Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Γιάννης Μηλιός, 1821, Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2020, σελ. 248

 

https://alexandria-publ.gr/shop/1821/

 

To βιβλίο αυτό προσφέρει μία εναλλακτική, αριστερή-μαρξιστική θεώρηση των συνδεδεμένων με την Ελληνική Επανάσταση γεγονότων. Γραμμένο από τον Γιάννη Μηλιό, ομότιμο καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Ε.Μ. Πολυτεχνείο και διευθυντή της τριμηνιαίας μαρξιστικής επιθεώρησης οικονομικής και πολιτικής θεωρίας «Θέσεις», το πόνημα αυτό «1821 Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα» επιχειρεί να δώσει μία διαφορετική ερμηνεία γνωστών πολιτικών γεγονότων τα οποία συνδέονται με το ’21 και να φωτίσει κάποιες παραμελημένες πτυχές αυτών.

Ο Γ.Μ. μας εξηγεί ότι η πραγματική εικόνα της Επανάστασης είναι διαφορετική από εκείνη με την οποία έχουμε όλοι μας γαλουχηθεί ως σήμερα. Θεωρεί δε, ότι η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι η πρώτη εθνική επανάσταση- και όχι τα Ορλωφικά το 1770, σύμφωνα με άλλη διαδεδομένη άποψη-, απότοκο των επιρροών της Γαλλικής Επανάστασης. Η εθνική, όμως, αυτή επανάσταση, δεν είχε ως αίτημα μονάχα την εθνική αποκατάσταση του Γένους, αλλά και τη δημιουργία ενός συνταγματικού, δημοκρατικού και ευνομούμενου κράτους για τους Έλληνες, το οποίο θα εξασφάλιζε, παράλληλα, και τα δικαιώματα των λαϊκών μαζών.

Μέσα από τον εθνικισμό του 19ου αιώνα, επομένως, αναδύθηκε το εθνικό καπιταλιστικό κράτος. Ακόμα, ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι η Μεγάλη Ιδέα υπήρχε ήδη από το 1821 και ότι το όραμα για την απελευθέρωση δεν αφορούσε μονάχα τους Έλληνες, αλλά όλους τους χριστιανούς Βαλκάνιους, οι οποίοι διαβιούσαν κάτω από τον τουρκικό ζυγό.

Εν συνεχεία, εξετάζει τις έννοιες του έθνους, των «Ρωμιών» και των «Ελλήνων», πριν προβεί σε μία σύντομη επισκόπηση των γεγονότων τα οποία οδήγησαν στον σχηματισμό του Νεοελληνικού κράτους, φτάνοντας μέχρι και την «βοναπαρτικού τύπου» δικτατορία του Καποδίστρια, όπως την αποκαλεί, αλλά και ως τη «Μεγάλη Ιδέα», όπως τη διακήρυξε ο Ιωάννης Κωλέττης το 1844. Τέλος, ασχολείται με το ζήτημα της πρόσληψης του 1821 στο παρόν, θέμα επίκαιρο λόγω των φετινών εορτασμών για την Παλιγγενεσία. Παραπέμπει, παράλληλα στα έργα γνωστών ιστορικών για την Επανάσταση, ξένων και Ελλήνων και μας αναλύει την προσέγγιση μερικών από αυτών.

Με τη ρηξικέλευθη αυτή προσέγγιση των γεγονότων του 1821 υπό ένα διαφορετικό πρίσμα, το βιβλίο του Γ.Μ. αποτελεί μία διαφορετική αποτίμηση της Επανάστασης, της σύστασης του Ελληνικού Κράτους και της Μεγάλης Ιδέας, επιμένοντας για πρώτη φορά στη συνάφεια των παραπάνω και τη μεταξύ τους σύνδεση, σύνδεση η οποία αποκαλύπτει πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές της διαμόρφωσης του νεοελληνικού έθνους.

 

Παναγιώτης Κωνσταντόπουλος, Ο θησαυρός, εκδ. Βακχικόν, 2020, σελ.321


 https://ekdoseis.vakxikon.gr/shop/ekdoseis/vakxikon-peza/o-thisavros/

Αστυνομική πλοκή, υπόθεση αρχαιοκαπηλίας, αναζήτηση χαμένου θησαυρού και προσωπικά πάθη χαρακτηρίζουν την τρίτη συγγραφική προσπάθεια του δικηγόρου και λογοτέχνη Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου με τίτλο "Ο θησαυρός".

Πρόκειται για ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα το οποίο τηρεί απαρεγκλίτως τους δύο βασικούς κανόνες του είδους του: την καθηλωτική δράση με κλιμακούμενη αγωνία και ένταση και τη δυσκολία του αναγνώστη να εντοπίσει τον δολοφόνο ευθύς εξαρχής.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται, κατά κύριο λόγο, τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς σε ένα χωριό του νομού Μεσσηνίας, το Ζευς Ιθωματάς, το οποίο παρουσιάζει ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για ένα χωριό το οποίο ίδρυσε κατά την αρχαιότητα ο σπουδαίος Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας.

Ο Πάνος  Κουτσόπουλος, ιδιωτικός αστυνομικός, είναι αυτός ο οποίος θα αναλάβει να εξιχνιάσει το μυστήριο σχετικά με τις ανυπόγραφες απειλητικές επιστολές οι οποίες στέλνονται προς έναν πλούσιο επιχειρηματία, τον Θεοδόση Τσαμπαρδά, και σχετίζονται με ένα πρόσωπο από το παρελθόν του.

 Η υπόθεση αποδεικνύεται, καθώς προχωρά η ανάγνωση του βιβλίου, αρκετά πιο περίπλοκη και ενδιαφέρουσα απ' ότι παρουσιάζεται στην αρχή και ένα χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν κρύβει τελικά πού περισσότερα μυστικά απ' ότι φαίνεται... Τα πρόσωπα είναι πολλά, όλα διαπλεκόμενα μεταξύ τους με τους πιο απίθανους τρόπους, από ζηλιάρες ερωμένες μέχρι δραστήριους και συνάμα αινιγματικούς τύπους, οι οποίοι κρύβουν αρκετά μυστικά. Παράλληλα, η αρχαιολογική-ιστορική διάσταση της υπόθεσης κάνει το όλο πόνημα περισσότερο ενδιαφέρον.

Το μοτίβο του θησαυρού, τόσο ως λέξη, όσο και ως έννοια, επανέρχεται διαρκώς στο βιβλίο και αποτελεί, φυσικά, και το κλειδί του μυστηρίου σχετικά με τους φόνους. Έτσι, η επιλογή της λέξης ως τίτλο από τον συγγραφέα δεν είναι διόλου τυχαία.

Η γραφή είναι άκρως ρεαλιστική, λιτή και κομψή, χωρίς συναισθηματισμούς και μακροσκελείς περιγραφές, όπως δηλαδή πρέπει να είναι η γραφή σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Οι διάλογοι είναι άφθονοι και η δράση κινηματογραφική, χωρίς να λείπουν και κάποιες ανατριχιαστικές περιγραφές, οι οποίες παραπέμπουν σε εικόνες τύπου θρίλερ.

Θεωρητικά, εδώ ο συγγραφέας ακολουθεί μία τακτική ανάποδη από εκείνη που συνηθίζεται  στα αστυνομικά μυθιστορήματα: αντί να φαίνεται ότι κανείς δεν ταιριάζει στο προφίλ του δολοφόνου, εδώ, αντιθέτως, όλοι θα μπορούσαν εν δυνάμει να είναι οι δράστες, τόσο λόγω κινήτρων, όσο και λόγω απουσίας άλλοθι, έτσι ώστε να πείσουν για το αντίθετο...

Εν ολίγοις, ένα αξιοδιάβαστο αστυνομικό μυθιστόρημα το οποίο θα λατρέψουν οι εραστές του είδους.

Sarah Knott, Μητέρες, μία αντισυμβατική ιστορία, εκδ. Μεταίχμιο, 20219, σελ.395




https://www.metaixmio.gr/el/products/%CE%BC%CE%B7%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82?gclid=Cj0KCQiA3Y-ABhCnARIsAKYDH7uv3LdKKPU1_R3C0dHllZlu3fskuxakbjKJKrgcwljJly7_JLgPftEaAlf6EALw_wcB 

Το παρόν πόνημα της ιστορικού και μητέρας Sarah Knott "Μητέρες, μια αντισυμβατική ιστορία", εντάσσεται στην ιστοριογραφική σχολή των Annales, στο πλαίσιο συγγραφής, δηλαδή, της κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας της καθημερινότητας. 

Η ιστορία, λοιπόν, αυτή, αποκαλείται αντισυμβατική, εφόσον δεν ασχολείται με πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα, όπως συμβαίνει συνήθως στις ιστορικές αφηγήσεις, αλλά αντιθέτως, περιέχει πολλές μικρές αποσπασματικές ιστορίες της καθημερινότητας από τον 17ο ως τον 20ο αιώνα για πολλά μέρη του κόσμου, με επίκεντρο ένα πρόσωπο κομβικό πρόσωπο για όλες τις κοινωνίες, τη μητέρα.

Η συγγραφέας, αξιοποιεί η ίδια την εμπειρία της ως νέα μητέρα και μας τη μεταφέρει στο βιβλίο, παράλληλα με τα πορίσματα των, αποσπασματικών, όπως μας λέει, ερευνών της, σχετικά με τη φύση της μητρότητας από τον 17ο αιώνα ανά τον κόσμο και μετά.

