Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Τα κίνητρα των δολοφόνων του Γ Ράιχ

Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας τα οποία διαπράχθηκαν από τους ναζί είναι, βεβαίως ευρέως γνωστά, όχι μόνο ενάντια στους Εβραίους, αλλά και ενάντια στους ψυχικά ασθενείς και ανάπηρους, τους ρομά, τους Σλάβους της Ανατολικής Ευρώπης, τους κομμουνιστές και τους κάθε λογής αντιφρονούντες.


 

Οι δολοφονίες γίνονταν, μετά την απόφαση για την Τελική Λύση-δηλαδή μετά το 1941,- μέσω δηλητηριωδών αερίων σε θαλάμους στα στρατόπεδα του θανάτου. Ο τρόπος αυτός είχε προτιμηθεί όχι επειδή ήταν πιο γρήγορος από τις εκτελέσεις διά τουφεκισμού, όπως λανθασμένα συνήθως πιστεύεται, αλλά επειδή επέτρεπε αποστασιοποιημένες εκτελέσεις, τις οποίες ανέχονταν ευκολότερα οι εκτελεστές και δεν προκαλούσαν ψυχολογικά τραύματα.

Ανάμεσα στους χαμηλόβαθμους στρατιώτες και τα μέλη των ειδικών ομάδων δράσης, των αποκαλούμενων Einsatzgruppen, υπήρχαν, φυσικά, άνθρωποι που απεχθάνονταν τις εκτελέσεις, αλλά, και άνθρωποι οι οποίοι είτε εκτελούσαν εντελώς μηχανικά ή αδιάφορα τις διαταγές που τους είχαν δοθεί, είτε τελικά είχαν συνηθίσει να σκοτώνουν, είτε, ακόμη χειρότερα, απολάμβαναν εν τέλει το γεγονός αυτό!- όσο κι αν κάτι τέτοιο μας φαίνεται απίστευτο σήμερα. Οι ιστορικοί σήμερα έχουν στη διάθεσή τους άφθονες μαρτυρίες οι οποίες επιτρέπουν την κατηγοριοποίηση των κινήτρων των δολοφόνων σε πέντε κατηγορίες.

Στην πρώτη μεγάλη κατηγορία ανήκαν όσοι ένιωθαν ότι έπαιρναν εκδίκηση για τα δεινά που είχαν υποστεί οι Γερμανοί κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είτε από τους εχθρούς τους είτε από τους Εβραίους. Ας μην ξεχνάμε την προπαγάνδα που γινόταν συστηματικά σε όλη τη δεκαετία του '30 σχετικά με τις αδικίες τις οποίες είχε υποστεί το γερμανικό έθνος και  τα "πισώπλατα μαχαιρώματα" από τους Εβραίους ή τους κομμουνιστές. Ένα μέρος των ανθρώπων αυτών, επομένως, θεωρούσαν λογική και επιβεβλημένη την τιμωρία των Εβραίων.

Στην δεύτερη μεγάλη κατηγορία εντάσσονται οι θιασωτές του αντισημιτισμού και του ρατσισμού, της ιδεολογίας, δηλαδή, του Γ' Ράιχ. Οι άνθρωποι αυτοί εμφορούνταν από πραγματικό μίσος εναντίον των "υπανθρώπων", όπως αποκαλούσαν τους ανθρώπους που δεν ανήκαν στην "αρία" φυλή, και των Εβραίων.

Στην τρίτη κατηγορία, σαφώς μικρότερη από τις δύο παραπάνω, ανήκαν όσοι επιζητούσαν εξιλέωση, ήθελαν δηλαδή να επιδείξουν την αφοσίωσή τους στο ναζιστικό καθεστώς, ιδιαιτέρως αν είχαν προηγουμένως συνεργαστεί με τους Σοβιετικούς ή τους εχθρούς του καθεστώτος.

Στην τέταρτη κατηγορία ανήκουν όσοι επιδίωκαν κοινωνική ανέλιξη ή πλουτισμό μέσω της πειθήνιας υπακοής των διαταγών που λάμβαναν από τους ανωτέρους τους.

Δυστυχώς όμως, όπως μας δείχνουν τα υπάρχοντα στοιχεία, εξίσου μεγάλη κατηγορία, την πέμπτη, αποτελούσαν και όσοι είχαν ως κίνητρο για τις δολοφονίες που διέπρατταν τον καθαρό σαδισμό, την απόλαυση δηλαδή που αντλούσαν από το να σκοτώνουν ανυπεράσπιστους ανθρώπους.

Φυσικά δεν ήταν όλοι οι στρατιώτες των ναζί τέτοια τέρατα αναισθησίας. Αντιθέτως, έχουν σωθεί πολυάριθμες μαρτυρίες ανθρώπων που αρνήθηκαν να υπακούσουν σε διαταγές ή προσπάθησαν απεγνωσμένα να αλλάξουν πόστο. Ούτε μπορούμε να πούμε ότι στυγνοί δολοφόνοι περιλαμβάνονταν μονάχα στις τάξεις των Γερμανών ναζί, αφού πολλοί άνθρωποι από άλλα έθνη συμμετείχαν με χαρά σε κάθε λογής προπηλακισμούς και βασανισμούς αθώων θυμάτων-κυρίως Εβραίων- . Αυτοί ήταν κυρίως Ρουμάνοι, Κροάτες, Ούγγροι κ.α.

Όλα αυτά, όμως, είναι καλό να διερευνώνται και να μην ξεχνιούνται διότι μας δείχνουν τι είναι, δυστυχώς, ικανό να διαπράξει το ανθρώπινο είδος.

ΠΗΓΕΣ

-Rees Laurence, Ολοκαύτωμα, εκδ. Πατάκη

-Rees Laurence, Άουσβιτς, εκδ. Πατάκη

-Rees Laurence, Οι ναζί, εκδ. Πατάκη


Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Το ναυάγιο του πλοίου Ηράκλειον στη Φαλκονέρα είναι μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στη χώρα μας. Συνέβη στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 στις 2 τα ξημερώματα. Το καράβι, το οποίο έχρηζε από ανάγκη συντήρησης και είχε μετατραπεί προχείρως στο παρελθόν από φορτηγό πλοίο σε επιβατικό και οχηματαγωγό, εκτελούσε το δρομολόγιο Σούδα-Πειραιά. Απέπλευσε στις 7 του Δεκέμβρη από τη Σούδα στις 19.20 το βράδυ υπό πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες-φυσούσε άνεμος 9 μποφόρ- και με ευθύνη του ίδιου του καπετάνιου. Το πλοίο είχε κατασκευαστεί το 1949 στη Σκοτία και ανήκε στην εταιρεία Aegean Steam Navigation.Το μοιραίο εκείνο βράδυ μετέφερε 206 ανθρώπινες ψυχές, εκ των οποίων τα 70 ήταν μέρη του πληρώματος. Τα λάθη που οδήγησαν στην τραγωδία ξεκίνησαν ήδη από το γεγονός ότι το πλοίο χρειαζόταν συντήρηση και επισκευές, πράγματα τα οποία δεν είχαν γίνει. Επιπλέον, το γκαράζ του φορτώθηκε με πολλά φορτηγά οχήματα, τα οποία δεν ήταν καλά ακινητοποιημένα και η πόρτα του γκαράζ δεν είχε κλείσει καλά. Τέλος, ο απόπλους δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί υπό τέτοιες δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Το κακό συνέβη όταν το πλοίο, ευρισκόμενο πλησίον της βραχονησίδας Φαλκονέρας γύρω στις 2 τα ξημερώματα της 8ης Δεκεμβρίου, κλυδωνίστηκε επικίνδυνα λόγω της σφοδρής θαλασσοταραχής και ένα φορτηγό ψυγείο, το οποίο δεν είχε ακινητοποιηθεί ως όφειλε στο έδαφος, έπεσε με φόρα επάνω στη γκαραζόπορτα του πλοίου και την ξεθεμελίωσε. Κατόπιν αυτού, το νερό εισέβαλε με ορμή στο γκαράζ και το πλοίο άρχισε να βυθίζεται γοργά. Το πλήρωμα εξέπεμψε σήμα κινδύνου, μοίρασε σωσίβια και έριξε κάποιες βάρκες στο νερό, αλλά οι μαρτυρίες από τους σαράντα επτά μόλις επιβαίνοντες τεκμηρίωσαν το γεγονός ότι η αντίδρασή του ήταν ανοργάνωτη και σπασμωδική και, φυσικά, δεν επαρκούσε για να αποτρέψει το αναπόφευκτο. Στον μεγάλο αριθμό των θυμάτων συνέβαλε και το γεγονός ότι άργησαν πολύ να φύγουν πλοία διάσωσης των ναυαγών, με αποτέλεσμα να πνιγούν και οι περισσότεροι από όσους είχαν καταφέρει να εγκαταλείψουν σώοι το πλοίο. Εξαιτίας της τραγωδίας αυτής που συγκλόνισε τότε το πανελλήνιο, αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο, καθορίστηκε ο θεσμός του "σκοπούντος πλοίου" σε κάθε λιμάνι, να υπάρχει δηλαδή ένα πολεμικό πλοίο σε ετοιμότητα προκειμένου να μπορέσει να δράσει άμεσα αν χρειαστεί. Επίσης θεσπίστηκε και ο καθορισμός άδειας του απόπλου ενός πλοίου σύμφωνα με το δελτίο καιρού και όχι κατά την κρίση του πλοιάρχου.

 

 

Το ναυάγιο του πλοίου Ηράκλειον στη Φαλκονέρα είναι μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στη χώρα μας. Συνέβη στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 στις 2 τα ξημερώματα.

Το καράβι, το οποίο έχρηζε από ανάγκη συντήρησης και είχε μετατραπεί προχείρως στο παρελθόν από φορτηγό πλοίο σε επιβατικό και οχηματαγωγό, εκτελούσε το δρομολόγιο Σούδα-Πειραιά. Απέπλευσε στις 7 του Δεκέμβρη από τη Σούδα στις 19.20 το βράδυ υπό πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες-φυσούσε άνεμος 9 μποφόρ- και με ευθύνη του ίδιου του καπετάνιου.

Το πλοίο είχε κατασκευαστεί το 1949  στη Σκοτία και ανήκε στην εταιρεία Aegean Steam Navigation.Το μοιραίο εκείνο βράδυ μετέφερε 206 ανθρώπινες ψυχές, εκ των οποίων τα 70 ήταν μέρη του πληρώματος.

Τα λάθη που οδήγησαν στην τραγωδία ξεκίνησαν ήδη από το γεγονός ότι το πλοίο χρειαζόταν συντήρηση και επισκευές, πράγματα τα οποία δεν είχαν γίνει. Επιπλέον, το γκαράζ του φορτώθηκε με πολλά φορτηγά οχήματα, τα οποία δεν ήταν καλά ακινητοποιημένα και η πόρτα του γκαράζ δεν είχε κλείσει καλά. Τέλος,  ο απόπλους δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί υπό τέτοιες δυσμενείς καιρικές συνθήκες.

Το κακό συνέβη όταν το πλοίο, ευρισκόμενο πλησίον της βραχονησίδας Φαλκονέρας γύρω στις 2 τα ξημερώματα της 8ης Δεκεμβρίου, κλυδωνίστηκε επικίνδυνα λόγω της σφοδρής θαλασσοταραχής και ένα φορτηγό ψυγείο, το οποίο δεν είχε ακινητοποιηθεί ως όφειλε στο έδαφος, έπεσε με φόρα επάνω στη γκαραζόπορτα του πλοίου και την ξεθεμελίωσε. Κατόπιν αυτού, το νερό εισέβαλε με ορμή στο γκαράζ και το πλοίο άρχισε να βυθίζεται γοργά.

Το πλήρωμα εξέπεμψε σήμα κινδύνου, μοίρασε σωσίβια και έριξε κάποιες βάρκες στο νερό, αλλά οι μαρτυρίες από τους σαράντα επτά μόλις επιβαίνοντες τεκμηρίωσαν το γεγονός ότι η αντίδρασή του ήταν ανοργάνωτη και σπασμωδική και, φυσικά, δεν επαρκούσε για να αποτρέψει το αναπόφευκτο.

Στον μεγάλο αριθμό των θυμάτων συνέβαλε και το γεγονός ότι άργησαν πολύ να φύγουν πλοία διάσωσης των ναυαγών, με αποτέλεσμα να πνιγούν και οι περισσότεροι από όσους είχαν καταφέρει να εγκαταλείψουν σώοι το πλοίο. 

Εξαιτίας της  τραγωδίας αυτής που συγκλόνισε τότε το πανελλήνιο, αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο, καθορίστηκε ο θεσμός του "σκοπούντος πλοίου" σε κάθε λιμάνι, να υπάρχει δηλαδή ένα πολεμικό πλοίο σε ετοιμότητα προκειμένου να μπορέσει να δράσει άμεσα αν χρειαστεί. Επίσης θεσπίστηκε και ο καθορισμός άδειας  του απόπλου ενός πλοίου σύμφωνα με το δελτίο καιρού και όχι κατά την κρίση του πλοιάρχου.

 

ΠΗΓΗ

-Eric Chaline, Οι μεγαλύτερες καταστροφές της ιστορίας, εκδ. Κλειδάριθμος

Η αλλαγή της συλλογικής κουλτούρας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο


  

Η ευρωπαϊκή κουλτούρα όπως ήταν στα τέλη του 20ου αιώνα, άρχισε να αναπτύσσεται μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κοινή σε ολόκληρη την Ευρώπη και, ως έναν βαθμό, και στην Αμερική.

Πριν από τον Πόλεμο υπήρχε, επίσης, φυσικά κάποια κοινή κουλτούρα στην Ευρώπη, αυτή όμως δεν ήταν τόσο ενιαία και καθολική, όσο έγινε από το 1950 και μετά. Μεγάλο ρόλο σε αυτό έπαιξαν, φυσικά, η ανάπτυξη των τεχνολογιών και των συγκοινωνιών, τα μέσα δηλαδή τα οποία επέτρεπαν τη γρηγορότερη επικοινωνία μεταξύ των χωρών, αλλά και η ολοένα αυξανόμενη ευημερία στην Ευρώπη μετά το 1950.

