Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Η βενετοκρατία στην Κρήτη

      Η παρουσία των Βενετών στον χώρο της Εγγύς Ανατολής χρονολογείται από το 1204, την εποχή δηλαδή της τέταρτης σταυροφορίας.  Τότε, μετά την πρώτη άλωση της Βασιλεύουσας από τους σταυροφόρους και την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, υπογράφτηκε μία συνθήκη για το διαμοίρασμα των εδαφών της πρώην βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Partitio terrarum Imperii Romaniae, η οποία απέδιδε τα 3/8 της τέως αυτοκρατορίας στους Βενετούς.
      Η Κρήτη δεν έτυχε αρχικά αυτής της μοίρας, αφού δόθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό, τον αρχηγό της σταυροφορίας, ο οποίος όμως με την πρώτη ευκαιρία την πούλησε στους Βενετούς για μόλις 1000 αργυρά μάρκα. Και πάλι όμως, η βενετική κυριαρχία δεν εδραιώθηκε αμέσως καθώς Γενουάτες πειρατές υπό τον Ερρίκο Πεσκατόρε πρόλαβαν και την άρπαξαν σχεδόν μέσα από τα χέρια τους. Τελικά, μόνο ύστερα από πολύχρονους αγώνες, το 1211-1212 κατάφεραν οι Βενετοί να επικρατήσουν στο νησί. Τότε ήταν που ξεκίνησαν τον εποικισμό του νησιού με περίπου 10.000 εποίκους, ανάμεσά τους και ευγενείς, οι οποίοι πήραν γη με αντάλλαγμα την υποχρεωτική στράτευσή τους στο ιππικό. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Χανιά δεν υπήρχαν πριν από την έλευση των Βενετών, αλλά οι κατακτητές ήταν εκείνοι που αποφάσισαν την ίδρυση της πόλης το 1252 στη θέση των αρχαίων Κυδωνιών.

