Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Ελίζαμπεθ Μακνίλ, Το τσίρκο των θαυμάτων, εκδ. Ψυχογιός

 

Οι περισσότεροι από εμάς δεν θα είχαν σκεφτεί ποτέ ότι στη βικτωριανή Αγγλία υπήρχαν τσίρκα, σχεδόν όπως τα έχουμε δει και στη σημερινή εποχή, η Ελίζαμπεθ Μακνίλ όμως, Σκοτσέζα συγγραφέας φαίνεται πως το γνώριζε και μάλιστα καλά. Αυτή λοιπόν, ανοίγει μπροστά στα μάτια μας,  μέσω του βιβλίου της που τιτλοφορείται «Το τσίρκο των θαυμάτων», έναν νέο κόσμο, εκείνον του θεάματος, ο οποίος ούτε καν φανταζόμασταν ότι υπήρχε.

 

Πρόκειται, επομένως, αν μη τι άλλο, για ένα πόνημα το οποίο δικαίως διεκδικεί τα εύσημα για το πρωτότυπο αναγνωστικό θέμα του. Δεν πρόκειται, βέβαια, για ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά για μυθιστόρημα εποχής, το οποίο δίνει βάση στην ηθοπλαστική των παράξενων χαρακτήρων του. Διότι, φυσικά, σε ένα τσίρκο δεν πρόκειται να συναντήσει κανείς και τους πιο συνηθισμένους ανθρώπους.

 

Τέτοια είναι και η Νελ, μία νεαρή κοπέλα με την ατυχία να είναι σημαδεμένη εκ γενετής με κάποιες παράξενες κηλίδες στο δέρμα της. Αυτές την κάνουν να ξεχωρίζει και να γίνεται μονίμως αποδέκτης των πιο περίεργων σχολίων και του ρατσισμού ορισμένων ανθρώπων απέναντι στη διαφορετικότητα.

 

Η Νελ, καταγόμενη από φτωχική οικογένεια, ζει σε ένα μικρό ψαροχώρι στη Νότια Αγγλία. Ο ίδιος της ο πατέρας δεν θα διστάσει να την πουλήσει στον ιδιοκτήτη του περιφερόμενου τσίρκου Τζάσπερ Τζούπιτερ, που περιοδεύει στην περιοχή. Η Νελ αρχικά θα φέρει βαρέως το γεγονός, στη συνέχεια όμως θα ανακαλύψει το ταλέντο της, καθώς και τον Τόμπι, τον όμορφο αδελφό του ιδιοκτήτη, τον οποίο και θα ερωτευτεί, και θα αλλάξει γνώμη σε σημείο μάλιστα να μην ακολουθήσει πίσω τον αγαπημένο της αδελφό Τσάρλι όταν αυτός θα καταφέρει επιτέλους να την επισκεφθεί μετά από την πώλησή της στο τσίρκο προκειμένου να την πάρει μαζί του.

 

«Ο πατέρας της…

Την πούλησε.

Όμως δεν θα σκεφτεί εκείνον.

Δε θα τον σκεφτεί.

Σφίγγει τις γροθιές της. Θα το σκάσει από εδώ, και σύντομα».

 

Η Νελ θα τραβήξει τελικά τον δικό της δρόμο προς τη δόξα, ανάμεσα στα εξωτικά ζώα και τις αλλοπρόσαλλες προσωπικότητες τις οποίες φιλοξενεί το τσίρκο, τη Στέλλα, την Πεγκ, τη Μελαχρινή και άλλους πολλούς, ανθρώπους που πριν συνδέσουν τη ζωή τους με το τσίρκο δεν είχαν κυριολεκτικά να ελπίζουν σε τίποτε. Το «όγδοο θαύμα» που θα αποτελέσει η παρουσία της εκεί, θα τραβήξει ακόμη και την προσοχή της ίδιας της βασίλισσας Βικτορίας.

 

«Σαράντα αμάξια, δέκα καλλιτέχνες, ένα θηριοτροφείο που ολοένα μεγαλώνει, και δεκαοχτώ εργάτες και ιπποκόμοι- χωρίς να λογαριάσουμε τα παιδιά. Όλα δικά του. Είναι ένα χωριό που μετακινείται συνεχώς, μια ολόκληρη κοινότητα που υπακούει στο πρόσταγμά του».