Η γενιά του '50,  εκείνοι δηλαδή οι οποίοι δεν είχαν ζήσει κατά τη διάρκεια του Πολέμου, αλλά τον γνώρισαν μόνο μέσα από τις αναμνήσεις των γονέων τους, είχαν κάθε λόγο να αμφισβητούν τις παλαιότερες γενιές. Οι αξίες και τα πρότυπα συμπεριφοράς της παλαιότερης γενιάς δέχονταν μεγάλη αμφισβήτηση από τους νεότερους και ειδικά το κύρος των μεγαλυτέρων και η υπακοή προς αυτούς. Οι νέοι δεν ήθελαν να γνωρίσουν αυτό που δεν είχαν ζήσει και οι παλιότερες γενιές επιθυμούσαν να το ξεχάσουν.

Στο ψυχροπολεμικό κλίμα η κρίσιμη επιρροή την οποία ασκούσαν διάφοροι παράγοντες προπολεμικά, όπως οι ένοπλες δυνάμεις, η εκκλησία, η εργασία, οι γονείς και το σχολείο, μειωνόταν ραγδαία.

Ο κόσμος καταδίκασε ευθέως τον πόλεμο, παρά τον συνεχιζόμενο Ψυχρό Πόλεμο, και οι μιλιταριστικές αξίες, οι οποίες είχαν γνωρίσει τόση άνθηση προπολεμικά, υποχώρησαν γοργά. Σε αυτό συνέβαλε, από ένα σημείο και μετά, και η δυσαρέσκεια για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, η οποία ήταν πολύ μεγάλη όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη.

Στην εργασία σημειώθηκαν επίσης κάποιες αλλαγές και με την είσοδο ολοένα και περισσότερων γυναικών στον χώρο, καθώς περνούσαν τα χρόνια. Οι ταξικές διαφορές έγιναν, επίσης, λιγότερο εμφανείς, καθώς πολλοί εργάτες μεταπηδούσαν στην τάξη των αστών. Η αστικοποίηση προχωρούσε επίσης γοργά, το ίδιο και ο αριθμός των νέων που φοιτούσαν στα πανεπιστήμια. Σημειώθηκε νέο κύμα ίδρυσης πανεπιστημιακών σχολών σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Η Εκκλησία, τόσο η καθολική, όσο και η Διαμαρτυρόμενη και η Ορθόδοξη έχανε σταδιακά την πρωτοκαθεδρία της και όλο και λιγότερος κόσμος επέλεγε να περνά τα κυριακάτικα πρωινά του στην Εκκλησία. Στον καθολικό και ορθόδοξο Νότο, η αλλαγή αυτή εκδηλώθηκε με πιο αργούς ρυθμούς σε σχέση με την προτεσταντική βόρεια Ευρώπη, και πάλι, όμως, δεν έπαυε να αλλάζει σταδιακά το κλίμα.

Η σεξουαλική απελευθέρωση της δεκαετίας του '60, η σταδιακή αποδοχή της ομοφυλοφιλίας καθώς και ο έλεγχος των γεννήσεων με την εφαρμογή αντισυλληπτικών μεθόδων, βρήκε, φυσικά, αντίθετη την Εκκλησία. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Η νέα μουσική- ο θρίαμβος του rock n' roll- ο κινηματογράφος και η τηλεόραση αργότερα, τα ναρκωτικά, η ομοιομορφία στο ντύσιμο και στα κουρέματα, καθώς και οι νέοι τρόποι αναψυχής, όπως η συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες και τα ταξίδια, όλα αυτά φώναζαν ότι οι αλλαγές είχαν έρθει για να μείνουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Φυσικά, αυτές δεν συντελούνταν τόσο γρήγορα όσο θα ήθελαν κάποιοι. Ο φυλετισμός και ο ρατσισμός, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ αργούσαν να υποχωρήσουν. Το ίδιο και οι διακρίσεις κατά των γυναικών, παρά τη σεξουαλική και κοινωνική- εν μέρει- απελευθέρωση των γυναικών. Όσο αργά όμως, κι αν άλλαζαν οι αντιλήψεις των ανθρώπων, σε καμία περίπτωση το ποτάμι δεν μπορούσε να γυρίσει πλέον πίσω. 

Στα τέλη της δεκαετίας του '70, η μετάβαση στη νέα μαζική κουλτούρα είχε πλέον σχεδόν ολοκληρωθεί. Και αυτή δεν θα άλλαζε πια εμφανώς, παρά μονάχα με την επικράτηση των Υπολογιστών και του Παγκόσμιου Ιστού, κάτι που θα δημιουργούσε τη νέα ψηφιακή κουλτούρα της εποχής μας.

Οι εμφύλιοι πόλεμοι στην Ελληνική Επανάσταση




 

Πολλοί είναι εκείνοι που πρεσβεύουν την άποψη ότι οι εμφύλιες διενέξεις του λαού μας είναι και η κατάρα του. Πρόκειται για ένα "ταλέντο" το οποίο μας διακρίνει ως λαό από την Αρχαιότητα ακόμη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι άλλοι λαοί είναι απαλλαγμένοι από αυτή την "κατάρα", απεναντίας μάλιστα. Ιδιαίτερα σκληροί υπήρξαν οι εμφύλιοι πόλεμοι κατά τον 20ο αιώνα της Φινλανδίας και της Ισπανίας.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα τώρα, εμφύλιοι πόλεμοι υπήρχαν μεταξύ των Ελλήνων τόσο στα κλασικά και τα ελληνιστικά χρόνια, όσο και στα βυζαντινά, αλλά και κατά τη διάρκεια της σύγχρονης Ιστορίας μας. Τότε τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι, βεβαίως, ο Ελληνικός Εμφύλιος του 1943-49, αλλά και οι δύο Εμφύλιοι Πόλεμοι κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. 

Σε αυτούς τους δύο τελευταίους θα έπρεπε να προσθέσουμε ίσως και τον Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε την δολοφονία του πρώτου Κυβερνήτη του ελληνικού κράτους, Ιωάννη Καποδίστρια, αλλά και τη μετέπειτα διαμάχη αυτοχθόνων-ετεροχθόνων, καθώς και την κατοπινή διαίρεση του λαού μας σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού.

Ωστόσο, οι εμφύλιες διενέξεις που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ήταν εκείνες οι οποίες ενείχαν και τους περισσότερους κινδύνους για το Έθνος, αφού έθεσαν την Ελληνική Επανάσταση και όλα όσα είχαν κερδηθεί με τόσο κόπο και αίμα κατά τα προηγούμενα χρόνια σε θανάσιμο κίνδυνο. Το αποτέλεσμα αναμφίβολα θα ήταν, αν δεν είχαν επενέβη οι Μεγάλες Δυνάμεις, να καταρρεύσει εξολοκλήρου η Επανάσταση. Τέτοια ήταν η ένταση των εμφύλιων παθών στη χώρα μας.

Ήταν, όμως, άραγε δυνατόν να είχαν αποφευχθεί οι εμφύλιες διαμάχες; Εκ των υστέρων καταλαβαίνουμε πως κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, αφού η συγκρότηση ενός έθνους-κράτους από την αρχή απαραιτήτως θα έφερνε αντιμέτωπες μεταξύ τους τις παλιές και τις νέες δυνάμεις που έριζαν για την εξουσία. 

Από τη μια ήταν όλοι εκείνοι οι οποίοι κατείχαν κάποια μορφή εξουσίας καθ' όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, όπως η Εκκλησία, οι Φαναριώτες, οι αρματολοί, οι καραβοκύρηδες των νησιών και οι κοτζαμπάσηδες και από την άλλη ήταν όλες εκείνες οι νέες δυνάμεις που αναδύθηκαν από την αφάνεια με την έναρξη του Αγώνα και διεκδίκησαν, αναπόφευκτα, μερίδιο στην εξουσία. Αυτοί ήταν οι οπλαρχηγοί της Επανάστασης και οι Φιλικοί.

Ήταν αναμενόμενο, επομένως, η Ελληνική Επανάσταση να διαρρήξει τις κατεστημένες δομές της ελληνικές κοινωνίας και να απελευθερώσει νέες δυνάμεις.

Οι ιστορικοί διακρίνουν συνήθως δύο εμφύλιους πολέμους κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Παλιγγενεσίας. Ο πρώτος ξεκίνησε ήδη από τον Ιούνιο του 1821 με την κάθοδο του Δημητρίου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο. Ο αδελφός του, ομολογουμένως, πολύ περισσότερο αναγνωρισμένου Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο οποίος είχε ξεκινήσει την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία, είχε αναλάβει να αντιπροσωπεύσει τον Αλέξανδρο στην Πελοπόννησο ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Αρχής. Έφερε μάλιστα και κάποια χρήματα από την προσωπική του περιουσία κατά την κάθοδό του στον ελλαδικό χώρο.

Ενώ όμως ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί τον υποδέχτηκαν ασμένως στον Μοριά, δεν συνέβη το ίδιο και με τους προκρίτους και τους Φαναριώτες. Ιδιαίτερα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Θεόδωρος Νέγρης ήταν εξαρχής σφόδρα αντιτιθέμενοι εναντίον του, αφού φοβούνταν πως ο Υψηλάντης θα τους άρπαζε την εξουσία μέσα από τα χέρια τους.

Οι έριδες κορυφώθηκαν το φθινόπωρο του 1823 μετά τη σύγκληση και των δύο Εθνοσυνελεύσεων, στις οποίες παραγκωνίστηκαν οι στρατιωτικοί και θριάμβευσαν οι προεστοί και οι Φαναριώτες, οι οποίοι πήραν και τη μερίδα του λέοντος στην άσκηση της εξουσίας παραμερίζοντας τους οπλαρχηγούς της Επανάστασης και τους Φιλικούς, δηλαδή κυρίως τον Κολοκοτρώνη και τον Υψηλάντη. Ο Ιωάννης Κωλέττης αντίθετα, μαζί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, συγκαταλέγονται στους μεγάλους νικητές του πρώτου αυτού εμφυλίου.

Τα χρήματα από το πρώτο δάνειο το οποίο συνήφθη με την κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας στις αρχές του 1824 και η αξιοποίησή τους προκάλεσαν περαιτέρω διαίρεση μεταξύ των πολιτικών και των οπλαρχηγών και δημιούργησαν νέες αντιπαλότητες, αφού, εν τέλει, ελάχιστα χρήματα από αυτό έφτασαν στην επαναστατημένη Ελλάδα.

Τον έλεγχο της Κυβέρνησης  τον είχαν τώρα ο Υδραίος Γεώργιος Κουντουριώτης και ο Ιωάννης Κωλέττης που ήταν με το μέρος των Ρουμελιωτών. Έτσι οι Μωραΐτες, με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη, παραμερίστηκαν και ο διχασμός βάθυνε ακόμη περισσότερο μετά από τη δολοφονία από χέρι ελληνικό του γιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Πάνου.

Ακολουθεί η επονείδιστη εισβολή των Ρουμελιωτών στην Πελοπόννησο με ένα σώμα 2.000 περίπου ενόπλων στρατιωτών και αρχηγούς τους Γκούρα και Καρατάσο. Δυστυχώς, μεγάλα ποσά του αγγλικού δανείου είχαν μοιραστεί στους Ρουμελιώτες προκειμένου να τους  πείσουν να εκστρατεύσουν εναντίον των Μωραϊτών. Οι αγριότητες τις οποίες, ακολουθώντας τις διαταγές του Κωλέττη, διέπραξαν οι Στερεοελλαδίτες εις βάρος των Μωραϊτών οπλαρχηγών, αλλά και των αμάχων ήταν, πανθομολογουμένως, πάμπολλες και η νίκη των πρώτων συντριπτική. Ακολούθησαν πολλές συλλήψεις Πελοποννησίων, μεταξύ των οποίων και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Μόνο μετά την εισβολή του Αιγύπτιου Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, του συμμάχου των Οθωμανών, και ενώ η Επανάσταση κατέρρεε ολοταχώς, αποφάσισε η Κυβέρνηση να απελευθερώσει τον Κολοκοτρώνη προκειμένου να προσπαθήσει να περισώσει όλα όσα είχαν χαθεί. Τότε ακριβώς ήταν που ο ξένος δάκτυλος επενέβη για να μας δικαιώσει και να μας χαρίσει τελικά την πολυπόθητη ελευθερία, μετά από τις τόσες θυσίες στις οποίες είχε προβεί ο ελληνικός λαός.

Όπως θα αποδεικνυόταν όμως περίτρανα, δυστυχώς, στη συνέχεια, οι βαθιές πληγές των εμφυλίων πολέμων δεν είχαν κλείσει, αλλά είχαν επουλωθεί μονάχα εντελώς επιφανειακά. Οι αντιπαλότητες υπέβοσκαν ακόμη κάτω από τη φαινομενική συναίνεση σχετικά με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Επρόκειτο για πάθη τα οποία θα έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους με την άφιξη του πρώτου Έλληνα Κυβερνήτη, του Ιωάννη Καποδίστρια.

Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

Μελίνα Τσαμπάνη, Ο πρώτος αμέθυστος, εκδ. Ωκεανός, 2021, σελ.636

 


 

http://www.oceanosbooks.gr/product/885/%CE%BF-%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF%CF%83-%CE%B1%CE%BC%CE%B5%CE%B8%CF%85%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%83 

 Όταν σεναριογράφοι επιλέγουν να γράψουν βιβλία, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι καθηλωτικό! Πραγματικά, λίγα βιβλία που δεν εντάσσονται στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας καταφέρνουν να αιχμαλωτίσουν τόσο αποτελεσματικά και να μονοπωλήσουν την προσοχή του αναγνώστη. Η γραφή είναι κινηματογραφική και η πλοκή εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, με αποτέλεσμα το βιβλίο να μπορούσε κάλλιστα να γίνει σειρά στην τηλεόραση ή ταινία.

Η Μελίνα Τσαμπάνη, σεναριογράφος της πολύ επιτυχημένης σειράς "Άγριες Μέλισσες", στην πρώτη συγγραφική της απόπειρα, γράφει ένα μυθιστόρημα εποχής το οποίο διαδραματίζεται στην Τήνο στις αρχές του 19ου  αιώνα, δηλαδή ακριβώς στα χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση, τότε που ο Ελληνισμός αφυπνίζεται σταδιακά για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

Μέσα από την ιστορία μίας ευρείας οικογένειας καραβοκυραίων, των Σκαρλάτων, η συγγραφέας προσφέρει στον αναγνώστη όψεις της καθημερινής ζωής στα τουρκοκρατούμενα νησιά.