Πρόκειται για μία έρευνα δύσκολη και ελλιπή, αφού τα αρχεία που αφορούν τις μητέρες είναι κατά κανόνα αποσπασματικά, οπότε η ιστορικός πρέπει να ανασυνθέσει μόνη της πολλά κομμάτια που λείπουν από το παζλ. Η συγγραφέας όμως τα συγκεντρώνει με αξιοπρόσεκτη επιμονή και τα ενσωματώνει ομαλά στον κορμό της ρέουσας αφήγησής της που κυλάει τόσο φυσικά σαν το γάλα στο στήθος μιας πρωτόγεννης μητέρας.

Η δομή του βιβλίου ακολουθεί την πορεία της δημιουργίας της νέας ζωής, από τη σύλληψη ως τον απογαλακτισμό. Τι πίστευαν κατά τις παλαιότερες εποχές για την υπέρτατη στιγμή της δημιουργίας μίας νέας ζωής μέσα στο σώμα της νέας μητέρας; Πώς καταλάβαινε μία γυναίκα ότι περίμενε παιδί κατά τις παλαιότερες εποχές; Η συγγραφέας χρησιμοποιεί κατά κανόνα παραδείγματα από τις ΗΠΑ και την Αγγλία του 17ου αιώνα και εξής, παραθέτει, όμως, επίσης και τις προφορικές εμπειρίες από κάποιες φυλές Ινδιάνων και ιθαγενών. 

Οι εμπειρίες που αποκομίζει στη σημερινή εποχή η συγγραφέας ως εγκυμονούσα αντιπαραβάλλονται με τις εμπειρίες των γυναικών στις παλαιότερες εποχές. Ακολουθεί η παράθεση της εμπειρίας από τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης και ο τοκετός. Στη συνέχεια το σαράντισμα, οι δοξασίες που συνόδευαν τις γυναίκες που μόλις είχαν γεννήσει, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο άλλαζε ριζικά η ζωή της νέας μητέρας με το μωρό και τον θηλασμό. Για τον θηλασμό, τις δυσκολίες του, καθώς και την αϋπνία με την οποία έρχονταν αντιμέτωπες οι νέες μητέρες, έχουν σωθεί θραύσματα από γράμματα νέων μητέρων που έμειναν στη μέση διότι αυτές δεν πρόλαβαν να τα ολοκληρώσουν, προφανώς επειδή έκλαιγε το μωρό και τις διέκοψε! Αυτά τα αποσπάσματα γραμμάτων η συγγραφέας τα παραθέτει αυτούσια πολλές φορές κατά την πορεία της αφήγησης. Ο θηλασμός, επιπροσθέτως, ήταν και ένα φαινόμενο το οποίο γνώρισε ακμή και παρακμή σε διάφορες εποχές ανάλογα με το κατά πόσον ήταν ή όχι αυτός στη μόδα της κοινωνίας στην οποία ανήκε η νέα μητέρα.

Εκτός όμως από την εξερεύνηση του συναισθηματικού κόσμου των νέων μητέρων και την οπτική που είχε η κοινωνία σε αυτές, η συγγραφέας εξερευνά και τα πρακτικά ζητήματα που συνδέονταν- και συνδέονται ακόμη βέβαια- με τη μητρότητα. Πόσο συμμετείχε ο πατέρας, οι γιαγιάδες ή άλλα πρόσωπα στη φροντίδα του μωρού; Πώς γινόταν το πλύσιμο των ρούχων και των υφασμάτινων πάμπερ του μωρού; Ποιες κοινωνίες και πότε είχαν τις γκουβερνάντες ως απαραίτητο "αξεσουάρ" στην ανατροφή του μωρού; Πώς τα έβγαζαν πέρα οι νέες μητέρες μετά την επιστροφή τους στην εργασία; Ποια αντικείμενα που είχαν παλαιότερα για τα μωρά υπάρχουν ακόμη και σήμερα παραλλαγμένα; Και, τέλος, τι γινόταν με τον ερχομό του δεύτερου παιδιού στην οικογένεια και πώς ακριβώς άλλαζε αυτό τις νέες ισορροπίες της οικογένειας;

Όταν η S.K. φτάνει στο τέλος του βιβλίου της, τα δικά της μωρά έχουν πλέον ξεπεταχτεί και η δική της έρευνα έχει πια ολοκληρωθεί. Η ίδια μας λέει ότι αισθάνεται διαφορετικά τώρα που έχει ερευνήσει διεξοδικά το παρελθόν τόσων πολλών διαφορετικών μητέρων που πέρασαν από τη γη μας. Είναι πιο πλούσια σε εμπειρίες και είναι σε θέση να καταλάβει καλύτερα κάποια πράγματα τα οποία αφορούν τη μητρότητα. Αυτό ακριβώς θα αποκομίσει και ο αναγνώστης, και ειδικά οι μητέρες, μετά την ανάγνωση του εν λόγω πονήματος. Μία πληρότητα και μία αίσθηση ευχαρίστησης και θαλπωρής, η οποία συνδέεται μόνο με την ζεστή και πλατιά αγκαλιά μιας νέας μητέρας που χωρά όχι μόνο το δικό της, μα όλα τα μωρά του κόσμου.

Mαρία Ευθυμίου, Ρίζες και θεμέλια, Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού, εκδ. Πατάκη, 2020,σελ.258


  

https://www.patakis.gr/product/642623/vivlia-anthropistikes-kai-koinonikes-episthmes-istoria-arxaiologia/Rizes-kai-themelia-Odoshma-ths-Istorias-tou-Ellhnismou/

Μετά το εξαιρετικά επιτυχημένο πόνημα "Μόνο λίγα χιλιόμετρα", υπό μορφή συνέντευξης στον Μάκη Προβατά, η Μαρία Ευθυμίου επιστρέφει στην ίδια συνεργασία με ένα νέο βιβλίο στο ίδιο ύφος, αλλά με διαφορετική θεματική, το "Ρίζες και θεμέλια, Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού".

Το βιβλίο αυτό αποτελεί την προσφορά των Προβατά- Ευθυμίου στον εκδοτικό εορτασμό της Εκατονταετηρίδας από την Παλιγγενεσία. Και πράγματι, ποιο άλλο βιβλίο θα ήταν καταλληλότερο γι' αυτόν τον σκοπό, απ' ότι ένα πόνημα το οποίο εστιάζει στις ρίζες, τα θεμέλια και τα οδόσημα του Ελληνισμού ανά το πέρασμα των αιώνων;

Η Μ.Ε. είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γνωστή για την πολυετή αφιλοκερδή δράση της στον τομέα της διδασκαλίας της Ιστορίας σε πάμπολλα μέρη ανά την Ελλάδα. Δηλώνει στον πρόλογο του βιβλίου της απηυδισμένη από το δυστοπικό κλίμα απαισιοδοξίας και μεμψιμοιρίας, το οποίο επικρατεί στη χώρα μας μετά από την Κρίση, και με το νέο της πόνημα στοχεύει να προσφέρει μία ένεση αισιοδοξίας στους Νεοέλληνες, υπενθυμίζοντάς τους όχι μονάχα τα άσχημα της Ιστορίας μας, όπως κάνουν κάθε λογής Κασσάνδρες τη σήμερον ημέραν, αλλά και τα θετικά σημεία στη μακραίωνη πορεία μας από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα.

Προβαίνει, επομένως, στο έργο της σε μία ιδιότυπη αναδρομή της ελληνικής ιστορίας, πιάνοντας το νήμα της αφήγησης του λαού μας από την αρχή, από τους Πελασγούς και τους Μυκηναίους και φτάνοντας ως τον σχηματισμό της σύγχρονης Ελλάδας, με εύστοχες απαντήσεις στις καίριες ερωτήσεις που της θέτει ο Μάκης Προβατάς.

Η Μ.Ε. μας υπενθυμίζει το μεγάλο ατού της γλώσσας, το οποίο έχουμε ως λαός, αφού ελάχιστες γλώσσες ανά τον κόσμο σήμερα έχουν το προνόμιο όχι μονάχα να ομιλούνται, αλλά και να γράφονται επί 3.500 συναπτά έτη. Η γλώσσα μας είναι αυτή η οποία αποδεικνύει την πολιτισμικής μας συνέχεια ως έθνος.

H συγγραφέας επισημαίνει ζητήματα της προϊστορικής περιόδου τα οποία αφορούν τους Έλληνες και παραμένουν ακόμη υπό συζήτηση, όπως το μυστήριο της Γραμμικής Α γραφής η οποία δεν έχει ακόμη αναγνωσθεί κι έτσι δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για ελληνική ή όχι γραφή και, κατ' επέκταση, και εάν ήταν οι Μινωίτες τελικά ελληνικό φύλο.

Έπειτα συνεχίζει επισημαίνοντας τις έτερες εποποιίες του Ελληνισμού κατά τα αρχαία χρόνια, τη ναυτοσύνη και το εμπόριο, το μεγαλείο της αθηναϊκής δημοκρατίας και του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και, κυρίως, τη διασπορά των Ελλήνων μέσω των ελληνικών εποικισμών σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο.

Παρακολουθεί την εξέλιξη της γλώσσας και των Ελλήνων κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, προκειμένου να φτάσει στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας και στον τρόπο με τον οποίο συντελέστηκε η εθνική μας αφύπνιση. Καταλήγει δε στο γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι ανέκαθεν μία χώρα στενά συνδεδεμένη με τη Δύση, αφού η πορεία του κράτους μας επηρεάστηκε  πάντοτε από τις εξελίξεις στη Δυτική Ευρώπη, τόσο κατά τον 19ο όσο και κατά τον 20ο αιώνα. 

