Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

Olivia Manning, Η τριλογία του Λεβάντε, εκδ. Μεταίχμιο, μεταφρ. Κ. Παπαμιχαήλ, 2021, σελ.861

 

https://www.metaixmio.gr/el/products/%CE%B7-%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BB%CE%B5%CE%B2%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5

 

Η Βαλκανική Τριλογία και η Τριλογία του Λεβάντε αποτελούν ένα από το πιο μνημειώδη και ευμεγέθη έργα που έχουν γραφτεί ποτέ για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συνδυάζοντας αγαστά Λογοτεχνία και Ιστορία. Η αξία του έργου αυτού της Βρετανίδος συγγραφέως Olivia Manning αναγνωρίστηκε μετά τον θάνατό της, το 1980 και γυρίστηκε μάλιστα και ταινία στη μικρή οθόνη με τίτλο Fortunes of War και πρωταγωνιστές τους Κάνεθ Μπράνα και Έμμα Τόμσον, στους ρόλους του πρωταγωνιστικού ζεύγους Γκάι και Χάριετ Πρινγκλ.

Το ζευγάρι αυτό των Βρετανών ένωσε τις τύχες του λίγο πριν από το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η αρχή του βρίσκει το ζεύγος στην Ανατολική Ευρώπη, όπου ο Γκάι διδάσκει σε πανεπιστήμιο. Η διαμονή τους εκεί είναι το θέμα του πρώτου βιβλίου, της Βαλκανικής Τριλογίας-να σημειώσουμε εδώ παρνεθετικά ότι το κάθε βιβλίο αποτελείται από τρία επιμέρους μικρότερα βιβλία-. 

Η εισβολή των Γερμανών θα αναγκάσει τους Πρινγκλ να καταφύγουν από τη Ρουμανία στην Ελλάδα και από εκεί στην Αίγυπτο, όσο οι ναζί προελαύνουν. Ούτε στη Μέση Ανατολή θα γλιτώσουν, όμως από τον ναζιστικό κίνδυνο, καθώς τα γεγονότα της Τριλογίας του Λεβάντε διαδραματίζονται κατά τα έτη 1941-1942, ακριβώς τότε δηλαδή που η "αλεπού της ερήμου", ο Γερμανός πανέξυπνος στρατάρχης Ρόμμελ  προελαύνει στη Βόρειο Αφρική και σκορπά τον τρόμο στους Συμμάχους.

Η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται σε τρεις κυρίως πόλεις: την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και τη Δαμασκό. Το νεαρό ζευγάρι πλαισιώνουν έντονες προσωπικότητες, όπως ο ηθοποιός Έινταν Σέρινταν και ο νεαρός αξιωματικός Σάιμον Μπόλντερστοουν και δυναμικές γυναίκες όπως η Αντζελίνα και η Εντουίνα.

Πέρα από την καθαρά ιστορική διάσταση του βιβλίου, το οποίο απεικονίζει έξοχα την καθημερινότητα των απλών πολιτών στις πόλεις της Μέσης Ανατολής, αλλά και των στρατιωτών στο μέτωπο, το βιβλίο καταγράφει τα ήθη και τα έθιμα της ζωής στην Ανατολή, αλλά και τα ήθη των αποικιοκρατών και της "καλής αγγλικής κοινωνίας". Η υπενθύμιση της στυγνής αποικιοκρατίας Γάλλων και Άγγλων στη Μέση Ανατολή είναι διαρκώς παρούσα, αφού η συγγραφέας βάζει συχνά πυκνά τους ντόπιους να εκφέρουν κρίσεις για τους "προστάτες" που έχουν καταλάβει τη χώρα τους.

Θεματικά, εκτός από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ηθογραφία της κοινωνίας της εποχής, η Manning επιμένει στην εναργή αποτύπωση της γυναικείας ψυχολογίας μιας εκπροσώπου της ανώτερης μεγαλοαστικής αγγλικής τάξης. Η Χάριετ είναι μία γυναίκα δυναμική,γεμάτη ενέργεια και όρεξη για ζωή, την οποία όμως ο σύζυγός της αφήνει διαρκώς μόνη. Το αποτέλεσμα είναι να αισθάνεται παραμελημένη και να θελήσει να κάνει και η ίδια, κάποια στιγμή, την επανάστασή της με τον τρόπο της. Αγάπη υπάρχει φυσικά μεταξύ του ζεύγους, όμως η Χάριετ ξέρει πολύ καλά ότι αυτό δεν αρκεί. Και ο Γκάι αγαπάει τη γυναίκα του, αγαπάει, όμως, ίσως λίγο περισσότερο τη δουλειά του, δηλαδή τη διδασκαλία των φοιτητών, με την οποία δηλώνει ερωτευμένος. 

Τα πρόσωπα που πλαισιώνουν το ζευγάρι είναι προσεκτικά διαλεγμένα από τη Manning, έτσι ώστε καμία πτυχή της κοινωνίας του '40 να μην μείνει απέξω από τις σελίδες του βιβλίου. Τίποτε δεν είναι τυχαίο, όλα είναι προσεκτικά σχεδιασμένα σε μία αφήγηση κινηματογραφική και ρεαλιστική, που δεν επιμένει τόσο σε αποτύπωση συναισθημάτων και λεπτομερειών, δεν λησμονεί όμως συγχρόνως και την ωραιότητα των περιγραφών στα σημεία που είναι απαραίτητο. 

Το ανδρόγυνο βιώνει στιγμές έντασης, αλλά και αγάπης. Η αρρώστια της Χάριετ θα είναι εκείνη που θα κρίνει τελικά το μέλλον της σχέσης της με τον Γκάι. "Αυτός είναι ο γάμος. Το να ξέρεις υπερβολικά πολλά για τον άλλον". Αυτό μονολογεί η Χάριετ, θέλοντας να ξορκίσει τις άσχημες στιγμές της με τον Γκάι. Από τη μία νοσταλγεί τον τόπο της, από την άλλη, όμως, δεν θέλει να επιστρέψει μονάχη στην πατρίδα της. Πολλές φορές ευχόταν να είναι άντρας. Αυτό και μόνο δείχνει την συγκαλυμμένη καταπίεση που υφίσταντο πολλές γυναίκες, ιδίως των αστικών τάξεων, εκείνη την εποχή από τους συζύγους τους, οι οποίοι τις αντιμετώπιζαν πολλές φορές μονάχα ως διακοσμητικά "μπιμπελό".

Ο πόλεμος ρίχνει τη βαριά σκιά του σε ένα βιβλίο που κρύβει αρκετές αφηγηματικές εκπλήξεις καθώς προχωρά ο αναγνώστης την ανάγνωση. Ο φόβος για τον θάνατο, η αβεβαιότητα για το αύριο και η αγωνία για την τύχη των αγαπημένων προσώπων, καθώς και ο πόνος της απώλειας πρωτοστατούν. "Θεέ μου, τι κάνουμε στις χώρες των άλλων ανθρώπων!" αναφωνεί ο Σάιμον σε μια φράση που καταφέρνει να συμπυκνώσει όλη τη φρίκη του πολέμου.

Εν ολίγοις, η Τριλογία του Λεβάντε είναι ένα έργο κλασικό. Είναι γραμμένο με την ευαισθησία που μονάχα μία γυναίκα θα μπορούσε να δείξει στην αποτύπωση των πολλών και διαφορετικών χαρακτήρων, όσο και στην απεικόνιση της γυναικείας ψυχολογίας με τρόπο που θυμίζει ίσως τις αδελφές Μπροντέ. Περιγράφει, επίσης, έξοχα το πως τα γυρίσματα της Ιστορίας επηρεάζουν τις τύχες των απλών ανθρώπων. Και φυσικά, αυτό είναι κάτι το οποίο ισχύει στον μέγιστο βαθμό για ένα γεγονός τόσο μεγάλης κοσμοϊστορικής σημασίας όπως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Βασίλης Βασιλικός, Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα, εκδ. Κέδρος, 2021, σελ.538

 

https://www.kedros.gr/product/9031/mnimi-epistrefei-lastixenia-pedila-aytobiografia.html

 

Οποιοσδήποτε άλλος συγγραφέας ή κριτικός θεωρώ ότι θα ένιωθε έναν κάποιον δισταγμό όταν επιχειρεί να γράψει οτιδήποτε για έναν συγγραφέα του διαμετρήματος του Βασίλη Βασιλικού. Έχουν πει γι' αυτόν ότι έχει γράψει περισσότερα βιβλία από όσα θα διαβάσει ο μέσος Έλληνας στη ζωή του- ας αφήσουμε απλώς στην άκρη το γεγονός ότι έχει ασχοληθεί με όλα σχεδόν τα είδη του αφηγηματικού και του έμμετρου λόγου.- 

Επιπροσθέτως, στη λίστα της αγγλικής εφημερίδας The Guardian με τα 1.000 βιβλία που πρέπει να διαβάσει κάποιος οπωσδήποτε, περιλαμβάνονται και δύο μονάχα ελληνικά βιβλία: Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη και το Ζ του Βασίλη Βασιλικού. Τι μπορούμε να πούμε, επομένως, για την "οριστική αυτοβιογραφία" του, όπως ο ίδιος τη χαρακτήρισε, το βιβλίο Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα; Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι μνήμες πάντοτε επιστρέφουν στον νου μας-με λαστιχένια πέδιλα ή χωρίς...-

Σε αναλογία με το επίσης βιογραφικό έργο του Καζαντζάκη, σαφώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα μας εξιστορεί τον βίο και την πολιτεία του Βασίλη Βασιλικού. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα κείμενο το οποίο ο Βασιλικός ξεκίνησε να το γράφει το 1992, το επεξεργάστηκε το 1997 και του έδωσε την οριστική του μορφή στην παρούσα έκδοση. Βέβαια, είναι αυτονόητο πως η αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου τόσο πολυσχιδούς και πολυδιάστατου όπως ο Βασιλικός, κάθε άλλο παρά συνηθισμένη αυτοβιογραφία θα ήταν, τόσο στη μορφή όσο και και στο περιεχόμενό της. 

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η τεχνική της "εγκιβωτισμένης" αφήγησης μέσα στη δικιά του, του alter ego του Βασιλικού, της επίσης, δηλαδή, αυτοβιογραφικής αφήγησης του κυρίου Μαρούλη, του συγγραφέα με τον παπαγάλο και την κριτική ματιά στα τεκταινόμενα της ζωής του. Ο Βασιλικός με το τέχνασμα της δημιουργίας του προσώπου αυτού, δημιουργεί πολύ επιτυχημένα έναν εξωτερικό παρατηρητή της δικής του ζωής, ο οποίος συγχρόνως είναι-αλλά και δεν είναι- ο ίδιος ο συγγραφέας! Αυτή η έτερη και παράλληλη με την πρώτη αφήγηση δίνει έναν μυθιστορηματικό και κάπως σουρεαλιστικό τόνο σε μία, κατά τα άλλα, ρεαλιστική και ειλικρινής αφήγηση. Επιπροσθέτως, η αφήγηση αυτή προσθέτει αυτό το κάτι διαφορετικό και ξεχωριστό που μπορεί να έχει μία αυτοβιογραφία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αφηγηματική τεχνική της.

Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, ούτε τίθεται μέσα σε αυστηρά καθορισμένα χρονολογικά πλαίσια. Αντιθέτως, είναι περισσότερο θεματική με τον συγγραφέα να επιμένει περισσότερο σε θέματα που επιλέγει ο ίδιος να δώσει μεγαλύτερη σημασία. Και αυτά δεν είναι άλλα από τα βιβλία του- τη διαδικασία της συγγραφής τους και τις αφορμές που τον οδήγησαν σε αυτήν,- αλλά και τους ανθρώπους που γνώρισε και συναναστράφηκε κατά τη διάρκεια της πολυτάραχης ζωής του, με έμφαση, όπως είναι φυσικό, στους κάθε λογής καλλιτέχνες, τους ανθρώπους του θεάτρου, τους μουσικούς, τους σκηνοθέτες, τους ζωγράφους και τους συνάδελφους λογοτέχνες και λιγότερο τους πολιτικούς- οι οποίοι βέβαια δεν ήταν λίγοι-. Ο Βασιλικός σωστά υποθέτει ότι τα θέματα αυτά-τα βιβλία του και οι διάσημοι καλλιτέχνες τους οποίους γνώρισε- θα ήταν και εκείνα τα οποία θα ενδιαφεραν περισσότερο τους αναγνώστες του. Και πράγματι πετυχαίνει διάνα. Τα ταξίδια του-στα οποία επίσης γνώρισε πολλές σπουδαίες προσωπικότητες- και κυρίως εκείνα στη Ρώμη, το Παρίσι και την Αμερική, επίσης καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του βιβλίου.

Ο συγγραφέας δεν επιμένει ιδιαίτερα στην αφήγηση των παιδικών και των νεανικών του χρόνων, αλλά επιλέγει, αντ' αυτού, να εστιάσει σε συναντήσεις και σε σημαντικά συμβάντα της δικής του ζωής. Το βιβλίο αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, επιπλέον, ως μία αυτοβιογραφία "εγωιστική", με την έννοια ότι αφιερώνει και άφθονο χώρο για τους άλλους στις σελίδες της.

Ο Βασιλικός εκφέρει που και που συγκαλυμμένες κρίσεις σχετικά με την τωρινή πολιτική επικαιρότητα και εκείνη των τελών του 20ου αιώνα, όπως μόνο αυτός ξέρει να κάνει χωρίς να προκαλέσει, αλλά δίνοντας μονάχα στον αναγνώστη την ευκαιρία να σκεφτεί και να προβληματιστεί. Από την άλλη, πουθενά δεν μας δίνει την εντύπωση ότι απολογείται ή ότι ντρέπεται για τις ιδέες, τις απόψεις του ή για το γεγονός ότι είναι απλά αυτός που είναι. Επομένως, πρόκειται για μία αυτοβιογραφία πηγαία, φυσικά, αυθόρμητη, όσο και ρεαλιστική.

Η περίοδος κατά την οποία ο συγγραφέας εργάστηκε ως δημοσιογράφος στα Νέα, τον Ταχυδρόμο και την Ελευθεροτυπία εξετάζεται μονάχα επιδερμικά, αφού ο ίδιος ο Βασιλικός αισθάνεται περισσότερο συγγραφέας παρά δημοσιογράφος. Περισσότερα είναι τα σχόλια σχετικά με την περίοδο της Χούντας και της Μεταπολίτευσης και σχετικά με ανθρώπους που σημάδεψαν τον συγγραφέα με την προσωπικότητα και το έργο τους, ανθρώπους όπως ο Μένης Κουμανταρέας, ο Αλέκος Παναγούλης, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Μάνος Χατζηδάκης, ο Ζυλ Ντασσέν και τόσοι άλλοι, όπως εξάλλουκαι η σύζυγός του, η γνωστή υψίφωνος Βάσω Παπαντωνίου.

Οι μνήμες του Εμφυλίου και του διχαστικού κλίματος μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς που επικράτησε στη χώρα μας επανέρχονται περιοδικά σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, αν και ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως έχει δηλώσει, είναι περισσότερο ένας "οργανικός διανοούμενος" παρά ένας "οργανωμένος αριστερός".