Ο Γιώργης Σκαρλάτος μαζί με τα δύο αδέλφια του, αναπτύσσει εμπορική δραστηριότητα σε όλο το Αιγαίο και την Κωνσταντινούπολη και έχει δύο γιους, οι οποίοι προορίζονται να τον διαδεχτούν στην επιχείρηση: τον Λεωνίδα και τον Μιλτιάδη, δύο πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους χαρακτήρες.

Οι χαρακτήρες της Μ.Τ. έχουν κάτι από παραμύθι. Οι γυναίκες είναι όμορφες και τρυφερές με τους συζύγους τους και οι άντρες είναι ικανοί, γενναίοι και έξυπνοι. Πάνω απ' όλα όμως, είναι χαρακτήρες πολύ ανθρώπινοι και διαφορετικοί μεταξύ τους. Συχνά κάνουν λάθη και παρουσιάζουν αδυναμίες. Η Μ.Τ. αποδεικνύεται ιδιαίτερα ικανή στη σκιαγράφησή τους.

Από την ευρύτερη οικογένεια κανένα πρόσωπο δεν μοιάζει με το άλλο, αλλά, αντίθετα, όλα παρουσιάζουν τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Έτσι άλλοι είναι πονηροί, άλλοι εμφορούνται από φθόνο, αντιζηλίες και εγωισμό, άλλοι είναι καλοσυνάτοι και άλλοι αθώοι και αφελείς.

Ο πρωταγωνιστής Μιλτιάδης, τη ζωή του οποίου περιγράφει η συγγραφέας ήδη από τη γέννησή του, είναι ένα αγόρι το οποίο ξεχωρίζει για την τόλμη και το πείσμα του. Οι συχνά παράτολμες αποφάσεις του είναι αυτές οι οποίες θα ξεδιπλώσουν το νήμα της αφήγησης. Πάνω απ' όλα όμως, όταν μεγαλώσει, γίνεται ένας φλογερός πατριώτης, μην αντέχοντας να βλέπει τις αδικίες που διαπράττονται στους συντοπίτες και στην οικογένειά του από τους Τούρκους. Δεν θα διστάσει να συμμετάσχει στον Αγώνα για την Ελευθερία ρισκάροντας κυριολεκτικά τα πάντα, ακόμη και το καράβι της οικογενειακής επιχείρησης.

Στο βιβλίο απεικονίζεται πολύ παραστατικά η αντίθεση όλων εκείνων που, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής  Επανάστασης επέλεξαν να ρισκάρουν τα πάντα και να δώσουν και τη ζωή τους στον Αγώνα, και των άλλων εκείνων που από προσήλωση στο ατομικό τους συμφέρον, δείλιασαν και επέλεξαν να μη συνδράμουν τον Αγώνα, ενώ είχαν τα μέσα για να βοηθήσουν. Απεικονίζεται επίσης ευκρινέστατα ο φόβος για τις αυθαιρεσίες των Τούρκων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η δύσκολη ζωή των ναυτικών, η μύηση στη Φιλική Εταιρεία, καθώς και επιγραμματικά κάποια από τα πρώιμα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης. Από αυτή την άποψη το βιβλίο αυτό μπορεί να συγκαταλεγεί στα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί για το 1821.

Η συγγραφέας, όμως, ιδιαίτερα προς το τέλος του βιβλίου, επιλέγει να δώσει τη σκυτάλη στη Λογοτεχνία, αντί για την Ιστορία, και να εστιάσει στη μυθιστορηματική πλοκή η οποία αφορά την οικογένεια, μέσω της εύρεσης ενός δαχτυλιδιού μοναδικής ομορφιάς με πέτρα από αμέθυστο. Αυτό το ξεχωριστό κόσμημα θα φτάσει με αιματηρό τρόπο στα χέρια του Μιλτιάδη. Η κατάρα που το στοιχειώνει θα καθορίσει τις τύχες της οικογένειας.

Είναι, όμως, άραγε η κατάρα του δαχτυλιδιού αυτή που θα φέρει τις συμφορές στην οικογένεια; Ή μήπως είναι η ίδια η ζωή και η Μοίρα που είναι πάντοτε τόσο απρόβλεπτες; Μήπως φταίει τελικά η Θεά Τύχη, η οποία αποσύρει συχνά αναίτια την εύνοια της, ή, τέλος, μήπως την ευθύνη έχουν οι -λανθασμένες πολλές φορές- επιλογές μας; Όλα τα δεινά, πάντως, θα αρχίσουν όταν τα δύο αδέλφια θα ερωτευτούν την ίδια γυναίκα, ένα γεγονός με καταιγιστικές συνέπειες.

Η Μ.Τ. προσφέρει μία ανάλαφρη μυθιστορηματική επιλογή που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, χρωματισμένη, όμως, με μία καλή ιστορική πινελιά.

Luce d 'Eramo, Εκτροπή, εκδ. Κλειδάριθμος, 2021, σελ. 584


 https://www.klidarithmos.gr/ektropi

Η "Εκτροπή" (Deviazione)της Luce d' Eramo, αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση από αυτά που έχουν γραφτεί για τον ναζισμό και το Ολοκαύτωμα. Κατ' αρχήν αποτελεί μέρος της πολύ πρώιμης βιβλιογραφίας για το συγκεκριμένο θέμα, αφού γράφτηκε εν έτει 1979, στο τέλος δηλαδή της δεκαετίας που είχε αρχίσει να εντείνεται το ενδιαφέρον για το Ολοκαύτωμα και τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η Εκτροπή είναι ένα από τα γνωστότερα βιβλία για το θέμα αυτό, το οποίο έκανε μεγάλη αίσθηση όταν πρωτοβγήκε.

Η Luce d' Eramo, Γαλλοϊταλίδα, γεννήθηκε στη Γαλλία, αλλά μεγάλωσε κατά κύριο λόγο στην Ιταλία ως Ιταλίδα πολίτης. Κόρη ενός υφυπουργού της Δημοκρατίας του Σαλό, του δεύτερου δηλαδή φασιστικού καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1943, γαλουχήθηκε με τα φασιστικά ιδεώδη και αρνούταν να πιστέψει τη φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Θέλοντας να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την αλήθεια από μόνη της, θα φύγει οικειοθελώς από την ασφάλεια της οικογένειάς της τον Φλεβάρη του '44, όταν το βάρος της ζυγαριάς έχει αρχίσει ήδη να γέρνει κατά του Άξονα, και θα υπηρετήσει εθελοντικά στη Γερμανία στα ναζιστικά εργοστάσια της Siemens και της IG Farben.

Τότε ακριβώς θα συμβεί και η "Εκτροπή" της, όταν θα βρεθεί δηλαδή αντιμέτωπη με τη στυγνή αλήθεια. Αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα φασιστικά ιδεώδη με τα οποία έχει μεγαλώσει. Εκδηλώνοντας ευθέως την αντίθεσή της με το καθεστώς θα συμμετάσχει σε απεργία Ρώσων φυλακισμένων. Οι ναζί θα τη φυλακίσουν και θα προσπαθήσουν να τη στείλουν πίσω στην Ιταλία, η Λουτσία, όμως, πλέον θα αρνηθεί να επιστρέψει στην προηγούμενη ζωή της-εκείνη της άγνοιας και της εθελοτυφλίας-και θα καταλήξει τελικά στο Νταχάου. Έναν χρόνο αργότερα, εξαιτίας ενός σοβαρού ατυχήματος θα μείνει ανάπηρη για όλη την υπόλοιπη ζωή της.

Η "Εκτροπή" είναι η συγκλονιστική αυτοβιογραφία της από τη μέρα που έφυγε  για τη Γερμανία και μετά. Είναι η μαρτυρική πορεία της προς τη δική της ενηλικίωση, όταν ανακαλύπτει την αλήθεια και βιώνει τη δική της ψυχική εκτροπή.

Η πρωτοπρόσωπη γραφή της είναι ειλικρινής και ρεαλιστική και αποφεύγει τους καλλωπισμούς και τις ωραιοποιήσεις στον λόγο. Αποφεύγει επίσης τις μεταφορές και τις περιφράσεις και επιλέγει να εκφραστεί με πιο "ωμό" στυλ, ανάλογο του συγκλονιστικού περιεχομένου των όσων μας εξιστορεί. Οι διάλογοι είναι πολλοί και δίνουν αμεσότητα στην αφήγηση.

Κάποιες φορές δε, απευθύνεται και στον αναγνώστη και, κυρίως, στον Θεό, προς τον οποίον διατηρεί έναν τόνο προκλητικό και συχνά ειρωνικό, κάτι διόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς τα όσα είδε, πέρασε και αναγκάστηκε να αναθεωρήσει λόγω των συνθηκών.

Τα συναισθήματα του αναγνώστη απέναντι σε αυτή την τραγική φιγούρα δεν μπορεί παρά να είναι ανάμεικτα. Συμπόνοια και υπέρτατη θλίψη για το ατύχημά της και τις σκληρές σκηνές μέσα στα νοσοκομεία και τους γιατρούς, δυσθυμία για τις αρχικές φασιστικές ιδέες της, αλλά και θαυμασμός για την τελική τους αναθεώρηση και τη δύναμη της ψυχής της. 

Ο αναγνώστης αναμφίβολα θα αναρωτηθεί πόσο δέσμιοι των πεποιθήσεών μας είμαστε τελικά και πόσο πολύ μας επηρεάζουν αυτές κι ας μην το συνειδητοποιούμε. Θα διαπιστώσει κι αυτός, όμως, μαζί με την Λουτσία-Λούτσε ότι για να επιβιώσει κανείς σε τόσο αντίξοες συνθήκες θα πρέπει να εξουδετερώσει όλα τα συναισθήματα και να μην νιώθει τίποτα, ούτε αγάπη, αλλά ούτε και μίσος.

Εκτός από μυθιστόρημα του Ολοκαυτώματος, επομένως, η "Εκτροπή" είναι και μυθιστόρημα ενηλικίωσης, μεταμόρφωσης και ριζικής αλλαγής πλεύσεως στη ζωή, αφού η Λούτσε επόμενο ήταν να αναθεωρήσει τις απόψεις της μετά τα όσα πέρασε. Πρόκειται, εν ολίγοις, για μία συγκλονιστική κατάθεσης ψυχής και αποδοχής του amor fati, του περίφημου νιτσεϊκού πεπρωμένου, με το οποίο η Λούτσε συμφιλιώνεται τελικά ανεπιφύλακτα.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, με τη συνεργασία της Μαρίας Κοδάμα, Άτλας, εκδ. Πατάκη, 2021, σελ.120

 

https://www.patakis.gr/product/646813/vivlia-logotexnia-pagkosmia-logotexnia/Atlas/

 

Κάποιοι χωρίζουν την ισπανική λογοτεχνία στην εποχή πριν και μετά τον Μπόρχες. Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν επίσης ότι αν δεν έχεις διαβάσει Μπόρχες δεν ξέρεις τι θα πει λογοτεχνία. Τείνω να συμφωνήσω και με τις δύο αυτές απόψεις και συγχρόνως μετανιώνω που δεν διάβασα τον συγκεκριμένο συγγραφέα ως σήμερα.

Ακούγεται ίσως κάπως παράξενο που ένα τόσο μικρό βιβλιαράκι με τον αινιγματικό για τη Λογοτεχνία τίτλο "Άτλας"αποτελεί την απόλυτη λογοτεχνική απόλαυση, αλλά κάτι τέτοιο είναι πέρα ως πέρα αλήθεια. Πρόκειται μάλιστα για μία αλήθεια η οποία ενισχύεται από δύο αδιαμφισβήτητες παραμέτρους οι οποίες αφορούν τη ζωή του μεγάλου Αργεντινού λογοτέχνη: πρώτον, το γεγονός ότι ελάχιστοι άλλοι λογοτέχνες είχαν την ευρυμάθεια και την ευρύτητα πνεύματος που χαρακτήριζε τον Μπόρχες και, δεύτερον, ότι ελάχιστοι άλλοι- ίσως και κανένας άλλος- λογοτέχνες έβλεπαν τόσο καθαρά όχι με τα κανονικά μάτια, αλλά με τα μάτια της ψυχής. Και αυτό διότι ο Μπόρχες πέρασε ως τυφλός το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, αφού υπέφερε από γλαύκωμα.

Το περίεργο με το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει στην εισαγωγή του ως "Άτλα", στη συνέχεια ο ίδιος πάλι αρνείται τον τίτλο αυτόν και χαρακτηρίζει μάλιστα το πόνημά του ως χαοτικό! Δεν έχει άδικο. Μικρό, χαοτικό και απλά υπέροχο.

Και έπειτα, ο Μπόρχες έχει απόλυτο δίκιο. Δεν πρόκειται για έναν "Άτλα" απλά γεωγραφικό με τη στενή έννοια του όρου, αλλά για έναν Άτλα ο οποίος συγκεντρώνει ψήγματα γεωγραφίας, ιστορίας, ψυχολογίας, φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Και όλα αυτά φιλτραρισμένα μέσα από την ιδιαίτερη προσωπική ματιά του ίδιου του Μπόρχες. 

Τα μνημεία, τα συντριβάνια, τα αγάλματα, τα κτίρια, οι πόλεις, αλλά και τα γραφόμενα μεγάλων συγγραφέων για τα οποία μιλάει ο Μπόρχες δεν περιγράφονται. Αντιθέτως αυτό που προσπαθεί να μας περάσει με την πένα του ο συγγραφέας είναι η αίσθηση που σου αφήνουν όλα αυτά, η αίσθηση όχι δια μέσω της όρασης, αλλά μέσω της ψυχής.

Το βιβλίο αυτό, επομένως, δεν συγκαταλέγεται στην ταξιδιωτική λογοτεχνία. Από την άλλη, δεν περιέχει δοκίμια, ούτε και διηγήματα. Δεν ανήκει επίσης-τουλάχιστον εξολοκλήρου- στη σφαίρα της φιλοσοφίας. Είναι απλά μία κατάθεση ψυχής του ίδιου του μεγάλου λογοτέχνη. Όπως ομολογεί, εξάλλου και ο ίδιος: "Όλα τα πράγματα του κόσμου με οδηγούν σ' ένα παράθεμα ή σ' ένα βιβλίο".