Η συνεισφορά μας ως κράτους στα Βαλκάνια έγκειται στο γεγονός ότι ήμασταν το πρώτο έθνος το οποίο αποσχίστηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και σχημάτισε δικό του εθνικό κράτος, δίνοντας παράδειγμα προς μίμηση στους υπόλοιπους λαούς της Βαλκανικής.

Οφείλουμε, λοιπόν, ως έθνος να εστιάσουμε στα θετικά μας σημεία, -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να λησμονήσουμε τα αρνητικά, όπως τους εμφυλίους και τις πτωχεύσεις ως παράδειγμα προς αποφυγήν- προκειμένου να ανακτήσουμε την χαμένη μας  αυτοπεποίθηση και να συνεχίσουμε την πορεία μας με το κεφάλι ψηλά. Και σ' αυτό μπορεί να μας βοηθήσει η ορθή γνώση και μελέτη  της Ιστορίας μας.

Κι αν, επομένως, μας φανεί κάπου κάπου λιγάκι ελληνοκεντρικό το εν λόγω πόνημα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι γράφτηκε υπό αυτό ακριβώς το πνεύμα: για να επισημάνει τα θετικά οδόσημα της μακραίωνης πορείας, καθώς και τις ρίζες μας. Διότι, μπορεί, βέβαια, να εστιάζει στα θετικά, δεν παραλείπει όμως να αναφερθεί όπου χρειάζεται και σε αυτά τα ελαττώματά μας τα οποία μας κράτησαν πίσω ως έθνος.

Μία τέτοια προσπάθεια, η οποία καταφέρνει να χωρέσει σχεδόν όλους τα σημαντικούς σταθμούς της Ιστορίας μας σε ένα τόσο καλογραμμένο μικρό βιβλιαράκι που διαβάζεται κυριολεκτικά απνευστί, δεν μπορεί παρά να αποσπάσει από εμάς τον έπαινο για τη δημιουργό του. Πρόκειται για ένα βιβλίο μέσα από το οποίο θα ιχνηλατήσουμε το παρελθόν μας, ένα βιβλίο το οποίο απευθύνεται σε κάθε Ελληνίδα και σε κάθε Έλληνα που θέλει να γνωρίσει το παρελθόν του και να ανιχνεύσει την πορεία του στον χώρο και τον χρόνο.

Χρύσα Μαστοροδήμου, Τα τεμάχια, εκδ. Βακχικόν, 2021, σελ.297

 
 

https://ekdoseis.vakxikon.gr/shop/ekdoseis/vakxikon-peza/ta-temaxia/ 

Ένα μυθιστόρημα για τη μετανάστευση και τον πόνο της ξενιτιάς είναι το νέο βιβλίο της Χρύσας Μαστοροδήμου με τον, αινιγματικό εκ πρώτης όψεως, τίτλο "Τα τεμάχια".

"Τεμάχια" ονόμαζαν οι Γερμανοί τους Έλληνες που μετανάστευαν στη χώρα τους κατά τις δεκαετίες του '60 και του '70. Η Χ.Μ. επιλέγει να αφηγηθεί την πικρία του αποχωρισμού από την πατρική γη μέσω της μυθιστορηματικής βιογραφίας της Κατερίνας, μιας γυναίκας που έζησε την ξενιτιά από πρώτο χέρι για να ξαναζήσει το ίδιο μέσω της μετανάστευσης των δύο παιδιών της, στη νέα χιλιετία, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα μας. 

Αυτή η αναλογία μεταξύ των δύο κυμάτων της μετανάστευσης, των δεκαετιών '60-'70 και του 2010 μας βάζει σε σκέψεις σχετικά με το κατά πόσον ήταν τελικά αληθινή ή έωλη η ανάπτυξη της χώρας μας τις δεκαετίες που ακολούθησαν την πτώση της δικτατορίας. Επίσης μας κάνει να αναλογιστούμε αν η θεώρηση της επαναλαμβανόμενης και κυκλικής Ιστορίας αποδεικνύεται σωστή, για ορισμένες τουλάχιστον περιστάσεις.

Με αφορμή την είδηση για τον επικείμενο ξενιτεμό και του δεύτερου γιου και της οικογένειάς του, η Κατερίνα, μια ηλικιωμένη γυναίκα άνω των ογδόντα, προβαίνει σε μία αναδρομή της ζωής της, μέσα από την οποία μας αφηγείται τα δύσκολα παιδικά χρόνια της σε ένα χωριό της Θεσσαλίας, όπου η φτώχεια και η σκληρή δουλειά ήταν για όλους ο κανόνας.

Η Κατερίνα είναι μία γυναίκα η οποία ήθελε διακαώς να μορφωθεί και να ξεφύγει από στενά αγροτικά δεσμά, τις απαρχαιωμένες αντιλήψεις του χωριού της και τα επιβεβλημένα προξενιά. Δεν τα καταφέρνει και καταλήγει να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο για τα παιδιά της, ευχόμενη να μην ζήσουν και αυτά τις δυσκολίες που εκείνη έζησε.

Η πρωταγωνίστρια θα μας περιγράψει, μέσα από την πένα της Χ.Μ., τα δύσκολα χρόνια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, για να καταλήξει στον επώδυνο ξενιτεμό της, της ίδιας και του άντρα της, του Μανώλη, στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Επρόκειτο για έναν ξενιτεμό ο οποίος τη στιγμάτισε, αφού αναγκάστηκε να αφήσει πίσω στο χωριό της, στα χέρια της μητέρας της, τον μικρό πρωτότοκο γιο της για δύο ολόκληρα χρόνια.

Με τη μεταπολίτευση φαίνεται να ξεπροβάλλει δειλά δειλά ο ήλιος για τους φτωχούς και καταταλαιπωρημένους χωρικούς της επαρχίας και αυτό γίνεται με την ηλεκτροδότηση, την υδροδότηση και με την εισβολή της τεχνολογίας στη ζωή τους. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για την Κατερίνα, η οποία θα απολαύσει στο μέγιστο τα οφέλη του ανερχόμενου κύματος της αστικοποίησης όταν θα μετακομίσει με την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη. Θα εξακολουθήσει όμως να δουλεύει και τότε σκληρά, καθώς έχει μεγαλώσει με τον φόβο ότι η σχετικά άνετη ζωή μπορεί να εξαφανιστεί εν ριπή οφθαλμού, κυριολεκτικά εν μία νυκτί. Και όπως αποδεικνύεται κατά τη νέα χιλιετία, δεν έχει, δυστυχώς, άδικο.

Πάνω από τις σελίδες του βιβλίου πλανάται σαν φάντασμα ένα αντιγερμανικό αίσθημα, καθώς και η οργή για την ευθύνη που έχουν οι πολιτικοί και οι δυνατοί για τα βάσανα των φτωχών και των σκληρά εργαζομένων αυτής της χώρας. Πρόκειται για μία αναδρομή στις ζωές μιας γενιάς η οποία σήμερα χάνεται, της γενιάς εκείνων που ήταν παιδιά στο '40 και πέτυχαν να ζήσουν σε όλα τα κομβικά γεγονότα του αιώνα που έφυγε.

Το βιβλίο παρουσιάζει ιστορικό και λαογραφικό ενδιαφέρον, αφού, πλην των πολιτικών ιστορικών γεγονότων και την επιρροή τους στις ζωές των απλών ανθρώπων, περιλαμβάνει αυτούσια διαγγέλματα σημαντικών πολιτικών προσώπων κατά τη διάρκεια της Κατοχής και της Δικτατορίας, όσο και δημοτικά τραγούδια και ποιήματα του λαού. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι παρουσιάζονται οι δυσκολίες τις οποίες συνάντησαν στην Κατοχή, όχι οι Αθηναίοι και οι άνθρωποι των πόλεων, όπως γίνεται κατά κόρον, αλλά οι άνθρωποι της επαρχίας, οι οποίοι μπορεί να μην πείνασαν τόσο, είχαν όμως να αντιμετωπίσουν άλλου είδους δυσκολίες.

Όλα αυτά σε ένα πόνημα εξαιρετικά καλογραμμένο και στρωτό στην ανάγνωση, το οποίο, χωρίς να αναλίσκεται σε κουραστικές περιγραφές, δίνει, εντούτοις, βάση και την πρέπουσα σημασία στα αισθήματα των ηρώων του.

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Ισμήνη Καπάνταη, Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης, εκδ. Ίκαρος, 2020, σελ.267


  

Το νέο βιβλίο της Ισμήνης Καπάνταη μας αφηγείται την ιστορία δύο οικογενειών στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Είναι ένα πόνημα το οποίο μπορεί άνετα να καταταγεί στον χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος, όπως δηλώνεται εμφανώς άλλωστε και στο εξώφυλλό του. Πάνω απ' όλα όμως, θα λέγαμε ότι είναι ένα βιβλίο ηθογραφικό, το οποίο απεικονίζει πολύ παραστατικά τα ήθη των Ελλήνων της εποχής.

