομά του σημαίνει Παλαιό Τζαμί, αλλά στην πραγματικότητα είναι νεώτερο από το Γενί (νέο)τζαμί που είναι χτισμένο σε νεοκλασικό ρυθμό και χρονολογείται από το 1585-1600.

      Όσον αφορά τον Πύργο του ρολογιού, αυτός χτίστηκε το 1884 επί σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ και το 1950 πήρε τη σημερινή οριστική του μορφή. Το Παλιό ηρώο στην περιφέρεια χρονολογείται από το  1930 και είναι αφιερωμένο στους 63 νεκρούς Κομοτηναίους του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940. Το νέο ηρώο, σήμα πλέον κατατεθέν της πόλης,  χτίστηκε επί χούντας και έχει ύψος 14 μέτρων. Επί χούντας έγινε και η εκτροπή έξω από την πόλη του ποταμού Μπουκλουτζά, μια απόφαση βέβαια η οποία βελτίωσε μεν τις συνθήκες υγιεινής της πόλης, αφού ο ποταμός ήταν εστία μολύνσεων, κόστισε όμως στην εικόνα γραφικότητας της πόλης, αφού ως τότε υπήρχαν σκεπαστές γέφυρες πάνω από τον ποταμό.

      Η Τσανάκλειος Σχολή αρρένων ιδρύθηκε το 1908 με χρήματα του Κομοτηναίου Νέστορα Τσανακλή. Από το 1922 ως το 1954 στέγαζε τη γενική διοίκηση Θράκης και από 1954 ως το 1972 τη Νομαρχία. Κατόπιν, στέγασε την πρυτανεία του Δημοκριτείου πανεπιστημίου Θράκης ως το 2000. Γύρω της διατηρούνται και άλλα νεοκλασικά κτίρια, κυρίως επί της οδού Τσανακλή και της Βενιζέλου.

     Ο μικρός Ναός της Αγίας Παρασκευής στο πάρκο είναι χτισμένος πάνω στη θέση ναού της Αφροδίτης κατά την αρχαιότητα. Στη θέση εκείνη κατόπιν ιδρύθηκε βυζαντινός ναός τον κατέστρεψαν οι Τούρκοι για να κάνουν τα νεκροταφεία τους, πριν χτιστεί ο σημερινός.

     Τελειώνοντας, δεν μπορούμε να παραλείψουμε την αναφορά στις μειονότητες της πόλης, δηλαδή στους πολυάριθμους Εβραίους της πόλης, οι οποίοι είχαν μάλιστα και συναγωγή εδώ από τον 18ο αιώνα που κατεδαφίστηκε το 1994. Η εβραϊκή συνοικία βρισκόταν ακριβώς έξω από τα βυζαντινά τείχη. Το 1900 υπήρχαν 1200 Εβραίοι. Το 1943 οι 819 που είχαν απομείνει στάλθηκαν στο Άουσβιτς και από αυτούς επέζησαν μόλις 28. Η πόλη διαθέτει επίσης και αρμένικη κοινότητα και ναό αφιερωμένο στον Άγιο Γρηγόριο τον φωτιστή χτισμένο το 1834. Οι μουσουλμάνοι έμειναν στην πόλη μετά την εξαίρεσή τους από την Ανταλλαγή με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και εξακολουθούν να υπάρχουν ως σήμερα σε μία από τις πιο πολυπολιτισμικές πόλεις της Ελλάδας.

 

 

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...