Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Παναγιώτης Νάννος, Αγία Θάλασσα, εκδ. Ελληνικά γράμματα

 

 

"Γλυκιά και αλμυρή. Χαϊδεμένη, συνάμα άγρια, σωστή γυναίκα. Άμα τη νιώσεις πραγματικά, την ερωτεύεσαι βαθιά. Τόσο που δεν μπορείς ούτε μία μέρα να ζήσεις μακριά της...{...} Αγία είναι. Και την παρακαλώ να με πάρει επίτροπο στην εκκλησιά της".

Αυτή είναι η Αγία Θάλασσα έτσι όπως την παρουσιάζει στο βιβλίο ο ερωτευμένος μαζί της και ηλικιωμένος καπετάν Γιακουμής. Και αυτή ακριβώς η Αγία Θάλασσα είναι που θα καταφέρει να μαγνητίσει και τον Φάνη, έναν τεχνοκράτη γύρω στα σαράντα, ο οποίος φαίνεται να έχει απολέσει προ πολλού τη χαρά και το νόημα της ζωής. 

Μαθημένος αλλιώς, να ασχολείται μονάχα με χρήματα, χρηματιστήρια και τράπεζες, στο ανώνυμο και απομονωμένο ακριτικό νησί του Αιγαίου όπου θα βρεθεί, θα γνωρίσει εκ νέου όλα όσα είχε αποδιώξει μέχρι τώρα από τη ζωή του: τις αληθινές ανθρώπινες σχέσεις, την ελευθερία του να κάνεις ό,τι θέλεις όταν το θέλεις, τη χαλάρωση, την αγάπη, τις αληθινές γεύσεις, την ηρεμία και τη μαγεία που χαρίζει ένα πρωινό μπάνιο στη θάλασσα και, πάνω απ' όλα, τον έρωτα.

Ο τελευταίος θα βρεθεί στο πρόσωπο της Ελευθερίας, μίας τριανταεπτάχρονης κοπέλας, που γνωρίζει την αξία της ζωής και ξέρει να ζει κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία της.

Μπορούν άραγε οι δυο αυτοί τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι να έχουν μαζί ένα κοινό μέλλον; Θα μπορέσει ο Φάνης να αφήσει πίσω την παλιά του ζωή και να μάθει επιτέλους να ζει αληθινά;

Με την ιδιαίτερη γραφή του και με τον μικροπερίοδο λόγο του που προσιδιάζει κάπου κάπου περισσότερο σε έπος και ποίημα, παρά σε μυθιστόρημα, ο Παναγιώτης Νάννος καταφέρνει, με τη μυθιστορία που πλάθει, να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Κυρίως όμως, θα καταφέρει να τον βάλει να στοχαστεί και πάνω στη δική του ζωή, με αφορμή τη ζωή του πρωτευουσιάνου Φάνη από τη μία και, των ελεύθερων νησιωτών από την άλλη. Διότι η αλήθεια είναι ότι πολλοί από εμάς έχουμε ξεχάσει να ζούμε, όπως ο Φάνης. Το καλοκαιρινό, επομένως, αυτό μυθιστόρημα, με τα χρώματα και τα αρώματα του Αιγαίου, είναι ότι πρέπει προκειμένου να σκεφτούμε και να αναθεωρήσουμε ενδεχομένως κάποια πράγματα στη ζωή μας.

 

«Ο χρόνος είναι δώρο ανεκτίμητο. Οι παλιότεροι νομίζουν ότι συνέχεια θα ξημερώνει. Δεν υποψιάζονται ότι αυτό που έχει αρχή, έχει μέση, έχει και τέλος. Ότι θα ’ρθει η στιγμή όπου το ρολόι θα σταματήσει και δεν θα ξημερώσει άλλη αυγή. Το χρήμα μπορείς να το μαζεύεις ή να το σκορπάς καταπώς ορίζεις, ο χρόνος όμως δεν είναι χρήμα για να μπαίνει σε βιβλιάρια καταθέσεων. Ή που θα ζήσεις κάθε στιγμή την κάθε μέρα στα γεμάτα, ή που θα κυλούν άδειοι οι μήνες και τα χρόνια».