Η πένα της συγγραφέως εστιάζει, αρχικά, στην αφήγηση της Πανωραίας, μιας κοπέλας συνδεδεμένης άρρηκτα με την οικογένεια των Καμπάσηδων, μια φαμελιά πλούσιων γαιοκτημόνων και ισχυρών της Αθήνας. Η Πανωραία θυμάται και μέσα από τις αναμνήσεις της παρουσιάζεται η ιστορία της δικής της οικογένειας, τόσο στενά δεμένης με την οικογένεια του Άρχοντα, του επικεφαλής της μεγάλης φαμελιάς των Καμπάσηδων.

 Οι Καμπάσηδες είναι αυτόχθονες, ανήκουν δηλαδή στην παράταξη των γηγενών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι οποίοι πολέμησαν του Τούρκους κατά τη διάρκεια της Αγώνα της Ανεξαρτησίας και, επομένως, προσδοκούν τώρα την ανταπόδοση από το ελληνικό κράτος. Επίσης, εχθρεύονται τους ετερόχθονες, αυτούς τους "τυχοδιώκτες", όπως τους αποκαλούν οι γηγενείς Έλληνες. Οι ετερόχθονες, οι Έλληνες του εξωτερικού, οι οποίοι ήρθαν στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση, προσδοκούν αξιώματα και οφέλη από το κράτος χωρίς να έχουν συνεισφέρει καθόλου στην απελευθέρωση της χώρας. Έτσι, τουλάχιστον, θεωρούν οι αυτόχθονες, με αποτέλεσμα οι δύο ομάδες να απαξιώνουν συνεχώς η μία την άλλη, για διαφορετικούς, κάθε φορά, λόγους.

Η ιστορία της Πανωραίας, της αδελφής της και του πατέρα της, ανθρώπων ζυμωμένων με τη φτώχεια και στο έλεος των Δυνατών του τόπου, είναι συγκλονιστική. Απεικονίζει επακριβώς την κοινωνική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μας κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά από την Ανεξαρτησία και θύμιζε, αναμφισβήτητα, περισσότερα την κατάσταση στην Τουρκοκρατία παρά στη σημερινή Ελλάδα.

Πολλά πράγματα, όμως, δεν έχουν αλλάξει από τότε. Απεναντίας μάλιστα. Η Ελλάδα του ρουσφετιού, της οικογενειοκρατίας, του πελατειακού συστήματος, ήταν, είναι και, απ' ότι φαίνεται, θα είναι για πολλά χρόνια ακόμη παρούσα. Οι αναλογίες, επομένως, με τη σύγχρονη κατάσταση, είναι ολοφάνερες.

Από την άλλη, παρουσιάζεται, και πάλι μέσα από τις σκέψεις της, η ιστορία της Φιορίνας Κουμάντη, μίας Ελληνίδας μεγαλωμένης στην Αγγλία, η οποία ήρθε κατόπιν στην Ελλάδα με τον σύζυγό της, και ανήκει, επομένως, στην παράταξη των ετεροχθόνων. Εξαιρετικά ενδιαφέρον, λοιπόν, το γεγονός ότι βλέπουμε και τη δική τους οπτική στα ελληνικά πράγματα, οπτική εκ διαμέτρου αντίθετη με εκείνη των αυτοχθόνων. Ο αναγνώστης δεν θα δυσκολευτεί διόλου να εντοπίσεις τις μεγάλες διαφορές στη νοοτροπία και τα ήθη μεταξύ των δύο παρατάξεων.

Η εποχή, μέσα στην οποία όλα αυτά διαδραματίζονται, είναι η περίοδος μέσα στην οποία διαδραματίζεται η Υπόθεση Πατσίφικο, τα Λαυρεωτικά, η δολοφονία του Καποδίστρια και η άφιξη της νέα δυναστείας που θα κυβερνήσει την Ελλάδα, μία εποχή δηλαδή, απανωτών αλλαγών και διαρκών ζυμώσεων.

Οι εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, οι οποίες φτάνουν στον αναγνώστη μέσα από τις σκέψεις των δύο γυναικών, προσφέρουν στον αναγνώστη μία συνεχιζόμενη διάλεξη του παρελθόντος με το παρόν. Η συγγραφέας δεν αφήνει κανένα χαρακτήρα τον οποίο να μην περιγράψει διεξοδικά, εξ ου και ο χαρακτηρισμός του πονήματος ως ηθογραφικού. Πάνω απ' όλα, την υπόθεση κινούν τα ανθρώπινα πάθη: ο φθόνος, ο έρωτας, η δίψα για εξουσία και χρήμα, η ανάγκη για κοινωνικοποίηση, η θέληση για επιβίωση, η απαίτηση για ένα καλό όνομα στην κοινωνία, η ταπείνωση και ο πόθος για εκδίκηση.

Η Ι.Κ. πλέκει αριστοτεχνικά τη λογοτεχνία, τον μύθο και την Ιστορία, με μία άκρως ευχάριστη, σχεδόν ηδονική, για τον αναγνώστη χρήση της ελληνικής γλώσσας, δημιουργώντας ήρωες τόσο αληθινούς και ανθρώπινους οι οποίοι θα μπορούσαν, αναντίρρητα, να είχαν υπάρξει τότε και, φυσικά, υπάρχουν παντού γύρω μας ακόμη και σήμερα.

Ιδελφόνσο Φαλκόνες, Οι κληρονόμοι της γης, εκδ. Πατάκη, 2020, σελ.883


 https://www.patakis.gr/product/642617/vivlia-logotexnia-pagkosmia-logotexnia/Oi-klhronomoi-ths-ghs/

Ένα θέμα πρωτότυπο και ασυνήθιστο για το ελληνικό κοινό προσφέρει η νέα αναγνωστική πρόταση του γνωστού Ισπανού Λογοτέχνη Ιδελφόνσο Φαλκόνες "Οι κληρονόμοι της γης". Μετά το αριστούργημά του "Η Παναγιά της Θάλασσας", ο Βαρκελωνέζος συγγραφέας επιστρέφει στην Ιστορία της γενέτειράς του, την οποία τόσο καλά γνωρίζει, και δημιουργεί μία νέα μυθιστορία που εκτυλίσσεται γύρω από τον μεγαλοπρεπή Καθεδρικό της Σάντα Μαρία ντελ Μαρ στη μεσαιωνική Βαρκελώνη του 1387.

Αν ρωτήσει κανείς καθηγητές Ιστορίας, αυτοί πιθανότατα θα πουν ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει κάποιος αρκούντως μία ιστορική περίοδο, από την ανάγνωση ιστορικών μυθιστορημάτων για τον εν λόγω αιώνα. Το ίδιο ισχύει τα μέγιστα και στην περίπτωση του βιβλίου "Οι Κληρονόμοι της γης". 

Λίγοι συγγραφείς έχουν την άνεση να ελίσσονται τόσο επιδέξια ανάμεσα στους δρόμους μιας μεσαιωνικής πόλης της Ευρώπης σαν να βρίσκονται οι ίδιοι εκεί και να μεταφέρουν την ίδια αίσθηση και στον αναγνώστη μέσα από την ανάγνωση. Ο Ι.Φ. κατορθώνει όχι μόνο να απεικονίσει ιδανικά την ανθρώπινη κοινωνία στον Ύστερο Μεσαίωνα, αλλά και να μπει μέσα στο μεδούλι της σκέψης του μεσαιωνικού ανθρώπου, τι ακριβώς σκέφτεται, τη γνωρίζει, τι θαυμάζει, τι φοβάται και τι πιστεύει ο μεσαιωνικός άνθρωπος. Και αυτό ακριβώς είναι που εισπράττει τελικά και ο ίδιο ο αναγνώστης: τη θρησκοληψία, τη δεισιδαιμονία, το μίσος για το διαφορετικό, τον διαρκή φόβο, τη φτώχεια, τη δουλεία, έτσι όπως ακριβώς τα βίωναν οι άνθρωποι τότε.

Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Βαρκελώνη από το  1387 ως και το 1423. Πρωταγωνιστής είναι ο Ούγο, ένα δωδεκάχρονο παιδί στην αρχή, του οποίου τον βίο και την πολιτεία παρακολουθούμε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, αφήνοντάς τον πλέον έναν ηλικιωμένο άντρα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.

Ο Ούγο έρχεται αντιμέτωπος στη ζωή του με όσες δυσκολίες θα αντιμετώπιζε και ένας κοινός άνθρωπος του λαού τον Μεσαίωνα: τη φτώχεια, την ορφάνια, τον λιμό, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό, τη δεισιδαιμονία, την οργή των δυνατών. Από την πρώτη κιόλας σελίδα παρακολουθούμε την προσπάθεια του ορφανού από πατέρα παιδιού να επιβιώσει και να πραγματοποιήσει το όνειρό του να γίνει φτασμένος ναυπηγός στις εγκαταστάσεις της εμπορικής και ναυτικής πόλης. Η ζωή δεν θα του κάνει το χατήρι και ο Ούγο θα αναγκαστεί τελικά να μάθει την τέχνη της αμπελουργίας κοντά σε Εβραίους.

Θα δημιουργήσει δική του οικογένεια, αλλά τίποτε στη ζωή του  δεν θα του έρθει όπως το θέλει. Αντίθετα, θα αγωνιστεί και θα παλέψει σκληρά σχεδόν σε όλη του τη ζωή για να κερδίσει μία θέση στον ήλιο.