Όλα λοιπόν έχουν θέση εδώ, στον ιδιότυπο αυτό "Άτλα" που συνοδεύεται από τις εξαίσιες φωτογραφίες της συντρόφου του, Μαρίας Κοδάμα: από ένα μνημείο- κουμπί στη Φιλαδέλφεια και τη γαλατική Θεά στη Ρώμη, μέχρι τα δειλινά της Βενετίας και το Ιζούμο της Ιαπωνίας. Δεν περιλαμβάνεται όμως μόνο η αίσθηση από τα μέρη στα οποία ταξίδεψε ο συγγραφέας, αλλά η αίσθηση και από τις δράσεις του: μία αρχαιοελληνική τραγωδία, μία τίγρη, ένα ταξίδι με αερόστατο.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι ποτέ άλλοτε λογοτεχνία, φιλοσοφία, και γεωγραφία δεν συνταιριάστηκαν τόσο όμορφα. Ποτέ άλλοτε ο ποιητικός και ο πεζός λόγος δεν συμπλήρωσαν τόσο αγαστά ο ένας τον άλλο μέσα στο ίδιο πόνημα. Και ποτέ άλλοτε συγγραφέας δεν προσέφερε μέσα από τόσο μικρά κείμενα πεζού και ποιητικού λόγου τέτοια λογοτεχνική απόλαυση στους αναγνώστες του.

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Gaston Dorren, Βαβέλ, ο γύρος του κόσμου σε 20 γλώσσες, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ.430

 

https://www.metaixmio.gr/el/products/%CE%B2%CE%B1%CE%B2%CE%B5%CE%BB?gclid=CjwKCAjwg4-EBhBwEiwAzYAlsk2jm3HKjTS70Pd000PZ3gh4rIC9YnIIZOxryG5bXapISEqXozsGwBoC4rMQAvD_Bw

 

Σε ένα μαγευτικό ταξίδι ανά την υφήλιο μας προσκαλεί ο Gaston Dorren, ο Ολλανδός γλωσσολόγος και δημοσιογράφος ,καλώντας μας να τη γνωρίσουμε μέσα από την ιστορία και τις ιδιαιτερότητες των είκοσι κυρίαρχων γλωσσών.

Πρόκειται για γλώσσες οικείες στους Ευρωπαίους, δηλαδή τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα αγγλικά και τα ισπανικά, αλλά και για γλώσσες σχεδόν εξολοκλήρου ανοίκειες στα αυτιά μας, όπως τα μαλαϊκά, τα παντζάμπι, τα ταμίλ, τα μπενγκάλι και άλλες πολλές, όπως και κάποιες ιδιαιτέρως δύσκολες, σαν τα μανδαρινικά και τα γιαπωνέζικα.

O G.D. ξεκινά το ταξίδι από την μικρότερη κυρίαρχη γλώσσα, δηλαδή εκείνη με τους λιγότερους ομιλητές, τα βιετναμέζικα, τα οποία μιλούν σήμερα περί τα 85 εκατομμύρια άνθρωποι, και φτάνει στην πιο κοινή lingua franca, τον γίγαντα της αγγλικής γλώσσας που μιλούν ενάμισι περίπου δισεκατομμύριο άνθρωποι στον πλανήτη μας.

Στην αρχή κάθε κεφαλαίου παρατίθεται ένας πολύ χρήσιμος πίνακας-οδηγός για κάθε γλώσσα, ο οποίος περιέχει τα βασικά χαρακτηριστικά της γλώσσας που εξετάζεται, από την οικογένεια στην οποία ανήκει, μέχρι τη γραφή, τη γραμματική της, τα γλωσσικά δάνεια και άλλα στοιχεία. 

Πέρα από αυτό, όμως, αυτό που δίνει ξεχωριστό ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι ότι ο συγγραφέας επιλέγει να μας πει διαφορετικά πράγματα για κάθε γλώσσα, να σταθεί σε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της που χρήζει εξέτασης ή σε κάποιο αξιοσημείωτο γεγονός στην ιστορία ή τη δομή της, ή, καμιά φορά, σε πολλά από αυτά μαζί. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά ακολουθεί και διαφορετικό στυλ αφήγησης για την κάθε γλώσσα, δυο φορές μάλιστα υπό μορφή συνέντευξης.

Έτσι, η κάθε παρουσίαση αποτελεί μία αυτόνομη χωριστή οντότητα και χαρίζει ποικιλομορφία στο βιβλίο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο αναγνώστης θα μάθει πολλά χρήσιμα πράγματα τα οποία θα τον εκπλήξουν.

Τα μανδαρινικά και τα βιετναμέζικα είναι γλώσσες μουσικοτονικές και τα αραβικά έχουν περισσότερα κοινά στοιχεία με τις ευρωπαϊκές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες απ' όσα νομίζουμε. Γύρω στο 1000 μ.Χ. ένας Άγγλος και ένας Γερμανός θα μπορούσαν να συνεννοηθούν μια χαρά, το ίδιο και ένας Ρώσος με έναν Άγγλο το 3.000 π.Χ.!- αν  υποθέσουμε, φυσικά, ότι τότε υπήρχε τέτοιος "εθνικός" διαχωρισμός. Η "πιτζάμα", αυτή η τόσο κοινή για μας σήμερα λέξη έχει περσική προέλευση, όπως και η λέξη τουλίπα, ενώ η Ινδονησία περιλαμβάνει έναν πληθυσμό 265 εκατομμυρίων ανθρώπων που μιλούν 700 περίπου γλώσσες!

Τέτοιου είδους πληροφορίες και άλλες πολλές περιλαμβάνονται στο βιβλίο, καθιστώντας το ένα πραγματικά ξεχωριστό και, συνάμα, απολαυστικό ανάγνωσμα!

Μουράτης Κοροσιάδης, Ήμερες ημέρες, εκδ. Βακχικόν, 2021, σελ.257

 

https://ekdoseis.vakxikon.gr/shop/ekdoseis/vakxikon-peza/imeres-imeres/

 Ανάμεσα στα βιβλία με τα καλύτερα διηγήματα που εκδόθηκαν τη φετινή χρονιά θεωρώ ότι πρέπει να συγκαταλεγεί το βιβλίο του Μουράτη Κοροσιάδη "Ήμερες ημέρες". 

Εν ολίγοις πρόκειται για ευκολοδιάβαστα διηγήματα, με ενδιαφέρουσα υπόθεση-κάτι στο οποίο πολλά διηγήματα συχνά υστερούν. Ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται όμως και από άφθονο λυρισμό στον λόγο και προσφέρουν, συνάμα, μπόλικη τροφή για σκέψη.

Η απλή, κομψή και καλοδουλεμένη γραφή του Μ.Κ. σε κερδίζει ήδη από το πρώτο διήγημα. Συχνές είναι οι αρχαιοελληνικές αναφορές, ιδίως στη θρησκεία και τον θάνατο των αρχαίων Ελλήνων και οι κρίσεις που εκφέρει ο συγγραφέας για πολλά ζητήματα τα οποία άπτονται της φιλοσοφίας και της μεταφυσικής. Έτσι γίνεται λόγος για τη ζωή, τον θάνατο, τις γυναίκες, τη θνητότητα, τον Θεό και τη θρησκεία.

Τα περισσότερα από τα μετρίου μεγέθους διηγήματα ασχολούνται με κάποιο από τα παραπάνω θέματα. Δεν απουσιάζει, όμως και η επικαιρότητα, όπως οι αναφορές στην πανδημία και την ανεργία.

Από τα πιο αξιοπρόσεκτα και υποβλητικά σημεία των διηγημάτων είναι, το δίχως άλλο, τα σημεία στα οποία ο πρωταγωνιστής συνομιλεί με τους νεκρούς. Γενικότερα, η σχέση με τον θάνατο είναι ιδιαίτερη.

"Ούτε στον θάνατο δεν αλλάζουν οι άνθρωποι. Ούτε κι όταν πεθάνουν. Και εμείς περιμένουμε να αλλάξουν όσο ζουν".

Η αγάπη του συγγραφέα για τη ζωή και τις γυναίκες είναι δεδομένη, όπως μας δείχνει το παρακάτω απόσπασμα:

"Οι γυναίκες δημιουργούν τον χρόνο. Αυτός ξεκινά με τη γέννηση του ανθρώπου. Με τον θάνατό του σταματά. Ο χρόνος όλων δημιουργεί την αιωνιότητα. Ο θάνατός τους τη σταματά. Οι γυναίκες το ξέρουν αυτό. Γι' αυτό γεννούν. Κάθε γέννα και μια νίκη πάνω στον θάνατο. Ένα βήμα προς την αιωνιότητα του ανθρώπου."

Το διήγημα "Ήμερες ημέρες", το μεγαλύτερο του βιβλίου περιγράφει τις τελευταίες ήμερες ημέρες ενός ηλικιωμένου που αποσύρεται σιγά σιγά από τη ζωή. Το τελευταίο, το "Πρόγνωση καιρών" είναι το πιο πρωτότυπο απ' όλα. Πολλά από τα διηγήματα, προσφέρουν στον αναγνώστη στιγμές απόλαυσης με τις υπέροχες περιγραφές τους για το φθινοπωρινό, βροχερό σκηνικό τους. Άλλα πάλι θα τον εξιτάρουν με το απροσδόκητο τέλος τους ή τη συναρπαστική τους υπόθεση.

Η ενδοσκόπηση των πρωταγωνιστών και κατ' επέκταση και του αναγνώστη είναι δεδομένη. Το ίδιο και η αναδρομή στα παιδικά χρόνια και τα βιώματα του καθενός. Και η φθορά, ως διαδικασία αυτονόητη. Τόσο του σώματος και των υλικών πραγμάτων, όσο και του πνεύματος.

 

P.J. Rhodes, Μικρή ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, εκδ. Πατάκη, 2021, σελ.381

 

https://www.patakis.gr/product/645838/vivlia-diepisthmonikes-seires/Mikrh-istoria-ths-arxaias-Elladas/

 

Η, ομολογουμένως, πολύ επιτυχημένη ιδέα της "Μικρής ιστορίας του κόσμου", την οποία πρώτος συνέλαβε ο σπουδαίος ιστορικός Gombrich, συνεχίζεται με μεγάλη επιτυχία από τις εκδόσεις Πατάκη και μία σειρά ακόμη ικανών ξένων ιστορικών.

Στη "Μικρή ιστορία της αρχαίας Ελλάδας" ο ομότιμος καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ Rhodes προβαίνει σε μία σύντομη, αλλά και πλήρη επισκόπηση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας.

Το βιβλίο αποτελεί την καλύτερη πρόταση για όποιον θέλει μία πρώτη επαφή με την αρχαιοελληνική ιστορία χωρίς να υπεισέλθει σε πολλές και κουραστικές λεπτομέρειες. Παρά το μικρός της μέγεθος, όμως, η ιστορία αυτή, κατά βάση πολιτική, δεν αφήνει απέξω και την κοινωνική ιστορία και την ιστορία της καθημερινότητας.

Ο Rhodes ξεκινά την επισκόπηση της αρχαιοελληνικής ιστορίας από την αρχαϊκή εποχή, συνεχίζει με την κλασική Ελλάδα και κατόπιν με την ελληνιστική, φτάνοντας ως τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας.

Αφιερώνει πολλά επιμέρους κεφάλαια στον ελληνισμό της Δύσης, στη Σπάρτη, στην Κόρινθο, την Περσία, τη Θήβα, την Ήπειρο και, φυσικά, την Αθήνα, μία πόλη η οποία αναπόφευκτα πρωταγωνιστεί σε πολλές από τις σελίδες του βιβλίου. Αναλύει διεξοδικά το δημοκρατικό πολίτευμα και τον τρόπο λειτουργίας του, αλλά και το στρατοκρατικό καθεστώς της Σπάρτης.

Σε ό,τι αφορά τον Μέγα Αλέξανδρο, ο Rhodes δεν διστάζει να προβεί σε κρίσεις για το έργο και τις κατακτήσεις του και, σχετικά με τη δολοφονία του πατέρα του του Φιλίππου, καταλήγει ότι μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ τον ένοχο, ο οποίος θα μπορούσε φυσικά να είναι ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος και η Ολυμπιάδα, η μητέρα του.

Επίσης, σε ό,τι αφορά την πολύ διαδεδομένη αντίληψη ότι οι αρχαίοι Έλληνες παρασιτούσαν αντί να εργάζονται, διατρανώνει τη δική του, λέγοντάς μας ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση: οι Αθηναίοι πολίτες εργάζονταν, αλλά αν δεν είχαν τις γυναίκες, τους δούλους και τα παιδιά τους να κάνουν μέρος της εργασίας τους για αυτούς, δεν θα είχαν τον χρόνο να ασχολούνται τόσο πολύ με τα κοινά, όπως πράγματι έκαναν.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί, ότι σε κάθε κεφάλαιο ο συγγραφέας παραθέτει αναλυτικά τις πηγές της εποχής που έχουν διασωθεί.

 Εν κατακλείδι, η Μικρή ιστορία της αρχαίας Ελλάδας μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως οδηγός για την αρχαία Ελλάδα στον οποίο θα μπορούμε να ανατρέχουμε ακόμη και αφού τον διαβάσουμε.

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Trudi Kanter, Κάποια κορίτσια κάποια καπέλα και ο Χίτλερ, εκδ.Κλειδάριθμος, 2021, σελ.278

 

https://www.klidarithmos.gr/kapoia-koritsia-kapoia-kapela-kai-o-xitler

 

Για τους ιστορικούς μεγάλη σημασία έχουν οι πρωτογενείς και άμεσες μαρτυρίες  των ιστορικών γεγονότων. Πάντοτε, λοιπόν, αυτοί ενθουσιάζονται όταν ανακαλύπτουν τέτοια αραχνιασμένα χειρόγραφα σε σκοτεινές, υπόγειες και ξεχασμένες βιβλιοθήκες.