 Σε κάθε περίπτωση, η αυτοβιογραφία του Βασιλικού είναι ένα κείμενο το οποίο ενδιαφέρει όλους τους Έλληνες. Πρωτίστως, φυσικά, τους λογοτέχνες, τους ανθρώπους του θεάτρου και, γενικότερα, τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας μας για λόγους προφανείς. Επιπλέον τους πολιτικούς, καθώς ο Βασιλικός συγχρωτίστηκε με ανθρώπους όλων των πολιτικών παρατάξεων και γνώρισε από κοντά πολλούς σπουδαίους πολιτικούς τόσο από τον χώρο της Αριστερά όσο και της Δεξιάς. Και ακριβώς εξαιτίας αυτής της συναναστροφής και της εμπειρίας του οι κρίσεις και τα σχόλιά του, μπορούν να αποβούν ιδιαιτέρως χρήσιμα σε όλους τους σημερινούς ανθρώπους της εξουσίας. Ενδιαφέρει, επίσης, τους δημοσιογράφους, ως ομότεχνός τους επί πολλά χρόνια, αλλά και όλους τους εραστές της ανάγνωσης, αφού το βιβλίο του προσφέρει, πάνω απ' όλα την αναγνωστική απόλαυση από έναν επιδέξιο χειριστή της ελληνικής γλώσσας.

Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Γιάννης Δ. Μπάρτζης, Κρινολίνο και γιαταγάνι, εκδ. Καστανιώτη, 2021, σελ.449


 https://www.kastaniotis.com/krinolino-kai-giatagani-978-960-03-6869-7-c.html

 "Με νευρικότητα συνεπαρμένου από ταραχή ψυχής, ετοίμασα τα πράγματα που θα έπαιρνα μαζί μου. Πέρα απ' τα βασικά απαραίτητα, διάλεξα ρούχα και στολίδια που θα έκαναν την παρουσία μου ξεχωριστή. Η γυναικεία ματαιοδοξία με κυρίευσε ή μήπως η ανασφάλεια; Δεν ήξερα πως ζει και με ποιες αγαπιέται στην πατρίδα του ο ήρωάς μου. Δεν πήγαινα μονάχα να βιώσω εκεί την για αιώνες ξεχασμένη Ελλάδα των Ολύμπιων θεών, να αναγεννηθώ εσωτερικά από την αύρα των αρχαίων φιλοσόφων, να αισθανθώ την αρμονία του τοπίου που ενέπνευσε τους ποιητές. Δεν θα τριγύρναγα όλη μέρα στα μαρμάρινα ερείπια... Η προσδοκία που μου έδινε φτερά και μ' έκανε να αψηφώ τις δυσκολίες και τον κίνδυνο ήταν η στιβαρή του αγκαλιά, το σφρίγος του ανατολίτικου κορμιού του και το ρίγος που η δική μου σάρκα λαχταρούσε. Διπλό το πάθος που κεντούσε της καρδιάς τα βάθη: ο έρωτας της Ελλάδας κι ο έρωτας ο Έλληνας!"

Με αυτά τα λόγια μας εξομολογείται μία δούκισσα της αγγλικής αριστοκρατίας τα πάθη και τους έρωτές της, έναν για την Ελλάδα ως κοιτίδας του πολιτισμού και έναν για τον γεροδεμένο Έλληνα αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης, τον Λάμπρο. Εκείνη είναι το κρινολίνο, το οποίο αντιπροσωπεύει τις γυναίκες και τον κόσμο των Φιλελλήνων και των διπλωματικών παρασκηνίων του Αγώνα και εκείνος το γιαταγάνι, το οποίο εκπροσωπεί τον κόσμο των ανδρών και των πολεμιστών που θυσιάστηκαν για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό.

Κρινολίνο και γιαταγάνι λοιπόν, είναι το αντιθετικό αυτό ζεύγος των ουσιαστικών, το οποίο συνθέτει τον τίτλο του νέου ιστορικού μυθιστορήματος του συγγραφέα και εκπαιδευτικού Γιάννη Μπάρτζη. 

Πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει ως βασικό ιστορικό άξονα την Ελληνική Επανάσταση, κυρίως όπως την είδαν οι ξένοι, Φιλέλληνες και μη, και ως λογοτεχνικό τον ανεδαφικό έρωτα μιας πλούσιας Αγγλίδας, χήρας και δούκισσας, για έναν γενναίο αγωνιστή, τον Λάμπρο.

Η αρχή του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στην Αγγλία και ο αναγνώστης παρακολουθεί το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης και το αναπτυσσόμενο κίνημα του Φιλελληνισμού. Φυσικά δεν ήταν όλοι οι Ευρωπαίοι υπέρ του ελληνικού αγώνα. Αυτό ακριβώς το κλίμα της αρχικής δυσπιστίας των Ευρωπαίων κατά των Ελλήνων, το οποίο οφείλεται στην αυστηρή πολιτική που διατηρούσε ο Μέττερνιχ κατά των επαναστάσεων γενικά, το αποδίδει γλαφυρότατα ο Μπάρτζης στο βιβλίο του. 

Η μεταστροφή της αγγλικής πολιτικής πρώτα, και κατόπιν της γαλλικής, σημειώθηκε μετά από την άνοδο του Γεωργίου Κάνινγκ  στο αξίωμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, επειδή ο διορατικός αυτός πολιτικός διέκρινε τα οφέλη που θα είχε η εμπλοκή της χώρας του για τους ίδιους τους Βρετανούς στο αποκαλούμενο Ανατολικό Ζήτημα.

 Κατά τη διάρκεια της σύναψης του πρώτου αγγλικού δανείου, όταν η ελληνική επιτροπή θα επισκεφθεί το Λονδίνο γι' αυτό τον σκοπό, θα γνωρίσει η δούκισσα τον Λάμπρο. Η σχέση τους, φυσικά, δεν συνεπάγεται καμία αυτονόητη συνέχεια, ωστόσο ο συγγραφέας επιλέγει να δώσει ένα απρόσμενο φινάλε στη σχέση τους μετά από την κάθοδο της δούκισσας στη χώρα μας μετά την απελευθέρωση, κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του Καποδίστρια.

Ο Μπάρτζης θα ελιχθεί λογοτεχνικά το ίδιο επιδέξια με τα φιλελληνικά κομιτάτα που έβγαιναν προς άγραν χρημάτων, για να μας αφηγηθεί την ιστορία του Φιλελληνισμού στην Αγγλία και το χρονικό της μεταστροφής του κλίματος ιδιαίτερα μετά από την καταστροφή της Χίου και μετά. Ο αναγνώστης θα διαβάσει για τη δράση διάσημων Φιλελλήνων, όπως του Χάου, του Μπάυρον και του Κάνινγκ, όπως και λιγότερο γνωστών, όπως του Ουάσινγκτον και του ζεύγους Λήβεν.

Δεν θα διστάσει, παράλληλα, να εκθέσει την πικρή αλήθεια για τα γεγονότα που αφορούν την Ελληνική Επανάσταση: τις αποτρόπαιες εμφύλιες έριδες, την απληστία των τραπεζών και τα συμφέροντα των χωρών που θυσιάζουν ολόκληρους λαούς στο όνομα της δικής τους ευημερίας.

Πέρα από τις περιγραφές για κάποια σημαίνοντα γεγονότα του Αγώνα, ο Μπάρτζης προσφέρει στον αναγνώστη μία καταπληκτική εικόνα της ερειπωμένης μετά από την Επανάσταση Αθήνας, αλλά και της πολιτικής του Καποδίστρια. Η δούκισσα ηρωίδα του θα συναντήσει όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της εποχής από κοντά και θα συνομιλήσει μαζί τους, τον Κάνινγκ, τον λόρδο Μπάυρον, τον Καποδίστρια, ακόμη και τον Κολοκοτρώνη.

Το δυνατό σημείο του βιβλίου είναι, αναμφίβολα, η πληθώρα των ιστορικών πληροφοριών που περιέχει, δοσμένες όμως με τρόπο ανάλαφρο στον αναγνώστη και η πρωτοτυπία με την οποία ο Μπάρτζης προσεγγίζει ένα τόσο πολυσυζητημένο τη φετινή χρονιά θέμα, ρίχνοντας το βάρος στην οπτική των Ευρωπαίων στην Ελληνική Επανάσταση και όχι στα γεγονότα αυτά καθεαυτά. Καλογραμμένο, με άφθονους διαλόγους, το Κρινολίνο και γιαταγάνι αποτελεί ένα από τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν φέτος για την επέτειο της Παλιγγενεσίας μας.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

Οι οικονομικές επιπτώσεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ο λιμός της Βεγγάλης


  

Ο θλιβερός απολογισμός του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στα πεδία των μαχών περιλαμβάνει αριθμούς νεκρών που κυμαίνονται ανάμεσα σε 40 με 60 εκατομμύρια. Ξέρουμε ότι στους αριθμούς αυτούς συμπεριλαμβάνονται και πολλοί άμαχοι, κυρίως λόγω των βομβαρδισμών, αλλά και νεκροί από τον λιμό που ενέσκηψε σε πολλές χώρες κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπως στην Ελλάδα, τη Ρωσία, την Ουκρανία, την Πολωνία, την Ιαπωνία και την Ολλανδία. Συνολικά ανά τον κόσμο, 20 εκατομμύρια περίπου άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από πείνα κατά τη διάρκεια του Πολέμου.

Κανένας, όμως, λιμός δεν συγκρίνεται σε αριθμούς με τον λιμό της Βεγγάλης στην Ινδία το 1943, λιμός ο οποίος κόστισε τη ζωή σε 4-5 εκατομμύρια Ινδούς. Το τραγικό στην περίπτωση αυτή είναι ότι υπήρχαν αποθέματα τροφίμων, αλλά αυτοί που τα κατείχαν δεν ήταν πρόθυμοι να τα πουλήσουν σε τιμές προσιτές σε αυτούς που είχαν ανάγκη. Οπωσδήποτε, πέρα από τους κερδοσκόπους μεγαλοεπιχειρηματίες και οι Βρετανοί δεν είναι άμοιροι ευθυνών για τον λιμό αυτό, αφού, λόγω του πολέμου, ανεφοδίαζαν πλημμελώς την περιοχή.

Οι λιμοί αυτοί δεν οφείλονταν, επομένως, τόσο σε έλλειψη τροφίμων, όσο στην κακή διαχείριση. Ενώ όλος ο κόσμος στις ΗΠΑ είχε πρόσβαση στη ζάχαρη μόνο με δελτίο, ολόκληρα αποθέματα ζάχαρης έμεναν αδιάθετα στις Δυτικές Ινδίες. Παράλληλα, η Αργεντινή χρησιμοποιούσε καλαμπόκια για καύσιμα.

Πάντως, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η ολόκληρη παγκόσμια οικονομία ανατράπηκε κατά τα έτη 1939-1945 και στην ουσία χρειάστηκε μία νέα επανεκκίνησή της μετά τον Πόλεμο. Ο πληθωρισμός έγινε από τότε μόνιμος συνοδός της οικονομίας όλων των χωρών.

Στους μεγαλύτερους χαμένους του πολέμου από οικονομική άποψη συγκαταλέγονται, φυσικά, η ηττημένη Γερμανία και η Ιαπωνία. Η Γαλλία, η Ολλανδία, η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα, οι Φιλιππίνες, αλλά και η Ελλάδα είδαν τις οικονομίες τους να μειώνονται στο μισό μέγεθος κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η μεγαλύτερη χαμένη, όμως, ήταν η Μεγάλη Βρετανία, ενώ η μεγαλύτερη κερδισμένη χώρα οι ΗΠΑ. 

Η οικονομία των ΗΠΑ σχεδόν διαπλασιάστηκε μετά από το τέλος του πολέμου, εξασφαλίζοντας την πρωτοκαθεδρία της χώρας στον μεταπολεμικό κόσμο. Ο εμπορικός στόλος της είχε υπερτετραπλασιαστεί σε μέγεθος και η χώρα διέθετε περισσότερα πλοία από ότι όλες οι υπόλοιπες χώρες του κόσμου μαζί. 

Κερδισμένες, όμως, βγήκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, και οι ουδέτερες χώρες, όπως η Ελβετία και η Σουηδία. Ωφελήθηκαν ακόμη, η Νότια Αφρική, ο Καναδάς, η Ισλανδία, η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη, το Ιράκ, το Ιράν, ακόμη και η Ινδία ως σύνολο, αν εξαιρέσουμε την περιοχή της Βεγγάλης.

Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε  και μία θετική επίπτωση: άμβλυνε το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών σε γενικές γραμμές-κι αν εξαιρέσουμε, φυσικά, και πάλι την περιοχή της Βεγγάλης. Αυτό συνέβη επειδή οι πλούσιοι έχασαν μέρος του πλούτου τους κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και επειδή φορολογήθηκαν περισσότερο μετά από το τέλος του.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Stephen Weir, Οι χειρότερες αποφάσεις της Ιστορίας και οι άνθρωποι που τις πήραν, εκδ. Κλειδάριθμος

-Keith Lowe, Ο φόβος και η ελευθερία, εκδ. Ψυχογιός

Οι αποτυχίες της Ελληνικής Επανάστασης

 

Αλήθεια, εκτός από τις μεγάλες επιτυχίες της Ελληνικής Επανάστασης και τις τρανές νίκες που όλοι μας θυμόμαστε, όπως τα Δερβενάκια, την Τριπολιτσά, τη μάχη τους Μύλους και άλλες πολλές νικηφόρες για τους Έλληνες μάχες, ποιες είναι άραγε οι στιγμές που θα θέλαμε να ξεχάσουμε και που έφεραν την Ελληνική Επανάσταση αντιμέτωπη με το φάσμα της αποτυχίας;

Η σφαγή της  Χίου είναι η πιο γνωστή ατυχής στιγμή του Αγώνα της  Παλιγγενεσίας μας, μαζί με το Μεσολόγγι. Η Χίος επαναστάτησε στις 10 Μαρτίου του 1822 υπό την αρχηγία των Μπουρνιά-Λογοθέτη, αλλά η όλη επιχείρηση ήταν πρόχειρα οργανωμένη και στις 30 Μαρτίου 1822 ο ναύαρχος Καρά Αλή εμφανίστηκε έξω από τις ακτές της με τον στόλο του των 46 πλοίων και αποβίβασε στο νησί 7.000 περίπου ενόπλους. Η σφαγή έλαβε χώρα ανήμερα του Πάσχα στις 2 του Απρίλη. Περίπου 30-40.000 άμαχοι σφαγιάστηκαν και 20.000 περίπου πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Περί τους 2.000 παρέμεναν στο νησί μετά την καταστροφή, η οποία, παραδόξως, ωφέλησε τον Ελληνικό Αγώνα, αφού κατάφερε να συγκινήσει τους Ευρωπαίους και να φουντώσει το φιλελληνικό κίνημα, ιδίως μέσω του περίφημου πίνακα που φιλοτέχνησε ο Ντελακρουά. 

Κατά τα άλλα, η σφαγή της Χίου είχε ανασταλτικό χαρακτήρα κυρίως για την επικείμενη επανάσταση στη Λέσβο, η οποία και ματαιώθηκε, αφού οι πρόκριτοί της φοβισμένοι, δήλωσαν υποταγή στον σουλτάνο. Οι Έλληνες πήραν εκδίκηση για το αποτρόπαιο γεγονός με την ανατίναξη από τον  Κανάρη της ναυαρχίδας του τουρκικού στόλου στις 7 Ιουνίου του ίδιου έτους, που προκάλεσε τον θάνατο 2.000 ενόπλων και του ίδιου του Καρά Αλή.  Ευθύνες όμως για την καταστροφή πρέπει να αποδοθούν στους Σάμιους και τους Χίους που επαναστάτησαν τόσο επιπόλαια, αλλά και στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που δεν έστειλε εγκαίρως ναυτική βοήθεια.Το ίδιο ισχύει και για την ΄Υδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά που άφησαν τη Χίο αβοήθητη.