    Η Κρήτη λοιπόν έγινε Regno di Candia, δηλαδή  βασίλειο, με προεξάρχοντα στη διοίκηση έναν Δούκα (Ducca di Candia) και όχι βάιλο όπως συνηθιζόταν στις περισσότερες κτήσεις, κάτι που δείχνει τη μεγάλη σημασία που απέδιδαν οι Βενετοί στην Κρήτη ως κτήση. Ο Δούκας μαζί με δύο προσωπικούς συμβούλους αποτελούσαν την Αυθεντία (Signoria), την ανώτατη διοικητική αρχή του νησιού. Αρχικά η Κρήτη διαιρέθηκε διοικητικά σε έξι σεξτέρια, από τις αρχές του 14ου αιώνα όμως υπήρχαν τέσσερα διαμερίσματα (territoria) τα οποία αντιστοιχούσαν περίπου στους σημερινούς νομούς του νησιού. Μικρότερες υποδιοικήσεις ήταν οι Καστελανίες με επικεφαλής τους φρουράρχους. Σε κάθε πόλη (Σητεία, Χάνδακας, Ρέθυμνο, Χανιά) υπήρχε επίσης ένα ταμείο το οποίο διαχειρίζονταν τρεις ταμίες.
     Όσον αφορά τον στρατό, προεξάρχων ήταν ο Capitano General di Candia για τον στρατό ξηράς και ο Capitano general da Mar για τον στόλο. Διοικητές στις βενετικές γαλέρες ήταν οι Βενετοί φεουδάρχες, οι σοπρακόμιτοι. Το νησί διέθετε τέσσερεις χιλιάδες περίπου μισθοφόρους και ιππικό, αλλά η στρατιωτική πειθαρχία χαλάρωσε με την πάροδο των αιώνων, παρά τη διηνεκή τουρκική απειλή και τις συνεχιζόμενες εξεγέρσεις των Κρητικών κατά της βενετικής κυριαρχίας. Από το 1569, λόγω του αυξημένου τουρκικού κινδύνου στην Ανατολή εγκαθίσταται μόνιμα στο νησί ο Provveditore Generale, ένας αξιωματούχος ο οποίος αρχικά επισκεπτόταν το νησί μόνο σε περιόδους κρίσεων.
     Οι αξιωματούχοι του νησιού μετά το πέρας της θητείας τους έπρεπε να καταθέσουν εκθέσεις των πεπραγμένων τους στη Σινιορία, την Ανώτατη Διοίκηση, της Βενετίας, προκειμένου να ελεγχθούν τυχόν ατασθαλίες τους και κακοδιοίκηση της κτήσης. Υπήρχε επομένως αλληλοεπόπτευση των αξιωματούχων, παρ’ όλα αυτά όμως το σύστημα δεν ήταν απαλλαγμένο από τη διαφθορά.
     Η εκκλησιαστική οργάνωση του νησιού ήταν ανάλογη με εκείνη που είχαν εφαρμόσει οι Βενετοί σε όλες τους της κτήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο: κατάργηση όλων των ορθόδοξων επισκοπών του νησιού και ίδρυση καθολικών. Στην Κρήτη όμως οι ορθόδοξοι ιερείς για να χειροτονηθούν έπρεπε να μεταβούν στα Κύθηρα, τη Μεθώνη ή την Κορώνη. Η στάση τους όμως απέναντι στην εκκλησία της Κρήτης ήταν ιδιαίτερα σκληρή κάτι που έρχεται σε αντίφαση με έναν λαό ο οποίος πάντοτε διαλαλούσε με έπαρση «Siamo primo Veneziani e poi christiani», το οποίο θα πει «Είμαστε πρώτα Βενετοί και μετά χριστιανοί». Το φαινόμενο αυτό όμως εξηγείται επειδή, πρώτον, οι δεσμοί του βυζαντινού νησιού με το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ήταν ανέκαθεν πολύ ισχυροί και, δεύτερον, η εκκλησία καθίστατο φορέας της αντίστασης στο νησί και συνεχιστής της βυζαντινής ιδέας, κάτι που ενόχλησε τους Βενετούς εξ’ αρχής.  Επιπλέον, αν προσθέσει κανείς στα παραπάνω το γεγονός ότι η Κρήτη ήταν μία ιδιαίτερα πλούσια κτήση και ότι ξεσπούσαν σε αυτήν επαναστάσεις κατά των Βενετών συχνότερα από κάθε άλλη κτήση τους, τότε μπορεί να κατανοήσει τη σκληρή εκκλησιαστική πολιτική που ακολούθησε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αδρία, η οποία, πάντως, χαλάρωσε σε κάποιον βαθμό τον 16ο αιώνα όταν έγινε εντονότερη η τουρκική απειλή και οι Βενετοί θέλησαν να προσεταιριστούν τους ντόπιους. Επικεφαλής επομένως του κλήρου στο νησί ήταν οι Πρωτοπαπάδες, παπάδες φιλικά προσκείμενοι στους κατακτητές, χειροτονημένοι όμως με το ορθόδοξο δόγμα.
        Οι Βενετοί έποικοι ανέκαθεν υπερτερούσαν αριθμητικά στις πόλεις, σε αντίθεση με την ύπαιθρο όπου πλειοψηφούσαν οι ντόπιοι. Οι Βενετοί ευγενείς κατείχαν ανώτεροι θέση από τους Κρήτες ευγενείς και βρίσκονταν στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας. Διέθεταν τεράστια οικονομική δύναμη και τη συντριπτική πλειοψηφία των φέουδων του νησιού. Ελάχιστοι μόνο Κρητικοί ευγενείς, όπως οι Καλλέργηδες στο Ρέθυμνο, μπόρεσαν να αποκτήσουν την πολυπόθητη βενετική ευγένεια. Ακολουθούσαν οι Κρητικοί ευγενείς, οι αποκαλούμενοι και αρχοντορωμαίοι και κατόπιν οι αστοί, τάξη η οποία περιλάμβανε όλους τους εμπόρους, γιατρούς, δικηγόρους κτλ. Στο τέλος ερχόταν το πόπολο, δηλαδή όλοι οι χειρώνακτες των πόλεων, ήτοι οι μικρέμποροι, οι καλαφάτες, οι ναυτικοί οι σπετσιέροι, οι βαρελάδες κ.α. οργανωμένοι σε συντεχνίες. Στην ύπαιθρο κατώτερη θέση στην κοινωνική κλίμακα είχαν οι βιλάνοι, δηλαδή αγρότες, σε ελεύθερη κατάσταση ή δεμένοι με το φέουδό τους. Οι βιλάνοι ήσαν υποχρεωμένοι να προσφέρουν αναγκαστική εργασία στις οχυρώσεις ή στις γαλέρες.
    Όσον αφορά τις επαναστάσεις στο νησί, αυτές αποτελούν μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της Φραγκοκρατίας στον ελλαδικό χώρο. Καταγράφονται είκοσι επτά μεγάλες επαναστάσεις και επιμέρους τοπικά κινήματα μόνο κατά τους δύο πρώτους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας. Τα αίτια για αυτές θα πρέπει να αναζητηθούν πρωτίστως στην ιδιαίτερα σκληρή πολιτική των κατακτητών όσον αφορά την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του νησιού, στο γεγονός ότι ποτέ δεν έσβησε η βυζαντινή ιδέα στο νησί, στην κατάργηση των προνομίων των αρχόντων και την κατάσχεση των φέουδων και δευτερευόντως μόνο στην ανυπότακτη ιδιοσυγκρασία των ντόπιων. Από τις εξεγέρσεις αυτές χρήζουν μνείας η επανάσταση των Αγιοστεφανιτών το 1211, του Αλεξίου Καλλέργη το 1282, των Ψαρομιλήγκων το 1341, η συνωμοσία του Σήφη Βλαστού το 1454, καθώς και η επανάσταση του Αγίου Τίτου το 1363. Η τελευταία διαφέρει από τις υπόλοιπες αφού  για πρώτη φορά συνεργάστηκαν σε αυτή Βενετοί και Κρήτες ευγενείς εναντίον της Γαληνοτάτης. Φυσικά, όλα αυτά τα κινήματα πνίγηκαν στο αίμα, ευκολότερα ή δυσκολότερα, ανάλογα με την περίσταση, από τη Βενετία. Με την πάροδο των αιώνων οι εξεγέρσεις αραίωναν, έως ότου τελικά, λίγο πριν την κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς ατόνησαν εντελώς.
     Παρ’ όλο που  η βενετική κατοχή ήταν σκληρή, το νησί, και ιδιαίτερα οι πόλεις, γνώρισε πολιτισμική ακμή στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, περίοδος που αποκαλείται και κρητική αναγέννηση. Ο πολιτισμός της περιόδου αυτής ονομάστηκε κρητοβενετικός. Η βυζαντινή παράδοση διατηρήθηκε, ενώ οι ευγενείς αποκτούσαν δίγλωσση παιδεία. Είναι χαρακτηριστικό το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα με πολλές βενετσιάνικες λέξεις.
      Το επίπεδο της παιδείας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη ήταν αρκετά υψηλό. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε στοιχειώδεις γνώσεις ανάγνωσης και γραφής κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της βενετικής κατοχής. Σχολεία υπήρχαν σε μοναστήρια ή λειτουργούσαν υπό την αιγίδα της εκκλησίας για τους αστούς και τους φτωχότερους, ενώ οι πλούσιοι απολάμβαναν ποιοτικότερη εκπαίδευση κατ’ οίκον από φημισμένους δασκάλους με καλό μορφωτικό επίπεδο. Πολλοί από τους γόνους των Βενετών και των Κρητών ευγενών, ακόμη και ορισμένοι των πλούσιων αστών, συνέχιζαν τις σπουδές τους  σε πανεπιστημιακά ιδρύματα της ιταλικής χερσονήσου και ιδιαίτερα στη Βενετία, την Πάδοβα και την Μπολόνια.
     Χαρακτηριστικό της ακμής της εποχής είναι η ίδρυση Ακαδημιών, ένα είδος φιλολογικών συλλόγων για ανάγνωση ποιημάτων και διοργάνωση θεατρικών παραστάσεων, όπως η Ακαδημία των Vivi (Ζωντανών) στο Ρέθυμνο το 1562 που είναι η πρώτη που ιδρύεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Ακολούθησε η Ακαδημία  των Stravagandi (Υπερβολικοί) στον Χάνδακα το 1591 και εκείνη των Sterili (Άγονοι) στα Χανιά.
    Τα είδη που γνώρισαν ιδιαίτερη ακμή ήταν το θρησκευτικό δράμα, η μυθιστορία, η κωμωδία, το ποιμενικό δράμα, η τραγωδία και το ποιμενικό ειδύλλιο. Κορυφαίοι εκπρόσωποι της κρητικής αναγέννησης θεωρούνται ο Γεώργιος Χορτάτζης με το έργο του Ερωφίλη και ο Βιτσέντζος Κορνάρος με τον Ερωτόκριτο. Άλλοι σημαντικοί λογοτέχνες της ίδιας περιόδου ήταν οι Στέφανος Σαχλίκης, Μπεργαδής, Μαρίνος Τζάνε Μπουνιάλης, Λεονάρντο Ντελαπόρτας, Μαρίνος Φαλιέρος, Ιάκωβος Πικατόρος κ.α.
     Άνθηση γνώρισε και η ζωγραφική με ανάμειξη δυτικής και βυζαντινής τεχνοτροπίας. Ονόματα όπως του Θεοφάνη, του Μιχαή Δαμασκηνού, του Εμμανουήλ Σκορδίλη, του Ανδρέα Ρίτζου, του Γεωργίου Κλόντζα, του Ανδρέα Παβία και του Θεόδωρου Πουλάκη ήταν γνωστά όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά σε όλη την ανατολική φραγκοκρατούμενη Μεσόγειο, ενώ κορυφαίος εκπρόσωπος της κρητικής σχολής θεωρείται ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος.
    Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι πολλοί  Κρητικοί τυπογράφοι διέπρεψαν στην ιταλική χερσόνησο ως επιφανείς τυπογράφοι, όπως οι Ζαχαρίας Καλλέργης,  Νικόλαος Βλαστός και  Άγγελος Βεργίτσης. Όλη αυτή η άνθηση και η πολιτιστική ακμή των πόλεων της Κρήτης γνώρισε βίαιο τέλος με το ξέσπασμα του πέμπτου βενετοτουρκικού πολέμου το 1645.
 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Muller William, Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι, εκδ. Ηρόδοτος
-Δετοράκης Θεοχάρης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης,1990
-Γεώργιος Πλουμίδης, Η βενετοκρατία στην ελληνική Μεσόγειο, Ιωάννινα, 1991

-Βενετοκρατούμενη Ελλάδα, Προσεγγίζοντας την ιστορία της, τόμοι Α και Β, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών σπουδών Βενετίας, επιστημονική διεύθυνση Χρύσα Μαλτέζου, Αθήνα-Βενετία 2010
-Παναγιώτα Τζιβάρα, Από την εγγραμματοσύνη στη λογιοσύνη, Θέματα παιδείας των Βενετών υπηκόων στον ελληνικό χώρο, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα, 2012
-Γιάννη Χρηστάκη-Γεωργίου Πατεράκη, Η Κρήτη και η ιστορία της, εκδ. Καλέντης, Αθήνα, 1995
-Λιάνα Σταρίδα, Η λέσχη των ευγενών του Χάνδακα, εκδ. Δοκιμάκης, Ηράκλειο, 2008

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Αnita Amirrezvani, Το αίμα των λουλουδιών, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα,2009

Πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει περάσει ως επί τω πλείστον απαρατήρητο. Κι όμως, παρ' όλο που δεν είναι καινούριο, είναι σχεδόν καθ' όλα βέβαιο ότι θα ενθουσιάσει τους περισσότερους αναγνώστες που θα αποφασίσουν να του αφιερώσουν τον πολύτιμο χρόνο τους.
Η υπόθεση διαδραματίζεται στο Ιράν του 16ου αιώνα, και συγκεκριμένα στα 1620, όταν στην εξουσία βρίσκεται ο σάχης Αμπάς (1571-1629) ο επονομαζόμενος και Μέγας. Είναι η εποχή της ακμής της πιο μαγευτικής πόλης της σιιτικής Περσίας, του περίφημου Ισπαχάν, μιας πόλης της οποίας η ιστορία και η φυσιογνωμία παραμένει άγνωστη για τους περισσότερους. Είναι επίσης η εποχή της ακμής της αυτοκρατορίας των Σαφαβιδών, μίας από τις κυριότερες αντιπάλους των Οθωμανών στον χώρο της Μέσης Ανατολής.
Μία δεκατετράχρονη κοπέλα, η Κόντα ονειρεύεται τον γάμο της και τη στρωμένη με ροδοπέταλα ζωή της σε ένα μικρό χωριό στο νότιο Ιράν. Ο αναπάντεχος όμως θάνατος του πατέρα της, θα βυθίσει στο πένθος και τη φτώχεια την Κόντα και τη μητέρα της και θα τις αναγκάσει να ταξιδέψουν στο πολύβουο Ισπαχάν, την έδρα του σάχη, προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια από έναν μακρινό συγγενή τους. Οι δύο γυναίκες θα αναγκαστούν να δουλέψουν ως υπηρέτριες και να αποποιηθούν τα όνειρά τους για μία καλύτερη ζωή.
Η νεαρή κοπέλα όμως, αρνείται να υποταχθεί στη μοίρα της και αποφασίζει, παρά τις υπέρμετρες δυσκολίες που θέτει το φύλο της, να ασχοληθεί με τη μοναδική της αγάπη: το φτιάξιμο και το σχεδιασμό των περίφημων περσικών χαλιών, γνωστών μέχρι τα πέρατα της Ευρώπης για την ποιότητά τους. Αγνοώντας τις συμβάσεις και τις δυσκολίες που βρίσκει στο δρόμο της, η Κόντα καλείται να κάνει οδυνηρές επιλογές προκειμένου να εξασφαλίσει το μέλλον, το δικό της και της μητέρας της, σε έναν κόσμο εχθρικό στις γυναίκες και τους φτωχούς, αποδεικνύοντας όμως πως η επιμονή και το πάθος μας στο να κυνηγάμε τα όνειρά μας, ανταμείβονται τελικά κάποια στιγμή στη ζωή μας, αρκεί να μην παρεκκλίνουμε από τον αρχικό σκοπό μας.
Το βιβλίο αποτελεί μία εξαιρετική τοιχογραφία του Ιράν του 17ου αιώνα, γεμάτο με ανεξάντλητες λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή στην αυτοκρατορία των Σαφαβιδών, τις συνήθειες των Ιρανών, τη θρησκεία, τα έθιμα και τα φαγητά τους. Κυρίως όμως εστιάζει στην κατασκευή των χαλιών, στα μυστικά της και στις μεγάλες, μα και άγνωστες σε μας, δυσκολίες που παρουσιάζει η διαδικασία.
Ο αναγνώστης νιώθει σχεδόν στα ακροδάχτυλά του το βελούδο και το μετάξι των χαλιών καθώς γυρνάει με αγωνία τις σελίδες,ανυπομονώντας να δει τι γίνεται παρακάτω. Πραγματικά, λίγα βιβλία καταφέρνουν να απεικονίσουν με τόση ενάργεια μία τόσο άγνωστη περίοδο και τοποθεσία της παγκόσμιας ιστορίας. Η συγγραφέας Anita Amirrezvani, δυτικοθρεμμένη ιρανικής καταγωγής, είχε όλα τα φόντα και τα μέσα για να φέρει την πολυετή έρευνά της εις πέρας και το αποτέλεσμα τη δικαιώνει πέρα από κάθε αμφιβολία.
ΤΟ ΔΥΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΟ: η αφήγηση που ρέει, η συγκλονιστική υπόθεση με πολλές ανατροπές, το ασυνήθιστο θέμα καθώς και ο "κρυμμένος" πλούτος των πληροφοριών που περιέχει.
ΠΟΙΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ: οι λάτρεις του ασυνήθιστου στη λογοτεχνία καθώς και εκείνοι που απαιτούν από τα βιβλία να τους καθηλώνουν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης.

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Ravel, Gaspar della nuit

To έργο αυτό είναι μία σουίτα για πιάνο γραμμένη το 1908 από τον Γάλλο συνθέτη Μωρίς Ραβέλ (1875-1937). Αποτελείται από τρεις κινήσεις βασισμένες σε ένα ποίημα από την ομώνυμη συλλογή του Βερτράνδου που ολοκληρώθηκε το 1836. Το όνομα Γκασπάρ προέρχεται από την περσική γλώσσα και σημαίνει τον βασιλικό θησαυροφύλακα. Πρόκειται για ένα από τα πιο τεχνικά κομμάτια που έχουν γραφτεί για πιάνο. Εδώ το ακούμε από τον Ρώσο πιανίστα Μπορίς Μπερεζόβσκι σε ηχογράφηση του 2012.
https://www.youtube.com/watch?v=fWnTMrXaR5I 
 ΠΗΓΗ: Wikipedia, Gaspar della nuit

Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Τα σταυροφορικά τάγματα-Οι Ιωαννίτες Ιππότες