Τέτοια είναι και η περίπτωση του χειρογράφου της Trudi Kanter με τίτλο "Κάποια κορίτσια, κάποια καπέλα και ο Χίτλερ". Αυτό ανακαλύφθηκε τυχαία σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο του Λονδίνου από μία Αγγλίδα επιμελήτρια εκδόσεων. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση, εκτός από τους ιστορικούς, και οι απανταχού βιβλιόφιλοι, και δη οι οπαδοί του καλού ιστορικού μυθιστορήματος, έχουν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν, αφού, εκτός από ιστορικό ντοκουμέντο, το βιβλίο της T.K. είναι, συγχρόνως, και ένα εξαίσιο λογοτεχνικό ανάγνωσμα.

Η T.K. ήταν μία Εβραία επιτυχημένη πιλοποιός η οποία λάτρευε τη ζωή  της, τη δουλειά της, τη μόδα και τον αγαπημένο της, τον επίσης Εβραίο Βάλτερ στη Βιέννη του Μεσοπολέμου. Η ζωή της ήταν πραγματικά χαρισάμενη, μέχρι το 1938, όταν οι ναζί προσάρτησαν την Αυστρία στο Γ Ράιχ, το αποκαλούμενο Anschluss. Τότε η Τρούντι βλέπει τον κόσμο γύρω της να καταρρέει και τόσο η ίδια όσο και οι δικοί της, βρίσκονται αντιμέτωποι το φάσμα της εξόντωσης που εξαπολύουν οι ναζί κατά των Εβραίων.

Το βιβλίο, το οποίο έγραψε στη δύση της ζωής της ως μία παρακαταθήκη αναμνήσεων και Ιστορίας, περιγράφει με ενάργεια τη ζωή της στη Βιέννη πριν από την εισβολή του Χίτλερ, τη γνωριμία της με τον αγαπημένο της Βάλτερ, τις αλλαγές που επέφερε το Anschluss στη ζωή της, τις αγωνιώδεις προσπάθειές της να ξεφύγουν από τον κίνδυνο, αλλά και τη ζωή της μετέπειτα στο Λονδίνο, όπου καταφεύγει το 1938 μετά από πολλές προσπάθειες και -ευτυχώς γι' αυτήν - , εγκαίρως μαζί με τον Βάλτερ.

Με δυο λόγια πρόκειται για μία αληθινή ιστορία αγάπης, αλλά και την αληθινή ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στις αρχές του και λίγο πριν από το ξέσπασμά του, όπως την έζησαν οι άνθρωποι της εποχής και κυρίως οι Εβραίοι της Βιέννης.

Η συγγραφέας, χωρίς να είναι επαγγελματίας, εντούτοις περιγράφει μέσα από άφθονους και ολοζώντανους διαλόγους τα πογκρόμ και τα μέτρα κατά των Εβραίων, την κατευναστική πολιτική του πρωθυπουργού της Μ.Βρετανίας Τσάμπερλεν, τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου και τη Μάχη της Αγγλίας, μα κυρίως τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Εβραίοι της Κεντρικής Ευρώπης στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από τις δαγκάνες του Χίτλερ. 

Στο βιβλίο διαφράφεται ολοκάθαρα, με τη δυσκολία που υπήρχε στην έκδοση βίζας από τους Άγγλους και τους Αμερικανούς, η υποκρισία, αλλά και η αναλγησία με την οποία αντιμετώπιζαν το εβραϊκό ζήτημα οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Γι΄αυτό και τελικά μόνο όσους βοήθησαν οι υψηλές γνωριμίες, η τύχη ή το παχυλό πορτοφόλι τους, κατάφεραν τελικά να σωθούν από τη φρικτή μοίρα που περίμενε τον εβραϊκό λαό. Αναρωτιέται εύλογα, λοιπόν κανείς, τελειώνει, άραγε, ποτέ η οδύσσεια ενός πρόσφυγα;

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Τ. Κ. για το χρονικό της φυγής της διαβάζεται κυριολεκτικά εν μία νυκτί, μαζί με τις εγκιβωτισμένες στο κυρίως σώμα της διήγησής της αναμνήσεις για την προηγούμενη από το 1938 ζωή της. Το "Κάποια κορίτσια, κάποια καπέλα και ο Χίτλερ" είναι ένα μικρό λογοτεχνικό και ιστορικό διαμάντι το οποίο θα λατρέψουν ιδιαιτέρως οι λάτρεις του ιστορικού μυθιστορήματος.

"Η Κόλμαρκτ ήταν έρημη, σιωπηλή λες και μας είχε πλήξει πανούκλα. Τεράστιες κόκκινες σημαίες με τη σβάστικα- εκατοντάδες, χιλιάδες σημαίες- είχαν κρεμαστεί σε μικρή απόσταση μεταξύ τους στην απέναντι πλευρά του δρόμου, από τη μία άκρη της Κόλμαρκτ ως την άλλη. Σχημάτιζαν κάτι σαν ταβάνι, έκρυβαν τα πάντα. Δεν υπήρχε ήλιος, μόνο σημαίες με τη σβάστικα. Δεν υπήρχε ουρανός, μόνο σημαίες με τη σβάστικα. Δεν υπήρχε Θεός."



Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Μάνος Κοντολέων, Η μάσκα του Καπιτάνο, εκδ. Πατάκη, σελ.203

 

https://www.patakis.gr/product/646515/vivlia-paidika--efhvika-efhvikh-logotexnia/H-Maska-tou-Kapitano/

 Ο Μάνος Κοντολέων είναι γνωστός σε πολλούς από τους σημερινούς ενήλικες για τα υπέροχα νεανικά του μυθιστορήματα, τα οποία μας κρατούσαν συντροφιά στα εφηβικά μαθητικά μας χρόνια.

Σήμερα, συνεχίζει την παράδοση αυτή με το νέο του πόνημα με τίτλο Η Μάσκα του Καπιτάνο. Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο μιλάει κατευθείαν στην καρδιά των σημερινών νέων, αφού ασχολείται με θέματα όπως η μοναξιά, ο σχολικός εκφοβισμός και η αποξένωση από τους σκληρά εργαζόμενους γονείς που δεν αφιερώνουν ποιοτικό χρόνο στα παιδιά τους.

Πρωταγωνιστής είναι ένας δεκατετράχρονος έφηβος, ο Φιλ, ο οποίος, λόγω ενός παιδικού τραύματος μιλάει τραυλίζοντας, με αποτέλεσμα να επισύρει πλήθος κοροϊδιών από τους συμμαθητές του.

Ο Φιλ είναι αγόρι ιδιαίτερα μοναχικό και ευαίσθητο. Δεν φταίει, όμως, μόνο το τραύλισμά του γι' αυτό, αλλά, κυρίως, το γεγονός ότι μεγάλωσε πλάι σε αδιάφορους γι' αυτόν γονείς, με μια μητέρα αφοσιωμένη στις σπουδές της και έναν πατέρα σκληρό και άκαμπτο που ξοδεύει τη ζωή του πολεμώντας στα στρατόπεδα. 

Ο Φιλ, όταν θα καταστεί απαραίτητο, θα μετακομίσει στο χωριό του παππού του, ο οποίος, όμως, δεν είναι καλύτερος από τον πατέρα του σε ό,τι αφορά την απάθεια και τη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζει τις καταστάσεις που αφορούν τον Φιλ.

Τελικά, πάντως, η μετοικεσία του Φιλ στο χωριό, θα αποβεί σωτήρια για εκείνον, αφού εκεί θα γνωρίσει τη Σύνθια, μία συμμαθήτριά του και τη Λάουρα, μία παράξενη γυναίκα που θα του συμπαρασταθεί στις δύσκολες στιγμές του, θα βρει τρόπους να επικοινωνήσει μαζί του και, κυρίως, θα του γνωστοποιήσει την ύπαρξη του περήφανου Καπιτάνο.

Τι ακριβώς, όμως, είναι αυτός ο Καπιτάνο, που θυμίζει ήρωα παλιού κόμικ; Είναι αληθινός ή παιχνίδι της φαντασίας του Φιλ; Και κυρίως, πως θα καταφέρει τελικά αυτός να βοηθήσει τον Φιλ στα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη μοναχική και δίχως αγάπη ζωή του; Θα μπορέσει αυτός να τον κάνει να τιθασεύσει όλους τους μύχιους φόβους και τις ενοχές του;

Η Μάσκα του Καπιτάνο είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί τόσο από νέους και μεγάλα παιδιά, όσο και από ενήλικες, αφού θα καταστήσει σαφές με οδυνηρό τρόπο στους πρώτους πόσο άσχημο είναι να ασκούν εκφοβισμό στους συμμαθητές τους, αλλά και θα υπενθυμίσει στους γονείς πόσο μεγάλο λάθος κάνουν με το να επικεντρώνονται μονάχα στις επαγγελματικές τους ασχολίες και να μεγαλώνουν το παιδί τους σύμφωνα με τα δικά τους "θέλω", χωρίς να αφουγκράζονται τις δικές του ανάγκες.

Santelli Maureen Connors, Ο αμερικανικός φιλελληνισμός, Η επίδραση της επανάστασης του 1821 στις ΗΠΑ, εκδ.Ψυχογιός, 2021, σελ. 352

 

https://www.psichogios.gr/el/o-amerikanikos-filellhnismos-kai-h-epidrash-ths-epanastashs-toy-1821-stis-hpa.html

 Μέσα στον καταιγισμό των πανηγυρικών εκδόσεων που γνωρίζει φέτος η χώρα μας, το σύγγραμμα Ο αμερικανικός φιλελληνισμός της Santelli ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία του θέματός του και για την απουσία ελληνικής βιβλιογραφίας στο εν λόγω ζήτημα. 

Το παρόν πόνημα δεν ασχολείται, όπως άλλωστε προδίδει και ο τίτλος του, ούτε με τους πασίγνωστους ήρωες του 1821, ούτε με τα συντάγματα του Αγώνα, αλλά ούτε και με τους γνωστούς Ευρωπαίους φιλέλληνες. Αντιθέτως, εστιάζει σε μία πτυχή της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία παραμένει άγνωστη, εν πολλοίς, στο ευρύ κοινό, αφού όταν ακούμε τη λέξη "φιλελληνισμός" ο νους μας εύλογα πηγαίνει στον λόρδο Μπάυρον, την κορυφαία  μορφή του φιλελληνισμού και σε άλλους Άγγλους, Γάλλους και Γερμανούς, κυρίως φιλέλληνες.

Κι όμως. Το κύμα του φιλελληνισμού, το οποίο σάρωσε την εποχή εκείνη την Ευρώπη, κόντρα στις  αυταρχικές αρχές του Αυστριακού καγκελάριου Μέτερνιχ, έφτασε μέχρι και την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και επηρέασε τόσο την αμερικανική εξωτερική πολιτική, όσο και, εμμέσως, τον Αμερικανικό Εμφύλιο.

Το κίνημα του φιλελληνισμού στις ΗΠΑ ονομάστηκε "Ελληνική Φωτιά" από τη σύνδεσή του με το περίφημο υγρόν πυρ των Βυζαντινών. Οι απαρχές του ανιχνεύονται την εποχή που ο λόρδος Βύρωνας επισκέφθηκε την Ελλάδα, δηλαδή το 1823, για να γνωρίσει την κορύφωση τον επόμενο χρόνο με τον θάνατό του στο Μεσολόγγι.

Βέβαια, σύμφωνα με την Αμερικανίδα ιστορικό M.C. Santelli, ο φιλελληνισμός και η λατρεία για την αρχαία Ελλάδα δεν ήταν άγνωστες καταστάσεις για την Αμερική του 18ου αιώνα, αφού το Κίνημα του Διαφωτισμού είχε απλώσει τις ρίζες του και στον Νέο Κόσμο, με αποτέλεσμα ο κόσμος των αρχαίων Ελλήνων να έχει καταστεί ήδη οικείο πεδίο για πολλούς Αμερικανούς, όπως για παράδειγμα τον πρόεδρο Τζέφερσον. 

Η αντιπάθεια επίσης για τους μουσουλμάνους, και  ιδίως τους Τούρκους, ήταν ήδη βαθιά εντυπωμένη στο μυαλό των Αμερικανών, εξαιτίας των επιθέσεων των Βερβερίνων πειρατών στα αμερικανικά πλοία, τα οποία τότε ακριβώς ξεκινούσαν να σεργιανίζουν την Ανατολική Μεσόγειο και να θέτουν τα θεμέλια της κατοπινής υπερδύναμης.

Η επίσημη κυβέρνηση των ΗΠΑ, βέβαια, δεν στήριξε επισήμως τον Αγώνα των Ελλήνων, διότι ο πρόεδρος Μονρόε και κατόπιν ο Άνταμς, επιθυμούσε να συνάψει εμπορικές συνθήκες με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, χάριν των πολυάριθμων Αμερικανών εμπόρων οι οποίοι ήθελαν να δημιουργήσουν ένα νέο πεδίο δραστηριοτήτων στην Ανατολική Μεσόγειο για το πρόσφατα ιδρυθέν κράτος τους.

Παρ' όλα αυτά, όμως, ο αμερικανικός λαός και ιδίως οι γυναίκες, δραστηριοποιήθηκαν τα μέγιστα στο να προσφέρουν αρωγή στους Έλληνες αμάχους, κυρίως υπό τη μορφή αποστολής ιματισμού και τροφίμων, αλλά και πολεμοφοδίων. Φιλελληνικοί σύλλογοι φύτρωσαν σαν τα μανιτάρια σε πολλές μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ, όπως τη Βοστόνη και τη Νέα Υόρκη, και ανέπτυξαν σημαντική  δράση.

Τα πιο γνωστά ονόματα του αμερικανικού φιλελληνισμού είναι, το δίχως άλλο, εκείνα των Έβερετ και Χάου. Αυτό το οποίο δεν είναι, όμως, ιδιαιτέρως γνωστό, είναι η επίδραση την οποία είχε ο Αγώνας της Ελληνικής Ανεξαρτησίας στις ΗΠΑ.

Χάρη στο περίφημο γλυπτό του Πάουερς Η Ελληνίδα σκλάβα και την ομόφωνη καταδίκη της δουλείας των λευκών, ξεκίνησαν οι συζητήσεις στις ΗΠΑ σχετικά με το πόσο αποδεκτή είναι και η δουλεία των μαύρων του Νότου. Οι διχογνωμίες για το συγκεκριμένο θέμα μεταξύ Βορείων και Νοτίων, Προοδευτικών και Συντηρητικών Αμερικανών, οδήγησαν τελικά στο ξέσπασμα του Αμερικανικού Εμφυλίου. Μία από τις αφετηρίες του, επομένως, θεωρείται και η Ελληνική Επανάσταση. Το ίδιο συνέβη και με τις συζητήσεις σχετικά με την εκπαίδευση και τη θέση των γυναικών.