 Ένα από τα σχετικά άγνωστα επεισόδια της Ελληνικής Επανάστασης διαδραματίστηκε στη Νάουσα το 1822. Στην ουσία, ήταν μία μεγάλη και ηχηρή ήττα των Ελλήνων. Και ακριβώς επειδή δεν επρόκειτο  για νίκη παρά για ήττα, δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστή. Εξάλλου η Ελληνική Επανάσταση, ως γνωστόν, δεν μπόρεσε να εδραιωθεί αρχικά σε άλλα μέρη της τουρκοκρατούμενης ελληνικής χερσονήσου πλην της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και ελάχιστων νησιών του Αιγαίου.

Παρά ταύτα, πολλοί οπλαρχηγοί της Μακεδονίας είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, όπως οι Εμμ. Παπάς, Γεωγράκης Ολύμπιος, Ιωάννης Φαρμάκης, Αναστάσιος Κρατάσιος κ.α. Αρχικά, η επανάσταση στη  Μακεδονία κρινόταν απαραίτητη προκειμένου να εμποδιστεί η επικοινωνία από την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, με τον ξεσηκωμένο Μοριά και τη Ρούμελη.

Πριν από τον ξεσηκωμό της Νάουσας, η επανάσταση που είχε λάβει χώρα από τον Απρίλη ως τον Νοέμβρη του 1821 είχε καταλήξει σε καταστροφή, όταν ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Εμίν την είχε πνίξει στο αίμα.

Η Νάουσα επαναστάτησε τον Φλεβάρη του 1822, συγκεκριμένα στις 19 του μήνα με επικεφαλής τους Ζαφειράκη Λογοθέτη και Τσάμη Καρατάσο. Ενώ η πρώτη μάχη με τους Οθωμανούς απέτυχε στις 21 του μήνα, εντούτοις η επόμενη στις 18 του μήνα στέφθηκε από  επιτυχία, όταν λιγότεροι αριθμητικά Έλληνες νίκησαν τους 4.000 Οθωμανούς.

Όμως ο ίδιος ο σουλτάνος, εκνευρισμένος από την τροπή των γεγονότων, εξέδωσε φιρμάνι για τη δίχως οίκτο καταστολή της επανάστασης στη Νάουσα.

Έτσι, στα τέλη του Μάρτη του 1822, έφθασε στην περιοχή ο Εμπού Λουμπούτ με 16.000 άνδρες και ξεκίνησε την πολιορκία της πόλης, αφού η πρότασή του για οικειοθελή παράδοσή της έπεσε στο κενό.

Η πολιορκία της κράτησε από τις 6 ως τις 13 του Απρίλη. Τότε οι Οθωμανοί κατέβαλαν την πόλη και ξεκίνησε η λεηλασία της και το δράμα των αμάχων. Κτίρια και εκκλησίες πυρπολήθηκαν, χιλιάδες άμαχοι και αγωνιστές σφαγιάστηκαν ανηλεώς, ενώ ξεχωριστή συγκίνηση προκαλεί η περίπτωση δεκατριών κοριτσιών της πόλης, οι οποίες και αυτοκτόνησαν  πέφτοντας από τον καταρράκτη της Αραπίτσας-Νάουσας στις 22 του μήνα, προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των Οθωμανών. Ακόμα, συνελήφθησαν πολλοί αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και οι σύζυγοι και οι θυγατέρες των οπλαρχηγών Ζαφειράκη, Καρατάσου και Γάτσου.

Άμεση συνέπεια της σφαγής ήταν η δραστική μείωση του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή και η αποτροπή περαιτέρω ξεσηκωμού στη Μακεδονία. Όμως, η δέσμευση οθωμανικών δυνάμεων στην περιοχή δεν ήταν δυνατόν να μην ευνοήσει την επανάσταση στις νοτιότερες περιοχές της χώρας. Επιπλέον, πολλοί Μακεδόνες αγωνιστές που γλίτωσαν τη σφαγή πήγαν να συνεχίσουν τον αγώνα στην επαναστατημένη Ρούμελη ή τον Μοριά. Επομένως, η επανάσταση στη Νάουσα ήταν μία θυσία που δεν πήγε χαμένη.

Mία ακόμη από τις γνωστότερες χαμένες για τους Έλληνες μάχη, ήταν η μάχη του Πέτα, κοντά στην Άρτα στην οποία έχασαν τη ζωή τους πολλοί Φιλέλληνες. Η ήττα αυτή οφείλεται σε στρατηγικό λάθος του Μαυροκορδάτου. Στις 4 Ιουλίου το σώμα των 3.000 Ελλήνων και Φιλελλήνων ήρθε αντιμέτωπο με τους 8.000 περίπου Οθωμανούς υπό τον Κιουταχή και τον Ισμαήλ Πασά. Οι Έλληνες είχαν κακό συντονισμό και πλημμελή προετοιμασία, ενώ οι Οθωμανοί υπερτερούσαν κατά πολύ αριθμητικά. Το γεγονός ότι ο Μαυροκορδάτος απουσίαζε, σίγουρα λειτούργησε αρνητικά. Από το σώμα των Φιλελλήνων έπεσε ηρωικά το μεγαλύτερο μέρος του. Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι και η τουρκική πλευρά είχε μεγάλες απώλειες. Η μάχη του Πέτα είχε ως συνέπεια το σβήσιμο της επαναστατικής φλόγας στην Ήπειρο και την αποφυγή των μαχών σε παράταξη από τους Έλληνες, που θα προτιμούσαν έκτοτε τον κλεφτοπόλεμο.

Η μάχη στο Κεφαλόβρυσο δεν ήταν στην πραγματικότητα ήττα για τους Έλληνες, αλλά χρεώνεται ως τέτοια, εξαιτίας του θανάτου του Μάρκου Μπότσαρη. Στις 9 Αυγούστου του 1823 οι 500 ένοπλοι του Μπότσαρη ήρθαν αντιμέτωποι με τους 5.000 περίπου άντρες του Μουσταή πασά. Οι Οθωμανοί έχασαν περί τους 1.500 άντρες, ενώ οι Έλληνες μόλις 40, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Μπότσαρης. Η κυριότερη συνέπεια της μάχης αυτής ήταν ότι οι Έλληνες έχασαν από ηγέτη έναν σπουδαίο άνδρα και αγωνιστή.

Ακολουθούν η καταστροφές στη θάλασσα του 1824, εκείνη της Κάσου και των Ψαρών. Η Κάσος είχε σχέσεις με την Κρήτη και η Κάσιοι βοήθησαν στην επανάσταση του νησιού, η οποία, όμως, ατυχώς, δεν μπόρεσε τελικά να εδραιωθεί. Όταν ο Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου έστειλε τον Χουσεΐν μπέη εναντίον της Κάσου, μετά από τη συμμαχία που συνήφθη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην Κάσο υπήρχαν και πολλοί Κρητικοί. Ο συνολικός πληθυσμός ήταν περί τους 7.000. Στις 29 του Μάη αποβιβάστηκαν οι αιγυπτιακές δυνάμεις στο νησί, το οποίο η κυβέρνηση της Ύδρας άφησε αβοήθητο. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού σφαγιάστηκε, ενώ 2.000 περίπου αιχμαλωτίστηκαν.

Στα Ψαρά ήταν μαζεμένοι πολλοί πρόσφυγες, 23.000 πρόσφυγες έναντι 7.000 μόνο γηγενών. Και πάλι η κυβέρνηση του Λάζαρου Κουντουριώτη κώφευσε στις εκκλήσεις των Ψαριανών για βοήθεια στις 16 Ιουνίου του 1824, όταν επιτέθηκε ο τουρκικός στόλος υπό τον Χσρέφ πασά. Υπολογίζεται ότι φονεύτηκαν γύρω στα 15.000 άτομα. 3.500 κατάφεραν να σωθούν. Πρόσφυγες από τα Ψαρά ίδρυσαν κατόπιν τα Νέα Ψαρά Εύβοιας. Και οι δύο αυτές μεγάλες ναυτικές καταστροφές είχαν θετικές συνέπειες, πάντως, για το φιλελληνικό κίνημα, πλάι στο θλιβερό γεγονός της πλήρους καταστροφής των νησιών.

Η ήττα στο Κρεμμύδι του νομού Μεσσηνίας στις 7 Απριλίου του 1825 ήταν η πρώτη ήττα από τον Ιμπραήμ πασά. Οι Καραϊσκάκης και Τζαβέλας ηγούνταν των 3.200 περίπου Ελλήνων και ο Ιμπραήμ διέθετε ισάριθμες περίπου δυνάμεις. Όμως αιφνιδίασε τους Έλληνες, οι οποίοι έχασαν 500 περίπου άντρες με συνέπεια το ηθικό τους να καταρρακωθεί. Αυτή η ήττα έγινε αιτία να προσκυνήσουν πολλοί Έλληνες τον Ιμπραήμ.

Μεσούντος του Ελληνικούς Εμφυλίου του 1824-5, το Νεόκαστρο που το υπερασπιζόταν ο Μακρυγιάννης μαζί με 1.500 άνδρες εκκενώθηκε στις 6 Μαΐου του 1825. Ήταν το φυσικό επακόλουθο της άλωσης της νήσου Σφακτηρίας από τον Ιμπραήμ στις 26 Απριλίου του 1825, με την κυβέρνηση Κουντουριώτη να μην στέλνει ενισχύσεις. Οι ήττες αυτές παρέδωσαν την Πελοπόννησο στον Ιμπραήμ και επιτάχυναν την απελευθέρωση του φυλακισμένου λόγω του Εμφυλίου Κολοκοτρώνη, ο οποίος θεωρήθηκε ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να αντιταχθεί στον Ιμπραήμ. Οι ήττες αυτές μεγάλωσαν, επίσης, και τη δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση Κουντουριώτη.

Μία από τις γνωστότερες ήττες των Ελλήνων ήταν η μάχη στο Μανιάκι, όπου βρήκε τον θάνατο ο Παπαφλέσσας, δικαιώνοντας έτσι με τον ηρωικό του θάνατο τις όποιες αμφιβολίες περί τις μέχρι τότε δράσεις του. Η μάχη έλαβε χώρα στις 20 Μαΐου του 1825 και σκοτώθηκαν όλοι σχεδόν οι Έλληνες που πήραν μέρος μαζί με τον αρχηγό τους, 300 περίπου. Και οι Οθωμανοί όμως έχασαν γύρω στους 600 άνδρες από τους 3.000 περίπου πολεμιστές του. Η ήττα αυτή ανέδειξε σε ήρωα τον Παπαφλέσσα και έδειξε ότι ο Ιμπραήμ δεν ήταν αήτηττος.

Στη μάχη της Τραμπάλας στον νομό Αρκαδίας ηττήθηκαν οι Έλληνες από τον Ιμπραήμ για άλλη μία φορά, αφήνοντας την Τριπολιτσά στο έλεός του. Ούτε ο Γέρος του Μοριά, που είχε αποφυλακιστεί, δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ήττα. 

Η μάχη στα Τρίκορφα κοντά στην Τριπολιτσά ήταν το μοναδικό στρατηγικό λάθος του Κολοκοτρώνη. Εκεί επέλεξε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ σε υπό παράταξη μάχη, παρά τις αντίθετες γνώμες των Λόντο και Ζαΐμη. Η ασυμφωνία αυτή αρκούσε για να επιφέρει την ήττα. Η μάχη αυτή δόθηκε στις 24 Ιουνίου 1825 και υπήρξε φονικότατη με 1.000 συνολικά νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Η μάχη αυτή έδειξε καθαρά την ανάγκη συγκρότησης τακτικού στρατού.

Η τελευταία ηχηρή ήττα των Ελλήνων, αλλά και η πιο ένδοξη ίσως, είναι η πολιορκία και η Έξοδος του Μεσολογγίου. Η πρώτη πολιορκία έλαβε χώρα το 1822 από τον Ομέρ Βρυώνη και η δεύτερη κατά τα έτη 1825-1826 από τον Κιουταχή και τον Ιμπραήμ πασά. Η κυβέρνηση κατηγορήθηκε και εδώ ότι δεν έστελνε ενισχύσεις και τρόφιμα. Όταν όμως έπεσε και το Βασιλάδι, η μικρή βραχονησίδα στη λιμνοθάλασσα, ο ανεφοδιασμός σε τρόφιμα κατέστη ακόμη δυσκολότερος. 

Με την άφιξη του Ιμπραήμ αρχίζει η δεύτερη φάση της πολιορκίας, από τα τέλη του 1825 δηλαδή μέχρι και την Έξοδο. Η πείνα διογκωνόταν σταδιακά και η κατάσταση το 1826 είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το σχέδιο της Εξόδου, που διασώθηκε από τον Κασομούλη, δυστυχώς προδόθηκε στους Οθωμανούς. Συνολικά, 10.000 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους στο Μεσολόγγι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. 3.000 περίπου έλαβαν μέρος στην ηρωική Έξοδο, με τους 1.700 από αυτούς να χάνονται στη μάχη. Αξίζει να σημειωθεί ότι σώθηκαν μόνο 13 γυναίκες και 3 ή 4 παιδιά. Η ηρωική θυσία όμως των αμάχων ήταν εκείνη η οποία έδωσε τελικά ώθηση στην ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων στο ελληνικό ζήτημα, μία ανάμειξη που οδήγησε τελικά στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και στη σύσταση του ελληνικού κράτους.

Έτσι λοιπόν, ακόμη και οι ελληνικές στρατιωτικές αποτυχίες κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης έβαλαν το λιθαράκι τους για την τελική απόκτηση της ελευθερίας μας.


ΠΗΓΕΣ 

-Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη σφαγή της Χίου  στην έξοδο του Μεσολογγίου, εκδ. Μεταίχμιο

-Τάσος Βουρνάς, Σύντομη ιστορία της ελληνικής επανάστασης, εκδ. Πατάκη

-Βακαλόπουλος Αναστάσιος, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, εκδ. Σταμούλη

Άγνωστες γυναίκες της Ελληνικής Επανάστασης, αγωνίστριες και λόγιες


 

Η Μαντώ Μαυρογένους και η Λασακαρίνα Μπουμπουλία είναι οι πιο φημισμένες γυναικείες φυσιογνωμίες της Ελληνικής Επανάστασης. Υπάρχουν όμως κι άλλες γυναίκες ηρωίδες που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστές. Ας τις δούμε μία προς μία.

Η Γαρυφαλλιά Μιχάλβεη δεν ήταν αγωνίστρια της Ελληνικής Επανάστασης, πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού πέθανε στα δεκατρία της μόλις χρόνια; Κι όμως, κατέληξε να γίνει σύμβολο των σκλαβωμένων Ελλήνων στο εξωτερικό μέσω του διάσημου αγάλματος του γλύπτη Χίραμ Πάουερς που ονομάστηκε "Η Ελληνίδα σκλάβα".