Δύο ήταν τα σταυροφορικά τάγματα που διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στην προστασία των χριστιανικών κρατιδίων της Μέσης Ανατολής μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 1099 από τα στρατεύματα της δυτικής Ευρώπης: το τάγμα των Ιωαννιτών ή Οσπιταλίων και το τάγμα των Ναϊτών ιπποτών. Το τάγμα των Τευτόνων ιπποτών, το οποίο ιδρύθηκε στα τέλη του δωδέκατου αιώνα, έπαιξε σαφέστατα μικρότερο λόγο στην υπεράσπιση των σταυροφορικών κτήσεων και στην πολιτική ιστορία της εξεταζόμενης περιόδου.
     Η ιδέα της προστασίας των χριστιανών προσκυνητών που επισκέπτονταν τους Αγίους Τόπους ήταν παλαιότερη από το κίνημα των Σταυροφοριών. Ανάγεται περίπου στα μέσα του ενδέκατου αιώνα. Συγκεκριμένα το 1048 ή το 1070, όταν η Ιερουσαλήμ βρισκόταν υπό την κατοχή του Χαλιφάτου των Φατιμίδων της Αιγύπτου, κάποιοι ιταλοί έμποροι από το Αμάλφι πήραν άδεια  από τον χαλίφη για να ιδρύσουν ένα μοναστήρι και μία εκκλησία αφιερωμένα στην Παρθένο Μαρία, κοντά στον Πανάγιο Τάφο. Επρόκειτο για την πρώτη εκκλησία του δυτικού καθολικού δόγματος στην περιοχή. Οι έμποροι αποφάσισαν ακόμη να ιδρύσουν και έναν ξενώνα για την περίθαλψη και τη φιλοξενία των χριστιανών προσκυνητών.
     Λέγεται ότι το κτίριο στο οποίο στέγασαν οι έμποροι το ίδρυμά τους ανήκε προηγουμένως σε ορθόδοξους Έλληνες, οι οποίοι διατηρούσαν ναό του δόγματός τους στην Ιερουσαλήμ ήδη από την εποχή που η Αγία Πόλη ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και ότι το παραχώρησαν στους Βενεδικτίνους μοναχούς με αντάλλαγμα να αφιερώσουν το ίδρυμά τους στον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, έναν Έλληνα που είχε διατελέσει πατριάρχης Αλεξανδρείας τον έβδομο μεταχριστιανικό αιώνα και είχε αγιοποιηθεί.
     Ανεξάρτητα με την ιστορική ακρίβεια του προαναφερθέντος γεγονός, αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο είναι ότι το τάγμα του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα κάποια στιγμή μετά από την ίδρυση του σταυροφορικού Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, μετονομάστηκε σε τάγμα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Δεν γνωρίζουμε τον λόγο αυτής της αλλαγής. Ίσως έγινε επειδή οι ιππότες ήθελαν να αποκρύψουν τις ελληνικές καταβολές του τάγματός τους, όμως τίποτε δεν είναι επιβεβαιωμένο.
     Επομένως, το τάγμα των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη δεν είχε αρχικά στρατιωτικό χαρακτήρα και ο ξενώνας του δεν δεχόταν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό προσκυνητών. Στα χρόνια που ακολούθησαν πάντως την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους τον Ιούλιο του 1099, το ίδρυμα των Οσπιταλίων αναπτύχθηκε περαιτέρω, αφού η προσέλευση των χριστιανών στους Αγίους Τόπους αυξήθηκε ραγδαία. Κάπου στις αρχές του δωδέκατου αιώνα λοιπόν, πιθανότατα το 1113 με παπική βούλα,  το τάγμα αυτονομήθηκε με ηγέτη την αινιγματική-σχεδόν μυθική θα λέγαμε- μορφή του Γεράρδου, ο οποίος θεωρείται και ο επίσημος ιδρυτής του τάγματος. Εκείνη την εποχή το τάγμα ήταν αυστηρά μόνο νοσοκομειακό και δεν είχε ενδυθεί ακόμη τον στρατιωτικό χαρακτήρα που απέκτησε αργότερα.
      Συγκεκριμένα, αυτό έγινε γύρω στο 1120 όταν ηγέτης του τάγματος ήταν ο Ραϋμόνδος του Πουί, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που πήρε τον τίτλο του Μαγίστρου (Magister). Από τότε το τάγμα μετατρέπεται και σε πολεμικό, χωρίς όμως να λησμονήσει ποτέ την αρχική του αποστολή, τη νοσοκομειακή δηλαδή περίθαλψη των προσκυνητών. Αυτή η αλλαγή προφανώς συνδέεται με την παράλληλη ίδρυση εκείνη την εποχή του τάγματος του Ναού, ενός τάγματος με καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα, του οποίου όμως τη δομή και τους θεσμούς μιμήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και οι Ιωαννίτες. Ακόμη, την περίοδο αυτή το τάγμα αρχίζει να δέχεται δωρεές, κυρίως σε κτηματική περιουσία και να ιδρύει ξενώνες και νοσοκομεία τόσο στη δυτική Ευρώπη, όσο και στην Ούτρεμερ, στις υπερπόντιες δηλαδή κτήσεις των σταυροφόρων. Το γνωστότερο φρούριό τους ήταν το περίφημο Κρακ των ιπποτών στη σημερινή Συρία.
     Τα μέλη του τάγματος έδιναν όρκους πενίας, αγνότητας και υπακοής και χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: πρώτον στους ιππότες, που είχαν απαραιτήτως ευγενική καταγωγή τεσσάρων γενεών και από τους δύο γεννήτορες. Αυτοί ήταν οι ανώτεροι στην ιεραρχία και μόνο από αυτούς εκλεγόταν ο ηγέτης του τάγματος, ο Μεγάλος Μάγιστρος. Δεύτερον οι σεργέντες, δηλαδή οι βοηθοί, και τρίτον οι ιερείς του τάγματος, οι επονομαζόμενοι καπελάνοι. Τα μέλη αυτών των δύο τελευταίων τάξεων δεν ήταν απαραίτητο να διαθέτουν αριστοκρατική καταγωγή, δεν μπορούσαν όμως να είναι παιδιά δούλων. Οι σεργέντες χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, στους μάχιμους σεργέντες που πολεμούσαν, και στους σεργέντες των αξιωμάτων που ασκούσαν διοικητικά καθήκοντα. Τέλος, μαζί με τα μέλη του τάγματος διέμεναν και κάποιοι λαϊκοί, κυρίως τεχνίτες, οι οποίοι δεν είχαν λάβει τους μοναστικούς όρκους που δέσμευαν τα υπόλοιπα μέλη.
     Όσον αφορά τη διοικητική οργάνωση του τάγματος, αυτή ήταν αρχικά χωρισμένη σε επτά γλώσσες: της Προβηγκίας, της Ωβέρνης, της Ιταλίας, της Αραγωνίας, της Αγγλίας και της Γερμανίας. Από το 1462 όμως οι γλώσσες έγιναν οκτώ, όταν η γλώσσα της Καστίλης-Πορτογαλίας αποσπάστηκε από εκείνη της Αραγωνίας. Ο αρχηγός κάθε γλώσσας ήταν επιφορτισμένος με ένα αξίωμα και όλοι οι αρχηγοί μαζί αποτελούσαν το Συμβούλιο, το οποίο λάμβανε τις σημαντικότερες αποφάσεις μαζί με τον Μεγάλο Μάγιστρο. Ο αρχηγός της γλώσσας της Προβηγκίας ήταν ο Μέγας Κομεντόρης, ο οποίος ήταν δεύτερος στην ιεραρχία και αντικαθιστούσε τον  Μεγάλο Μάγιστρο όταν αυτός απουσίαζε. Διαχειριζόταν την περιουσία του τάγματος και ήλεγχε τις προμήθειες. Ο αρχηγός της Ωβέρνης κατείχε το αξίωμα του Μαρεσκάλδου, του στρατιωτικού δηλαδή διοικητή. Ο επικεφαλής της γλώσσας της Γαλλίας είχε το αξίωμα του Μεγάλου Ξενοδόχου και ήταν υπεύθυνος για το Νοσοκομείο. Ο άρχων της γλώσσας της Ιταλίας ήταν ο αμιράλης, ο ναύαρχος του στόλου. Ο επικεφαλής της γλώσσας της Αραγωνίας ήταν ο ντραπιέρος, υπεύθυνος δηλαδή για τον ιματισμό των ιπποτών. Το αξίωμα του Μέγα Τουρκόπουλου, ο οποίος ήταν ο διοικητής του ιππικού, το κατείχε ο αρχηγός της γλώσσας της Αγγλίας. Ο προϊστάμενος της γλώσσας της Γερμανίας ήταν ο ταμίας του τάγματος και αποκαλούταν Μέγας Μπαλής ή Τρεζουριέρης και, τέλος, ο αρχηγός της Καστίλης-Πορτογαλίας ήταν ο γενικός γραμματέας του τάγματος και αποκαλούταν Μέγας Αρχικαγκελάριος.
     Τυπικά, ανώτερο όργανο του τάγματος ήταν η Γενική Σύνοδος. Αυτό ήταν το όργανο που ήλεγχε τις αποφάσεις όλων των αξιωματούχων και συγκαλούταν κάθε πέντε ή τρία χρόνια. Όλα τα μέλη του τάγματος και όχι μόνο οι ιππότες μπορούσαν να λάβουν μέρος στη Σύνοδο, πρακτικά όμως αυτό ήταν αδύνατον λόγω της μεγάλης γεωγραφικής εξάπλωσης των κομενταρίων, των διοικήσεων δηλαδή του τάγματος. Πολλές κομενταρίες αποτελούσαν ένα μεγάλο πριοράτο του τάγματος, μία μεγαλύτερη διοικητική μονάδα.