Όλα τα παραπάνω, τα εξετάζει η M.C.Santelli στο έξοχο πόνημά, ένα πόνημα καλογραμμένο και ευκολοδιάβαστο, το οποίο αποτελεί μία σπουδαία συμβολή στην ιστοριογραφία της Ελληνικής Επανάστασης, ιδίως στους τομείς του φιλελληνισμού και της μακροπρόθεσμης επίδρασης του ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Αλέξανδρος Αντωνόπουλος-Μιχάλης Ρέππας, Μην ενοχλείτε τη Μις Κάλλας, εκδ. Ψυχογιός, 2021, σελ. 256

 



Μία μυθιστορηματικού τύπου, αλλά, κυρίως συναισθηματική βιογραφία έγραψε πρόσφατα για τη Μαρία Κάλλας ο γνωστός ηθοποιός Αλέξανδρος Αντωνόπουλος με τη βοήθεια του Μιχάλη Ρέππα, ο οποίος επιμελήθηκε και οργάνωσε το κείμενό του.

Η βιογραφία της μεγάλης ντίβας αφηγούμενη από την πλευρά του είναι αξιοπρόσεκτη, αφού είχε ως αφετηρία τις πέντε συναντήσεις του ηθοποιού με τη διάσημη σοπράνο.

Ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος είναι εγγονός της Κατίνας Παξινού και του ηθοποιού και σκηνοθέτη Αλέξη Μινωτή. Είχε, έτσι, την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τη διάσημη σοπράνο σε πέντε συναντήσεις, μικρής διάρκειας, αλλά καθοριστικές, όπως ομολογεί ο ίδιος ,για τη μετέπειτα πορεία της ζωής του. Χάρη σε αυτές τις συναντήσεις λάτρεψε την όπερα και, εν μέρει, έγινε και ο ίδιος ηθοποιός.

Υπό αυτό το πρίσμα, δεν θα έπρεπε να διαβάσουμε τη συγκεκριμένη βιογραφία επειδή έχει κάτι καινούριο να μας πει για τη Μαρία. Η ζωή της, οι θρυλικές ερμηνείες, η πορεία και οι εμφανίσεις της, καθώς και η θυελλώδης σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση και το τραγικό, μοναχικό τέλος της, είναι σε όλους γνωστά.

Καμία βιογραφία της μεγάλης ντίβας όμως απ' όλες όσες έχουν γραφτεί ως τώρα, δεν παρουσιάζει τέτοια συναισθηματική φόρτιση στην αφήγηση, τόσον θαυμασμό προς το πρόσωπό της ή τέτοια ευκολία στην ανάγνωση. Προφανώς το γεγονός ότι ο συγγραφέας, αλλά και ο επιμελητής είναι ηθοποιοί, παίζει μεγάλο ρόλο στην αμεσότητα την οποία παρουσιάζει το κείμενο σε σχέση με τον αναγνώστη.

Ο Α.Α. ξεκινά την αφήγηση κατευθείαν από την πρώτη του συνάντηση εν έτει 1958 στο Ντάλας, όταν η Κάλλας ήταν τριάντα πέντε ετών και ο συγγραφέας  μόλις ένδεκα. Εκεί θα έπαιζε τη Μήδεια του Κερουμπίνι, έναν από τους κορυφαίους της ρόλους με τον οποίο ταυτίστηκε απόλυτα, σε σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή, του παππού του. Εξαιτίας του τελευταίου, λοιπόν, είχε βρεθεί και ο Α.Α. εκεί και ο παππούς του του ζήτησε τότε για πρώτη φορά "να μην ενοχλεί τη Μις Κάλλας". Στη συνέχεια μας παραθέτει την εμπειρία του από τη δεύτερη συνάντησή τους, το 1961 στην Επίδαυρο.

Μετά από την εξιστόρηση του χρονικό των δύο συναντήσεών του με τη διάσημη σοπράνο, ο συγγραφέας πιάνει από την αρχή την εξιστόρηση της ζωής της, από την παιδική της, δηλαδή, ηλικία στην Αμερική, με βάση δημοσιεύματα, πηγές της εποχής, κάθε λογής μαρτυρίες, αλλά και τα λεγόμενα της γιαγιάς του και του περίγυρού του, τα οποία θυμάται να έχει ακούσει κατά καιρούς. 

Διότι, όλοι εμείς που δεν ζήσαμε από κοντά τον Μύθο της ντίβας, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο πολύ συζητούσαν για τη Μαρία Κάλλας οι σύγχρονοί της, μουσικοί, κριτικοί και κοινό, πόσο τη λάτρεψαν, πόσο τη μίσησαν, αλλά και πόσο πολύ επέδρασε στην κατοπινή πορεία της όπερας με το αδιαμφισβήτητο υποκριτικό της ταλέντο. Μόνο κάποιος που παρακολούθησε και έζησε από κοντά όλη την πορεία και τον μύθο της, όπως ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, θα μπορούσε να γράψει, επομένως, μία τέτοια ξεχωριστή βιογραφία, ξεφεύγοντας από τις αυστηρές λογοτεχνικές και γλωσσικές συμβάσεις μίας καθεαυτό βιογραφίας της.

Ο συγγραφέας λατρεύει την Κάλλας, τη θαυμάζει και δεν το κρύβει. Παρ' όλα αυτά, όμως, δεν πέφτει στην παγίδα να δικαιολογήσει πάντοτε τις επιλογές και τις πράξεις της.

Πέρα από την τόσο καθηλωτική, πρωτότυπη, αλλά και συναισθηματική εξιστόρηση του βίου της από τον ηθοποιό-συγγραφέα, ιδιαίτερα συγκινητική είναι η περιγραφή των πέντε συναντήσεων του Α.Α. με την ντίβα με τη γλαφυρότητα, τη ζωντάνια και τη αμεσότητα που τις περιγράφει ο συγγραφέας, αλλά και του τόσο μοναχικού τέλους του βίου της στο Παρίσι.

Ακόμη, ο Α.Α. δεν διστάζει να εκφέρει κρίσεις για τη δόξα, τα παιδιά και τη ζωή γενικότερα, αλλά και να μεμφθεί επίσης την ακόρεστη δίψα του κοινού για κουτσομπολιά και να αποδοκιμάσει τη συμπεριφορά του.

Και αυτό διότι ξέρει πολύ καλά ότι το κοινό δεν είναι παρά ένα άστατο εκκρεμές, ένα σκληρό και αδηφάγο θηρίο που δεν διστάζει τη μια στιγμή να αποθεώσει έναν καλλιτέχνη και την άλλη στιγμή να τον κατακρημνίσει στα τάρταρα, ξεσκίζοντας τις σάρκες του και κατασπαράζοντας την ψυχή του, σαν λαίμαργος λέων στον πιο βαθύ κύκλο της κολάσεως του Δάντη.

Το μόνο που μας μένει τελικά επομένως, σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι η αλήθεια των συναισθημάτων μας. Καθώς και μία υπέροχη αίσθηση μετά από την ανάγνωση της εν λόγω βιογραφίας της Κάλλας, με τα αληθινά, κατά βάση, γεγονότα αλλά και τους μύθους γύρω από τη ζωή της. Άλλωστε ένας μύθος ήταν και η ίδια η Μαρία. Όπως μας συμβουλεύει, λοιπόν, ο συγγραφέας, κλείνοντας το βιβλίο του:

"Ας μην γράφουμε πια γι' αυτήν και ας κάνουμε αυτό που ήθελε πάντα. Ας την ακούσουμε να τραγουδά. Αυτό που μας ανήκει είναι η φωνή της. Η ζωή της είναι δική της και μόνο δική της. Ας μην ενοχλούμε, λοιπόν, τη Μις Κάλλας".

Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Ιζαμπέλ Βερύ, Ξεκοκαλίζοντας τη Μάριλυν, εκδ, Βακχικόν, 2021, σελ.157

 





Δράμα σε τρεις πράξεις αποτελεί το βραβευμένο το 2013 με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης βιβλίο της Βελγίδας συγγραφέως Ιζαμπέλ Βερύ, Ξεκοκαλίζοντας τη Μάριλυν

Πρόκειται για έναν τίτλο και ένα εξώφυλλο τα οποία παραπέμπουν ευθέως στη μεγάλη σταρ Μέριλυν Μονρόε και δικαίως μάλιστα, αφού η συγγραφέας προσδίδει στην πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός της κάποια χαρακτηριστικά της διάσημης γυναίκας και δημιουργεί, συγχρόνως, στη μυθιστορία της κάποιες καλά κρυμμένες αναλογίες με τη ζωή της Μέριλυν.

Η πρωταγωνίστρια Μαριλύν Τυρκύ γράφει ένα μυθιστόρημα το οποίο χωρίζεται σε τρία μέρη και είναι αυτό ακριβώς που διαβάζει ο αναγνώστης.

Στο πρώτο μέρος η Μάριλυν διανύει την παιδική ηλικία των έξι έως οκτώ ετών και καταγράφει όλες τις αναμνήσεις και τα βιώματα αυτής της ηλικίας, υπό μορφή γράμματος απευθυνόμενου στη μελλοντική της "Αγάπη", την οποία φιλοδοξεί να βρει αργότερα ως μεγάλη γυναίκα. Σε κάποια σημεία είναι σαν να το γράφει ενήλικη γυναίκα, ενώ σε άλλα αφήνεται ελεύθερο το παιδί να βγει στην επιφάνεια.

Η μικρή Μάριλυν βιάζεται να μεγαλώσει και να αποκτήσει το γυναικείο της σώμα, ενώ αρέσκεται να φαντάζεται πως θα είναι η κατοπινή ζωή της ως ενήλικης γυναίκας. Η "Ριρύ"-το χαϊδευτικό της- μιλάει στις ιδιότυπες περιγραφές της για το σπίτι της, τους γονείς και το σχολείο της, τη σχέση με τους δασκάλους και τους συνομηλίκους της, αλλά και για τα πρώτα σκιρτήματα του γυναικείου φύλου της που βιώνει.

Η γραφή εδώ παραπαίει ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον υπερρεαλισμό. Η συγγραφέας δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει σκόπιμα παρηχήσεις, ελαφρά παραλλαγμένες λέξεις, αγγλικές λέξεις, ακόμη και χυδαίο, καμιά φορά, λόγο, προκειμένου να δημιουργήσει αυτό το τόσο ιδιαίτερο συνονθύλευμα που αποτελεί την πρωτότυπη γραφή της,

Στο δεύτερο μέρος βρίσκουμε τη Μάριλυν στην πιο γόνιμη και ακμαία ηλικία των είκοσι πέντε ετών. Δεν έχει βρει ακόμη την αγάπη της. Εδώ εγκαταλείπεται ο ρεαλισμός σχεδόν εξολοκλήρου χάριν του υπερρεαλισμού. Το σκηνικό αποτελεί αυτό που λέμε με δυο λόγια,  "τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια". 

Οι απιστίες, το σεξ και η άστατη νεανική ζωή, χωρίς να απουσιάζουν και κάποιες ομοφυλοφιλικές διαφορές, αποτελούν την αφήγηση του δεύτερου μέρους, μα πάνω απ' όλα, η αναζήτηση του εαυτού και της ταυτότητας, μια αναζήτηση η οποία θα κορυφωθεί στο τρίτο και τελευταίο μέρος, το "Είμαι εδώ τώρα", όπου η Μάριλυν εκδίδει το βιβλίο της. 

Στο τελευταίο μέρος έχουμε την αποτίμηση, το καταστάλαγμα όσων έχουν ειπωθεί, παράλληλα και κάποιες σκέψεις για τη συγγραφή σαν διαδικασία. Ο λόγος συχνά είναι ποιητικός και έτσι ακριβώς, με ποιητική χροιά, θα τελειώσει και η εξερεύνηση της Μάριλυν στο Παρίσι.

Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα ιδιότυπο βιβλίο για αναγνώστες που φιλοδοξούν να ξεφύγουν από τα συνηθισμένα αναγνώσματα.

Julia Phillips, Γη που χάνεται, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 464

 

https://www.metaixmio.gr/el/products/%CE%B3%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9

 

Αν ένα βιβλίο δεν είναι τελικά παρά η αίσθηση που σου αφήνει, τότε η Γη που χάνεται, σου αφήνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την αίσθηση της απέραντης ομορφιάς και του μεγαλείου της φύσης, της μοναχικότητας και της απομόνωσης, του μυστηρίου και του απόκοσμου, αλλά και του κρύου και της παγωνιάς. 

Όλα τα παραπάνω χαρακτηρίζουν αυτό το τόσο ιδιαίτερο μέρος του πλανήτη, τη χερσόνησο των ηφαιστείων Καμτσάτκα, στο ανατολικό άκρο της Σιβηρίας, μιας γη που ανήκει στη Ρωσία.

Το βιβλίο αυτό, όμως, της πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως Julia Phillips, δεν είναι ιδιαίτερο μονάχα για το μέρος στο οποίο διαδραματίζονται τα γραφόμενα, αλλά και για την όλη δομή και το στήσιμό του ως μυθιστόρημα.

Η J.P. ξεκινά την αφήγηση στη σύγχρονη εποχή από τον μήνα Αύγουστο, όταν δύο αδελφές, οκτώ και έντεκα ετών αντιστοίχως, εξαφανίζονται μυστηριωδώς. Παρ' όλο που το μέρος είναι πολύ απομονωμένο όμως, οι έρευνες της αστυνομίας δεν καρποφορούν και ο φόβος της απώλειας μένει να ταλανίζει τους κατοίκους της Καμτσάτκα και ιδίως τις γυναίκες, οι οποίες πρωταγωνιστούν, κατά κύριο λόγο, στο μυθιστόρημα. 

Άλλους τους συλλαμβάνει ο φακός στις βόλτες τους, έτερους σε οικογενειακές στιγμές θαλπωρής, άλλους στις σπουδές και στις ερωτικές στιγμές τους, μερικούς στη φροντίδα του μωρού τους και κάποιες γυναίκες στην αναζήτηση των χαμένων παιδιών τους-το κομβικό σημείο του μυθιστορήματος- ή του σκύλου τους.