Η Γαρυφαλλιά καταγόταν από τα Ψαρά. Στην καταστροφή των Ψαρών τον Ιούνη του 1824, όταν ήταν επτά ετών, έχασε τους γονείς της και αιχμαλωτίστηκε. Πουλήθηκε ως σκλάβα στη Σμύρνη μέχρι που συνάντησε έναν Αμερικανό έμπορο-ή πρόξενο σύμφωνα με άλλες πηγές- που την εξαγόρασε όταν ήταν δέκα ετών και την πήρε μαζί του στη Βοστώνη. Εκεί έζησε καλά για τρία ακόμη χρόνια, πριν φύγει από τη ζωή σε ηλικία 13 ετών από άγνωστη ασθένεια, η οποία ίσως οφειλόταν στην εξασθένιση του οργανισμού της από τις άσχημες συνθήκες της αιχμαλωσίας της. Εκτός από τον Πάουερ, ο οποίος εμπνεύστηκε από την ιστορίας της και έφτιαξε δεκατρία χρόνια αργότερα το γλυπτό της, το πορτρέτο της φιλοτέχνησε και η ζωγράφος Ανν Χαλ.

Μια άλλη άγνωστη γυναίκα της Επανάστασης είναι η Ελισάβετ Υψηλάντη, η μητέρα του Αλέξανδρου και του Δημήτριου Υψηλάντη. Είχε τρεις κόρες και πέντε γιους. Εκτός από τους τέσσερις γιους που διέθεσε στην Ελληνική Επανάσταση-πολέμησαν και ο Γεώργιος και ο Νικόλαος Υψηλάντης- διέθεσε και πολλά χρήματα χάριν του Αγώνα, περί τα δύο εκατομμύρια ρούβλια.

Η Δόμνα Βισβίζη, γνωστή περισσότερο στη Θράκη λόγω της καταγωγής της από την Αίνο, είναι σχετικά άσημη στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ο άντρας της, ο καραβοκύρης Αντώνιος Βισβίζης, υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και έλαβε μέρος σε πολλές ναυμαχίες με το πλοίο του Καλομοίρα. Η Δόμνα πολέμησε στο πλάι του στις ναυμαχίες της Σάμου, της Λέσβου και της Ίμβρου. Όταν ο άντρας της σκοτώθηκε, ανέλαβε εκείνη δράση με τον γιο της Θεμιστοκλή. Η Καλομοίρα τελικά στάλθηκε σαν πυρπολικό πάνω σε μια τουρκική φρεγάτα και έτσι τερματίστηκε η πολεμική δράση της οικογένειας. Όμως, η Δόμνα  ξόδεψε και την περιουσία της στον Αγώνα για να πεθάνει λησμονημένη του 1850 με τον καημό πως η ιδιαίτερη πατρίδα της δεν απελευθερώθηκε. Πέθανε το 1866 στην Οδησσό.

Η Μαριγώ Ζαραφοπούλου φημολογείται πως ήταν ένα από τα ελάχιστα θηλυκά μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Γεννήθηκε στα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης και μυήθηκε στη Εταιρεία μαζί με τον αδελφό της. Έμεινε στην ιστορία για την εργασία που προσέφερε σαν κατάσκοπος, επειδή μιλούσε καλά τουρκικά. Έτσι ξεσκέπασε έναν προδότη που ήταν μέλος της Φιλικής, τον Ασημάκη Θεοδώρου. Φυγάδευσε από την Πόλη πολλούς Φιλικούς, και τους γιους του Μαυρομιχάλη ανάμεσά τους, όμως κάποιος την πρόδωσε στους Τούρκους που τη συνέλαβαν, τη βασάνισαν και την εξόρισαν στη Μολδοβλαχία. Από εκεί πήγε κρυφά στην Πελοπόννησο, όπου βοήθησε με τις κατασκοπευτικές της υπηρεσίες στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Κέρδισε έτσι τη συμπάθεια αρκετών αγωνιστών, όπως του Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά και του Μαυρομιχάλη. Επέζησε και μετά από την απελευθέρωση της Ελλάδας, αλλά, δυστυχώς, η συνεισφορά της στον Αγώνα δεν αναγνωρίστηκε και κατάφερε μόλις και μετά βίας να διεκδικήσει μία σύνταξη από το νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος.

Η Σουλιώτισσα Φωτεινή Τζαβέλα ήταν κόρη του Φώτου και της Δέσπως Τζαβέλα που δοξάστηκαν στους πολέμους με τον Αλή Πασά. Έζησε τον ξεριζωμό από την πατρίδα της, αφού πολέμησε και η ίδια εκεί τους Τούρκους και παντρεύτηκε τελικά τον γιο του Κολοκοτρώνη, τον Ιωάννη- Γενναίο. Διετέλεσε επίσης κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας.

Η Σταυριάννα Σάββαινα ήταν από τη Μάνη. Ο άντρας της Σάββας μυήθηκε από νωρίς στη Φιλική Εταιρεία και όταν αυτός σκοτώθηκε στον Αγώνα, η Σταυριάννα έλαβε τη θέση του. Πολέμησε παρά τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Στη μάχη του Βαλτετσίου, όπου έλαβε μέρος, μετέφερε πυρομαχικά. Πολέμησε επίσης στην Τριπολιτσά, στη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια, την Ήπειρο, στο Μεσολόγγι, αλλά και κατά του Ιμρπαήμ. Μετά από την απελευθέρωση, έλαβε μία μικρή σύνταξη από τον Καποδίστρια, αλλά ο Όθωνας την ακύρωσε με αποτέλεσμα να ζήσει φτωχικά ως το 1868.

Μαζί με τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και τη Μαντώ Μαυρογένους, οι γυναίκες αυτές, αξίζει να μνημονεύονται στο πάνθεον των ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης. Κοντά σε αυτές αξίζει να αναφέρουμε και τρεις λόγιες γυναίκες που έζησαν την ίδια αυτή εποχή και με τη συνεισφορά τους στα ελληνικά γράμματα, κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τους περιορισμούς που έθετε το φίλο τους και να μείνουν στην Ιστορία.

Η Ευανθία Καΐρη ήταν αδελφή του λογίου Θεόφιλου Καΐρη που μυήθηκε από αυτόν στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς στη γαλλική γλώσσα, τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Ήταν από την Άνδρο αλλά μεγάλωσε στο Αϊβαλί. Το 1824 επέστρεψε στην Ερμούπολη της Σύρου, όπου μετέφρασε κάποια έργα της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική, όπως το Περί νεανίδων αγωγής του Fenelon και το Εγκώμιο του Μάρκου Αυρήλιου του Leonard. Βοήθησε στο φιλελληνικό κίνημα γράφοντας επιστολές προς τις Ευρωπαίες κυρίες. Έμεινε γνωστή κυρίως για το θεατρικό δράμα της Νικήρατος, το πρώτο πατριωτικό δράμα με θέμα την Ελληνική Επανάσταση.

Η Μητιώ Σακελαρίου ήταν κόρη του λογίου, ποιητή και κληρικού Χαρίσιου Μεγδάνη από την Κοζάνη. Από αυτόν έλαβε ευρεία μόρφωση. Παντρεύτηκε τον γιατρό και μεταφραστή θεατρικών έργων Γιώργο Σακελάριο, ο οποίος την ενθάρρυνε να μεταφράσει δύο κωμωδίες του Γκολντόνι από τα ιταλικά στα ελληνικά. Έζησε στην αυλή του Αλή Πασά με τον άντρα της από το 1807 ως το 1813 εξετάζοντας οι ίδιες τις γυναίκες της αυλής και δίνοντάς τους την αγωγή που έλεγε ο άντρας της.

Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και γνώριζε αρχαία ελληνικά, ιταλικά και γαλλικά. Παντρεύτηκε τον Νικόλαο Μαρτινέγκο και πέθανε σε ηλικία 30 περίπου ετών από επιπλοκές του τοκετού μετά από τη γέννηση του γιου της. Έγραψε την αυτοβιογραφία της, 15 περίπου θεατρικά έργα, ποιήματα, ενώ μετέφρασε και αρχαία κείμενα στη Νέα ελληνική.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Βασιλική Λάζου, Γυναίκες και επανάσταση 1821, εκδ. Διόπτρα

-Βασιλική Μαρκάκη, Ζήνωνας Ζαμπακίδης, Τα πρόσωπα της επανάστασης του 1821, εκδ. Ψυχογιός

Σημαίες της Ευρώπης


  

Η σημαία της Δανίας είναι εκείνη που δικαιούται τον τίτλο της παλαιότερης εθνικής σημαίας του κόσμου. Ο λευκός σκανδιναβικού τύπου σταυρός της πάνω σε κόκκινο φόντο, χρονολογείται ταυτοποιημένα από τον 13ο αιώνα. Εντούτοις, υπάρχει ένας ακόμη παλαιότερος θρύλος που συνδέει το σύμβολο με τη μάχη εναντίον των παγανιστών Εσθονών το 1219. Τότε ο Θεός έριξε από τον ουρανό την Ντάνεμπρογκ, όπως αποκαλούν οι Δανοί τη σημαία τους στα πόδια του βασιλιά Βάλντεμαρ Β΄, χαρίζοντας έτσι στους Δανούς τη νίκη.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο σκανδιναβικός σταυρός από τη σημαία της Δανίας αποτέλεσε το πρότυπο για όλες της σημαίες των σκανδιναβικών χωρών. Η σημαία της Σουηδίας, μπλε με κίτρινο σκανδιναβικό σταυρό, υιοθετήθηκε επίσημα το 1906, υπάρχει όμως από τον 15ο αιώνα ως ο επίσημος χρωματισμός της σουηδικής βασιλικής οικογένειας. Υπάρχει και ένας θρύλος ανάλογος του "Εν τούτω νίκα", ο οποίος μας παραδίδει ότι ο Σουηδός βασιλιάς Ερρίκος ο Άγιος καθώς ετοιμαζόταν για σταυροφορία το 1157 είδε στον γαλανό ουρανό έναν χρυσό σταυρό.

Η σημαία της Νορβηγίας, μπλε σταυρός σε κόκκινο φόντο, υιοθετήθηκε επίσημα το 1821. Οι απαρχές της ανάγονται στην περίοδο κατά την οποία η Νορβηγία βρισκόταν υπό δανική κατοχή, δηλαδή μεταξύ 1388-1814. Οι χρωματισμοί παραπέμπουν τόσο στη Γαλλική Επανάσταση, όσο και στη σχέση της χώρας με τη Δανία και τη Σουηδία.

Η αιρετική σκανδιναβική χώρα, η Φινλανδία διετέλεσε και αυτή υπό την εξουσία της Σουηδίας από το 1150 έως το 1809 και κατόπιν ήταν υπό την εξουσία της Ρωσίας. Το 1917 διακήρυξε την ανεξαρτησία της και υιοθέτησε  μία σημαία με ένα χρυσό λέοντα σε κόκκινο φόντο. Την ίδια εποχή όμως υπήρχε και μία αντίπαλη σημαία με γαλάζια και λευκά χρώματα, η οποία αναγόταν στον Φινλανδό ποιητή, συγγραφέα και ιστορικό Ζαχαρία Τοπέλιους ήδη από το 1862. Το γαλάζιο συμβόλιζε τις χίλιες και πάνω λίμνες της χώρας και το λευκό το χιόνι. Σφοδρός εμφύλιος έλαβε χώρα το 1917-18 μεταξύ των Κομμουνιστών και των αντιπάλων τους στη Φινλανδία και όταν οι κομμουνιστές ηττήθηκαν δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι  η λευκή σημαία με τον γαλάζιο σταυρό θα επικρατούσε έναντι της κόκκινης.

Η Ισλανδία, που ανήκε στη Νορβηγία και τη Δανία, ανεξαρτητοποιήθηκε το 1944. Τότε υιοθέτησε τη μπλε σημαία με τον κόκκινο σταυρό με το λευκό περίβλημα, χρώματα τα οποία συμβολίζουν τη φωτιά των ηφαιστείων, το χιόνι και τον ωκεανό αντίστοιχα.

Σημειωτέον ότι όλο αυτό με τον σκανδιναβικό σταυρό στις σημαίες των χωρών της Σκανδιναβίας αποτελεί μία εγγενή αντίφαση, αν σκεφτεί κανείς ότι οι χώρες αυτές δεν παρουσιάζουν μεγάλα ποσοστά εκκλησιασμού και θρησκευόμενων μεταξύ του πληθυσμού τους. Άλλες χώρες της Ευρώπης που έχουν χριστιανικό σταυρό στις σημαίες τους- τετράγωνο, όχι σκανδιναβικό-είναι η Μάλτα- η κόκκινη και άσπρη σημαία της φέρει τον σταυρό των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, της Ελβετίας-επίσης κόκκινη με λευκό σταυρό-, της Σλοβακίας-φέρει τα χρώματα του πανσλαβισμού άσπρο, μπλε, κόκκινο με διπλό λευκό σταυρό- και της Ελλάδας.

Υπάρχουν όμως και χώρες που αντί για τον σταυρό αναφέρονται στον χριστιανισμό στις σημαίες τους με άλλα σύμβολα, όπως πχ η κόκκινη και πράσινη σημαία της Πορτογαλίας που υιοθετήθηκε επίσημα το 1911. Το πράσινο εδώ συμβολίζει τον πράσινο σταυρό της Αβίζ τον οποίο χρησιμοποιούσε ένα πορτογαλικό τάγμα ιπποτών. Το κόκκινο παραπέμπει σε άλλο τάγμα του Χριστού, ενώ το εθνόσημο με τον αστρολάβο στο κέντρο παραπέμπει στις Ανακαλύψεις των νέων χωρών, στις οποίες πρωτοστάτησε η χώρα. Ο λευκός θυρεός με τις μπλε ασπίδες είναι και αυτός χριστιανικός και παραπέμπει στη μάχη του Ουνρίκε που έγινε το 1139 από τον Αλφόνσο Α΄ εναντίον Μαυριτανών βασιλέων.

Η σημαία της Αυστρίας με δύο κόκκινες λωρίδες και μία λευκή στο κέντρο παραπέμπει σε έναν θρύλο του 12ου αιώνα, όταν ο βασιλιάς Λεοπόλδος Ε΄κατά τη διάρκεια μιας μάχης πληγώθηκε και κοκκίνησε ο λευκός του μανδύας από το αίμα του. Και αυτή η σημαία, μαζί με της Δανίας, θεωρείται από τις παλαιότερες του κόσμου με την αρχαιότερη αναφορά της στα 1230.

Η Ολλανδία παρουσιάζει το ανορθόδοξο ότι το εθνικό της χρώμα το πορτοκαλί δεν εμφανίζεται στη σημαία της. Η σημαία της φέρει τα χρώματα της γαλλικής επανάστασης, είναι όμως παλαιότερη αυτής, αφού θεωρείται η παλαιότερη τρίχρωμη σημαία στον κόσμο, από το 1527. Τα χρώματα ήταν αρχικά το λευκό, το μπλε και το πορτοκαλί αντί για το κόκκινο, δηλαδή τα χρώματα του οίκου του πρίγκιπα Γουλιέλμου της Οράγγης, ο οποίος ηγήθηκε στην εξέγερση κατά της Ισπανίας το 1568. Κατόπιν διαπιστώθηκε ότι το πορτοκαλί ξεθώριαζε γρήγορα από τη σημαία, γι' αυτό και αντικαταστάθηκε από το κόκκινο.