     Η ζωή των μελών του τάγματος περιλάμβανε καθημερινή προσευχή και παρακολούθηση όλων των θείων Λειτουργιών, ακριβώς όπως και οι μοναχοί. Στα καθήκοντα όμως των μελών του τάγματος προσετίθετο και η ημερήσια εξάσκηση στα όπλα.  Οι νηστείες τηρούταν απαρεγκλίτως από αυτούς τους μοναχούς-πολεμιστές, εκτός από περιόδους πολέμου. Αρχικά η επίσημη ενδυμασία των μελών περιλάμβανε τον μαύρο χιτώνα με τον λευκό οκταγωνικό σταυρό. Από το 1259 φορούσαν μαύρο χιτώνα μόνο οι σεργέντες και οι ιππότες υιοθέτησαν τον κόκκινο χιτώνα με τον λευκό σταυρό. Επειδή όμως έτσι προκαλούταν σύγχυση στις μάχες με τους χιτώνες των δύο διαφορετικών χρωμάτων, από το 1278 ιππότες και σεργέντες φορούσαν στις μάχες κόκκινους χιτώνες και σε περιόδους ειρήνης μαύρους.
     Το 1291 μετά την κατάληψη της Άκρας από τους μουσουλμάνους, της τελευταίας πόλης που είχε απομείνει σε χριστιανικά χέρια στη Μέση Ανατολή, το τάγμα των Ιωαννιτών ιπποτών μετέφερε προσωρινά το αρχηγείο του στο κάστρο Κολόσσι, στη Λεμεσό της Κύπρου. Ακολούθως, το 1308, επί Μεγάλου Μαγίστρου Φουλκβέ του Βιλλαρέ , το τάγμα κατέλαβε το νησί της Ρόδου μετά από πρόταση του γενουάτη πειρατή Βινιόλο ντέι Βινιόλι, επεκτείνοντας μάλιστα την κυριαρχία του και στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα. Κατέκτησαν επίσης την Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας στην οποία έχτισαν κάστρο και συμμετείχαν στην αποτυχημένη προσπάθεια των χριστιανών να καταλάβουν τη Σμύρνη το 1345.
     Στη Ρόδο οι Ιωαννίτες ανέπτυξαν κυρίως πειρατική δράση στο Αιγαίο με τον ισχυρό στόλο τους παρενοχλώντας τους Οθωμανούς και αποτελώντας μία σφήνα στην διογκούμενη αυτοκρατορία των Οθωμανών. Ήταν επομένως φυσικό να προσπαθήσουν αυτοί να εκδιώξουν το τάγμα από τη βάση του. Στην πρώτη πολιορκία του 1480 ο Μωάμεθ ο Πορθητής δεν πέτυχε τον σκοπό του και οι ιππότες, υπό την ηγεσία του Μεγάλου Μαγίστρου Πιέρ ντ’ Αμπουσσόν, νίκησαν. Κατά τη δεύτερη πολιορκία όμως του νησιού από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή το 1522, ο Μεγάλος Μάγιστρος Φιλίπ Βιγιέ ντε λ’ ιλ Αντάμ αναγκάστηκε να παραδώσει το φρούριο της Ρόδου, καθώς και εκείνο της Αλικαρνασσού και των υπόλοιπων Δωδεκανήσων στον σουλτάνο.
     Μετά από μία σύντομη περίοδο αμηχανίας κατά την οποία το τάγμα φιλοξενήθηκε αρχικά στην Κρήτη και, ακολούθως, σε διάφορες πόλεις της ιταλικής χερσονήσου, ο αψβούργος αυτοκράτορας Κάρολος ο πέμπτος παραχώρησε το νησί της Μάλτας στους ιππότες. Εκεί οι Οσπιτάλιοι συνέχισαν την πειρατική και σταυροφορική δράση τους κατά των Οθωμανών και νίκησαν αυτή τη φορά τον προαιώνιο αντίπαλό τους, Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, στην αποκαλούμενη Μεγάλη Πολιορκία του 1565, υπό την ηγεσία του χαρισματικού Ζαν Παριζό ντε λα Βαλέτ.
     Στα χρόνια που ακολούθησαν οι ιππότες εδραίωσαν την κυριαρχία τους στο νησί οχυρώνοντάς το κατάλληλα και χτίζοντας μία νέα πρωτεύουσα που ονομάστηκε Βαλέτα για να τιμήσει τον νικητή Μάγιστρο της Μεγάλης Πολιορκίας. Από τα μέσα όμως του δέκατου έβδομου αιώνα, παράλληλα με την εκπνοή του σταυροφορικού πνεύματος κατά του ισλάμ, το τάγμα περιήλθε σταδιακά σε φάση παρακμής, έως ότου, το 1798, τα στρατεύματα του γάλλου στρατηγού Βοναπάρτη έθεσαν τέρμα στη μακραίωνη κυριαρχία των ιπποτών στο νησί.
    Ακολούθησε άλλη μία περίοδος αμηχανίας και αναζήτησης νέου τόπου εγκατάστασης για τους ιππότες. Οι περισσότεροι φιλοξενήθηκαν στην Αγία Πετρούπολη από τον τσάρο της Ρωσίας Παύλο τον πρώτο, έως ότου το 1834 με έγκριση του Πάπα Πίου του έβδομου εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη. Έκτοτε το τάγμα διατηρεί εκεί την έδρα του και επιδίδεται σε διάφορες φιλανθρωπικές δράσεις.
-P.A. Farochon, Οι ιππότες της Ρόδου και της Μάλτας, εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 2011
-Ηλίας Κόλλιας, Οι ιππότες της Ρόδου, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1991
-Γεώργιος Κλαδάκης, Τα ιπποτικά τάγματα, εκδόσεις Έλευσις, Αθήνα, 2003
-Steven Runciman, Η ιστορία των σταυροφοριών, τρεις τόμοι, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 2006

Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Βησσαρία Ζορμπά-Ραμμοπούλου, Το κρυμμένο εργοστάσιο παιχνιδιών, εκδ. Πατάκη, 2015, σελ. 160

Ένα πολύ ιδιαίτερο ανάγνωσμα αποτελεί το βραβευμένο αυτό μυθιστόρημα για μεγάλα παιδιά, νέους, αλλά και ενήλικες, της πολυγραφότατης φιλολόγου και αρχαιολόγου Βησσαρίας Ζορμπά-Ραμμοπούλου.
Σε αυτό συναντάμε ένα εργοστάσιο παιχνιδιών στη μακρινή Κίνα στο οποίο ανθίζει  η παιδική εργασία με έναν αυστηρό επιστάτη που χτυπάει τα παιδιά. Ένας δάσκαλος με όραμα σ' ένα παραδιπλανό χωριό που πασχίζει να διδάξει τα παιδιά με ένα σωρό πρωτότυπους τρόπους, και προπάντων με αγάπη, όταν γυρνούν αποκαμωμένα από την πρωινή εργασία στα χωράφια, όπου βοηθούν τους γονείς τους. 
Όταν κάποια παιδιά, απηυδισμένα από τις βάρβαρες συνθήκες εργασίας, αποφασίζουν να το σκάσουν, οι δύο παράλληλες, ως τότε, ιστορίες συναντιούνται.
Οι σκέψεις των ίδιων των παιδιών και οι προσωπικές ιστορίες τους, αυτών και του δασκάλου, και η θέλησή τους να αλλάξουν τον κόσμο προς το καλύτερο, θα συγκινήσουν και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη και μέσω των φωνών τους η συγγραφέας επιλέγει να καταγγείλει την παιδική εργασία και την εκμετάλλευση, ένα θέμα με το οποίο η ελληνική βιβλιογραφία έχει ασχοληθεί ελάχιστα.
Η αντίθεση ανάμεσα στα παιχνίδια, και ιδίως στα χριστουγεννιάτικα, που προορίζονται για τα χαρούμενα και ξένοιαστα παιδιά της Δύσης σε σχέση με τα παιδιά του μυθιστορήματος που δεν διαθέτουν καθόλου ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι είναι συγκλονιστική και θα κάνει όλους εμάς τους δυτικοθρεμένους στα πούπουλα αναγνώστες να αναλογιστούμε για άλλη μία φορά τις ανισότητες του Πρώτου και του Τρίτου Κόσμου.
Άραγε ο Άη Βασίλης θα δεήσει να επισκεφθεί αυτά τα παραμελημένα και όχι τόσο τυχερά παιδιά, ή θα επικεντρωθεί μόνο στα παιδιά της Δύσης; Έτσι αναρωτιούνται και τα ίδια αφενός μεν επειδή ο δάσκαλος τους μιλάει για τον Άη Βασίλη και αφετέρου επειδή τα ίδια ήταν καλά παιδιά όλον το χρόνο.
ΤΟ ΔΥΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΟ: το ασυνήθιστο θέμα δοσμένο με έναν πρωτότυπο τρόπο.
ΠΟΙΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ: Πέρα από το θέμα της παιδικής εργασίας, ως εκπαιδευτικός και η ίδια, προβληματίστηκα από τις επίπονες προσπάθειες του ήρωα δασκάλου- ο οποίος ως ήρωας δημιουργήθηκε από την επίσης εκπαιδευτικό Βησσαρία- να κάνει το μάθημά του, όσο πιο ελκυστικό για τα παιδιά γίνεται και, ει δυνατόν, να μην μοιάζει αυτό με μάθημα, αλλά με παιχνίδι, ούτως ώστε τα παιδιά να αγαπήσουν τη γνώση και τη μάθηση. 
Το βιβλίο αυτό λοιπόν, εκτός από τους νέους, απευθύνεται και σε εκπαιδευτικούς, οι οποίοι δεν παύουν να αναρωτιούνται αν είναι επαρκείς και κατατοπισμένοι σε αυτό το τόσο ενδιαφέρον, αφού έχει να κάνει με παιδιά, επάγγελμα και να εφευρίσκουν τρόπους να κεντρίζουν το ενδιαφέρον των παιδιών κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας.
 Αναμφισβήτητα, λοιπόν, πρόκειται για ένα αναγνωστικό πόνημα που θα μας βάλει σε σκέψεις και θα μας κάνει να αναρωτηθούμε τόσο για την επάρκειά μας ως εκπαιδευτικοί (αν ανήκουμε σε αυτή την επαγγελματική ομάδα), για τη μοίρα πολλών παιδιών ανά την υφήλιο, τα οποία δεν απολαμβάνουν τα αυτονόητα δικαιώματά τους σε πολλά μέρη του κόσμου, την εκμετάλλευση, την απληστία και την ακόρεστη δίψα για κέρδος που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο κόσμο, αλλά και την αγάπη και τη συντροφικότητα στις ανθρώπινες σχέσεις.