Μπορεί το μυθιστορηματικό αυτό μοτίβο να μην είναι πρωτότυπο, είναι όμως ο τρόπος που το χειρίζεται ο συγγραφέας και η γραφή του αυτά που κάνουν το βιβλίο να αξίζει. Για κάθε Έλληνα, εξάλλου, η Θάλασσα, η οποία τόσο σημαντικό ρόλο έχει παίξει στη ζωή και την Ιστορία μας, δεν μπορεί να είναι παρά μία Αγία.

 

Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

Ιωάννα Παρβουλέσκου, Η ζωή ξεκινάει την Παρασκευή, εκδ. Βακχικόν

 

Ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο για μία χώρα που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στη Λογοτεχνία υπογράφει η Ρουμάνα βραβευμένη συγγραφέας Ιωάννα Παρβουλέσκου. Η  Παρβουλέσκου είναι καθηγήτρια Σύγχρονης Λογοτεχνίας σε πανεπιστήμιο της χώρας της και το έργο της «Η ζωή ξεκινάει την Παρασκευή» απέσπασε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2013. Στα ελληνικά εκδόθηκε το 2021 σε μετάφραση της Άντζελας Μπράτσου.

 

Συνήθως, τα βιβλία που διαβάζουμε για τη Ρουμανία αφορούν την εποχή του κομμουνισμού και το βίαιο καθεστώς Τσαουσέσκου. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, όμως, η υπόθεση διαδραματίζεται σε πολύ παλιότερη εποχή, στα τέλη του 19ου αιώνα. Για την ακρίβεια, όλη η εξέλιξη της υπόθεσης του βιβλίου λαμβάνει χώρα σε δεκατρείς μόλις μέρες του 1897: από την Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου μέχρι και την Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου. Η περιγραφή κάθε μίας από τις μέρες συνιστά και ένα αυτοτελές κεφάλαιο.

 

Όλα ξεκινούν όταν ένας άνδρας εντοπίζεται δολοφονημένος σε ένα δάσος πλησίον του Βουκουρεστίου. Οι ύποπτοι για τον θάνατό του είναι πολλοί και οι θεωρίες για τις οποίες έλαβε χώρα ο φόνος εξίσου πολλές.

 

« «Νεαρός αριστοκράτης βρέθηκε δολοφονημένος πλησίον του δάσους Μπανεάσα». Ο αρχισυντάκτης της Univesul είχε χάσει τον αέρα της γραφής του. Ήταν το καθαρό μυαλό της εφημερίδας, έλεγχε, διόρθωνε, αλλά σπάνια έπιανε πια την πένα να γράψει, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον χάρηκε που είχε βρει τον τίτλο με την πρώτη, αν και δίστασε ανάμεσα στα «μπογιάρος», «ευγενής», «καλής οικογένειας» και «αριστοκράτης», το οποίο και τελικά επικράτησε. Με τους τίτλους αυτά του συνέβαιναν: είτε του έρχονταν από την αρχή, είτε δεν του έρχονταν τίποτε και έπρεπε να συμβουλευτεί τους συναδέλφους του».

 

 Απλή δολοφονία χωρίς άλλα κίνητρα; Εκδήλωση ψυχασθένειας από μέρους του δολοφόνου; Ή μήπως κάτι άλλο κρύβεται τελικά από πίσω; Οι αστυνομικοί και οι δημοσιογράφοι έχουν τον πρώτο λόγο, ενώ σημαντικό ρόλο στην όλη υπόθεση φαίνεται να παίζει και ο οκτάχρονος πακετάς Νίκου, καθώς και ένας γιατρός με την κόρη του.