Στις σημαίες των μεγαλύτερων χωρών της Ευρώπης τώρα, αρχής γενομένης  από τη Γαλλία. Η τρικολόρ σημαία της με το μπλε το κόκκινο και το άσπρο, η σημαία της Γαλλικής Επανάστασης, χρησιμοποιήθηκε τότε για πρώτη φορά- υιοθετημένη επισήμως ήδη από το 1812. Όλοι γνωρίζουμε ότι το κόκκινο χρώμα συμβολίζει την αδελφοσύνη, το λευκό την ισότητα και το μπλε την αδελφοσύνη. Η αλήθεια είναι όμως πως τα τρία αυτά χρώματα συνδέονταν με τη χώρα ήδη από τον Μεσαίωνα.

Συγκεκριμένα, το μπλε προέρχεται από τον μανδύα του Αγίου Μαρτίνου, ενός Ρωμαίου στρατιώτη που ασπάστηκε τον χριστιανισμό και έγινε τελικά επίσκοπος της Τουρ. Τότε ήταν που έσκισε στα δύο έναν ακριβό μπλε χιτώνα για να δώσει το ένα κομμάτι σε έναν ζητιάνο. Ο Κλόβις αργότερα, ο πρώτος ηγέτης της φραγκικής μεσαιωνικής αυτοκρατορίας τον 5ο αιώνα ύψωσε τον μανδύα του αγίου- ο οποίος σημειωτέον είχε εκταφεί, αφού είχε ταφεί μαζί με το σκήνωμα του Αγίου- ως λάβαρο στη μάχη. Κατόπιν, ο μανδύας φυλασσόταν στο μέρος που έγινε αργότερα γνωστό ως παρεκκλήσι -chapel από τη λατινική λέξη capella που σημαίνει μανδύας.

Αργότερα ο θρυλικός βασιλέας Καρλομάγνος γύρω στο 1000 υιοθέτησε και το κόκκινο. Οπότε κατά τη διάρκεια του εκατονταετούς πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας (1337-1453), το μπλε και το κόκκινο είχαν ήδη καθιερωθεί ως χρώματα της Γαλλίας. Τότε χρονολογείται και η υιοθέτηση του λευκού, του χρώματος της Ιωάννας της Λοραίνης. Ήταν, επομένως, απολύτως λογικό να χρησιμοποιηθούν τα ίδια χρώματα και το 1789.

Φτάνοντας στη Γερμανία τώρα, η τρίχρωμη σημαία της με τη μαύρη, την κόκκινη και την κίτρινη ρίγα, η αποκαλούμενη και Μπούντεσφλαγκε υιοθετήθηκε μόλις το 1949. Η δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε επιλέξει το μαύρο, το κόκκινο και το λευκό αντί για το κίτρινο. Συγκεκριμένα, τα τρία αυτά χώματα χρονολογούνται από τη μάχη του Τάνενμπεργκ το 1410, όταν ηττήθηκαν οι Τεύτονες ιππότες από την Πολωνο- λιθουανική ένωση. Το κίτρινο χρώμα υιοθτετήθηκε από τον χρυσό θυρεό της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τον μαύρο αετό. Τα πρωσικά Φράικορπς το 1813 χρησιμοποίησαν μαύρο και κόκκινο για τις στολές τους με χρυσά κρόσια. Εκείνη την περίοδο καθιερώθηκε για πρώτη φορά μια σημαία με τα τρία αυτά χρώματα, με το κίτρινο δηλαδή αντί για το λευκό. Την εποχή της ένωσης των κρατιδίων της Γερμανίας σε ένα ενιαίο κράτος το 1871 υπό τον Βίσμαρκ το χρυσό αντικαταστάθηκε και πάλι από το λευκό. Ο Χίτλερ διατήρησε τα τρία αυτά χρώματα στη γνωστή σημαία μ τη σβάστικα, έως ότου μεταπολεμικά καθιερώθηκε η Μπούντεσφλαγκε όπως τη γνωρίζουμε.

Η σημαία της Ιταλίας δεν ανάγεται στη μεσαιωνική εποχή. Οι χρωματισμοί του λευκού, του πράσινου και του κόκκινου ανάγονται στη σημαία της Λομβαρδίας το 1796 όταν η περιοχή αυτή αμύνθηκε ενάντια στα στρατεύματα του Ναπολέοντα. Κατόπιν, την εποχή της ιταλικής ενοποίησης το 1861, τα χρώματα της σημαίας της Λομβαρδίας υιοθετήθηκαν επισήμως για όλη τη χώρα. Το λευκό θεωρείται ότι συμβολίζει το χιόνι, το πράσινο τα λιβάδια της χώρας και το κόκκινο το αίμα που χύθηκε στους πολέμους ανεξαρτησίας της Ιταλίας.

Η σημαία της Ρωσίας και τα χρώματα του κινήματος του πανσλαβισμού αναμφισβήτητα έχουν επηρεάσει πολλές σημαίες των χωρών στα Βαλκάνια, όπως της Σερβίας, της Σλοβενίας και της Κροατίας. Η σημαία πρότυπό τους, η ρωσική πιστεύεται ότι καθιερώθηκε από τον Πέτρο τον Μέγα. Με εξαίρεση μία σύντομη περίοδο που ένας διάδοχός του τσάρος, ο Αλέξανδρος Β΄είχε καθιερώσει μία  μαύρη, κίτρινη και λευκή σημαία, η τρικολόρ μπλε-λευκή- κόκκινη είχε επικρατήσει ως την επανάσταση των μπολσεβίκων. Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού η τρικολόρ επανήλθε.

Οι σημαίες των σλαβικών κρατών που ξεφεύγουν από τον κανόνα των χρωμάτων του πανσλαβισμού είναι αυτές της Βοσνίας Ερζεγοβίνης με το μπλε και το κίτρινο να είναι χρώματα μεσαιωνικών θυρεών και τα λευκά αστέρια να συμβολίζουν την Ενωμένη Ευρώπη, του προσφάτως αποσχισθέντος Κοσόβου, της Βόρειας Μακεδονίας- η οποία φέρει έναν κίτρινο ήλιο σε κόκκινο φόντο, έναν ήλιο που παραπέμπει στους βασιλείς της αρχαίας Μακεδονίας και της Ουκρανίας-με το γαλάζιο της να συμβολίζει τον ουρανό και το κίτρινο τις πεδιάδες με τα στάχυα. Ακόμη η σημαία του Μαυροβουνίου (χρυσός δικέφαλος αετός σε κόκκινο φόντο) παραπέμπει σε βυζαντινούς συμβολισμούς. Δικέφαλος αετός υπάρχει και στη σημαία της Αλβανίας.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι η σημαία της Τσεχίας έχει τα πανσλαβικά χρώματα από σύμπτωση, αφού το λευκό και το κόκκινο προέρχεται από τη σημαία της Βοημίας, με την προσθήκη του μπλε να γίνεται για να ξεχωρίζει η σημαία από εκείνη της Πολωνίας-το κόκκινο και το λευκό της οποίας ανάγονται επίσης στον 14ο αιώνα.

Η σημαία της Ρουμανίας σχηματίστηκε το 1848 με τα χρώματά της να αναφέρονται στις ιστορικές ηγεμονίες της χώρας-το μπλε και το κόκκινο συμβολίζουν τη Μολδαβία, το κίτρινο την Τρανσυλβανία, ενώ το μπλε με το κίτρινο τη Βλαχία. Η πανομοιότυπη σημαία του Μόλδοβα με τον θυρεό στο κέντρο υιοθετήθηκε μόλις το 1990. Η σημαία της Λευκορωσίας υιοθετήθηκε το 1995, με το κόκκινο να συμβολίζει την ιστορία της χώρας και το πράσινο τα δάση της και το μέλλον.

Τα χρώματα στη σημαία της Ουγγαρίας, σημαίας που υιοθετήθηκε το 1957, ανάγονται στον Μεσαίωνα, με το πράσινο να συμβολίζει την ελπίδα και τα λιβάδια της χώρας, το κόκκινο τη δύναμη και το αίμα στους αγώνες και το λευκό την πίστη και την ελευθερία. Η ισπανική σημαία ανάγεται στα 1785 με το κόκκινο και το κίτρινο χρώμα να έχουν παρθεί από τους θυρεούς της Καστίλης και της Αραγονίας.

Η σημαία του Μονακό μοιάζει με τις σημαίες της Πολωνίας και της Ινδονησίας, ενώ τα χρώματά της (λευκό και κόκκινο) παραπέμπουν στον οίκο των Μονεγάσκων. Όσο για τη σημαία του Λουξεμβούργου, αυτή είναι ξεκάθαρα επηρεασμένη από τη γαλλική επανάσταση.

Ο Άγιος Μαρίνος και το Λιχτενστάιν έχουν τους βασιλικούς θυρεούς στις σημαίες τους, το ίδιο και η Ανδόρα και το Βατικανό-με τα κλειδιά να είναι παπικό σύμβολο-, ενώ η σημαία του Βελγίου είναι εμφανώς επηρεασμένη στην κάθετη διάταξη των χρωμάτων της από την γαλλική και περιέχει τα χρώματα του οίκου της Βαρβάντης, ίδια με τη σημαίας της Γερμανίας, μαύρο, κίτρινο, κόκκινο.

Η σημαία της Ιρλανδίας χρονολογείται από το 1919 όταν ξέσπασε η επανάσταση κατά των Βρετανών, με διάταξη σύμφωνη με εκείνη της γαλλικής και την παλαιότερη καταγεγραμμένη αναφορά των χρωμάτων στα 1830. Το πράσινο είναι το εθνικό χρώμα της Ιρλανδίας και συμβολίζει τους καθολικούς, ενώ το πορτοκαλί τους προτεστάντες. Το λευκό την ειρήνη ανάμεσα στις δύο θρησκείες.

Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε εν συντομία στις σημαίες των χωρών της βαλτικής. Η σημαία της Εσθονίας υιοθετήθηκε το 1918 με το λευκό της να παραπέμπει στον πάγο, το μαύρο να συμβολίζει τη γη των προγόνων και το μπλε τον ουρανό και τη θάλασσα. Η σημαία της Λετονίας υιοθετήθηκε επίσημα το 1990, αλλά οι δύο καστανοκόκκινες λωρίδες με τη λευκή στη μέση ανάγονται στον Μεσαίωνα, περί τα 1280, καθιστώντας την μία από τις παλαιότερες σημαίες του κόσμου. Η σημαία της Λιθουανίας με τις τρεις λωρίδες, κίτρινη, πράσινη, κόκκινη, ανάγεται σε σημαίες του 15ου αιώνα.

ΠΗΓΕΣ

-Tim Marshall, Για μία σημαία, εκδ. Διόπτρα

-Γιώργος Βλάχος, Του κόσμου οι σημαίες, εκδ. Εμπειρία

Σύντομη ιστορία της ελληνικής σημαίας

Οι περισσότεροι Έλληνες θεωρούμε αυτονόητο το γεγονός ότι η σημαία μας έχει τα χρώματα της θάλασσας, με την οποία τόσο στενά συνυφασμένη είναι η ζωή των πιο πολλών από εμάς, ήτοι το άσπρο του αφρού και το μπλε του πελάγους. Είναι, όμως, αληθινή η τόσο κοινότυπη αυτή ερμηνεία για τα χρώματα της ελληνικής σημαίας ή κρύβεται κάτι άλλο από πίσω;

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, πρέπει να αναρωτηθούμε, πρώτ' απ' όλα, αν η γαλανόλευκη σημαία μας υπήρχε και πριν από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Αυτό μας φέρνει στην προεπαναστατική  σημαία του Ρήγα Φεραίου, η οποία καμία σχέση δεν είχε με τους χρωματισμούς αυτούς.

Η σημαία αυτή, σαφέστατα επηρεασμένη από την τρίχρωμη σημαία της Γαλλικής Επανάνστασης, είχε τρεις οριζόντιες λωρίδες: μία κόκκινη επάνω, η οποία συμβόλιζε την αυτοκρατορική βυζαντινή πορφύρα, μία λευκή στη μέση που συμβόλιζε την αθωότητα και μία μαύρη στο κάτω μέρος η οποία συμβόλιζε τον αγώνα για την ελευθερία και τη θυσία των Ελλήνων. Πάνω στη λευκή μεσαία λωρίδα ήταν ζωγραφισμένο το ρόπαλο του Ηρακλή, αλλά και τρεις σταυροί. Έτσι συγκεράζονταν αρμονικά η ελληνική μυθολογία και ο χριστιανισμός πάνω στην ίδια σημαία.

Όταν στις 24 Φεβρουαρίου του 1824 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διάβηκε τον Προύθο ξεκινώντας έτσι την Ελληνική Επανάσταση, είχε μαζί του την ίδια ακριβώς σημαία με εκείνη του Ρήγα, μόνο που αυτή είχε τη μαύρη λωρίδα επάνω και την κόκκινη κάτω και αντί για το ρόπαλο του Ηρακλή, είχε επάνω τον μυθικό Φοίνικα που αναγεννάται από τις στάχτες του. Επίσης, αντί για τους τρεις σταυρούς, έφερε την επιγραφή "Εν τούτω νίκα", μία φράση που ανάγεται στη μάχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη Μουλβία γέφυρα το 312 μ.Χ. και στο μυθικό όραμα που αυτός φέρεται να είδε.

Η σημαία της Φιλικής Εταιρείας, από την άλλη αποτελούταν από καφέ-μπεζ χρώμα με έναν κόκκινο σταυρό στη μέση, πλαισιωμένο από φύλλα δάφνης και τα αρχικά ΗΕΑ ΗΘΣ πάνω σε άσπρα λάβαρα τα οποία σημαίνουν: ή ελευθερία ή θάνατος. Η σημαία αυτή ήταν προφανώς δημιουργία στιγμιαίας έμπνευσης για τους Φιλικούς.


 

Φυσικά, όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, διάφορες σημαίες υψώθηκαν ανά την επαναστατημένη Ελλάδα με ποικιλία χρωμάτων και σχεδίων. Στην πρώτη εθνοσυνέλευση του έθνους όμως στην Επίδαυρο, που διήρκησε από τον Δεκέμβρη του 1821 ως τον Γενάρη 1822, καθιερώθηκε η σύνθεση της επίσημης ελληνικής σημαίας. Επιπλέον, ως χρώματα του έθνους προσδιορίζονταν το κυανό και το λευκό. Αργότερα, με άλλη διάταξη, θα οριζόταν το ακριβές σχήμα της. 

Πράγματι, στις 15 Μαρτίου του 1822 οριζόταν πως οι Δυνάμεις Ξηράς θα έφεραν τετράγωνη σημαία κυανή με έναν μεγάλο λευκό σταυρό στη μέση, ενώ εκείνη της θάλασσας θα διέφερε στα εμπορικά και στα πολεμικά πλοία. Επίσης, τότε ήταν που η ναυτική σημαία διαιρέθηκε σε εννέα οριζόντια παραλληλόγραμμα με έναν άσπρο σταυρό στο επάνω μέρος της.

Τέλος, η σημαία ορίστηκε να είναι κατασκευασμένη από μεταξένιο ύφασμα προκειμένου να σηκώνεται ευκολότερα. Αξίζει εδώ να γίνει μία μικρή παρένθεση και να σημειωθεί πως οι Κινέζοι ήταν οι εφευρέτες της μεταξένιας σημαίας γύρω στο 1500π.Χ., οπότε η χρήση της σημαίας ως συμβόλου διαδόθηκε στην Ευρώπη μετά από τη διάδοση του μεταξιού. Αυτό έγινε μέσω των Αράβων μετά από τον θάνατο του Μωάμεθ και κυρίως στα χρόνια των Σταυροφοριών, οπότε τότε εξαπλώνονται περισσότερο στη Δυτική Ευρώπη οι θυρεοί και τα εραλδικά σύμβολα. 