 

Η Μακνίλ αφηγείται τα γεγονότα με την αμεσότητα του αφηγηματικού ενεστώτα και μέσω απανωτών τριτοπρόσωπων αφηγήσεων από τη σκοπιά της Νελ, του Τόμπι και του Τζάσπερ. Οι μνήμες του Κριμαϊκού πολέμου, δέκα χρόνια μόλις πριν το 1866, οπότε και ξεκινά η αφήγηση της συγγραφέως, είναι πανταχού παρούσες στο κείμενο, αφού ο Τόμπι ήταν φωτογράφος στον πόλεμο αυτό, ενώ ένα καλά κρυμμένο μυστικό μεταξύ του Τόμπι και του Τζάσπερ κρατά κορυφωμένη την αγωνία του αναγνώστη και δοκιμάζει την αδελφική τους αγάπη.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

Ιζαμπέλ Αλιέντε, Βιολέτα, εκδ. Ψυχογιός

 

Η αγαπημένη συγγραφέας χιλιάδων αναγνωστών ανά την υφήλιο, Ιζαμπέλ Αλιέντε, ξέρει πάντοτε να αναδεικνύει ακόμη και το πιο συνηθισμένο λογοτεχνικό θέμα μέσα από τη λυρική γραφή της και την ξεχωριστή ικανότητά της να αφηγείται ιστορίες. Το ίδιο κάνει και στο τελευταίο της βιβλίο, τη «Βιολέτα», που δεν είναι άλλο από ότι ένα εκτενές επιστολικό μυθιστόρημα στο οποίο η Βιολέτα αφηγείται λεπτομερέστατα τη ζωή της στον εγγονό της Καμίλο. Μέσα από τη διήγηση αυτή η συγγραφέας ανατρέχει την Ιστορία ενός αιώνα της Χιλής σε πρώτο επίπεδο, της ηπείρου της Αμερικής σε δεύτερο, αλλά και ολάκερου του κόσμου σε τρίτο.

 

Η Βιολέτα ντελ Βάγιε ήταν το πρώτο κορίτσι της οικογένειας μετά από πέντε αγόρια. Γεννήθηκε το 1920, τότε που η ισπανική γρίπη έφτανε στη Χιλή και θέριζε κόσμο. Από τα πρώτα πράγματα που θυμάται ήταν το κραχ του ’29, το οποίο στοίχισε μετά από λίγα χρόνια, τη ζωή στον πατέρα της, ο οποίος, μην μπορώντας να αντέξει την ταπείνωση που έφερε στην οικογένειά του η οικονομική καταστροφή, αυτοκτόνησε. Η Βιολέτα θα δεθεί υπερβολικά με την Ιρλανδή νταντά της και θα παντρευτεί αρχικά όχι από έρωτα, αλλά από υποχρέωση. Όταν όμως θα την επισκεφθεί ο έρωτας, στο πρόσωπο ενός γοητευτικού πιλότου-μαφιόζου, άστατου χαρακτήρα και γυναικά, δεν θα διστάσει να διαλύσει τον πρώτο της γάμο και να πέσει κατευθείαν στην αγκαλιά του σαγηνευτικού πιλότου, ο οποίος θα της χαρίσει δύο παιδιά, αλλά όχι και την πολυπόθητη ευτυχία.

 

Μέσα σε αυτή την εξτρεμιστική σχέση θα βιώσει η Βιολέτα όλα τα κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονότα του εικοστού αιώνα, δηλαδή τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την έναρξη του φεμινιστικού και του κομμουνιστικού κινήματος, τον σεισμό του 1960 στη Χιλή, τον Ψυχρό Πόλεμο, την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989, καθώς και την άνοδο και την πτώση της φρικτής δικτατορίας στη Χιλή. Η Βιολέτα θα κλείσει, εν τέλει, τα μάτια της καταμεσής της πανδημίας του κορονοϊού.

 

«Οι άνθρωποι στην περιοχή χώρισαν τη ζωή τους σε «πριν» και «μετά» τον σεισμό. Έχασαν σχεδόν όλα τα υπάρχοντά τους και χρειάστηκαν χρόνια για να τα αντικαταστήσουν, αλλά δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό κανενός να φύγει μακριά από το ηφαίστειο ή το γεωλογικό ρήγμα στο οποίο βρισκόμασταν».

 

 

Τις αναφορές της Αλιέντε στη χιλιανή δικτατορία του Πινοσέτ τις συναντάμε σε κάθε της μυθιστόρημα, όπως και τη μοναδικά υποβλητική ατμόσφαιρα που μόνο μία συγγραφέας τέτοιου μεγέθους και εκτοπίσματος όπως η Αλιέντε ξέρει να δημιουργεί.

 

Η Αλιέντε βάζει τη Βιολέτα να περιγράφει τη ζωή της χωρίς εξάρσεις συναισθηματισμού, ακόμη και στις πιο τραγικές στιγμές της, με μία εκπληκτική ψυχραιμία και φλεγματικότητα, αλλά και ψυχρότητα πολλές φορές. Είναι, δηλαδή, σαν να περιγράφει η Βιολέτα τη ζωή μιας άλλης γυναίκας, ορισμένες φορές, και όχι τη δική της. Εμείς όμως, όπως και κάθε άλλη συγγραφική προσπάθεια της Αλιέντε που αγγίζει τα όρια της τελειότητας, θα τη διαβάζουμε πάντοτε με περισσή ευχαρίστηση.