Η πυρπόληση της εβραϊκής συνοικίας στη Βαρκελώνη, ο ανταγωνισμός της πόλης με την εμπορική Γένοβα, οι προσηλυτισμοί μουσουλμάνων και εβραίων, οι προσπάθειες των βασιλέων για να αποκτήσουν απογόνους, η λειτουργία των αδελφοτήτων γύρω από τη Σάντα Μαρία ντελ Μαρ, τα μεσαιωνικά βασανιστήρια και η Ιερά Εξέταση, όλα αυτά είναι ζητήματα που έχουν θέση στις σελίδες του βιβλίου αποτίοντας φόρο τιμής στην ιστορία του Μεσαίωνα.

Κοντά στην Ιστορία της Ιβηρικής χερσονήσου, την οποία τόσα απλόχερα μας γνωρίζει εδώ ο Φαλκόνες και τη Λογοτεχνία, ο συγγραφέας θίγει και ένα σωρό από "ευαίσθητα" κοινωνικά θέματα. Θέματα καθαρά μεσαιωνικά όπως τον αντισημιτισμό, τη θρησκοκηψία, τη δουλεία, την παντοδυναμία των ευγενών, όπως και θέματα διαχρονικά που απασχολούν και έναν άνθρωπο του σήμερα, δηλαδή τη φτώχεια, την καλοσύνη και την απονιά των ανθρώπων και κυρίως, την αδελφική και τη γονεϊκή αγάπη. Κεντρικό θέμα του βιβλίου αναδεικνύεται τελικά η υπέρτατη αγάπη που τρέφει ο γονιός προς το παιδί του και οι θυσίες στις οποίες είναι πρόθυμος να προβεί για αυτό.

Το δίχως άλλο, πρόκειται για ένα βιογραφικό έπος στο στυλ των μεγάλων ιστορικών μυθιστορημάτων που συνήθιζαν οι παλιοί καλοί συγγραφείς. Όσοι λάτρεψαν την Παναγιά της θάλασσας είναι σίγουρο ότι θα θελήσουν να το διαβάσουν, παρά το ογκώδες του μέγεθος, αλλά και όσοι θέλουν να γνωρίζουν καλύτερα τον ευρωπαϊκό μεσαιωνικό κόσμο, έναν κόσμο άπονο και σκληρό όπου κυριαρχούσε το μότο: Ο θάνατός σου η ζωή μου.

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Ρέθυμνο, σύντομη ιστορία μίας πόλης


 

     Το Ρέθυμνο, για πολλούς η πιο γραφική πόλη της Κρήτης, έχει μακραίωνη ιστορία. Συναντάται στις πηγές της Ιστορίας από την Υστερομινωική εποχή, δηλαδή από τα μέσα της δεύτερης π.Χ. χιλιετίας(1350-1250π.Χ.), με το προελληνικό όνομα Ρίθυμνα. Ήταν πόλη σημαντική και κατά τους μεταγενέστερους μυκηναϊκούς και αρχαίους χρόνους, με το ιερό της Ροκκαίας Αρτέμιδος να παίζει κομβικό ρόλο στην Ιστορία της Μεγαλονήσου.  Κατά τους ρωμαϊκούς και τους βυζαντινούς χρόνους η πόλη δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία, αφού μεγαλύτερη σημασία είχε η πόλη της Γόρτυνας στην Κρήτη. Κατελήφθη από τους Σαρακηνούς, Άραβες πειρατές το 843. Οι πειρατές ίδρυσαν εμιράτο στην Κρήτη και την κράτησαν υπό την κυριαρχία τους έως την απελευθέρωσή της από τον στρατηγό και μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρο Φωκά το 969 μ.Χ.

      Η σημασία του Ρεθύμνου αναβαθμίζεται μετά από την κατάκτηση της Κρήτης από τους Βενετούς, στις αρχές δηλαδή του 13ου αιώνα. Μετά από την τέταρτη σταυροφορία, την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και τον διαμελισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας σε πολλά φραγκικά κρατίδια, η Κρήτη περνάει στη δικαιοδοσία του αρχηγού της σταυροφορίας Βονιφάτιου Μομφερατικού, ο οποίος όμως θα πουλήσει την Κήτη στους Βενετούς για μόλις 1.000 αργυρά μάρκα. Οι Βενετοί θα κάνουν κάποια χρόνια για να την κατακτήσουν, αφού, όσο διαρκούσε η αγοραπωλησία, είχαν προλάβει να την αρπάξουν οι Γενουάτες.

      Η βενετική κατοχή της Κρήτης και του Ρεθύμνου ξεκινά επισήμως, λοιπόν, το 1211. Κατά τη διάρκειά της το Ρέθυμνο ήταν δεύτερη σε σπουδαιότητα πόλη στο νησί μετά τον Χάνδακα-δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα Χανιά επανιδρύθηκαν στη θέση των αρχαίων Κυδωνιών το μόλις 1252 από τους Βενετούς-. Σε όλη τη διάρκεια της βενετοκρατίας άκμασε εμπορικά και οικονομικά και ήταν πόλη σημαντική για τους Βενετούς εποίκους που άφησαν πολλά σημαντικά μνημεία, ευδιάκριτα μέχρι σήμερα στην πόλη. Τα πιο σημαντικά ήταν η μονή του Αγίου Φραγκίσκου, το περίφημο βενετσιάνικο ρολόι, τα τείχη της πόλης και η Φορτέτζα. Από όλα αυτά σώζεται σήμερα εν μέρει το πρώτο και η Φορτέτζα, δηλαδή το κάστρο, στο σύνολό της.

      Η Φορτέτζα χτίστηκε στα τέλη του 16ουαιώνα- συγκεκριμένα το 1573,- μετά από αλλεπάλληλες αιτήσεις των Ρεθυμνιωτών προς τη Βενετία για την κατασκευή ενός κάστρου το οποίο θα προστάτευε τον πληθυσμό της πόλης από πειρατικές επιδρομές που αφθονούσαν τότε στο Αιγαίο, όπως αυτή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1538, του Ντραγούτ Ρέϊς το 1562 και του Ουλούτζ Αλή το 1571. Το κάστρο όμως έμελε να πέσει στα χέρια των Οθωμανών, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τη βενετική κτήση της Κρήτης, το 1646. Τα Χανιά είχαν πέσει έναν χρόνο πρωτύτερα, το 1645 κατά το έτος όπου ξεκινούσε ο μακροχρόνιος Κρητικός Πόλεμος(1645-1669).

     Όταν έπεσε και ο Χάνδακας στα χέρια των Οθωμανών το 1669, η Κρήτη είχε σχεδόν καταστραφεί από τόσα χρόνια συνεχούς πολέμου, με αποτέλεσμα πολλοί κάτοικοι να εξισλαμιστούν εκούσια προκειμένου να μπορέσουν να επιβιώσουν. Το φαινόμενο αυτό έλαβε μεγάλη έκταση κυρίως στον Χάνδακα, ο οποίος και είχε καταστραφεί περισσότερο ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια πολιορκίας. Έτσι γεννήθηκαν οι περίφημοι Τουρκοκρητικοί, διαβόητοι για τη σκληρότητα και τον φανατισμό τους.

     Η Κρήτη όμως γνώρισε πάμπολλες επαναστάσεις οι οποίες στρέφονταν κατά των κατακτητών, τόσο κατά των Βενετών, όσο και κατά των Οθωμανών. Ενάντια στους Βενετούς πιο γνωστή ήταν στο Ρέθυμνο η συνωμοσία του Σήφη Βλαστού το 1454 και των Ψαρομηλίγκων το 1347. Η πιο γνωστή επανάσταση κατά των Βενετών, η οποία αφορούσε όμως όλη την Κρήτη και όχι μόνο το Ρέθυμνο, ήταν η επανάσταση του Αγίου Τίτου το 1363. Όλες αυτά τα κινήματα καταπνίγηκαν από τους Βενετούς, όπως και αυτά που έγιναν αργότερα κατά την τουρκοκρατία.

     Η Κρήτη ξεσηκώνεται και αυτή το 1821 στη διάρκεια της Παλιγγενεσίας, χωρίς όμως να καταφέρει να συμπεριληφθεί στο πρώτο ελληνικό κράτος. Έκτοτε, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι επαναστάσεις πυκνώνουν σε ολόκληρο το νησί, αφού η Κρήτη αποζητά απεγνωσμένα την ένωση με την Ελλάδα. Η επανάσταση στη Μονή του Αρκαδίου και το ολοκαύτωμά της το 1866 ήταν από τους σημαντικότερους ξεσηκωμούς και συγκίνησε ολόκληρη την Ευρώπη, όπως και οι βιαιοπραγίες των Τούρκων.

      Τελικά, οι Μεγάλες Δυνάμεις, αποφάσισαν να επέμβουν και χάρισαν την αυτονομία στην Κρήτη το 1897 μετά από μία ακόμη μεγάλη επανάσταση. Τότε ιδρύθηκε η Κρητική Πολιτεία και η Κρήτη χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής με τους Ιταλούς να παίρνουν τα Χανιά, τους Άγγλους τον Χάνδακα και τους Γάλλους το Λασίθι. Το Ρέθυμνο δόθηκε στους Ρώσους και οι νέοι κατακτητές αναχώρησαν το 1907. Αξίζει να σημειωθεί ότι το καμπαναριό της Μητρόπολης του Ρεθύμνου χτίστηκε κατά την περίοδο της ρωσικής κατοχής. Εκείνη την περίοδο αναφύεται, επίσης, και η χαρισματική προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου που δεσπόζει σε ολόκληρη την Κρήτη και η οποία θα καταφέρει να επιτύχει τελικά την ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα το 1913, μετά το αίσιο τέλος για τη χώρα του δεύτερου βαλκανικού πολέμου.