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ότι στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν σημαίες και λάβαρα. Αντιθέτως, στα αρχαία χρόνια είχαν βέβαια πολεμικά λάβαρα, τόσο οι Αιγύπτιοι, όσο οι Ασσύριοι και οι Ρωμαίοι, αλλά λόγω του βάρους τους δεν μπορούσαν εύκολα να σηκωθούν στο πεδίο της μάχης.

Γιατί άραγε η εθνοσυνέλευση επέλεξε τα συγκεκριμένα χρώματα, τα οποία τόσο πολύ απείχαν από τη σημαία του Ρήγα και της Φιλικής Εταιρείας;

Φαίνεται πως η σημαία που σχεδιάστηκε στη Σκιάθο το 1807, παρουσία μάλιστα και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη είχε αυτά τα χρώματα, όπως και η σημαία που δημιουργήθηκε αυτοσχέδια μετά από την άλωση της Τριπολιτσάς. Τότε ο Παπαφλέσσας έκοψε ένα κομμάτι από το βαθύ γαλάζιο ράσο του και, με την τοποθέτηση καθέτως και οριζοντίως δύο λωρίδων από μία άσπρη φουστανέλα έτσι ώστε να σχηματίζουν σταυρό, δημιουργήθηκε η σημαία που ήταν ως το 1969 η σημαία των χερσαίων δυνάμεων της χώρας μας- επισήμως καταργήθηκε το 1978.

Οι συντάκτες, όμως της εθνοσυνέλευσης δεν ήθελαν να υιοθετήσουν ούτε τη σημαία του Ρήγα, ούτε εκείνη της Φιλικής Εταιρείας και για άλλους λόγους. Δεν ήθελαν να συνδέσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις την Ελληνική Επανάσταση με τα καρμποναρικά και ριζοσπαστικά κινήματα που δρούσαν κατά των απολυταρχικών πολιτευμάτων της Ευρώπης. Αυτό ήταν κάτι το οποίο, μοιραία, συμβόλιζε τόσο η ιδεολογία του Ρήγα, όσο και εκείνη της Φιλικής Εταιρείας.

Όσο για τους περίφημο πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη με τους αγωνιστές που ευλογούνται στην Αγία Λαύρα την 25η Μαρτίου του 1821, πέρα από τη μυθικό γεγονός που απεικονίζεται σε αυτόν, αφού η Επανάσταση δεν ξεκίνησε τότε, ούτε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός βρισκόταν στην Αγία Λαύρα, ούτε και η ελληνική σημαία δεν αποτυπώνεται με τα σωστά χρώματα. Εδώ η σημαία απεικονίζεται με κυανό σταυρό σε άσπρο φόντο, κάτι εντελώς λανθασμένο, όμως, αφού, όπως προειπώθηκε, η σημαία είχε ήδη διαμορφωθεί πολύ πριν τη φιλοτέχνηση του πίνακα και ήδη από το 1807 με τα ακριβώς ανάποδα χρώματα στο σχέδιο και τον σταυρό.

Τώρα, γιατί οι λωρίδες αποφασίστηκε να είναι εννέα, αυτό μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ. Άλλοι λένε για τη φράση "Ελευθερία ή θάνατος" με τις εννέα συλλαβές, άλλοι για τις εννέα μούσες και άλλοι για την αυτοκρατορική σημαία του βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά.

Πριν κλείσουμε πάντως, θα ήταν ορθό να αναφερθούμε σε έναν άγνωστο σχετικά συσχετισμό των χρωμάτων της ελληνικής σημαίας που επέλεξαν οι αντιπρόσωποι του έθνους στην Επίδαυρο με μία βυζαντινή σημαία. Φαίνεται, λοιπόν, πως μία σημαία του βυζαντινού στόλου στο Θέμα Ελλάδας διέθετε γαλανόλευκες λωρίδες ή σταυρούς σε γαλάζιο φόντο. Δεν γνωρίζουμε όμως αν οι αντιπρόσωποι της εθνοσυνέλευσης το ήξεραν αυτό ή αν η επιλογή των χρωμάτων ήταν συμπτωματική και υπαγορευμένη από άλλους παράγοντες.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι η μεγαλύτερη ελληνική σημαία σε ιστό στον κόσμο βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο Καστελόριζο και κατασκευάστηκε στη Θεσσαλονίκη με πρωτοβουλία του Κρητικού Μανώλη Βουτσαλά. Υψώθηκε για τους εορτασμούς της 28ης Οκτωβρίου του 2020, αλλά και ως απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο. Έχει 35 μέτρα μήκος και 21 μέτρα πλάτος και ζυγίζει 200 κιλά. Για να ανυψωθεί χρειάστηκε γερανός ύψους 40 μέτρων.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Tim Marshall, Για μια σημαία, εκδ. Διόπτρα, 2021

- Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Η ιστορία της ελληνικής σημαίας, Αθήνα, 2007

Οι βιαιοπραγίες των Ελλήνων στην Ελληνική Επανάσταση


  

Όλοι μας γνωρίζουμε τις βιαιότητες και τις σφαγές τις οποίες διέπραξαν οι Τούρκοι κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Οφείλουμε, λοιπόν, να παραδεχτούμε πως και οι Έλληνες, όπως όλοι οι άνθρωποι, δεν εξαιρούνται τελικά από την κοινή παραδοχή ότι ο πόλεμος αποκτηνώνει τον άνθρωπο.

Η πιο γνωστή βιαιοπραγία κατά Τούρκων αμάχων ήταν εκείνη που έγινε κατά την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου του 1823. Στη γενικευμένη σφαγή τα περισσότερα θύματα ήταν άμαχοι, γυναίκες, γέροι και παιδιά. Όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες της πολιορκίας συμφωνούν απόλυτα σχετικά με το μέγεθος της σφαγής που έλαβε χώρα. Οι σύγχρονοι μελετητές όμως διαφωνούν ως προς τον ακριβή αριθμό των σφαγιασθέντων. Οι αριθμοί των τελευταίων κυμαίνονται από 6 ως 32 χιλιάδες. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι 2.000 Εβραίοι της Τριπολιτσάς. Ο Πουκεβίλ, ο Γκόρντον, ο Φωτάκος, ο Τρικούπης και ο Φιλήμων, όλοι συναινούν στο ότι η άλωση της Τριπολιτσάς δεν ήταν μόνο μία ένδοξη σελίδα της Ελληνικές Επανάστασης, αλλά, και μία από τις πιο μελανές.

Τρεις μέρες μετά από την άλωση της Τριπολιτσάς έπεσε και η Μεγάλη Τάπια, ένας οικισμός πλησίον της πόλης. Και σε αυτή την περίπτωση όλοι οι Οθωμανοί σφαγιάστηκαν ή υποδουλώθηκαν.

 Η πρώτη γενικευμένη σφαγή, όμως, που διέπραξαν οι Έλληνες δεν ήταν στην Τριπολιτσά, αλλά εκείνη η οποία έλαβε χώρα κατά την παράδοση του Νιόκαστρου στις 14 του Ιούλη. Αυτοί τη φορά οι αριθμοί έχουν καταγραφεί επακριβώς. Από τους 734, λοιπόν, εναπομείναντες Οθωμανούς στο Νιόκαστρο που θα σώζονταν σύμφωνα με το συμφωνητικό ασφαλούς μεταφοράς τους που είχε συναφθεί με τους Έλληνες, επέζησαν μονάχα 125. Από αυτούς του 734 οι περισσότεροι ήταν άμαχοι, ενώ όλοι οι άντρες κάτω των 60 θανατώθηκαν.


 Ακολούθησε η σφαγή στην Ακροκόρινθο, η οποία παραδόθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1822. Και πάλι οι συνετές φωνές δεν εισακούστηκαν και το μίσος και ο πόθος των Ελλήνων για εκδίκηση κυριάρχησαν για άλλη μία φορά, όταν οι εναπομείναντες άντρες Οθωμανοί υπερασπιστές θανατώθηκαν με φρικτό τρόπο και οι γυναίκες κατέληξαν στα σκλαβοπάζαρα. Το ίδιο συνέβη και κατά τη δεύτερη πολιορκία της Ακρόπολης στις 10 Ιουνίου του 1822. Η συνθήκη παράδοσης που εγγυόταν την ασφάλεια των αμάχων καταπατήθηκε για άλλη μία φορά.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι οι Τουρκάλες, οι οποίες πουλήθηκαν ως σκλάβες σε ελληνικά σπίτια ή έγιναν παλλακίδες των Ελλήνων,-αν και δεν είναι ευρέως γνωστό, ισχύει ότι αρκετοί Έλληνες υιοθέτησαν μετά από τις πολιορκίες αυτές τον θεσμό της πολυγυνίας -δεν είχαν καλύτερη τύχη. Απεναντίας μάλιστα, αντιμετώπιζαν την καχυποψία και τον φθόνο των Ελληνίδων γυναικών και ζούσαν κυριολεκτικά μαύρη ζωή μέσα στην περιφρόνηση και την ατίμωση.

Όπως βλέπουμε, λοιπόν, σε έναν πόλεμο, καμία πλευρά από τις δύο αντιμαχόμενες δεν δικαιούται να έχει τον τίτλο του αθώου. Ο πόλεμος, ακόμη κι αν έχει τον ευγενή σκοπό της απελευθέρωσης της πατρίδας, πάντοτε λεκιάζει και με αθώο αίμα τα χέρια όσων εμπλέκονται σε αυτόν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Ιάκωβος Μιχαηλίδης,  Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, εκδ. Μεταίχμιο

-Βασιλική Λάζου, Γυναίκες και επανάσταση 1821, εκδ. Διόπτρα

Κυριακή 22 Αυγούστου 2021

Ulrich Alexander Boschwitz, Άνθρωποι στο περιθώριο, εκδ. Κλειδάριθμος, 2021, μετ. Μ. Αγγελίδου, Α. Αγγελίδης, σελ.326


  https://www.klidarithmos.gr/anthropoi-sto-perithorio

Ένας τυφλός ηλικιωμένος, μία ιδιωτική μετρέσσα, ένας ξεπεσμένος μεσόκοπος με βίαιες τάσεις, ένας φτωχός γέρος και ένας χοντρός γελαστός ηλίθιος. Ο Ζόνενμπεργκ, η Μίνχεν, ο Γκρίσμαν, ο Φούντχολτς και ο Βαρελής. 

Όλοι αυτοί, και πολλοί άλλοι σιμά τους, είναι οι Άνθρωποι στο περιθώριο, τους οποίους ο Γερμανοεβραίος συγγραφέας Ούλριχ Αλεξάντερ Μπόσβιτς τοποθετεί στο Βερολίνο των αρχών της δεκαετίας του '30.

Το συγκεκριμένο βιβλίο του άτυχου συγγραφέα, ο οποίος πέθανε στη γόνιμη ηλικία των είκοσι επτά ετών, μιλάει για όλους εκείνους τους ανθρώπους που έπεσαν θύματα του κραχ του '29 και που ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας του Βερολίνου, μεροδούλι, μεροφάι, διατηρώντας όμως, τη θέλησή τους για να συνεχίσουν να αγωνίζονται και να γιορτάζουν το δώρο της ζωής. Για τους άνεργους, τους φτωχούς μεροκαματιάρηδες, τους ξεπεσμένους, τους απόκληρους, τους ζητιάνους, τους ανάπηρους παλαίμαχους του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τους άστεγους.

Δεν πρόκειται τόσο για ιστορικό μυθιστόρημα, όσο για μυθιστόρημα εποχής. Δύσκολα θα βρει αναγνώστης έργο που να απεικονίζει τόσο γλαφυρά την βερολινέζικη κοινωνία του λούμπεν προλεταριάτου λίγο πριν από το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, σε συνδυασμό με μία τόσο συναρπαστική υπόθεση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα συμπονέσει τους πρωταγωνιστές και θα κατανοήσει απόλυτα την ανάγκη τους να ξεφύγουν από τη φτώχεια μέσα από το ποτό, τον τζόγο, τις γυναίκες ή ό,τι άλλο φέρει η τύχη στον διάβα τους. 

Οι περιγραφές του Μπόσβιτς, τόσο των προσώπων, όσο και του Βερολίνου, είναι τόσο γλαφυρές που ο αναγνώστης θα νιώσει ότι μεταφέρεται αυτομάτως στο Βερολίνο του '30. Θα βιώσει την ανασφάλεια που συνεπαγόταν τότε η ζωή για όλους αυτούς τους απόκληρους και θα νιώσει κι αυτός την πείνα τους, αλλά και τη δίψα τους όχι μονάχα για το αλκοόλ, αλλά και για την επιβίωση.

Η αφήγηση ξεκινά έξω από ένα μανάβικο, στου οποίου την αποθήκη ο Βαρελής και ο Φούντχολτς ψάχνουν ένα φθηνό κατάλυμα για τη νύχτα, θα συνεχιστεί στους δρόμους του Βερολίνου ακολουθώντας τις περιπλανήσεις τους και θα ολοκληρωθεί με τη συνάντηση στο κέντρο Χαρούμενος Κυνηγός, εκεί όπου θα παιχτεί το εντυπωσιακό φινάλε του έργου.

Η γραφή του Μπόσβιτς και όλη η δομή του έργου θυμίζουν θεατρικό έργο. Πραγματικά, το βιβλίο θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφερθεί στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, αφού εστιάζει και απεικονίζει παραστατικότατα τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών, οι οποίοι θυμίζουν ενίοτε χαρακτήρες παραμυθιού, όπως στον Μάγο του Οζ. Θα μας θυμίσει επιπλέον τα κλασικά πλέον έργα των Φαλάντα, Κόιν, Κέρστνερ, Τέργκιτ, Μπάουμ, ακόμη και το Μπερλίν Αλεξάντερπλατς του Ντέμπλιν ή ένα άλλο μεγάλο έργο της γερμανόφωνης σχολής, την Όπερα της Πεντάρας.

Ο Μπόσβιτς, πάντως, δεν θα αφήσει τους χαρακτήρες του στο περιθώριο, όπως η κοινωνία της εποχής. Αντίθετα, θα εστιάσει στην πλήρη σκιαγράφηση της προσωπικότητάς τους και στην αφήγηση της προσωπικής τους ιστορίας, ποιοι ήταν δηλαδή πριν καταντήσουν άνθρωποι του περιθωρίου και πως ξέπεσαν. Εν ολίγοις, οι Άνθρωποι στο περιθώριο εκπροσωπούν επάξια τη γερμανική λογοτεχνία σε μία από τις καλύτερες στιγμές της.

"Η πείνα είναι ο καλύτερος μάγειρας, λένε. Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και το καλύτερο κατευναστικό. Άνθρωποι που έχουν να φάνε βδομάδες είναι συνήθως έτοιμοι να αμφισβητήσουν τις απόψεις τους, το ίδιο τους το δίκιο. Οι απόψεις και οι ιδέες χλωμιάζουν και ξεθωριάζουν και σβήνουν, όταν τις αφήνεις νηστικές. Ο υποσιτισμός δεν γεννάει έργα τέχνης".

Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

Τατιάνα Αβέρωφ, Το ξέφωτο, εκδ. Μεταίχμιο, 2020, σελ.520

 

https://www.metaixmio.gr/el/products/%CF%84%CE%BF-%CE%BE%CE%AD%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF


Το ξέφωτο της Τατιάνας Αβέρωφ είναι ένα ιδιαίτερο ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο κατά βάση αφηγείται τόσο την ιστορία του Μετσόβου στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, όσο και την ιστορία της οικογένειας Αβέρωφ.