 

Το «Η ζωή ξεκινάει την Παρασκευή» είναι επομένως ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Όχι μόνο όμως. Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση αυτή είναι ότι το πόνημα της Παρβουλέσκου δεν εντάσσεται σε μία μονάχα κατηγορία της Λογοτεχνίας. Αντιθέτως, μπορεί να θεωρηθεί, εκτός από αστυνομικό μυθιστόρημα, συγχρόνως και ιστορικό, αφού απεικονίζει έξοχα τη ζωή στο Μικρό Παρίσι των Βαλκανίων, το Βουκουρέστι, στα τέλη του 19ου  αιώνα. Μπορεί να θεωρηθεί επίσης και ως μυθιστόρημα φαντασίας ή απλώς ένα μυθιστόρημα με ψυχογραφικές προεκτάσεις, αφού ρίχνει ιδιαίτερο βάρος στην περιγραφή  ανθρώπινων χαρακτήρων και των συναισθημάτων τους.

 

Έντονα περιγραφική παρουσιάζεται επίσης η συγγραφέας και σε ό,τι αφορά το ίδιο το Βουκουρέστι και μάλιστα σε χριστουγεννιάτικη, γιορτινή ατμόσφαιρα.  Το δίχως άλλο, ο αναγνώστης θα νοιώσει ορισμένες φορές καθώς  γυρνά τις σελίδες του βιβλίου ότι παρακολουθεί μία ταινία εποχής.

 

Το βιβλίο αυτό δεν θα μοιάζει με τίποτε απ’ όσα έχετε διαβάσει μέχρι στιγμής, το περίεργο όμως είναι πως ακόμη και ένας Ρουμάνος αναγνώστης θα κατέληγε στην ίδια διαπίστωση. Διότι η γραφή και το αφηγηματικό στυλ της Παρβουλέσκου είναι πραγματικά κάτι εντελώς ιδιαίτερο και ξεχωριστό. Γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν, αξίζει να του δώσουμε μία ευκαιρία να μας ταξιδέψει στον χωροχρόνο.

Albert Bertran Bas, Εκεί που πεθαίνει ο άνεμος, εκδ. Κλειδάριθμος

 

Ο ισπανικός εμφύλιος του 1936-39 παραμένει ένα μελανό σημείο της σύγχρονης ισπανικής ιστορίας, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον δικό μας εμφύλιο πόλεμο. Βιβλία για τον ισπανικό εμφύλιο έχουν γραφτεί πολλά. Εξίσου τόσα έχουν μεταφραστεί και στη γλώσσα μας, έτσι ώστε να είναι προσιτά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Μέχρι στιγμής, όμως, δεν έτυχε να διαβάσω πιο αντικειμενικό-και πιο ωραίο συνάμα- ιστορικό μυθιστόρημα για το συγκεκριμένο θέμα, από το «Εκεί που πεθαίνει ο άνεμος» του πρωτοεμφανιζόμενου Καταλανού συγγραφέα Άλμπερτ  Μπετράν Μπας.

 

Τα περισσότερα ιστορικά μυθιστορήματα για τον ισπανικό εμφύλιο πραγματεύονται τα εγκλήματα των φασιστών του Φράνκο, κυρίως επειδή οι τελευταίοι είχαν συμμαχήσει με τον Χίτλερ, αλλά και επειδή ήταν οι νικητές του πολέμου και είχαν άφθονα χρόνια στη διάθεσή τους προκειμένου να συνεχίσουν να εγκληματούν εις βάρος των αντιφρονούντων, κατά τη διάρκεια της μακράς δικτατορίας του Φράνκο που ακολούθησε τον εμφύλιο στην Ισπανία.

 

Το συγκεκριμένο, όμως, βιβλίο, δεν διστάζει να κατονομάσει και τα εγκλήματα των δημοκρατικών, τα οποία ήταν κι αυτά ουκ ολίγα, ιδίως κατά την αρχική περίοδο του εμφυλίου, όταν αυτοί, δηλαδή, επικρατούσαν ακόμη ενάντια στους φασίστες. Η στάση του συγγραφέα όμως, αλλά και του κεντρικού ήρωα του βιβλίου του, του Όμηρου, είναι ακριβώς αυτή που απαγορεύεται να έχει κάποιος σε έναν εμφύλιο πόλεμο: η ουδέτερη. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ο Όμηρος θα υποφέρει τα μάλα στον φρικτό αυτόν αδελφοκτόνο πόλεμο. Διότι, όπως ισχύει δυστυχώς σε αυτές τις περιπτώσεις, ισχύει το μότο: «Αν δεν είσαι μαζί μας, είσαι εναντίον μας».