      Έκτοτε, η ιστορία της Κρήτης ταυτίζεται με εκείνη του ελληνικού κράτους. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου θα συνεισφέρει και το Ρέθυμνο στην πολύνεκρη Μάχη της Κρήτης τον Μάϊο του 1941 και κατόπιν θα γνωρίσει τη σκληρή γερμανική κατοχή, καθώς και την απελευθέρωση του 1945. Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε (1945-49) δεν έλαβε ευτυχώς μεγάλες διαστάσεις ούτε κόστισε πολλούς νεκρούς στο Ρέθυμνο και την Κρήτη γενικά. Σήμερα πλέον το Ρέθυμνο με τη Φορτέτζα του και τα μνημεία που άφησαν οι Οθωμανοί, κυρίως τζαμιά, αποτελεί ένα ελκυστικό τουριστικό προορισμό και αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής επικράτειας.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Θεοχάρη Δετοράκη, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο, 1990

-Κρητικές επαναστάσεις, περιοδικό σειρά παγκόσμια ιστορία, εκδ. Περισκόπιο

-Χρηστάκης Γιάννης, Πατεράκης Γεώργιος, Η Κρήτη και η ιστορία της, εκδ. Καλέντης, 1995

-Γάννης Γρυντάκης,  Η κατάκτηση της δυτικής Κρήτης από τους Τούρκους, Ρέθυμνο, 1998

-Σαραντινού Λεύκη, Λέων και Ημισέληνος, εκδ. Historical Quest, 2015

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

Ο Άγιος Βαλεντίνος, η Ιστορία και οι θρύλοι του


Είναι κοινώς παραδεκτό ότι, εμπορικά τουλάχιστον, η γιορτή των ερωτευμένων τοποθετείται στις 14 του Φλεβάρη, στη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου.Αυτή η ημερομηνία παραμένει μέχρι σήμερα ως η πιο δημοφιλής ημέρα εορτασμού για τους ερωτευμένους, παρά την προσπάθεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την εύρεση κάποιας άλλης ημερομηνίας, η οποία να συμπίπτει με την επέτειο μνήμης κάποιου ορθόδοξου Αγίου. Όλο το θέμα όμως της εορτής, των Αγίων και των λόγων για τους οποίους καθιερώθηκε έχει δεχτεί κατά καιρούς πολλές ερμηνείες.

Το μόνο σημείο σχετικά με τον εορτασμό της ημέρας των ερωτευμένων, το οποίο αποδέχονται όλοι ανεπιφύλακτα, είναι ότι η εορτή καθιερώθηκε τη δεκαετία του 1970 με πρωτοβουλία των ανθοπωλών, χωρίς όμως να καθιερωθεί και ως μέρα αργίας. Αυτό σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη εποχή. Ήταν, όμως, η ιδέα του εορτασμού μίας μέρας για τους ερωτευμένους σύγχρονη επινόηση;

Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, οι απαρχές της  εν λόγω εορτής ανάγονται στην ρωμαϊκή αρχαιότητα και στα λεγόμενα Λουπερκάλια, μία παγανιστική εορτή  για τη γονιμότητα, η οποία πήρε το όνομά της από τον Λουπέρκους, τον θεό προστάτη των κοπαδιών. Αυτός στην ελληνική μυθολογία ταυτιζόταν με τον θεό Φαύνο και αργότερα με τον θεό Πάνα. Αυτή η εορτή, η οποία εορταζόταν στις 15 Φεβρουαρίου, απαγορεύτηκε το 494 μ.Χ. από την Εκκλησία ως παγανιστική.

Ο ίδιος ο Άγιος Βαλεντίνος  παραμένει αινιγματικό πρόσωπο και δεν τον δέχονται όλοι και ως Άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο, οι περισσότεροι τον ταυτίζουν με τον Ουαλεντίνο τον Ιερομάρτυρα, ο οποίος θανατώθηκε από τους Ρωμαίους τον 3ο αιώνα μ.Χ και συγκεκριμένα το 270 μ.Χ.-κατ' άλλους το 273- από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο τον Γοτθικό (214-270μ.Χ.) επειδή τελούσε γάμους ανάμεσα σε χριστιανούς, θεμελιώνοντας έτσι την χριστιανική πίστη. Κάποιοι, για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, πιστεύουν ότι πάντρευε στρατιώτες οι οποίοι απαγορεύονταν να παντρευτούν χριστιανές. Άλλες πηγές παραδίδουν ως ημερομηνία θανάτου του το169 μ.Χ.ή το 269 μ.Χ. και ότι η μνήμη του ξεκίνησε να εορτάζεται  από το 496 μ.Χ.

Πολλοί θρύλοι είναι συνυφασμένοι με τη ζωή και τη δράση του Αγίου. Ένας θρύλος, για παράδειγμα, μας παραδίδει ότι, όσο ο Βαλεντίνος κρατούταν στη φυλακή, ερωτεύτηκε την τυφλή κόρη του δεσμοφύλακά του και της έστειλε ένα ερωτικό γράμμα με την υπογραφή: Με αγάπη από τον Βαλεντίνο σου. 

Ένας ακόμη θρύλος μας λέει ότι μία μέρα που ο Άγιος καλλιεργούσε τριαντάφυλλα στον κήπο του άκουσε ένα ζευγάρι να μαλώνει. Τότε τους προσέφερε το τριαντάφυλλο και τους ευλόγησε για να συμφιλιωθούν, πράγμα που έγινε, αφού λίγο αργότερα πάντρεψε το ζευγάρι.

 Τέλος, ένας άλλος θρύλος μας παραδίδει ότι ο Βαλεντίνος ήταν επίσκοπος ο οποίος ήρθε σε αντιπαράθεση με έναν δικαστή, τον Αστέριο, ο οποίος του έθεσε ως δοκιμασία να αποκαταστήσει την όραση της τυφλής του κόρης, κάτι το οποίο και έκανε. Τότε ο δικαστής του ζήτησε τι θα ήθελε σαν αντάλλαγμα και ο Βαλεντίνος του ζήτησε να σπάσει όλα τα αγάλματα των θεών των ειδωλολατρών και κατόπιν να βαφτιστεί, όπως και έγινε. Η μεταστροφή αυτή όμως δεν άρεσε στον αυτοκράτορα Κλαύδιο (10π.Χ.-54μ.Χ.), οπότε και έδωσε εντολή να θανατωθεί ο επίσκοπος με λιθοβολισμό.

Όπως και να' χει, αν ισχύει, πάντως, κάτι από τα παραπάνω, τότε ο Βαλεντίνος είναι και Ορθόδοξος Άγιος, αφού κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες η Καθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχαν χωριστεί ακόμη. Πράγματι, στα αρχαία μαρτυρολόγια της Εκκλησίας της Ρώμης, η 14η Φεβρουαρίου αναφέρεται ως ημέρα μνήμης του Μάρτυρα, χωρίς όμως να υπάρχουν λεπτομέρειες για τον βίο του.

Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι η εορτή ξεκίνησε τον Μεσαίωνα, ως εορτασμός ενός ή περισσότερων χριστιανών μαρτύρων οι οποίοι ονομάζονταν Βαλεντίνοι και μαρτύρησαν στις 14 του Φλεβάρη. Σύμφωνα με κάποιους, η πρώτη γραπτή αναφορά στην εορτή έγινε το 1382 στο ποίημα Το Κοινοβούλιο των Πτηνών (Parlement of Foules) του Άγγλου Λογοτέχνη Τζέφρι Τσόσερ.

Σύμφωνα με μία άλλη παράδοση, η εορτή καθιερώθηκε το έτος 1400 όταν μία ομάδα αριστοκρατών με αντιλήψεις γύρω από την ισότητα των φύλων, δημιούργησε μία οργάνωση προς τιμήν των γυναικών και του έρωτα, με την ονομασία "Ερωτική Αυλή". Επειδή η ημερομηνία ίδρυσης της οργάνωσης ήταν η 14η Φεβρουαρίου, η ημέρα που εορταζόταν η μνήμη του μάρτυρα Βαλεντίνου, καθιερώθηκε από τότε ως ημέρα γιορτής των ερωτευμένων.

Στο Άμλετ του Σαίξπηρ, πάντως υπάρχει αναφορά σχετικά με την εορτή, πράγμα το οποίο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, κατά τους νεώτερους ιστορικούς χρόνους η εορτή αυτή είχε πράγματι καθιερωθεί ήδη. Τον 19ο αιώνα πια η εορτή είχε διαδοθεί σε ολόκληρο τον αγγλοσαξονικό κόσμο και την Αμερική.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Βαλεντίνου του Πρεσβύτερου στις 6 Ιουλίου, ενώ του Ιερομάρτυρα Αγίου Βαλεντίνου στις 30 του ίδιου μήνα.

Για την εν λόγω εορτή, αξίζει να σημειωθεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πρότεινε να εορτάζεται ως μέρα των ερωτευμένων η 3η του Ιούλη, στη γιορτή του Αγίου Υακίνθου, χωρίς, πάντως, ο βίος του συγκεκριμένου Αγίου να είχε οποιαδήποτε σχέση με τον έρωτα. Ο Υάκινθος, ο οποίος καταγόταν από την Καισάρεια της Καπαδοκίας, έγινε χριστιανός και τιμωρήθηκε γι' αυτό από τον αυτοκράτορα Τραϊανό με φυλάκιση, χωρίς να του δίνουν καθόλου φαγητό. Πέθανε μετά από 40 μέρες.