Πρωταγωνίστρια είναι η Ιφιγένεια Αβέρωφ, κόρη του Νικόλαου Αβέρωφ, αδελφού του διάσημου ευεργέτη. Πρόκειται για πρόσωπο φανταστικό, το οποίο όμως η συγγραφέας επιδέξια τοποθετεί ανάμεσα σε πραγματικά ιστορικά πρόσωπα, τα τρία αδέλφια της Ιφιγένειας στην προκειμένη περίπτωση. Έτσι η συγγραφέας εξασφαλίζει μεν πλήρη ελευθερία κινήσεων για την πρωταγωνίστρια, αλλά από την άλλη  τοποθετεί την ηρωίδα της στο επιθυμητό ιστορικό πλαίσιο με κάθε σεβασμό στην ίδια την επιστήμη της Ιστορίας.

Ουσιαστικά το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη ζωή της Ιφιγένειας κατά τα έτη 1875-1885, εκείνη την ταραγμένη, δηλαδή, δεκαετία, οπότε και σημειώθηκε η επανάσταση του 1875 σε Ήπειρο και Θεσσαλία, η οποία οδήγησε, όμως, τελικά μονάχα τη Θεσσαλία και τη Άρτα σε ένωση με τη μητέρα πατρίδα το 1881. Οι κάτοικοι του Μετσόβου, όπως και όλοι οι υπόλοιποι Ηπειρώτες πλην τους Αρτινούς, θα έπρεπε να περιμένουν ως το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων προκειμένου να απελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό.

Αυτή την ταραχώδη περίοδο επιλέγει, λοιπόν, η συγγραφέας για να μας αφηγηθεί τα ήθη και τα έθιμα της Ηπείρου και να σκιαγραφήσει με επιτυχία την πατριαρχική και συντηρητική κοινωνία της εποχής. Η χρονική αφήγηση έχει ως άξονα το χριστιανικό εορτολόγιο, αλλά παρεμβάλλονται και κοινωνικά γεγονότα, σημαντικά για τη ζωή του τόπου, όπως γάμοι, αρραβώνες, κηδείες κτλ., τα οποία περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια. Έτος σταθμός στο βιβλίο είναι το 1908, τότε που η Ιφιγένεια, μεγάλη και παντρεμένη γυναίκα πλέον, επιστρέφει στο Μέτσοβο για την κηδεία της μητέρας της. Τότε αναπολεί τα παιδικά της χρόνια.

Η Ιφιγένεια είναι ένα ιδιαίτερο κορίτσι στο κατώφλι της εφηβείας. Ζωηρή, πεισματάρα και ισχυρογνώμων, είναι πάντοτε έτοιμη να ξεχωρίσει αλλά και να υπερασπιστεί το δίκιο της. Θα συναντήσει τον Τέγο, τον ταπεινό γιο ενός αγωγιάτη, με τον οποίο θα ζήσει τον πρώτο -και ανεκπλήρωτο-παιδικό της έρωτα. Μοιραία η ζωή και η κοινωνία θα τους χωρίσει, αλλά δεν θα ξεχάσουν εύκολα ο ένας τον άλλον.

Το μυθιστόρημα, δομημένο σε μια σειρά από αντιθέσεις, απεικονίζει εξαίσια τη ζωή στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο και τον κόσμο των γυναικών, των εργαζόμενων ανδρών, των παιδιών, ακόμη και των λήσταρχων που διαβιούσαν στα γύρω βουνά και σκορπούσαν τον τρόμο με τις απαγωγές και τις ληστείες τους.

Οι γυναίκες είναι μεν δέσμιες του φύλου τους και υποταγμένες στην πατριαρχική κοινωνία της εποχής, από την άλλη όμως είναι και δυναμικές. Το Μέτσοβο μπορεί να είναι υπόδουλο στους Οθωμανούς, αλλά χαίρει από παλιά ειδικών προνομίων. Οι άνθρωποί του ποθούν, παρ' όλα αυτά, την ελευθερία, αλλά η συνθήκη του 1878 δεν προβλέπει, τελικά, κάτι θετικό γι' αυτούς. Από τη μια, λοιπόν, είναι υπόδουλες περιοχές και από την άλλη η απελευθερωμένη Ελλάδα. Η Ιφιγένεια ανήκει στην "καλή" κοινωνία της εποχής, σε αντίθεση με τον Τέγο, ο οποίος ανήκει στους μη έχοντες. Η Αθήνα, με τις λαμπρές χοροεσπερίδες της, παρουσιάζεται σε αντιδιαστολή με την πιο "οπισθοδρομική" τότε επαρχία, την Ήπειρο, η οποία δεν ανήκε μάλιστα ούτε καν στην Ελλάδα. 

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί  συγγραφέας σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή. Είναι σύμφυτη της εποχής και περιέχει αρκετές τουρκικές λέξεις, αλλά κυρίως πολλές από το βλάχικο ιδίωμα. Οπωσδήποτε πρόκειται για καλοδουλεμένη γλώσσα που ρέει εντελώς φυσικά και αβίαστα, όπως τα ποτάμια της Ηπείρου.

Η οικογενειακή ιστορία των Αβέρωφ μπλέκεται με την Ιστορία της Ηπείρου. Οι παιδικές αναμνήσεις της Ιφιγένειας και της αδελφής της της Ευδοκίας με την ιστορία του Μετσόβου. Το εμπόριο με την καλλιέργεια της γης. Οι Τούρκοι με τους Έλληνες, που άλλοτε ζουν αγαστά κι άλλοτε όχι. Οι πρίγκιπες με την "πλέμπα". Όλα αυτά τα αλληλοσυμπληρούμενα, μεταξύ τους, σκηνικά, συνθέτουν τον πολύπλοκο κόσμο στο βιβλίο της Τατιάνας Αβέρωφ. Ένα βιβλίο στο οποίο οι ήρωες ψάχνουν το δικό τους ξέφωτο μέσα  στο, σκοτεινό, πολλές φορές, δάσος της ζωής, προκειμένου να καταφέρουν να πραγματοποιήσουν τα πιο τρελά όνειρα και τις επιθυμίες τους. 

Εν ολίγοις λοιπόν, Το ξέφωτο είναι ένα ιδιαίτερο ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο η συγγραφέας καταθέτει ως φόρο τιμής στην ιστορία της της γενέτειρας και της οικογένειάς της, γραμμένο με μεράκι και αγάπη τόσο για την Ιστορία, όσο και για τη Λογοτεχνία. Πάνω απ' όλα η ανάγνωσή του, θα αφήσει τον αναγνώστη με μία αίσθηση πληρότητας τόσο από άποψη απόλαυσης της Λογοτεχνίας, όσο και από άποψη σεβασμού για την Ιστορία.

"Πάνω από εκατό ονόματα ευεργετών ήταν καταγραμμένα στα αρχεία-Τοσίτσας, Στουρνάρης, Αβέρωφ, Φλόκας, Τούλης, Πίχτος, Φαρδής, Τσιουμάγκας και τόσοι ακόμα που φρόντιζαν για τον τόπο τους, με πρώτο και καλύτερο βέβαια τον μεγάλο Γεώργιο Αβέρωφ, που, από τότε που πλούτισε στην Αλεξάνδρεια, έστελνε κάθε χρόνο 750 χρυσές λίρες στο χωριό του για έργα κοινής ωφελείας κάθε  λογής, μα πάνω απ' όλα για ναούς και για σχολεία, για να κρατήσουν οι υπόδουλοι Έλληνες τη θρησκεία και τη γλώσσα τους ζωντανή.

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Γεώργιος Τζιτζικάκης, Ανεμόγερτος, εκδ. Κάκτος, 2021, σελ.362


 https://www.kaktos.gr/el/tzitzikakis-anemogertos-978-960-382-069-7.html

"...Βηματίζουμε τη ζωή πιστεύοντας ότι ζούμε αλλά δεν το κάνουμε   πράγματι, γιατί διαρκώς, αντί να ζήσουμε, ψάχνουμε εκείνο που, όπως νομίζουμε, μας λείπει για να συμπληρώσει την ευτυχία μας και λησμονούμε όσα ήδη έχουμε (και με αυτά μπορούμε μια χαρά να απολαύσουμε τη ζωή μας)".

Ανεμόγερτος είναι εκείνος που λυγίζει και γέρνει στο δυνατό φύσημα του ανέμου, σαν δεντράκι που χάνει τα φύλλα του, αλλά δεν πέφτει τελικά και διατηρεί τον κορμό του αλώβητο.

Ένας τέτοιος ανεμόγερτος είναι και ο Γιώργος στο ομότιτλο βιβλίο του Χανιώτη συγγραφέα Γεωργίου Τζιτζικάκη, μιας γνήσιας κατάθεσης ψυχής με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Πρόκειται για μία πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση ιδιαιτέρως συγκινητική και γραμμένη με τρόπο που καθηλώνει τον αναγνώστη. Ο συγγραφέας μας αφηγείται τη ζωή ενός ανθρώπου που αδικήθηκε από τη ζωή, αλλά δεν έπαψε να παλεύει και να αγωνίζεται για το καλύτερο.

Ο Γιώργος είναι κάτοικος Αθηνών και αντιμετωπίζει ένα χρόνιο πρόβλημα με τον υπερτροφικό θυροειδή του, ενώ, παράλληλα, δεν έχει σταθερή εργασία. Είναι παντρεμένος με μια γυναίκα που λατρεύει,- το πιο καλό πράγμα που έχει συμβεί στη ζωή του, όπως ομολογεί-αλλά τα οικονομικά και τα προβλήματα υγείας που τον ταλανίζουν, του αφαιρούν ενίοτε κάθε θετική διάθεση και τον φέρνουν, συχνά, αντιμέτωπο με το φάσμα της κατάθλιψης. Διότι, πράγματι, κάποιες φορές όλα φαίνονται να πηγαίνουν στραβά στη ζωή μας. Το σημαντικό, όμως, είναι ο τρόπος που θα ανταπεξέλθουμε τις δυσκολίες.

Ο Γιώργος θα ζήσει τραγελαφικές καταστάσεις, άλλοτε περισσότερο τραγικές και άλλοτε πιο κωμικές. Ταυτόχρονα, όμως, θα συναντήσει στη ζωή του ανθρώπους δύο ειδών: εκείνων που απομυζούν κάθε ικμάδα χαράς και ενέργειάς του με τη συμπεριφορά τους και συχνά θα θελήσουν να τον εκμεταλλευτούν και εκείνους που θα του τείνουν χείρα βοηθείας και θα του διδάξουν το δικό τους μάθημα ζωής μέσα από τις- χειρότερες πολλές φορές από τις δικές του- δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Διότι, όπως θα διαπιστώσει ο Γιώργος, τελικά πάντα υπάρχουν χειρότερα και μεγαλύτερα προβλήματα από τα δικά μας, όσο κι αν εμείς νομίζουμε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο!

Το βιβλίο περιλαμβάνει την αφήγηση αρκετών κωμικοτραγικών συμβάντων με γιατρούς, διαρρήκτες, αστυνομικούς και άλλους, διαλόγους με απατεώνες που εργάζονται σε αδίστακτες εταιρείες και γοητευτικά ταξίδια στη Λιθουανία και την Κρήτη που δίνουν την απαραίτητη νότα αισιοδοξίας.

Ο Ανεμόγερτος είναι ένα αυτοβιογραφικό, ψυχογραφικό και φιλοσοφικό δοκίμιο με απροσδόκητα τραγικό και συγκλονιστικό φινάλε, ένα μάθημα ζωής που απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους, γραμμένο με άφθονο λυρισμό, αυτοσαρκασμό και κωμικοτραγική διάθεση. Ο τόνος είναι συχνά δηκτικός και ειρωνικός και άλλοτε τρυφερός και συγκινητικός. Πάντοτε, όμως, διατηρεί τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα. Ο αφηγητής δεν διατάζει να παραδεχτεί ευθέως τα λάθη του και να κάνει την αυτοκριτική του μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του. Δεν βιάζεται να πει αυτό που θέλει, απεναντίας αναλύει διεξοδικά τα συναισθήματά του.

Συνοψίζοντας σε μία μόνο φράση, ο Γεώργιος Τζιτζικάκης, αυτό που θέλει να περάσει στον αναγνώστη είναι το γνωστό μότο του Carpe Diem, δηλαδή άδραξε τη μέρα και μην την αφήνεις να πηγαίνει χαμένη. Στη ζωή λίγες θα είναι οι στιγμές της απόλυτης χαράς που θα βιώσουμε. Πρέπει, επομένως, να τις εκμεταλλευόμαστε και αν μην τα παίρνουμε όλα τοις μετρητοίς. Η ζωή είναι μικρή και δεν πρόκειται κανείς μας να ζήσει δεύτερη φορά. Σίγουρα δεν πρέπει να έχουμε έπαρση και να τα θεωρούμε όπλα δεδομένα. Μπορούμε όμως να συναναστρεφόμαστε με όσους αγαπάμε και μας αγαπούν και να λέμε όχι σε ό,τι μας καταπιέζει. 

Το θέμα δεν είναι, τελικά, αυτά που μας συμβαίνουν, αλλά πως εμείς θα τα αντιμετωπίσουμε, με χαμόγελο ή όχι. Εκείνο που μετράει είναι η θέλησή μας για ζωή και ο αγώνας μας να καταφέρουμε να σηκωθούμε και πάλι όρθιοι αν τελικά πέσουμε!

"Όλοι πέφτουμε κατά καιρούς, κι αν για να σηκωθούμε  χρειαζόμαστε ενίοτε κάποιον να μας σηκώσει, χρειαζόμαστε επίσης κάτι για να μας ξεδιψάσει ώστε να βρούμε τα κουράγια μας και να συνεχίσουμε το τρέξιμο της ζωής".

Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Η πρόοδος της ιατρικής μετά τον Μεσαίωνα


  

Αναμφίβολα, η μεγάλη αλλαγή στην ιατρική επιστήμη προήλθε με την εφεύρεση του εμβολιασμού από τον Έντουαρντ Τζέννερ στα τέλη του 18ου αιώνα. Αυτή η πρακτική, μαζί με την πρόοδο στη χημεία και την υγιεινή, και συνάμα κάποιες άλλες εφευρέσεις, στάθηκαν η αιτία που οι γιατροί κατάφεραν να απελευθερωθούν από τον απόλυτο ενστερνισμό για τις ασθένειες του δόγματος της χυμοπαθολογίας του Γαληνού και του Ιπποκράτη. Η μακρά αυτή πορεία της αλλαγής, η οποία ξεκίνησε το 1796 με τον δαμαλισμό του Τζέννερ έφθασε στην κορύφωσή της με την ανακάλυψη της πενικιλίνης το 1928 από τον Αλεξάντερ Φλέμινγκ.