 

Ο Όμηρος είναι ένας δεκαπεντάχρονος νέος που μένει στη Βαρκελώνη, όταν θα τον βρει απροετοίμαστο ο όλεθρος του εμφυλίου, εν έτει 1937. Ο πόλεμος θα είναι υπεύθυνος αρχικά για τον χαμό του πατέρα του Ομήρου και για τη συνακόλουθη φυγή του νέου μαζί με τη μητέρα του προς τη Γαλλία, διαμέσου των Πυρηναίων. Η απόδραση όμως θα αποτύχει και ο Όμηρος θα βρεθεί ορφανός και καταδιωγμένος.

 

Τη ζωή του θα σώσει μία νεαρή χωρική των Πυρηναίων, άσσος στο σημάδι, η Χλόη. Οι δύο νέοι θα ερωτευτούν, αλλά ο πόλεμος δεν θα τους αφήσει να ζήσουν τη ζωή που ποθούν και θα τους χωρίσει. Θα αναγκαστούν και οι δυο τους πολλάκις να κάνουν συνεχώς νέες αρχές στη ζωή τους, αρχές όμως που είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, όσο ο ζόφος του πολέμου αγριεύει γύρω τους.

 

Ο Όμηρος και η Χλόη είναι οι τραγικές φιγούρες ενός φρικτού εμφυλίου πολέμου, οι οποίες αντιπροσωπεύουν έναν λαό που υποφέρει τα πάνδεινα και ποθεί διακαώς την ειρήνη με οποιοδήποτε τίμημα. «Γιατί αν χρησιμεύει σε κάτι ο πόλεμος, είναι σε αυτό. Στο να λαχταράς την ειρήνη», μας λέει ο συγγραφέας με έντονα φιλοσοφική διάθεση δια μέσου της προσωπικής αφήγησης των δεινών του Ομήρου.

 

Αυτό που θα σώσει τελικά τον Όμηρο θα είναι η αγάπη του για τη μουσική και τη λογοτεχνία- ο νεαρός παίζει κιθάρα και είναι λάτρης των περιπετειών του Ιούλιου Βερν. Κάποιες ρήσεις από τα έργα του μεγάλου λογοτέχνη διανθίζουν πολύ επιτυχημένα μερικές σελίδες του βιβλίου και προδίδουν τον ευαίσθητο  ψυχισμό ενός ήρωα προορισμένου να υποφέρει όχι εξ’ αιτίας των επιλογών του, αλλά εξ’ αιτίας των δυσμενών συνθηκών που δημιουργεί ο κόσμος που καταρρέει τριγύρω του. 

 

Ο Όμηρος, θέλοντας και μη, θα καταλήξει στο παρακάτω συμπέρασμα: «Μπορεί να παλεύεις για τα ιδανικά σου, αλλά ποτέ να μην πεθαίνεις γι’ αυτά. Ο θάνατος δεν έχει νόημα γα τίποτα, ούτε καν για τη ζωή». Νιώθοντας προδομένος από παντού, θα καταλήξει να απαρνηθεί αμφότερες τις παρατάξεις του αδελφοκτόνου αυτού πολέμου.