Από κει κι έπειτα η J. P.,  χρησιμοποιώντας την πρωτότυπη τεχνική να αφηγείται ανά μήνα την ιστορία κάποιων από τους κατοίκους της χερσονήσου, θα φτάσει στο τέλος του βιβλίου στη λύση του μυστηρίου, κορυφώνοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, την αγωνία του αναγνώστη.

Το βιβλίο, επομένως, αποτελείται από τα σπαράγματα μερικών από τις ανθρώπινες ψυχές που κατοικούν στο τόσο ιδιαίτερο αυτό γεωγραφικά μέρος. Η συγγραφέας εστιάζει με την πένα της, κάνοντάς την να μοιάζει περισσότερο με φωτογραφικό φακό, σε κάποια στιγμιότυπα από τη ζωή των κατοίκων της Καμτσάτκα. 

Οι ηρωίδες είναι κυρίως γυναίκες, νεαρές μητέρες, εργαζόμενες ερωμένες, νεαρές κοπέλες που αναζητούν τον έρωτα και την ευτυχία, αλλά και άντρες, όπως οι ερευνητές του ηφαιστειολογικού ινστιτούτου, αστυνομικοί που ασχολούνται με την πολύκροτη υπόθεση των δύο εξαφανισμένων κοριτσιών και συγγενείς ή ερωτικοί παρτενέρ των γυναικών που πρωταγωνιστούν.

Η J.P. επιλέγει ένα από αυτά τα πρόσωπα για κάθε μήνα, προκειμένου να αφηγηθεί τη δική του μοναδική ιστορία, τόσο διαφορετική από τις δικές μας, αφού κατοικεί σε ένα τόσο ιδιαίτερο μέρος της υφηλίου, μα συνάμα και τόσο ίδια, αφού το ανθρώπινο γένος βασανίζουν πάντα ανά τους αιώνες και σε όλα τα μήκη της γης, οι ίδιοι αρχέγονοι, βαθιά ριζωμένοι φόβοι, οι ίδιες επιθυμίες και τα ίδια συναισθήματα, όπως η μητρική αγάπη, η φιλία, οι συμπάθειες, οι αντιπάθειες και ο έρωτας.

 Παράλληλα με αυτά, ο καθένας έχει να πει και να σχολιάσει με τον δικό του τρόπο την πολύκροτη  υπόθεση της εξαφάνισης μέχρι το καταιγιστικό φινάλε. Πρόκειται για το βασικό αφηγηματικό μοτίβο που επανέρχεται, όπως το λάιτμοτιφ στις όπερες του Βάγκνερ, και αποτελεί την κύρια ιδέα του βιβλίου.

Πέρα από αυτό, κι άλλα στοιχεία δίνουν διαρκώς το παρόν στις σελίδες του: η γη που χάνεται και κινδυνεύει από την οικολογική καταστροφή. Το φάντασμα από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η αντιπαλότητα ξένων, Ρώσων και γηγενών. Το αφιλόξενο, απομονωμένο μέρος από τη μια, μα και η ζωή με τον κανονικό "δυτικό" τρόπο με τα χαρακτηριστικά που τόσο καλά γνωρίζουμε, απ' την άλλη. Οι μύχιες επιθυμίες των ανθρώπων και οι πράξεις του που αντιτίθενται, συχνά, σε αυτές.

Εν ολίγοις, η Ρωσία, οι άνθρωποι, τα ζώα και μία γη που χάνεται, όπως δεν τα έχουμε ξαναδεί.

Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

Edward E. Cohen, Ο αγοραίος έρωτας στην αρχαία Αθήνα, εκδ. Διότπρα, 2001, σελ.342

 

https://www.dioptra.gr/vivlio/istoria-filosofia-politismoi/o-agoraios-erotas-stin-arxaia-athina/

Μία έξοχη και αντικειμενική μελέτη σχετικά με τις πολλαπλές διαστάσεις και επιρροές της ανδρικής και της γυναικείας πορνείας στην αρχαία Αθήνα του 4ου προχριστιανικού αιώνα μας προσφέρει ο επίκουρος καθηγητής Κλασικών Σπουδών και Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια Edwand Cohen.

Πρόκειται για ένα θέμα σχετικά με το οποίο επικρατεί γενικά συσκότιση και παραπληροφήρηση, επομένως η μελέτη του Cohen έρχεται να προσθέσει ένα σπουδαίο λιθαράκι στην τεκμηριωμένη ιστοριογραφία του.

Στην εισαγωγή ο συγγραφέας ασχολείται με το πρόβλημα της ορολογίας, ένα πρόβλημα το οποίο δυσκολεύει την έρευνά μας σήμερα, αφού οι λέξεις εταίρος, -α και πόρνος, -η επιδέχονταν ευρύ φάσμα ερμηνειών, αναλόγως των περιστάσεων και, όπως είναι φυσικό, διαφοροποιούταν από τη σημερινή τους ερμηνεία. 

Από την άλλη υπάρχει και το πρόβλημα των πηγών. Αυτές δεν είναι λίγες, υπάρχει όμως σε αυτές πλήρης έλλειψη στατιστικών, κάτι που δυσκολεύει τη διεξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Επιπροσθέτως, οι αρχαίες κωμωδίες και οι δικανικοί λόγοι, που αποτελούν τις κατεξοχήν πηγές μας για τις όψεις του ερωτικού κόσμου στην αρχαία Ελλάδα, στοχεύουν, αντιστοίχως, στο χιούμορ και την πειθώ, επομένως διαστρεβλώνουν, εν μέρει, την αληθινή εικόνα για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Ο Ε.C. πάντως, καταφέρνει, παρ' όλα αυτά, να εξάγει ορισμένα ασφαλή συμπεράσματα για το εν λόγω ζήτημα, τα οποία μοιράζεται με τους αναγνώστες του. Η πορνεία ασκούταν από δούλους, αλλά και από ελεύθερους πολίτες, αν και η πορνεία με χρηματική αποζημίωση για τους τελευταίους ήταν καταδικαστέα. Η στάση των ίδιων των Αθηναίων πολιτών δε, δεν ήταν περιφρονητική μόνο για την πορνεία αλλά και για την ίδια την εργασία και το εμπόριο. Έτσι λοιπόν, η σεξουαλική εργασία λόγω συμβολαίου, ως μια άλλη μορφή εργασίας, δεν μπορεί παρά να ήταν ένα ζήτημα κατακριτέο για τους περισσότερους Αθηναίους πολίτες. Η πορνεία όμως, τόσο η γυναικεία, όσο και η αντρική, δεν έπαψε ποτέ να είναι απολύτως νόμιμη στην αρχαία Αθήνα, όσο νόμιμη ήταν, από την άλλη, και η προστασία κάθε δούλου, γυναίκας και παιδιού από βάναυση κακοποίηση. Η μαστροπεία, αντιθέτως, παρέμενε πάντοτε καταδικαστέα.

Μέσω των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει ο συγγραφέας, φωτίζονται, αναπόφευκτα, και πτυχές του οικονομικού και του κοινωνικού βίου στην αρχαία Αθήνα, όπως οι εργασιακές δεξιότητες και η εξειδίκευση, η θέση των γυναικών και των δούλων και το δικαίωμα των πρώτων στην ιδιοκτησία, η ανδρική ομοφυλοφιλία και οι ελάχιστες περιπτώσεις στις οποίες η μητριαρχία υπερίσχυε της πατριαρχίας.

Ο συγγραφέας παραθέτει συγκεκριμένα παραδείγματα από πηγές της εποχής για να τεκμηριώσει τα λεγόμενά του. Έτσι, μέσα από εξατομικευμένες περιπτώσεις και αφηγήσεις, καταλήγουμε σε γενικότερα συμπεράσματα. Θα συναντήσουμε, επομένως, και τα ονόματα διάσημων εταίρων της αρχαιότητας, όπως την Ασπασία, τη Φρύνη και πολλές άλλες.

Πρόκειται, εν κατακλείδι, για ένα πόνημα το οποίο απευθύνεται τόσο σε ιστορικούς, όσο και σε κάθε μελετητή και λάτρη του αρχαίου κόσμου.

Sue Prideaux, Φρίντριχ Νίτσε, "Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι δυναμίτης", η βιογραφία, εκδ. Πατάκη, 2021, σελ.447

 

https://www.patakis.gr/product/645922/vivlia-viografies--ntokoumenta-viografies-autoviografies/Frintrix-Nitse-Den-eimai-anthropos-eimai-dunamiths-H-viografia/

Το παρόν πόνημα αναδείχθηκε ως η βιογραφία της χρονιάς για το 2018 από τους Times στην Αγγλία και δικαίως. Αναμφίβολα πρόκειται για την αριστοτεχνική βιογραφία ενός χαρισματικού και ξεχωριστού ανθρώπου, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση στη σκέψη των κατοπινών στοχαστών.

Η S.P. ξεκινά κάπως ανορθόδοξα την αφήγηση της ζωής του μεγάλου φιλοσόφου. Δεν παίρνει ως αφετηρία τη γέννησή του το 1844, τα παιδικά του χρόνια ή την οικογένειά του, αλλά δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα στο βιβλίο της από το 1869, το έτος- σταθμό στη ζωή του Νίτσε. Τότε ήταν που γνώρισε τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη και αναμορφωτή της όπερας, τον Ρίχαρντ Βάγκνερ και τη σύνευνή του, την Κόζιμα.

Πράγματι, από το 1869 έως και το 1872, όταν ο Βάγκνερ συνέγραφε την περίφημη Τετραλογία του στην εξοχική βίλα του στο Τρίμπσεν κοντά στη Λουκέρνη της Ελβετίας, ο Νίτσε μοιράστηκε μαζί τους αξέχαστες στιγμές. Οι τρεις τους απολάμβαναν αρχικά, μαζί με τη λατρεία της φύσης και της γερμανικής αποκρυφιστικής μυθολογίας, και πλήρη σύμπνοια των απόψεών τους και ο Βάγκνερ άσκησε μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητα του εικοσιπεντάχρονου Νίτσε. Στη συνέχεια, βέβαια, οι δρόμοι τους χώρισαν αναπόφευκτα, αφού ο Νίτσε διαφώνησε με τον εθνικισμό, τον παγγερμανισμό και τον αντισημιτισμό που διέκρινε τον Βάγκνερ.

Ο ίδιος ο Νίτσε ποτέ στη ζωή του δεν υπήρξε εθνικιστής και αυτό αποτελεί τη μέγιστη ειρωνεία, αν σκεφτεί κανείς ότι οι ναζί παρερμήνευσαν αργότερα το έργο του και αλλοίωσαν το περιεχόμενο που ο ίδιος έδινε στη λέξη "Υπεράνθρωπος". Αντιθέτως, υπήρξε θιασωτής του πανευρωπαϊσμού.

Η S.P. στη βιογραφία της εξετάζει τόσο το έργο του μεγάλου στοχαστή, την οικογένειά του, τον περίγυρό του και την εποχή κατά την οποία έζησε, όσο και τον ίδιο τον άνθρωπο Νίτσε, τις επιρροές που δέχτηκε, αυτούς τους οποίους με τη σειρά του επηρέασε, αλλά και εκείνους οι οποίοι χάλκευσαν το έργο του και σπίλωσαν τόσο άδικα το όνομά του.

Αναντίρρητα, ένας τόσος μεγάλος νους όσο ο Νίτσε, δεν θα μπορούσε παρά να είναι και ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Ήρεμος, καλός συνομιλητής και πράος ως χαρακτήρας, αυτός ο τόσο ξεχωριστός νους κρυβόταν πίσω από ένα σωματώδες σουλούπι, το οποίο συνδέθηκε στη μνήμη μας με το τεράστιο μουστάκι που κοσμούσε το πρόσωπό του. Τα πολύ εκφραστικά, όμως, μάτια του, ήταν κείνα που μαγνήτιζαν τους πάντες  γύρω του.

Στοχαστής πολυγραφότατος, ήταν ταυτοχρόνως ποιητής και εξαίρετος μουσικός, με ξεχωριστή ικανότητα στον αυτοσχεδιασμό στο πιάνο. Μπορεί να μην διακρίθηκε για τις ικανότητές του στη σύνθεση, ωστόσο δεν δίστασε να το επιχειρήσει και αυτό, όπως και τη σύνθεση μιας τραγωδίας. Εξάλλου, όπως έλεγε για να τονίσει τη σημασία που είχε η μούσα Ευτέρπη για εκείνον και την κοσμοθεωρία του, "η ζωή χωρίς τη μουσική θα ήταν λάθος".

Ως μαθητής και  φοιτητής είχε ιδιαίτερες νοητικές ικανότητες και διορίστηκε μάλιστα ως Καθηγητής της Φιλολογίας στη Βασιλεία, χωρίς να έχει αποφοιτήσει καν επισήμως από το πανεπιστήμιο. Αργότερα αποκήρυξε εντελώς τη φιλολογία και στράφηκε στη φιλοσοφία. Φυσιολάτρης, φιλόμουσος και φιλέλλην, δεν δίστασε πολλές φορές να αλλάξει πορεία πλεύσης κατά τη διάρκεια της βασανισμένης του ζωής και να αναθεωρήσει πολλάκις τις απόψεις του.

Το σημαντικότατο και ογκώδες έργο του παίρνει ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν σκεφτεί κανείς ότι μια ζωή ταλαιπωρούταν από την απροσδιόριστη εκείνη νόσο του εγκεφάλου, μάλλον κληρονομική, που ταλαιπωρούσε και τον πατέρα του, η οποία τον οδήγησε τελικά στην τρέλα κατά τα έντεκα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Υπέφερε από πονοκεφάλους, εμετούς και φωτοφοβία και οδηγήθηκε σταδιακά σε πλήρη σχεδόν τύφλωση, περνώντας πολλές μέρες του βίου του σε πλήρη ακινησία στο κρεβάτι του. Παρ' όλα  αυτά, όμως, δεν σταμάτησε να εργάζεται άοκνα όλον τον υπόλοιπο καιρό, να διαβάζει και να στοχάζεται διαρκώς. 