Η αμφισβήτηση του γαληνισμού, ο οποίος πρέσβευε, εκτός από τη θεωρία των χυμών του Ιπποκράτη, και την προσήλωση στα συγγράμματα αντί για τη θεραπεία μέσω της παρατήρησης και της ψηλάφησης του αρρώστου, ξεκίνησε στα τέλη του Μεσαίωνα από τον Ελβετό αλχημιστή Παράκελσο ο οποίος πρέσβευε, σε αντίθεση με τον Ιπποκράτη, ότι η ασθένεια προκαλείται όχι εξαιτίας της ανισορροπίας των χυμών, αλλά εξαιτίας ενός περιβαλλοντικού εξωγενούς παράγοντα. Στη συνέχεια άνθρωποι όπως ο Φλαμανδός ανατόμος Αντρέας Βεσάλιος, ο Ουίλιαμ Χάρβεϋ με την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος το 1628, αλλά και οι ανακαλύψεις  των χημικών Λαβουαζιέ, Πρίστλεϊ και Μπερζέλιους, οι οποίοι βρήκαν ότι τα στοιχεία δεν ήταν μονάχα τέσσερα, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, αλλά περισσότερα, έθεσαν τις βάσεις για την επιστημονική επανάσταση του 19ου αιώνα.

 Έτσι, παράλληλα με τις ανακαλύψεις του Τζέννερ γύρω από τον εμβολιασμό, προχωρούν και τα νέα νοσοκομεία και οι νεκροτομές της Σχολής του Παρισιού κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Στα νέα νοσοκομεία και στις σπουδές των γιατρών, προτεραιότητα έχουν πλέον η παρατήρηση και η εξέταση των ασθενών, αν και η θεραπεία, χωρίς την ανακάλυψη των αντιβιοτικών, παραμένει ακόμη αναποτελεσματική σε αυτή τη φάση.

Τη σκυτάλη στην υγειονομική επανάσταση που ξεκίνησε στο Παρίσι, παίρνει κατόπιν το Λονδίνο, στο οποίο ο Έντγουιν Τσάντγουικ προσπάθησε να φέρει το τρεχούμενο νερό και την αποχέτευση σε όλα τα σπίτια, ρίχνοντας έτσι κατακόρυφα τον δείκτη μετάδοσης των λοιμωδών νοσημάτων. Σε αυτό του το έργο βοηθήθηκε από τον Τζορτζ Τζέννινγκς, ο οποίος το 1852 ανακάλυψε το καζανάκι. 

Χάρη στις υγειονομικές μεταρρυθμίσεις, επομένως, του Τσάντγουικ και των συνεργατών του, με τις πλακοστρώσεις των δρόμων και την αποχέτευση, οι οποίες μεταμόρφωσαν κυριολεκτικά τις αγγλικές πόλεις τον 19ο αιώνα από ρυπαρούς οχετούς σε βιώσιμες εστίες, η Μεγάλη Βρετανία έγινε η πρώτη χώρα στην οποία ως το 1860 είχε εξαλειφθεί η χολέρα. Επιπροσθέτως, μαζί με τη βελτίωση της διατροφής, οι γυναίκες άρχισαν να κατανονούν και να εφαρμόζουν στα σπίτια τους τις βασικές αρχές της καθαριότητας, με αποτέλεσμα τη γενικότερη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής. Μια σειρά από νέες ανακαλύψεις τώρα έμελε να οδηγήσει στην απόδειξη της ύπαρξης των μικρών παθογόνων οργανισμών, των μικροβίων, των βακτηριδίων και των ιών.

Η αρχή έγινε ήδη από τον 18ο αιώνα, χάρη σε έναν βιοτέχνη υφασμάτων, τον Ολλανδό Λέβενχουκ, ο οποίος ήθελε να εξετάζει καλύτερα την ποιότητα των υφασμάτων που πουλούσε από ότι μπορούσε να το κάνει με έναν μεγεθυντικό φακό. Έτσι, εφηύρε ο ίδιος έναν φακό ο οποίος μεγέθυνε το αντικείμενο 275 φορές περισσότερο από έναν κοινό μεγεθυντικό φακό. Επειδή ο Λέβενχουκ διακατεχόταν παράλληλα και από επιστημονικές ανησυχίες, παρατήρησε επίσης με τη νέα του εφεύρεση και διάφορους μονοκύτταρους οργανισμούς. Αυτοί δεν φαίνονταν με γυμνό μάτι,  και τους ονόμασε "ζωάρια". Ο Άγγλος γιατρός Τζον Σνόου συνέδεδε κατόπιν την ύπαρξη αυτών των "ζωαρίων" με την ύπαρξη και την εκδήλωση της χολέρας.

Ξεχωριστή-όσο και άτυχη- περίπτωση στην ιστορία της ιατρικής αποτελεί ο Ούγγρος γυναικολόγος Σέμμελβαϊς. Αυτός δούλευε στα μέσα στο 19ου αιώνα στο Νοσοκομείο της Βιέννης και παρατήρησε κάτι πολύ σημαντικό σχετικά με τον επιλόχειο πυρετό στις λεχώνες, ο οποίος σκότωνε πολλές από αυτές. 

Στο νοσοκομείο αυτό, λοιπόν, οι γέννες γίνονταν σε δύο τμήματα: στο πρώτο τμήμα, όπου στους τοκετούς παρίσταντο γιατροί και φοιτητές ιατρικής οι οποίοι εκτελούσαν και νεκροτομές και στο δεύτερο τμήμα, όπου τους τοκετούς αναλάμβαναν μαίες. Ο Σέμμελαβαϊς παρατήρησε ότι το ποσοστό των γυναικών που νοσούσαν και κατέληγαν από επιλόχειο πυρετό στο πρώτο τμήμα ήταν 20%, ενώ στο δεύτερο μόνο 2%. Έτσι, συμπέρανε ότι οι οι γιατροί κουβαλούσαν μαζί τους κάποια άγνωστα ζωάρια από τα πτώματα, τα οποία μεταβίβαζαν στις γυναίκες, με αποτέλεσμα αυτές να μολύνονται και να πεθαίνουν μετά τη γέννα. Έβαλε, λοιπόν, τους γιατρούς να απολυμαίνουν τα χέρια τους προτού ξεγεννήσουν τις γυναίκες και η θνησιμότητα έπεσε κατευθείαν στο 1,3%.

Επειδή όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποια ακριβώς ήταν αυτά τα ζωάρια των πτωμάτων που ευθύνονταν για τις μολύνσεις, χλευάστηκε ως τσαρλατάνος και αποπέμφθηκε από το νοσοκομείο. Για την ιστορία να πούμε ότι ο Σέμμελβαϊς επέστρεψε στη Βουδαπέστη. Εκεί προσπάθησε να εφαρμόσει τις νέες μεθόδους του, αλλά πάντα μυστικά και με τον φόβο του χλευασμού από τους γύρω του, με αποτέλεσμα να πάθει νευρικό κλονισμό και να χάσει τη ζωή του σε άσυλο φρενοβλαβών μετά από ξυλοκόπημα που υπέστη από τους νοσηλευτές του.

Οι ιδέες του Σέμμελβαϊς βρήκαν, όμως, πρόσφορο έδαφος στα τέλη του 19ου αιώνα χάρη στον Βρετανό χειρουργό Τζόζεφ Λίστερ. Αυτός μετά από τις ανακαλύψεις του Κοχ και του Παστέρ, εφάρμοσε ευρέως την ιδέα της αντισηψίας στη χειρουργική, σώζοντας πολλούς ασθενείς από μετεγχειρητικές επιπλοκές που οφείλονταν σε μικροβιακή μόλυνση- η αναισθησία με αιθέρα και υποξείδιο του αζώτου εφαρμοζόταν ευρέως ήδη από το 1840-.

Τελειώνοντας, δεν γίνεται να μην αναφερθούμε σε δύο κορυφαίες μορφές της ιατρικής του 19ου αιώνα: στον Γερμανό Ρόμπερτ Κοχ, ο οποίος απομόνωσε τον βάκιλο της φυματίωσης το 1882 και διεξήγαγε εκτεταμένες έρευνες πάνω στην ασθένεια του άνθρακα που έπληττε κυρίως τα οικόσιτα ζώα, και στον Γάλλο Λουί Παστέρ ο οποίος εφηύρε τη  μέθοδο παστερίωσης των τροφίμων με θέρμανση σε κατάλληλη θερμοκρασία και απέδειξε περαιτέρω την ύπαρξη μικροοργανισμών ως υπεύθυνους για τις επιδημίες.

Βέβαια, ακόμη και η ανακάλυψη των μικροβίων δεν βοήθησε πρακτικά στη θεραπεία των λοιμωδών νόσων, όπως έγινε άμεσα στη χειρουργική. Μέχρι την ανακάλυψη των αντιβιοτικών, και αν εξαιρέσει κανείς τις ασθένειες που καταπολεμούνταν με εμβολιασμό, οι γιατροί παρέμεναν ουσιαστικά ανίσχυροι μπροστά σε έναν άνθρωπο που έχανε τη ζωή του από χολέρα, δυσεντερία, πανώλη και άλλες τέτοιες φοβερές ασθένειες που στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη ως τις μέρες μας.


Μπεν Μπλούσι, Οθέλλος, ο Αράπης του Αυλώνα, εκδ. Βακχικόν, 2021, σελ.383

 

https://ekdoseis.vakxikon.gr/shop/ekdoseis/vakxikon-peza/othelos-o-arapis-tou-avlona/


Ένας αλλιώτικος Οθέλλος, διαφορετικός, αλλά συγχρόνως και τόσο ίδιος με εκείνον του Σαίξπηρ, μας συστήνεται στο βραβευμένο βιβλίο του μεγαλύτερου Αλβανού συγγραφέα, του Μπεν Μπλούσι με τίτλο Οθέλλος, ο Αράπης του Αυλώνα.

Ο Μπεν Μπλούσι, έχοντας ως αφετηρία τους ήρωες και την υπόθεση του γνωστού ομότιτλου θεατρικού έργου του Σαίξπηρ, τον Οθέλλο, δημιουργεί μία διαφορετική ιστορία, η οποία θυμίζει μεν στις ιδέες και στο βασικό νόημα εκείνη του Σαίξπηρ αλλά είναι, συνάμα, διαφορετική.

Η ζήλια και η αγάπη πάντως, παραμένουν και εδώ τα βασικά ζητήματα. Ο Οθέλλος θα ερωτευτεί και πάλι τη Δυσδαιμόνα, η οποία, όμως, αυτή τη φορά θα έχει πράγματι δεσμό με τον Κάσιο. Ο Ιάγος και πάλι θα είναι ο κακός και ο ζηλιάρης τη υπόθεσης, ενώ ο Οθέλλος μονάχα στο τέλος θα αποδειχθεί εξίσου ζηλόφθονος, έτσι ώστε να καταλήξει το φινάλε του έργου να είναι παρόμοιο με εκείνο του ομώνυμου θεατρικού έργου.

Ιδού, επομένως το σκηνικό της τραγωδίας: Ο Οθέλλος είναι ένας Μαυριτανός μαύρος σκλάβος που αγοράζεται από τον ευγενή της Βενετίας Αλμπάνο Κονταρίνι, έναν πλούσιο χήρο με τρία παιδιά: τη Δυσδαιμόνα, την Αιμιλία και τον Ιάγο -διόλου τυχαία η επιλογή του ονόματος φυσικά.

Ο Οθέλλος θα ερωτευτεί τη Δυσδαιμόνα, διατηρώντας, όμως, την αγάπη του σε πλατωνική μορφή ως το τέλος σχεδόν του βιβλίου. Θα βρεθεί τελικά, από ένα γύρισμα της τύχης, στην Αλβανία και συγκεκριμένα στην υπό τουρκική κυριαρχία Αυλώνα. Εκεί θα γνωρίσει τον ξακουστό αντιρατσιστή και "αιρετικό" για την εποχή του στις θρησκευτικές απόψεις γιατρό, τον Στέφανο Γκίκα. 

Εκεί θα πολεμήσει, θα κάνει φίλους, αλλά και εχθρούς και ο Στέφαν θα τον γιατρέψει από τους κοιλιακούς πόνους που τον βασανίζουν. Στην Αλβανία, ακόμη, θα πολεμήσει τελικά τους Τούρκους, πριν αποφασίσει να επιστρέψει στη Βενετία και τη μεγάλη του αγάπη, τη Δυσδαιμόνα. Ένα μαντήλι θα παίξει κι εδώ τον ρόλο του στην επανένωσή τους, αλλά δεν πρόκειται να γίνουν αντρόγυνο, όπως συμβαίνει στο θεατρικό. Το φινάλε, πάντως, θα είναι παρόμοιο με εκείνο του Σαίξπηρ, αλλά πιο αινιγματικό και διφορούμενο. Ο αναγνώστης όμως, καθ' όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης, δύσκολα θα ξεφύγει από τη σαιξπηρική σκιά η οποία είναι διαρκώς παρούσα στις σελίδες της, μαζί με τις έννοιες της αγάπη και της ζήλια.

"Παρότι ο Οθέλλος δεν ήξερε την αγάπη, η καρδιά του είχε το σωστό μέγεθος για να τη χωρέσει και την απαραίτητη υπομονή για να την περιμένει. Όταν ζούσε στην έρημο ήταν μικρός, όταν έφτασε στη Βενετία ήταν μόνος, ενώ στον Αυλώνα ήταν τρομαγμένος. Σε αυτά τα τρία ταξίδια της ζωής του, δεν είχε σκεφτεί την αγάπη, γιατί, όταν είσαι μικρός, όταν είσαι μόνος και τρομαγμένος, σκέφτεσαι μόνο τα πιο απλά πράγματα όπως η χαρά, η φιλία και η ηρεμία. Η αγάπη, όμως, μεγαλώνει μαζί με την καρδιά του ανθρώπου".

"Οι άνθρωποι πιστεύουν πως η ζήλια είναι αρρώστια. Αν είναι αλήθεια, τότε όλοι είναι κάπως άρρωστοι. Στη ζωή κάθε άντρα και κάθε γυναίκας υπήρξε μία μέρα που η ζήλια τρύπησε την καρδιά τους σαν μαχαίρι. Παρότι θεωρείται ασθένεια, εμπίπτει στην κατηγορία των απαραίτητων ασθενειών. Χωρίς τα ρίγη της ζήλιας, η  αγάπη δεν τρέχει. Αυτό που ισχύει όμως για τις ασθένειες, ισχύει και για τη ζήλια. Μπορεί να θεραπευτεί. Υπάρχουν άνθρωποι που, αφού υπέφεραν για καιρό εξαιτίας της, κλείνουν την καρδιά τους για να μη δηλητηριαστεί το αίμα τους. Υπάρχουν άλλοι που αρρωσταίνουν τόσο βαριά, που η καρδιά τους βυθίζεται για πάντα στο δηλητήριό της. Ακόμα κι αν σωθούν, ξεχνούν να αγαπούν. Υπάρχουν όμως και καποιοι που γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να ερωτευτούν ποτέ. Αυτοί αντικαθιστούν την ευχαρίστηση της αγάπης με η ζήλια. Μη γνωρίζοντας τη αγάπη, θέλουν να εμποδίσουν και όλους τους άλλους να τη γευτούν". 

Επιπρόσθετο ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι το βιβλίο διαδραματίζεται στον κόσμο των Βενετών γύρω στο 1400. Παρουσιάζεται η ναυτική δύναμη της Βενετίας, ο κόσμος των ευγενών, ο θάνατος του φημισμένου Βενετού ζωγράφου Μπελίνι και, γενικότερα, η Μεσόγειος κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα.

Εν ολίγοις, πρόκειται για εναλλακτική αναγνωστική πρόταση με εφαλτήριο στην έμπνευσή της το διάσημο έργο του μεγαλύτερου θεατρικού συγγραφέα όλων των εποχών. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι το βιβλίο τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2014.

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...