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Φρούτα, ονομασίες και ιστορία

Στην αρχαιότητα στον χώρο της καθ' ημάς Ανατολής πολλά από  τα σημερινά φρούτα, την ύπαρξη των οποίων θεωρούμε σήμερα αυτονόητη, ήταν άγνωστη. Το ρόδι, η ελιά, το σύκο και το σταφύλι ήταν οπωσδήποτε από τα αρχαιότερα γηγενή φρούτα στη χώρα μας, φρούτα σημαντικά για την οικονομία μας ακόμη και σήμερα. Τα κούμαρα, τις "ελληνικές φράουλες", τα οποία ήταν επίσης γνωστά στον αρχαίο κόσμο, οι αρχαίοι τα αποκαλούσαν χαμαικέρασα, ενώ τα μούσμουλα μέσπιλα. 
Τα περισσότερα μη γηγενή φρούτα μας ήρθαν από τη Μικρά Ασία, όπως το κυδώνι που υπήρχε βέβαια στην αρχαία Ελλάδα και το οποίο ευθύνεται για τη λέξη και τη σημασία της σημερινής λέξης μαρμελάδα. Το κυδώνι αποκαλούταν μελίμηλο, λέξη που πέρασε στη λατινική και σήμαινε είδος γλυκού μήλου και κυδώνι μαγειρεμένο με μέλι. Κατόπιν η λέξη παραφράστηκε από τους Πορτογάλους σε μάρμελο, λέξη που κατέληξε να σημαίνει το κυδώνι. Και επειδή οι πρώτες μαρμελάδες ήταν από κυδώνι, η λέξη μαρμελάδα κατέληξε τελικά να σημαίνει όλα τα είδη μαρμελάδας.

Το μήλο όμως, ο βασιλιάς των φρούτων, δεν είχε δανείσει το όνομά του μόνο στο κυδώνι. Αντίθετα, οι αρχαίοι ονόμαζαν με παραλλαγές του μήλου πολλά φρούτα. Έτσι, τα ροδάκινα αποκαλούταν περσικά μήλα, τα βερίκοκα αρμενικά μήλα και τα κίτρα, που έδωσαν με τη σειρά τους το όνομα στο κίτρινο χρώμα, μηδικά μήλα, ονομασίες που απεικονίζουν και τον τόπο προέλευσης των φρούτων. Επιπροσθέτως, το πεπόνι ονομαζόταν μηλοπέπων. Το μήλο, ακόμη, ως απαγορευμένος καρπός έδωσε το όνομα malum-male στη λατινική ονομασία που ταυτίζεται με το κακό. Τα αχλάδια ήταν γνωστά φυσικά στην αρχαιότητα ως απίδια, δεν έχαιραν όμως της εκτιμήσεως που απολάμβαναν τα μήλα.
Το σύκο πάντως είναι αυτό το οποίο έδωσε το όνομά του στο συκώτι. Στην αρχαιότητα το συκώτι ονομαζόταν ήπαρ. Οι αρχαίοι τάιζαν τις χήνες και τα γουρούνια με γλυκά σύκα έτσι ώστε να νοστιμίσει το συκώτι τους. Έλεγαν λοιπόν πως έτσι θα αποκτούσαν ήπαρ συκωτόν και σταδιακά έμεινε μόνο η λέξη συκωτόν που μας έδωσε τη σημερινή λέξη συκώτι.
Τα κεράσια μας ήρθαν επίσης από τη Μικρά Ασία, ενώ οι αρχαίοι δεν γνώριζαν φυσικά τις φράουλες όπως τις ξέρουμε εμείς σήμερα, αφού αυτές μας έρχονται ως υβρίδια από την Αμερική, παρά μονάχα τις αγριοφράουλες. Όσο για τα βερίκοκα που μας ήρθαν κι αυτά από την ανατολή αρχικά αποκαλούταν αρμένικα δαμάσκηνα στα νεότερα χρόνια. Τα δαμάσκηνα μας ήρθαν από τη Συρία και το όνομά τους συνδέεται με τη Δαμασκό, από τη γαλλική λέξη Damas. Όσο για το καρπούζι δεν γνωρίζουμε με σιγουριά αν το γνώριζαν και το έτρωγαν οι αρχαίοι καθώς οι πηγές δεν είναι και πολύ ξεκάθαρες.
Οπωσδήποτε όμως δεν γνώριζαν τα πορτοκάλια και για την ακρίβεια κανένα εσπεριδοειδές, πλην του κίτρου που το έφερε ο Μέγας Αλέξανδρος. Το πορτοκάλι λεγόταν νεράτζι αρχικά, λέξη αραβική και έφτασε στην Εγγύς Ανατολή γύρω στον 9ο με 10ο αιώνα. Ως narancio-orenge-orange πέρασε η λέξη και ως δάνειο στα γαλλικά και σήμαινε το νεράτζι. Για το πορτοκάλι θα έπρεπε να περιμένουμε ως τον 16ο αιώνα, το οποίο το έφεραν έμποροι Πορτογάλοι από τη Δύση. Ετούτο ήταν το αράντσιο των Πορτογάλων, επειδή προφανώς έμοιαζε με το νεράτζι και έτσι κατάφερε να "κλέψει" το όνομά του από το νεράτζι, τον πικρό, ταπεινό προκάτοχό του που κατέληξε να ονομάζεται πικρό πορτοκάλι. Τέλος, το φρούτο αυτό ήταν που έδωσε το όνομά του στο πορτοκαλί χρώμα.
Όσον αφορά τα εξωτικά φρούτα, όπως ο ανανάς, η μπανάνα, το ακτινίδιο και η καρύδα, αυτά δεν έγιναν γνωστά και ευρέως διαδεδομένα στη χώρα μας παρά μόνο κατά τη σύγχρονη εποχή.
ΠΗΓΗ: Σαραντάκος Νκος, Οπωροφόρες λέξεις, εκδ. Κλειδάριθμος

Ravel-Bolero

Το μπαλέτο αυτό είναι από τα  γνωστότερα κομμάτια που συνέθεσε το 1928 κατόπιν παραγγελίας ο Γάλλος συνθέτης Μωρίς Ραβέλ(1875-1937). Γνώρισε αμέσως τη επιτυχία, παρ' όλο που ο ίδιος ο συνθέτης νόμιζε ότι θα αποδοκιμαστεί από τους κριτικούς. Ο Ραβέλ ακολουθεί την τεχνική της σταδιακής εισαγωγής των οργάνων στην ορχήστρα που επαναλαμβάνουν όλα το ίδιο βασικό ορχηστρικό μοτίβο, οδηγώντας το κομμάτι σε σταδιακή κορύφωση λίγο πριν το τέλος. Εδώ το ακούμε από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου υπό τον Charles Gerhardt.
https://www.youtube.com/watch?v=tQV8wCVVzxY 
ΠΗΓΗ: Σαν σήμερα, αφιέρωμα Μπολερό Ραβέλ

Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

X.Α. Χωμενίδης, Ο βασιλιάς της, εκδ. Πατάκη, 2020, σελ. 413

Με μία De Profundis ερωτική- και όχι μόνο- εξομολόγηση του γνωστού μυθολογικού ήρωα Μενελάου, κάνει την επανεμφάνισή του στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης. Ο συγγραφέας αντλεί την έμπνευσή του ετούτη τη φορά από τον γόνιμο και ευεπίφορο σε ρηξικέλευθες και αναπλαθώμενες ιδέες χώρο της ελληνικής μυθολογίας. 
Πρόκειται για τη γνωστή χιλιοειπωμένη και χιλιοτραγουδισμένη ανά τους αιώνες υπόθεση της αρπαγής της Ωραίας Ελένης από τον Τρωαδίτη Πάρη, ειδωμένη όμως αυτή τη φορά μέσα από τη ματιά του ίδιου του "θύματος" της υπόθεσης, του απατημένου συζύγου Μενελάου.
Βαδίζοντας, επομένως, στα χνάρια της εκ βαθέων ερωτικής εξομολόγησης του Όσκαρ Ουάιλντ, ο Χωμενίδης μας προσφέρει μία ανάλογη κατάθεση ψυχής του πιο παραγκωνισμένου στην πασίγνωστη αυτή ιστορία προσώπου, του Μενελάου, καθώς και τη δική του οπτική και εκδοχή στα γεγονότα που προκάλεσαν τον περίφημο τρωικό πόλεμο. 
Ο λογοτέχνης όμως πρωτοτυπεί και δεν αναλίσκεται σε ξερή και στείρα αναδιήγηση των ομηρικών επών και του μύθου. Η πρωτοπρόσωπη, χειμαρρώδης και άκρως ρεαλιστική αφήγηση του γηραιού αθυρόστομου βασιλιά της Σπάρτης, λοιπόν, δεν επικεντρώνεται στον πόλεμο της Τροίας, αλλά αντιθέτως στα χρόνια πριν από αυτόν. Ο συγγραφέας βάζει τον Μενέλαο να πιάσει το νήμα της αφήγησης από τα παιδικά του χρόνια και τον σφετερισμό του θρόνου του αδικοχαμένου πατέρα τους Ατρέα από τον θείο τους τον Θυέστη, την καταδίωξή τους από τον τελευταίο και τη δεκάχρονη διαμονή τους στην ελευθέρων ηθών νήσο Πιτυούσα, πριν καταλήξει στη γνωριμία και την εντελώς αναπάντεχη ένωσή του με την Ωραία Ελένη. Η αφήγηση συνεχίζεται με αναλυτική ανασκόπηση των πρώτων χρόνων της γνωριμίας του ζευγαριού ως και την ανάρρησή του στον σπαρτιατικό θρόνο, τους πρώτους τριγμούς του γάμου τους και, τελικώς, την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη και τον επακόλουθο πόλεμο. 
 Αυτός είναι ο βασικός αφηγηματικός ιστός πάνω στον οποίο ο δημιουργός κεντά αριστοτεχνικά τον καμβά του μυθιστορήματός του επικεντρώνοντας στα συναισθήματα, τον χαρακτήρα και τα κίνητρα των πράξεων του ζευγαριού. Και σε αυτό ακριβώς επάνω έγκειται η ωραιότητα και η πρωτοτυπία του πονήματος του Χωμενίδη:η αφήγησή του δεν είναι απλά γεγονοτολογική, όπως θα έκανε ένας νέος Όμηρος που αναπλάθει απλώς το ζυμαράκι του γνωστού μύθου. Αντιθέτως, πρόκειται για αφήγηση άκρως ψυχογραφική που διερευνά ενδελεχώς τα κρυφά κίνητρα πίσω από τις πράξεις των πρωταγωνιστών, τα οποία είναι διαφορετικά τις περισσότερες φορές από αυτά που ήδη γνωρίζουμε, και αφήνει απολύτως εκτεθειμένους μπροστά στα μάτια μας τους βασικούς ήρωες της ιστορίας έτσι όπως ποτέ δεν τους έχουμε ξαναδεί: πρώτα απ' όλα τον Μενέλαο, εραστή της απλής και σεμνής ζωής, γιατρού, ειρηνιστή και ανθρώπου που ξέρει να απολαμβάνει τη ζωή στο έπακρο. Την Ωραία Ελένη με τη μυθική ομορφιά και τον αντιφατικό χαρακτήρα, ειρωνική, αυθάδης, προκλητική, μα και έξυπνη συνάμα.  Τη θεότρελη μητέρα της Λήδα, τον υπερόπτη πατέρας της Τυνδάρεω, τον σκληροτράχηλο πολεμιστή Αγαμέμνονα, τον θρασύδειλο Θυέστη, τον φαφλατά γερο-Θησέα και εκείνη τη "διαβόλου κάλτσα", τον πολυμήχανο Οδυσσέα.
Ο Μενέλαος παρουσιάζεται ως πρόσωπο παρεξηγημένο, ως πρόσωπο που αποζητά τη λύτρωση, κάτι που αποσαφηνίζεται ήδη από το οπισθόφυλλο του βιβλίου. Ο συγγραφέας τον εξιλεώνει και τον εξαγνίζει μέσα από την εξομολόγησή του, αφού ο ίδιος μας αποκαλύπτει ότι ουδέποτε θέλησε ο ίδιος να εκστρατεύσει κατά της Τροίας προκειμένου να πάρει πίσω τη γυναίκα του. "Ένδοξος δεν είναι αυτός που κατακτά, αλλά εκείνος που απελευθερώνει", μας λέει, αποκαλύπτοντάς μας πως ό,τι έκανε ήταν αποτέλεσμα της αγνής και απόλυτης αγάπης του για την Ωραία Ελένη, αγάπης τόσο αθώας και ειλικρινούς που δεν έγινε ποτέ κτητική και ζηλόφθονη. 
Ο Μενέλαος υπήρξε πρώτ' απ' όλα βασιλιάς του εαυτού του. Έγινε βασιλιάς της Ελένης του, όπως μας πληροφορεί ο τίτλος του βιβλίου, κατόπιν βασιλιάς της Σπάρτης και ακολούθως βασιλιάς του πολέμου, δηλαδή βασιλιάς της συμφοράς, προτού καταλήξει και πάλι βασιλιάς της καρδιάς της αγαπημένης του.
Ποια είναι, επομένως, η αλήθεια πίσω από τον μύθο; Τι θα πει τελικά αγαπώ; Πώς μπόρεσε ως το τέλος ο απατημένος σύζυγος να συγχωρήσει τη μοιχαλίδα κάνοντας γενιές αναγνωστών ανά τους αιώνες να αναρωτιούνται το γιατί; Μήπως η μοναδική αλήθεια στην όλη υπόθεση ήταν η βαθιά αγάπη που ο Μενέλαος έτρεφε για την Ελένη, αγάπη που θάφτηκε κάτω από τα συντρίμμια του πολύχρονου, πολυαίμακτου και καθόλου ηρωικού, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μενελάου-Χωμενίδη, τρωικού πολέμου;
"Από το χάος ερχόμαστε, στο χάος καταλήγουμε, και στο ενδιάμεσο η ζωή είναι επίσης χάος". Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο συγγραφέας έπειτα από ολόκληρη ετούτη την ανασκόπηση της ζωής του μεγάλου μυθικού ήρωα. Η μοίρα του ανθρώπου, εξάλλου, πάλι σύμφωνα με τα λεγόμενα του συγγραφέα, είναι από αλλού να το περιμένεις και από αλλού να σου ΄ρχεται. Οδυνηροί συμβιβασμοί, λανθασμένες επιλογές, ολέθριες αποφάσεις, όλα συνυφασμένα με την ίδια τη ζωή και αναπόσπαστο κομμάτι της σε όλο τον διάβα των αιώνων της ανθρώπινης ύπαρξης. 
Κι όμως με έναν μοναδικό τρόπο φαίνεται ότι όλα αρχίζουν και ότι όλα τελειώνουν στον Όμηρο με το βιβλίο αυτό. Η ζεύξη της λογοτεχνίας, του ομηρικού μύθου, του ιστορικού πλαισίου και του σκιαγραφήματος του ψυχισμού των ηρώων είναι άκρως απολαυστική και αντάξια του υπολοίπου έργου του συγγραφέα, ο οποίος για τη δημιουργία του παρόντος πονήματος είναι ολοφάνερο ότι μελέτησε επισταμένα την ελληνική μυθολογία και τον Όμηρο, προκειμένου να δημιουργήσει, σαν έτερος συγγραφεύς της αλεξανδρινής εποχής, σαν άλλος Δίων Κάσσιος και Διόδωρος Σικελιώτης τη δική του, μοναδική εκδοχή του τρωικού μύθου.
ΤΟ ΔΥΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΟ: η καθηλωτική γραφή του Χωμενίδη και η γρήγορη αφήγηση που δεν πλατειάζει και η πρωτότυπη εκδοχή ενός γνωστού μύθου.
ΠΟΙΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ: διαβάζεται άνετα από όλο το αναγνωστικό κοινό, αλλά θα συγκινήσει ιδιαίτερα τους λάτρεις του Ομήρου, της μυθολογίας, της ιστορίας και του συγκεκριμένου φυσικά συγγραφέα.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Ο Παρθενώνας στο Βυζάντιο και την αρχαιότητα