Στα ταξίδια του στο Τορίνο, στη Νίκαια, στη Γερμανία και στα ελβετικά βουνά έπαιρνε πάντοτε μαζί του ένα μπαούλο με τα αγαπημένα του βιβλία. Και όταν ακόμη οδηγήθηκε στην τρέλα, ούτε τότε έπαψε να σκέφτεται τους σιωπηλούς αυτούς συντρόφους της ζωής του, αφού αποκαλούσε "βιβλίο" κάθε τι που τον ευχαριστούσε.

Η S.P. αφηγείται με εξαιρετική μαεστρία και κάθε λεπτομέρεια  τα γεγονότα της ζωής του, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, εξάρσεις και κρίσεις, αλλά αφήνοντας τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους και τον αναγνώστη να σχηματίσει ο ίδιος άποψη για αυτά. Ενίοτε μόνο επιτρέπει στον εαυτό της ένα καλά συγκεκαλυμμένο σχόλιο και πάλι, όμως, διατηρώντας τη μέγιστη δυνατή αποστασιοποίηση από τα γεγονότα.

Εκτός, λοιπόν, από βιογραφία και τοιχογραφία της εποχής, αλλά και των ανθρώπων που περιέβαλλαν και γνώρισαν από κοντά τον μεγάλο φιλόσοφο, το παρόν πόνημα μας δίνει το έναυσμα να μελετήσουμε όχι μόνο τα έργα του ίδιου του μεγάλου φιλοσόφου, αλλά και τον Γκαίτε, τον Βύρωνα, τον Σοπενχάουερ, τον Χέλνετριν και άλλους συγγραφείς και στοχαστές που άσκησαν επίδραση στον Νίτσε, αλλά και να ακούσουμε μουσική, την οποία αυτός λάτρευε, ιδίως Βάγκνερ, αλλά και την "Κάρμεν" του Μπιζέ.

Πρόκειται για ένα έργο που θα κάνει τον αναγνώστη να βιώσει ποικίλα συναισθήματα. Μπορεί κάπου κάπου να νιώσουμε μια κάποια αποστροφή για τη μεγαλομανία του Νίτσε, όπως αυτή εκδηλώθηκε κυρίως στα χρόνια πριν αρρωστήσει, αλλά οπωσδήποτε θα θαυμάσουμε τη μεγαλοφυή του σκέψη και τη θέλησή του να εργαστεί σε τόσο δύσκολες για τον οργανισμό του συνθήκες. Και σίγουρα θα τον συμπαθήσουμε για την πραότητά του. Δεν θα μπορέσουμε, όμως, να αποφύγουμε τη συγκίνηση για το τόσο άδοξο τέλος του. 

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι, ενώ ο Νίτσε προσπαθούσε μια ολόκληρη ζωή να γίνει γνωστός μέσα από τα έργα του, χωρίς να το καταφέρνει, η αναγνώριση ήρθε τελικά όταν ήταν πια πολύ αργά γι' αυτόν για να το χαρεί, όταν δηλαδή είχε ήδη βυθιστεί στον κυκεώνα της τρέλας του.

Τέλος, οπωσδήποτε θα νιώσουμε απέχθεια για τη φιλόδοξη αδελφή του Νίτσε την Ελίζαμπεθ, η οποία δεν δίστασε, χάριν της δικής της υστεροφημίας, να χαλκεύσει το έργο του και να συνδέσει, αδίκως, τον σπουδαίο αυτόν άντρα με την ειδεχθή κοσμοθεωρία των ναζί.

 

Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Rafel Nadal, Ο γιος του Ιταλού, εκδ. Κλειδάριθμος,2021, σελ.384


https://www.klidarithmos.gr/o-gios-tou-italou
 

O ισπανικός εμφύλιος, ο απόηχος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο "γιος του Ιταλού", ο Ματέου, και ο Τσίρο, ο ίδιος ο Ιταλός, είναι οι τέσσερις πρωταγωνιστές στην ιστορική μυθιστορία του σημαντικού γνωστού Καταλανού συγγραφέα Ραφέλ Ναδάλ.

Η υπόθεση αναπτύσσεται γύρω από ένα άγνωστο, εν πολλοίς, πολεμικό γεγονός, το οποίο συνέβη το φθινόπωρο του 1943 στη γείτονα χώρα, την Ιταλία. Πρόκειται για τη βύθιση από τη Λουφτβάφε του θωρηκτού "Roma" του Ιταλικού Πολεμικού Ναυτικού στα στενά του Μπονιφάτσιο. Πέντε καρδιακοί φίλοι βρίσκονται επάνω του την τραγική αυτή στιγμή, εκ των οποίων μόνο δύο, ο πρωταγωνιστής Τσίρο και ένας ακόμα φίλος του θα βγουν ζωντανοί από τη φλεγόμενη κόλαση. 

Οι επιζώντες Ιταλοί ναύτες θα φιλοξενηθούν στη μικρή καταλανική λουτρόπολη, το Κάλντες ντε Μαλαβέγια, έως ότου τους επιτραπεί να επιστρέψουν στη σπαρασσόμενη από τον Εμφύλιο, μεταξύ των φασιστών και των δημοκρατών, Ιταλία. 

Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη μικρή λουτρόπολη, ο Τσίρο,  "ο νεαρός που σφύριζε ναπολιτάνικα τραγούδια" θα γνωρίσει την Τζοάνα, "το κορίτσι που φύτευε κινέζικα γαρύφαλα" και έπλενε τα ρούχα του κατά τη διάρκεια της πολύμηνης παραμονής του εκεί. Ένας σφοδρός και απαγορευμένος έρωτας θα γεννηθεί μεταξύ του Ιταλού ναύτη και της Καταλανής, η οποία βιώνει το τέλμα μέσα στον ατυχή γάμο της.

Εξήντα χρόνια μετά από το γεγονός αυτό, ο γιος της Τζοάνα, ο Ματέου, ένα παιδί που γνώρισε μονάχα την αδικία και την περιφρόνηση ως το "νόθο" τέκνο της φτωχικής οικογένειας, θα ξεκινήσει μία αναζήτηση για την ανακάλυψη της ταυτότητάς του, μέσω της ταυτότητας του αληθινού του πατέρα.

Σύντομα, όμως, θα διαπιστώσει ότι, τελικά, δεν έχει και τόση σημασία το πραγματικό αποτέλεσμα, αλλά πιο πολύ το τι πιστεύουν οι άλλοι γι' αυτό.

Ο Ρ.Ν. επινοεί έναν πρωτότυπο και αντισυμβατικό τρόπο για να διηγηθεί την ιστορία του.

Το μυθιστόρημα αρχίζει εν έτει 2016 με μία συρραφή πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων, του ίδιου του Ματέου, της γυναίκας του Νέους, του αδελφού του και των παιδιών του. Σε αυτό το πρώτο μέρος εξιστορούνται τα δύσκολα παιδικά χρόνια του Ματέου και η αναζήτηση του αληθινού του πατέρα, όταν, πατέρας πλέον και ο ίδιος, αποφασίζει να πάει στη Νάπολη προκειμένου να επιβεβαιώσει τις φήμες περί της πατρότητάς του, φήμες οι οποίες τον συνόδευαν αδιαλείπτως από τότε που ήταν παιδί.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, το οποίο είναι και το πιο ιστορικό, είναι εκείνο που αφηγείται την περιπέτεια του Τσίρο και τον βομβαρδισμό του Roma. Το τρίτο είναι αφιερωμένο στην παραμονή του Τσίρο στο χωριό Κάλντες και στον έρωτά του με την Τζοάνα.

Τέλος, το τέταρτο και τελευταίο μέρος μας αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο είδαν την αναζήτηση του Ματέου για τον πραγματικό του πατέρα, οι υποτιθέμενοι Ναπολιτάνοι συγγενείς. Έτσι ο συγγραφέας καταφέρνει να μας παρουσιάσει δύο διαφορετικές οπτικές για το ίδιο γεγονός στην αρχή και το τέλος του βιβλίου του, εκείνη της καταλανικής και εκείνη της ιταλικής οικογένειας.

Το δυνατό σημείο του βιβλίου αποτελούν οι πανέμορφες περιγραφές της καταλανικής υπαίθρου με τα χρώματα της φύσης, τα λουλούδια και τα παιχνίδια των παιδιών, αλλά και η ακριβής αναπαράσταση της ουδέτερης στον Παγκόσμιο Πόλεμο Ισπανίας του Φράνκο τη δεκαετία του '40. Ο συντηρητισμός της κοινωνίας και του εκκλησιαστικού κόσμου, ο φασισμός και η αντιπαλότητα με τους δημοκράτες, καθώς και οι σκηνές από το βομβαρδισμό του θωρηκτού "Roma", αποτελούν τον απεχθή αντίποδα απέναντι στις ειδυλλιακές φυσικές περιγραφές του Νadal.

Πέρα από την αναζήτηση ταυτότητας του πρωταγωνιστή, εκείνο που θα μας μείνει από την ανάγνωση του εν λόγω βιβλίου είναι η λεπτομερέστατη και ακριβής απεικόνιση της καθημερινής ζωής στη φρανκική Καταλονία μεσούντος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για μία περιοχή η οποία έμεινε μεν αλώβητη από τα πυρά του πολέμου, αλλά όχι και από τις εσωτερικές διενέξεις μεταξύ φασιστών και δημοκρατικών και από τα βασανιστήρια και τις φυλακίσεις της δικτατορίας.

 

 

"Δεν ξέρω πως να το πω. Μερικές φορές δεν είμαστε όσο θα έπρεπε ευγνώμονες. Η μετάβαση απ' το τίποτε στο όλα θα έπρεπε να με κάνει να νιώθω απόλυτη πληρότητα. Το ότι μπορώ να βοηθήσω όποιον έχει ανάγκη, όποτε αυτό είναι απαραίτητο. Το ότι μπορώ να καλύπτω τις ανάγκες της οικογένειάς μου χωρίς στερήσεις. Δεν ξέρω, αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες ικανοποιήσεις της ζωής."

Μαρία Ξυλούρη, Πέτρινα πλοία, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ.163


https://www.metaixmio.gr/el/products/%CF%80%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%B1-%CF%80%CE%BB%CE%BF%CE%B9%CE%B1

 Δεκαπέντε διηγήματα, μικρού μεγέθους τα περισσότερα, περιέχονται στο νέο βιβλίο της Μαρίας Ξυλούρη με τίτλο "Πέτρινα πλοία", έναν τίτλο αινιγματικό για όσους τον πρωτακούν, αλλά αποκαλυπτικό σχετικά με τη θεματολογία του βιβλίου.

Πέτρινα πλοία αποκαλούσαν οι άνθρωποι σε πολλές χώρες τις πέτρες σε σχήμα καραβιού, τις οποίες έστηναν έξω από τους τάφους των αγαπημένων τους προσώπων, με σκοπό να ταξιδέψουν αυτές τους νεκρούς στον άλλο κόσμο.

Τέτοια πέτρινα πλοία είναι και τα διηγήματα του βιβλίου, τα οποία μας ταξιδεύουν σε άλλους κόσμους, σε νησιά, πέλαγα και θάλασσες, ακόμη και στον κόσμο των ψυχών.

Θέμα τους ο θάνατος,-τουλάχιστον σε αρκετά από αυτά- η απώλεια των αγαπημένων προσώπων και η θύμησή τους, καθώς και η αβάσταχτη απουσία τους για αυτούς που μένουν πίσω, τους ζωντανούς...

"Τι είναι ο θάνατος για κάποιον που ακόμη δεν ξέρει από θάνατο; Τι χρώμα έχει, ποια σύμφωνα βγαίνουν από το στόμα του, τι ίχνη αφήνει στο χώμα;" Αυτό αναρωτιέται η Μαρία Ξυλούρη ερευνώντας τις ψυχές των ζωντανών.

Άλλα διηγήματα μιλούν για ταξίδια σε μακρινά νησιά και αφρισμένες θάλασσες, για μεταναστεύσεις, ναυαγούς και ταξιδιώτες. Ο χώρος και ο χρόνος δεν κατονομάζεται στα περισσότερα από αυτά. Τρανταχτή εξαίρεση αποτελεί το διήγημα με τίτλο"Η μόνη στεριά", το οποίο μιλάει για το αληθινό δράμα κάποιων Γάλλων ναυαγών εν έτει 1760, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού που είχε προορισμό τη Νήσο της Γαλλίας. Ακόμη κι εδώ, όμως, στην αληθινή αυτή ιστορία, την οποία η Μ.Ξ. μας διηγείται με τόσο μαεστρία, ο θάνατος θα βρει τρόπο να δηλώσει το παρόν του.

Το έτερο διήγημα που ξεχωρίζει στο βιβλίο είναι το "Ένας για έναν", καθώς και τα πρώτα του βιβλίου στα οποία βιώνεται έντονα από τον αναγνώστη η απώλεια των αγαπημένων προσώπων. "Η πέτρα" μας φέρνει επίσης στον νου μνήμες του Εμφυλίου.

"Οι άνθρωποι ξεχνούν. Οι άνθρωποι χάνουν την πίστη τους. Οι άνθρωποι δίνουν υποσχέσεις που συνήθως δεν καταφέρνουν να κρατήσουν." Έτσι μας λέει η Μ.Ξ για τους ανθρώπους και καταλήγει για τον κόσμο τους: "Είναι ωραίο μέρος ο κόσμος, κι ας χάσαμε, και μια ζωή να χάνουμε, μια ζωή θα προσπαθούμε να ξεσηκωθούμε, τι άλλο να κάνουμε;"

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Μ.Ξ. είναι η κατεξοχήν διηγηματική γλώσσα, ρέει απλά και αβίαστα χωρίς αφηγηματικές υπερβολές, διατηρώντας όμως την ικανότητα να περιγράψει οτιδήποτε χρειάζεται και κυρίως τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών. Η Μ.Ξ. εναλλάσσει πολύ έξυπνα τον μακροπερίοδο λόγο με τα πολλά κόμματα με μικρές, κοφτές κύριες προτάσεις με συμπερασματικό χαρακτήρα όπου κρίνει απαραίτητο.

Ένα βιβλίο τόσο κοντά στον θάνατο, κι όμως, κατά περίεργο τρόπο, συγχρόνως και τόσο κοντά στην ίδια τη ζωή. Πέτρινα πλοία που μας ταξιδεύουν στις θάλασσες ενός άλλου κόσμου, φανταστικού και λογοτεχνικού.

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...