 

Ο Μπας, πέρα από μία γλαφυρότατη περιγραφή των δεινών του πολέμου για τον άμαχο πληθυσμό, μας δίνει και ένα εξαιρετικά μάθημα Ιστορίας δια μέσου της έξοχης λογοτεχνικής πένας του και προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό του ένα μυθιστόρημα βίαιης και απότομης ενηλικίωσης, επιβεβαιώνοντας την καλή φήμη που έχουν ως λογοτέχνες οι ισπανόφωνοι συγγραφείς:

 

«Υπάρχουν στιγμές που ξέρεις ότι μεγαλώνεις. Στιγμές που καταγράφονται μέσα σου για να σου θυμίζουν ότι το παιδί που υπήρξες κάποτε δεν θα επιστρέψει ποτέ. Στην πραγματικότητα, δεν θέλεις να επιστρέψει γιατί ξέρεις ότι θα υποφέρει μόνο. Γίνεται ο μεγαλύτερος αδελφός μιας παλιάς εκδοχής του εαυτού σου. Πρέπει να ξεπεράσεις αυτόν τον πόνο, καθώς και να μάθεις να ζεις με αυτόν».

 

Πρόκειται, εν κατακλείδι, για ένα σφόδρα αντιπολεμικό βιβλίο, το οποίο διαβάζεται κυριολεκτικά απνευστί και προορίζεται να συναρπάσει με την καταιγιστική και γεμάτη ανατροπές υπόθεσή του τόσο τους λάτρεις του ιστορικού μυθιστορήματος όσο και εκείνους της καλής ξένης λογοτεχνίας.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

Καρίνα Σαϊνθ Μπόργο, Θα ΄ναι νύχτα στο Καράκας, εκδ. Πατάκη

 

 

Πάντα θα είναι νύχτα στο Καράκας. Και το ξημέρωμα δεν διαφαίνεται, δυστυχώς, σύντομα στον ορίζοντα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 οι κάτοικοι της Βενεζουέλας ζουν σε μόνιμο καθεστώς φόβου, μέσα στο χάος, την οικονομική ανέχεια, την ακυβερνησία και την ανασφάλεια, επιβεβαιώνοντας τη φήμη του εμφύλιου χάους που συνοδεύει όλες σχεδόν τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.

 

Αυτή είναι η πραγματικότητα στην οποία ζει η Αδελαΐδα, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, της πρωτοεμφανιζόμενης στον χώρο του μυθιστορήματος συγγραφέως Καρίνα Σάινθ Μπόργο από τη Βενεζουέλα της Λατινικής Αμερικής. Το μυθιστόρημά της είναι ένα από τα πιο δυνατά αντιπολεμικά βιβλία που έχουν γραφτεί προσφάτως. Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο παρουσιάζει από πρώτο χέρι τις φρούδες ελπίδες που σκορπούν οι πολιτικοί προκειμένου να ανέλθουν στην εξουσία στον απλό κόσμο. Αυτός όμως δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο, παρά να συνεχίσει να ελπίζει και να ονειρεύεται έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο.

 

«Υποσχέθηκαν. Ότι ποτέ κανένας δε θα μας έκλεβε, ότι όλα θα ήταν για τον λαό, ότι καθένας θα είχε το σπίτι των ονείρων του, ότι κανένα κακό δε θα συνέβαινε ξανά. Υποσχέθηκαν μέχρι κορεσμού».

 

Η αυλαία του μυθιστορήματος ανοίγει με έναν θάνατο, ειρηνικό σε σχέση με όσους θα ακολουθήσουν. Πρόκειται για τον θάνατο της μητέρας της πρωταγωνίστριας που έπασχε από Αλτσχάιμερ. Όταν συμβαίνει αυτό η ηρωίδα είναι μόλις τριάντα οκτώ ετών. Ακριβώς τότε αρχίζει να επιδεινώνεται η πολιτική κατάσταση στη χώρα. Όταν η νεαρή γυναίκα θα βρει νεκρή και τη γειτόνισσα από το διπλανό σπίτι εξ’ αιτίας των ταραχών θα συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει σωτηρία, ούτε για την ίδια, αλλά ούτε και για την χώρα της. Θα αναγκαστεί να αλλάξει την ταυτότητά της με εκείνη της νεκρής γειτόνισσάς της, προκειμένου να φύγει από τη χώρα και να βρεθεί στη Μαδρίτη, μακριά από όλον αυτόν τον χαλασμό. Κατά πόσον, όμως, είναι έτοιμη να προβεί στο απονενοημένο αυτό διάβημα και να απαρνηθεί την αληθινή της ταυτότητα;