Το 2000 όμως ο επίσκοπος Χριστόδουλος πρότεινε να καθιερωθεί ως ορθόδοξη εορτή για τους ερωτευμένους η 13η Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης των Αγίων Ακύλα και Πρίσκιλλα. Αυτό ήταν ένα ευσεβές ζευγάρι το οποίο ζούσε στην Κόρινθο και ακολούθησε τον Απόστολο Παύλο στις περιοδείες του. Σύμφωνα με ορισμένους αποκεφαλίστηκαν ως μάρτυρες, το τέλους τους όμως δεν επιβεβαιώνεται από τις πηγές.

Πολλές είναι οι διαφορετικές απόψεις για τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου, επομένως, και πολλές οι ημερομηνίες που προτείνονται. Το μόνο σίγουρο είναι, πάντως, ότι πρόκειται για εορτή με μακραίωνη ιστορία.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Σαν σήμερα για τη γιορτή των ερωτευμένων στο διαδίκτυο

-Συλλογικό, Όσα δεν γνωρίζατε για τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα, 500-1500, εκδ. Μεταίχμιο, 2020

-Καρζής Θεόδωρος, Η γυναίκα στον Μεσαίωνα: Χριστιανισμός-Δυτική Ευρώπη-Βυζάντιο-Ισλαμισμός, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1997

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Νάγια Δαλακούρα, Θράσσα, Η μάγισσα της Θράκης, εκδ. Κλειδάριθμος, 2021, σελ.397

 

http://www.klidarithmos.gr/thrassa

 
Κάτι από παραμύθι έχει η "Θράσσα", το νέο βιβλίο της Νάγιας Δαλακούρα, σαν όνειρο πασπαλισμένο με νεραϊδόσκονη, το οποίο βλέπει κανείς μία νύχτα με πανσέληνο στους πρόποδες του Σάος στη Σαμοθράκη...

Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού η "Θράσσα" περικλείει στις σελίδες της μάγισσες, οιωνοσκόπους και αινιγματικές φιγούρες, την απελευθέρωση μιας πανέμορφης αρχοντοπούλας από έναν γενναίο πολεμιστή, σκοτεινά δάση, πολέμους, μαγγανείες, σταυροφόρους και έναν δυνατό έρωτα, όλα τοποθετημένα σε μία μακρινή μεσαιωνική εποχή, όπως αυτή στην οποία εκτυλίσσονται συνήθως τα παραμύθια...

Μετά από "Το λιμάνι των χαμένων γυναικών" η Ν.Δ. επιστρέφει με τη "Θράσσα", προτιμώντας και πάλι να δώσει τον ρόλο του πρωταγωνιστή, όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά της, σε γυναίκες. Γυναίκες ξεχωριστές, αιθέριες σαν νεράιδες, δυνατές και μυστηριώδεις, με θέληση αδάμαστη, που γητεύουν όλα τα αρσενικά τα οποία θα τύχει να βρεθούν στον δρόμο τους και αναζητούν επίμονα την ταυτότητά τους, αλλά και τη θέση τους στον κύκλο της ζωής.

Πρωταγωνίστρια και εδώ, λοιπόν, είναι η μάγισσα της Θράκης, η Ζωή, μία αρχοντοπούλα, γέννημα θρέμμα της Μοσυνούπολης της Θράκης, η οποία κουβαλά ένα αινιγματικό παρελθόν.

Βρισκόμαστε στα 1206, σε καιρούς ιδιαίτερα ταραγμένους και σκοτεινούς, τότε που η Θράκη φιλοξενούσε μία πληθώρα από πολλές διαφορετικές εθνικότητες στα εδάφη της. Ρωμιοί, Βούλγαροι, Εβραίοι, Φράγκοι, Νορμανδοί, ακόμη και Ιωαννίτες ιππότες, αλλά και Ιταλοί έμποροι πέρασαν περιστασιακά από τη γη του Βάκχου.

Είναι η εποχή λίγο μετά από την Τέταρτη σταυροφορία και την Άλωση του 1204 της Κωνσταντινούπολης, τότε δηλαδή που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία καταλύεται για πρώτη φορά στη μακραίωνη ιστορία της από τους Φράγκους κατακτητές. Τότε ιδρύεται η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης και ο ελληνισμός γνωρίζει για πρώτη φορά τον κατακερματισμό μέσα από τα διάδοχα βυζαντινά κρατίδια αλλά και τα πάμπολλα βενετικά και φραγκικά κρατικά μορφώματα που δημιουργούνται στη Μικρά Ασία, τα νησιά του Αιγαίου και την ευρωπαϊκή χερσόνησο της Ελλάδας, τη Ρωμανία, όπως την ονόμαζαν οι Φράγκοι εκείνον τον καιρό.

Μέσα σε αυτούς τους ταραγμένους χρόνους, τους γεμάτους πολέμους και συγκρούσεις, στους οποίους ο ελληνισμός θα δημιουργήσει τη νέα του ταυτότητα, η πολυπολιτισμική περιοχή της Θράκης θα γίνει το μήλον της έριδος ανάμεσα σε Ρωμιούς, Βούλγαρους και Φράγκους.

Η αρχοντοπούλα Ζωή θα καταφέρει να επιβιώσει από τη λεηλασία της Μοσυνούπολης το 1206 από τους Βουλγάρους και θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο του Βούλγαρου Πέταρ, του σωτήρα της. Κανείς από τους δυο τους, όμως, δεν είναι αυτός που φαίνεται. Η περιήγησή τους στις γωνιές της Θράκης, από το αρχαίο λιμάνι της Μαρώνειας και το τετράγωνο φρούριο στα Κουμουτζηνά, μέχρι τη μυστικιστική Σαμοθράκη των Μεγάλων Θεών και την πολυεθνική Φιλιππούπολη, θα τους επιτρέψει να ανακαλύψουν άγνωστες πτυχές της ταυτότητάς τους.

Σε αναλογία με τη σύγχρονη εποχή, η οποία δεν απουσιάζει από το βιβλίο, εν έτει 2008, η ηλικιωμένη Λένη αναζητά κι αυτή στη σημερινή πόλη της Κομοτηνής την ταυτότητά της μέσα από τις ιστορίες των προγόνων της και τα κατάλοιπα του παρελθόντος που έφτασαν στην κατοχή της.

Από ιστορικής πλευράς πάντως, ο αναγνώστης θα συναντήσει στις σελίδες του βιβλίου πολλές σπουδαίες προσωπικότητες που σημάδεψαν με τη δράση τους τον 13ο αιώνα, όπως τον ιππότη Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο και τον Βούλγαρο τσάρο Ιωάννη Καλογιάννη. Αυτή τη φορά όμως η Ιστορία δεν συνδυάζεται μόνο με τη Λογοτεχνία, αλλά και με τη Μαγεία, η οποία προσδίδει στην Ιστορία μία αποκρυφιστική διάσταση, καθώς και μία αύρα μυστηρίου.

 Η Ιστορία, δηλαδή, δεν επικεντρώνεται στα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα, αλλά, κυρίως στην κοινωνία και την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Αναπόσπαστο κομμάτι της αποτελεί η Μαγεία, αναπόσπαστα συνδεδεμένη εκείνη την εποχή με τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων. Αρκτολατρεία, δενδρολατρεία, ανιμισμός, μαγγανεία, χειρομαντεία, λιθολατρεία και θεραπευτική βοτάνων, όλες οι μορφές δηλαδή της λαϊκής σοφίας, κατάλοιπα του παγανισμού που επιβίωσαν στη σκληροπυρηνική χριστιανική αυτή εποχή, συνδυάζονται αρμονικά με την πίστη στα Ιερά Λείψανα, τις Εικόνες και τους Αγίους. Το ατμοσφαιρικό παζλ της Μαγείας συμπληρώνεται από έννοιες και εικόνες στενά συνδεδεμένες στη λαϊκή μνήμη με τη μαγεία, όπως γάτες, καθρέφτες, φυλαχτά και ζώδια.

Το βιβλίο βρίθει από αντιθέσεις. Ακροβατεί ανάμεσα στην παγανιστική Αρχαιότητα και τον χριστιανικό Μεσαίωνα, ανάμεσα στη μαγεία και τη λογική, στη μοναξιά της φύσης και στην πολυκοσμία της πόλης, στο αρσενικό και το θηλυκό, στο παραμύθι και την ιστορία, στο πραγματικό και το υπερβατικό.

Ο λόγος της Ν.Δ. είναι μικροπερίοδος και ξεχειλίζει από συναίσθημα. Συνάμα, είναι ρεαλιστικός, μα και ατμοσφαιρικός και δίνει βαρύτητα στις περιγραφές, οι οποίες αποδεικνύονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιαιτέρως κινηματογραφικές, χαρίζοντας ζωντάνια και αμεσότητα στην αφήγηση.

Η δημιουργός, όμως, καταφέρνει να αποκρυσταλλώσει το δικό της ιδιότυπο και ξεχωριστό συγγραφικό ύφος. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, λόγω του ιστορικού του θέματος, η γραφή μοιάζει να περικλείει αλλά και να αποτυπώνει στο χαρτί, όλη την αγάπη και τον σεβασμό που τρέφει η συγγραφέας για την Ιστορία και την Αρχαιολογία, την επιστήμη της. Αυτό γίνεται ολοφάνερο στις γεμάτες πάθος περιγραφές της για κάθε τι παλιό που εμφανίζεται στις σελίδες της "Θράσσας", από παλιές εκκλησίες, φθαρμένες εικόνες και αραχνιασμένες καστροπολιτείες μέχρι αρχαία Ιερά και μισοερειπωμένα χάνια.