Ο Παρθενώνας σήμερα θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία παγκοσμίως. Άραγε ήταν και για τους αρχαίους το ίδιο σημαντικός όσο είναι και για μας σήμερα;
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχαιότητα ο ναός αυτός έχαιρε μεν της εκτίμησης των συγχρόνων του, ουδέποτε όμως έφτασε τη φήμη που έχει σήμερα.
Καταρχάς δεν συμπεριλήφθηκε ποτέ στον κατάλογο με τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Γιατί άραγε; Μήπως το κάλλος του δεν ήταν ανάλογο του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο;
Όπως όλοι  γνωρίζουμε ο ναός που προϋπήρχε του Παρθενώνα στην Ακρόπολη καταστράφηκε κατά την περσική εισβολή στην Αθήνα του 480π.Χ. Έκτοτε αποφασίστηκε η ανοικοδόμησή του με εντολή του Περικλή και χρήματα από το συμμαχικό ταμείο της Αθήνας, με αρχιτέκτονες τους Ικτίνο και Καλλικράτη και γλύπτη τον διάσημο Φειδία. Το αποτέλεσμα φυσικά ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Οι μαρτυρίες όμως που μας έρχονται από την αρχαία Αθήνα στην πραγματικότητα δεν αφορούν την επίσκεψη του Παρθενώνας ως πόλο τουριστικής έλξης από κανέναν περιηγητή της εποχής, αλλά ως τόπο λατρείας της Παρθένου Θεάς Αθηνάς.

Όσοι περιηγητές επισκέφθηκαν την Αθήνα κατά την αρχαιότητα και των οποίων οι μαρτυρίες διασώθηκαν, όλοι τους αναφέρουν κατά κανόνα τον Παρθενώνα κατά την επίσκεψή τους στην Ακρόπολη των Αθηνών, το μνημείο όμως που τους έκανε μεγαλύτερη εντύπωση δεν ήταν ο Παρθενώνας, αλλά τα Παροπύλαια του Μνησικλέους. Πολύ περισσότερο εξέπληττε δε συνήθως τους επισκέπτες το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς στο εσωτερικό του ναού.
Ακόμη και στον τομέα της λατρείας, ο Παρθενώνας επισκιαζόταν από το Ερέχθειο, το οποίο θεωρούταν σημαντικότερος τόπος λατρείας. Τέλος, όσον αφορά το προσκύνημα, δεν έχουμε καμία μαρτυρία από την αρχαιότητα που να μαρτυρά ταξίδι στην Αθήνα για θρησκευτικούς λόγους στον ναό του Παρθενώνα. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για προσκυνηματικό ταξίδι στην Ελευσίνα, στο ιερό της Δήμητρας, μια λατρεία η οποία ήταν γνωστή σε όλο τον αρχαίο κόσμο και που φυσικά, λόγω των περίφημων Μυστηρίων, επισκίαζε αυτή της Αθηνάς.
Αυτό που λησμονούμε όταν φέρνουμε στο νου μας τον Παρθενώνα σήμερα είναι πως για τους αρχαίους ο ναός αυτός ήταν πάνω απ' όλα ένα τρόπαιο νίκης στον πόλεμο που κέρδισαν κατά των Περσών. Αυτός ήταν εξάλλου και ο λόγος για τον οποίον ανοικοδομήθηκε. Στο μυαλό των Αθηναίων ο ναός αυτός ήταν άμεσα συνδεδεμένος με αυτό και όχι με τη δημοκρατία, όπως συνηθίζουμε να κάνουμε εμείς σήμερα. Πολύ μεγαλύτερης σημασίας για τους αρχαίους Αθηναίους, όσον αφορά τη δημοκρατία, ήταν η Πνύκα, ο τόπος όπου γίνονταν οι συγκεντρώσεις της Εκκλησίας του Δήμου, ένας λόφος που σήμερα για μας δεν φτάνει ούτε στο νυχάκι το μνημείο του Παρθενώνα. Βέβαια τότε υπήρχαν πολλοί άλλοι τέτοιοι ναοί που συναγωνίζονταν το κάλλος του Παρθενώνα, οι οποίοι κατά τη σύγχρονη εποχή σώζονται σε πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτόν. Επόμενο είναι λοιπόν να μας κάνει ο Παρθενώνας μεγαλύτερη εντύπωση, αφού στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε πόσο όμορφοι μπορεί να ήταν και εκείνοι στην περίοδο της ακμής τους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το άγαλμα της Αθηνάς στο εσωτερικό του πρέπει να ήταν ακόμη πιο σπουδαίο.
Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορεί οι επισκέπτες που κατέφθαναν στην Αθήνα, να αναφέρουν τον Παρθενώνα, κανείς από αυτούς όμως δεν αποφάσισε ποτέ να έρθει στην Αθήνα μόνο και μόνο για να δει το εν λόγω μνημείο. Οι λόγοι του ταξιδιού τους ήταν πάντοτε διαφορετικοί, κάτι που δεν ισχύει κατά τη βυζαντινή εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας η Αθήνα αναδείχτηκε σε πολύ σημαντικό τόπο προσκυνήματος της Θεοτόκου της Αθηνιώτισσας, η οποία αντικατέστησε τη λατρεία της Αθηνάς στον ναό του Παρθενώνα.
Η μετατροπή του ναού σε χριστιανικό τοποθετείται γύρω στα τέλη του πέμπτου μεταχριστιανικού αιώνα, κανείς όμως δεν μπορεί να πει με σιγουριά το πότε ακριβώς αυτή έλαβε χώρα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η Αθήνα, αν και ερημωμένη μετά από τις επιδρομές Έρουλων (270μ.Χ.), Γότθων (396μ.Χ.) και Σλάβων (580μ.Χ.), επιδρομές που δεν άφησαν αλώβητο φυσικά και τον ίδιο τον Παρθενώνα, έγινε σπουδαίος προσκυνηματικός τόπος στην επικράτεια του Βυζαντίου. Ακόμη και ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος επισκέφθηκε προς τα τέλη της βασιλείας του την πόλη για να ευχαριστήσει τη Θεοτόκο την Αθηνιώτισσα που του χάρισε τη νίκη εναντίον των Βουλγάρων.
 Κανείς δεν αρνείται , όπως και να 'χει, πως το κλείσιμο της νεοπλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό του 529μ.Χ. έβλαψε ανεπανόρθωτα το κύρος της πόλης, η οποία έως τότε θεωρούταν λίκνο της εκπαίδευσης στην βυζαντινή αυτοκρατορία, μαρτυρίες των μεταγενέστερων χρόνων όμως μας παραδίδουν πως η πόλη παρέμενε, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, ένας τόπος που απηχούσε το μεγαλείο των αρχαίων σε όσους Βυζαντινούς είχαν την παιδεία για να το αντιληφθούν, καθώς και φυτώριο, έστω και περιορισμένου στον αριθμό, λογίων. Κυρίως όμως, ιδίως όσο περνούσαν οι αιώνες, οι πηγές μαρτυρούν πως η Αθήνα έγινε ένας από τους σημαντικότερους τόπους λατρείας της Παρθένου Μαρίας στη βυζαντινή επικράτεια.
Σήμερα που ο Παρθενώνας δεν είναι πλέον χριστιανικός ναός, αποτελεί παγκόσμιο σύμβολο της κλασικής αρχαιότητας, της δημοκρατίας και της καταπληκτικής συμμετρίας στην αρχιτεκτονική που είχαν επιτύχει οι αρχαίοι Έλληνες.
ΠΗΓΗ: Αντώνης Καλδέλλης, Ο Βυζαντινός Παρθενώνας, εκδ. Ψυχογιός

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...