 

«Από πού αρχίζει ένας άνθρωπος να λέει ψέματα; Από το όνομα; Από την έκφραση του προσώπου; Από τις αναμνήσεις; Μήπως από τα λόγια;

Για να δώσω φωνή στην Αουρόρα Περάλτα, έπρεπε να τη ρευστοποιήσω μέσα μου, να την αφομοιώσω ώσπου να μοιάσω τη μακρινή ιδέα που είχα στο κεφάλι μου γι’ αυτήν. Η μεταμόρφωσή μου σε Αουρόρα Περάλτα μου επέβαλλε μια μονομαχία με τον εαυτό μου».

 

Η άρνηση της αληθινής της ταυτότητας ήταν το τελευταίο μέσο που μπόρεσε να χρησιμοποιήσει η ηρωίδα, αφού προηγουμένως έκανε τα πάντα προκειμένου να επιβιώσει σε έναν φλεγόμενο και βιαίως μεταλλασσόμενο κόσμο. Γνώρισε τη βία από πρώτο χέρι σε πολλές μορφές. Πείνασε. Έτρεμε διαρκώς. Δίψασε. Έκλεψε. Φοβήθηκε. Αδιαφόρησε για τα δεινά των άλλων. Έμεινε κρυμμένη ολόκληρα μερόνυχτα. Και τόλμησε να κάνει όσα δεν φανταζόταν ποτέ ότι μπορούσε να κάνει. Η φίλη της η Άνα και ο αδελφός της ο Σαντιάγο τη βοήθησαν αρκετές φορές, αλλά κινδύνευαν παράλληλα και αυτοί και δεν μπορούσαν να υποσχεθούν μόνιμη σωτηρία. Μέσα στην απελπισία της, πολλές φορές απευθύνθηκε στη νεκρή μητέρα της:

 

«Όσο εσύ χαροπάλευες, η χώρα αποτρελάθηκε. Για να ζήσουμε αναγκαστήκαμε να κάνουμε πράγματα  που δε φανταστήκαμε ποτέ ότι θα φτάναμε να κάνουμε: να κλέβουμε ή να σωπαίνουμε, να πηδάμε στον λαιμό του άλλου ή να  κοιτάμε από την άλλη μεριά».

 

Η ηρωίδα της Μπόργο είναι μία γυναίκα που δεν πρόλαβε να ζήσει μία φυσιολογική ζωή με τις χαρές μιας οικογένειας, τις πιο απλές και συνηθισμένες που μπορεί να γνωρίσει ποτέ ένας άνθρωπος.

 

«Ποτέ δεν παρεβρέθηκα σε γέννηση. Ούτε συνέλαβα ούτε γέννησα. Δε λίκνισα στην αγκαλιά μου κανένα μωρό. Δεν ηρέμησα κανένα κλάμα, εκτός από το δικό μου. Στην οικογένειά μας δεν γεννιούνταν παιδιά. Θανάτους είχαμε, αυτό μάλιστα, γριές διαλυμένες στο κρεβάτι της εξουσίας τους».

 

Όλα αυτά η ηρωίδα τα παραθέτει υπό μορφή μιας ιδιότυπης εξομολόγησης που ακροβατεί ανάμεσα στον μαγικό ρεαλισμό της Ιζαμπέλ Αλιέντε και τον ωμό ρεαλισμό των Γάλλων λογοτεχνών του 19ου αιώνα. Ο αναγνώστης έχει πολλές φορές την αίσθηση ότι αν δεν τα διηγηθεί δεν θα μπορέσει να αντέξει την τόση βία γύρω της. Και όταν θα βρεθεί, μετά από πολλές περιπέτειες επιτέλους ξημέρωμα στις Κανάριες Νήσους, δεν θα διστάσει να μονολογήσει ότι στο Καράκας θα είναι πάντα νύχτα και ότι δεν θα ξημερώσει ποτέ…

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...