Πάντα δε στα βιβλία της Ν.Δ. ο έρωτας είναι σφοδρός, πιο δυνατός από κάθε λογική και φραγμό και είναι αυτός ο οποίος κινεί τα νήματα της γραφής και της υπόθεσης. Η συγγραφέας τον κρατάει σκόπιμα πλατωνικό και ανολοκλήρωτο για μεγάλο μέρος του βιβλίου, κορυφώνοντας έτσι την αδημονία του αναγνώστη μαζί με εκείνη των πρωταγωνιστών του.

Αναμφίβολα, ένα από τα λίγα βιβλία που αφορούν την Ιστορία της μεσαιωνικής Θράκης και τη Μαγεία του λαού της εποχής, αριστοτεχνικά δεμένο με το νήμα της καλής γραφής. Ένα γοητευτικό οδοιπορικό στη Θράκη του 13ου αιώνα που θα το θυμόμαστε με αγάπη.


Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Φαίδων Κυριακού, Η γκιλοτίνα του Ναυπλίου, εκδ. Κέδρος, 2020, σελ.474

 

https://www.kedros.gr/product/9019/gkilotina-nayplioy.html 

Είναι σπάνιο φαινόμενο για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα να προσφέρει στο αναγνωστικό του κοινό μία τόσο δυνατή αναγνωστική εμπειρία που να περιλαμβάνει μία τόσο έξυπνα στημένη πλοκή, πλούτο συναισθημάτων και γεγονότων, αλλά και συγκινητικό τέλος, από το πρώτο του κιόλας βιβλίο. Κι όμως, ο Φαίδων Κυριακού με το βιβλίο του "Η γκιλοτίνα του Ναυπλίου" αποτελεί μία τέτοια ακριβώς περίπτωση, η οποία υπόσχεται, αν μη τι άλλο, ένα λαμπρό συγγραφικό μέλλον για τον δημιουργό της.

Ο Φ.Κ. παραμονεύει στα σκοτεινά, σαν ιαγουάρος, προκειμένου να αφουγκραστεί τις πιο μύχιες σκέψεις και την ψυχολογία δύο ανθρώπων στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής τους: εκείνη πριν την εκτέλεση της καταδίκης του σε θάνατο στην γκιλοτίνα του Ναυπλίου εν έτει 1872. 

Θεωρητικά, όλη η υπόθεση εξελίσσεται στη διάρκεια των πέντε τελευταίων ημερών της ζωής των δύο θανατοποινιτών μέσα στο χειρότερο δεσμωτήριο της χώρας, εκείνο του φρουρίου στο Παλαμήδι. Πρακτικά, όμως, αυτή μεταφέρεται σε όλα τα μέρη όπου έζησαν οι δύο θανατοποινίτες, ο Πάρις και ο Λιανός, μέσα από την αφήγηση των ζωών τους, στην οποία προβαίνει ο ένας στον άλλο στην προσπάθειά τους να διασκεδάσουν τον λιγοστό χρόνο που τους απομένει σε αυτόν τον κόσμο. 

Πρόκειται για εκ βαθέων εξομολογήσεις, οι οποίες θυμίζουν το De Profoundis του Όσκαρ Ουάιλντ, αλλά συνδυασμένες με δράση καταιγιστική. Οι ζωές των δύο ανδρών διασταυρώθηκαν πολλάκις με τη Ιστορία η οποία όρισε τις ζωές τους χωρίς να τους ρωτήσει. Μέσα από αυτές σχηματίζεται το ψηφιδωτό των ιστορικών γεγονότων ολόκληρου του 19ου αιώνα σε Ελλάδα και Γαλλία.

Ο μεν Πάρις, Ελληνογάλλος που μεγάλωσε στη Μήλο, μετά τον θάνατο των γονιών του, αποφασίζει να ταξιδέψει στη γενέτειρα του πατέρα του, το Παρίσι. Εκεί θα δουλέψει στο Μουσείο του Λούβρου, θα αναμειχθεί στο Φιλελληνικό Κίνημα και η ζωή του θα αλλάξει ριζικά, με αποτέλεσμα να μην ξαναγυρίσει στην Ελλάδα, παρά μόνο στο τέλος της ζωής του.

Ο δε Ανέστης Ρίζος, με το παρατσούκλι Λιανός, με καταγωγή από τη Χίο, θα ζήσει μία δύσκολη ζωή εξαιτίας της ατυχίας του να είναι παρών στην περίφημη Σφαγή το 1822, η οποία θα σημαδέψει ανεξίτηλα την μετέπειτα πορεία του. Θυμωμένος με τη ζωή που του αρνήθηκε την ευτυχία, θα μπλεχτεί στα γρανάζια της Ελληνικής Επανάστασης, όντας παιδάκι ακόμη και θα αναπτύξει μία ανταγωνιστική σχέση με το ελληνικό κράτος κατά τη δύσκολη ενηλικίωσή του.

Οι δύο άντρες διαφέρουν εκ διαμέτρου μεταξύ τους. Ο Πάρις είναι εσωστρεφής, ευαίσθητος και δείχνει να τρέμει και να αδυνατεί να συμβιβαστεί με το αναπόφευκτο τέλος του. Ο Λιανός, από την άλλη, φαίνεται να έχει αποδεχτεί την αποτρόπαια μοίρα του, συχνά όμως δείχνει εκνευριστικά φλεγματικός, αναίσθητος και μυστηριώδης. Ο Πάρις είναι ένας καλλιεργημένος κοσμοπολίτης, ενώ ο Λιανός μοιάζει με αγροίκο χωριάτη. Κι όμως, και οι δυο άντρες κρύβουν περισσότερα απ' ότι φαίνεται εξαρχής και είναι αρκετά ρεαλιστές και γενναίοι ώστε να αναγνωρίζουν τα λάθη και τις ευθύνες τους...

Το φινάλε είναι απροσδόκητο και προσφέρει τιμωρία και κάθαρση μαζί. Ο συγγραφέας σκοπίμως φροντίζει να μην αποκαλύψει από την αρχή του βιβλίου τον λόγο για τον οποίο οι δύο άντρες έχουν καταδικαστεί με την εσχάτη των ποινών. Αυτό αποτελεί μία έξοχη μυθιστορηματική τεχνική, η οποία κρατάει τον αναγνώστη σε αγωνία και εξάπτει την περιέργειά του. Αποτελεί δε, τον πρώτο από τους τρεις πολύ καλούς λόγους που μπορεί να βρει κανείς για να διαβάσει το εν λόγω πόνημα.

Ο δεύτερος είναι η ίδια η Ιστορία. Ο αναγνώστης, περιδιαβαίνοντας τις σελίδες του βιβλίου θα γνωρίσει μεγάλες προσωπικότητες της Ιστορίας, όπως ο Ευγένιος Ντελακρουά και ο Λουί Μπράιγ και θα γίνει μάρτυρας κορυφαίων στιγμών στην Ευρωπαϊκή και την Ελληνική Ιστορία του 19ου αιώνα: την ανασκαφή του αγάλματος της Αφροδίτης στη Μήλο, τη Σφαγή στη Χίο, τη ζωή στα βουνά με τους ξεσηκωμένους Έλληνες στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, το Φιλελληνικό Κίνημα στο Παρίσι, την επανάσταση του 1848 στη γαλλική πρωτεύουσα και τη Σφαγή στο Δήλεσι το 1870. Όλα αυτά είναι γεγονότα τα οποία ενσωματώνονται αρμονικά στον κορμό της αφήγησης και περιγράφονται εναργώς.

Ο τρίτος είναι η λογοτεχνία και το ψυχογράφημα το οποίο επιχειρεί ο δημιουργός για τους πρωταγωνιστές του. Ο λόγος του Φ.Κ., ο οποίος εναλλάσσει την πρωτοπρόσωπη με την τριτοπρόσωπη αφήγηση, μιλάει απευθείας στην καρδιά του αναγνώστη, είναι κινηματογραφικός και περιγραφικός, μα, πάνω απ' όλα, γεννά όλων των ειδών τα συναισθήματα για τις ζωές και τη δύστηνη μοίρα των δύο αντρών. Ο αναγνώστης καταλήγει να συμπαθεί τους δυο καταδικασμένους και να θλίβεται με το αναπότρεπτο τέλος τους. Μέχρι την τελευταία στιγμή, εύχεται να αλλάξει κάτι και να ακυρωθεί η εκτέλεσή τους, την οποία κι αυτός μοιάζει να τρέμει όσο και οι ίδιοι. Σπανίως ένα βιβλίο θα μας κάνει να σκεφτούμε τόσο πολύ τη ζωή και τον θάνατο, τον δικό τους, αλλά και τον δικό μας, ως ζεύγη από τη μία αντιθετικά, μα από την άλλη, παραδόξως, και συμπληρωματικά. 

Εν κατακλείδι, όλα όσα θέλει να μας πει ο συγγραφέας μέσα από τις τραγικές ιστορίες των δύο ηρώων του, συνοψίζεται στη φράση: Το τίμημα της ζωής είναι ο θάνατος. Όχι ο δικός μας θάνατος, παρά ο θάνατος των ανθρώπων που αγαπάμε.

 

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...