 

«Γιατί πεθαίνει η αγάπη; Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές. Ο Φαμπιάν δε μου έδωσε κανένα λόγο να σταματήσω να τον αγαπάω. Αντίθετα, ήταν ιδανικός σύζυγος, δε με ενοχλούσε, ούτε ζητούσε τίποτα. Ήταν τότε και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, ένας φίνος άνθρωπος».

 

Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Λίλι Γκράχαμ, Η Γερμανίδα, εκδ. Μίνωας

 

 

«Η Γερμανίδα» είναι ένα βιβλίο που δεν είναι όπως δεν το περιμένεις. Σίγουρα έχουμε διαβάσει όλοι μας κάτι παρόμοιο κάποτε, κάτι που να αφορά, δηλαδή, τις διώξεις των Ναζί κατά των Εβραίων, και πάλι όμως, κανένα από τα άλλα αναγνώσματά μας για το θέμα δεν θα είναι σαν αυτό. Διότι «Η Γερμανίδα» είναι ένα βιβλίο που θα το θυμόμαστε και, χωρίς υπερβολή, ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους του.

 

Η συγγραφέας από τη Νότιο Αφρική είναι γνωστή από το επίσης συγκλονιστικό μυθιστόρημά της «Το παιδί από το Άουσβιτς», το οποίο αφορά επίσης τις διώξεις των Εβραίων από τους Ναζί κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

Στο  νέο της πόνημα με την καταιγιστική εξέλιξη της υπόθεσης που διαβάζεται απνευστί, η συγγραφέας εστιάζει στις διώξεις που εξαπέλυσε το Τρίτο Ράιχ πριν από την έναρξη του πολέμου κατά των Εβραίων, μέσα από την ιστορία δύο δίδυμων αδελφών, της Άστα και του Γιούργκεν. Πρόκειται για μία πολύ συγκινητική ιστορία για δύο αδέλφια που αγαπιόταν πολύ και έπρεπε να ξεπεράσουν πολλές αντιξοότητες προκειμένου να καταφέρουν να επιβιώσουν.

 

Η εβραϊκής καταγωγής οικογένειά τους ήταν στο Αμβούργο. Ο πατέρας ήταν χειρουργός και η μητέρα νοσηλεύτρια. Δεν ήταν από τους Εβραίους που ήταν πολύ πιστοί στη θρησκεία τους , ούτε από αυτούς που τηρούσαν πολύ πιστά τα έθιμά τους. Ζούσαν κυρίως σαν χριστιανοί, χωρίς να διαφέρουν. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους ναζί να τους κυνηγήσουν και αυτούς.

 

Όταν μία μέρα του 1938 τα δίδυμα γυρνούν από το σχολείο τους και οι γείτονες τους ειδοποιούν ότι οι γονείς τους έχουν συλληφθεί, οι δύο δεκαεξάχρονοι νέοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να καταφύγουν σε μία θεία τους που κατοικεί στη βόρεια  Δανία. Δεν είναι όμως διόλου εύκολο να πάνε εκεί και να διαφύγουν από τα μπλόκα των Ναζί.

 

Αυτήν ακριβώς την οδύσσεια της επικίνδυνης μετάβασής τους στη Δανία, όπως και τους προπηλακισμούς και τις κάθε λογής ταπεινώσεις που έζησαν οι Εβραίοι από την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ και μετά, περιγράφει η Λίλι Γκράχαμ στο βιβλίο της. Η ιστορία των διδύμων είναι συγκλονιστική και πραγματικά σπαρακτική, με ένα εντελώς απρόσμενο φινάλε.

 

Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι, φυσικά, οι διώξεις των Εβραίων από το Τρίτο Ράιχ και η βοήθεια που προσέφεραν οι Δανοί σε συνολικά 7.000 περίπου Εβραίους, φυγαδεύοντάς τους στη γειτονική Σουηδία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πιο συγκεκριμένα, μονάχα η Λέσχη Ραπτικής Έλσινορ, η οργάνωσης που φυγάδευσε Δανούς Εβραίους και παρουσιάζεται στις σελίδες του βιβλίου, λέγεται ότι διέσωσε700 με 1400 περίπου Εβραίους. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε την πηγή της έμπνευσης της Γκράχαμ για τη συγγραφή του παρόντος πονήματος.

 

Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για ένα από τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί για το συγκεκριμένο θέμα, αλλά και για ένα από τα καλύτερα βιβλία της εκδοτικής χρονιάς που μόλις έκλεισε. Απλά διαβάστε το!

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

Πηνελόπη Τσιάλα Οι 4 κοντεσίνες, εκδ. Βακχικόν


 

«Οι τέσσερις κοντεσίνες» είναι ένα μυθιστόρημα για τη φιλία, για μια φιλία δυνατή ανάμεσα σε τέσσερις γυναίκες, συμμαθήτριες από το νηπιαγωγείο, η οποία πέρασε από σαράντα κύματα και την οποία, τελικά, μόνο ο θάνατος μπόρεσε να τη χαλάσει- ή ίσως ούτε αυτός τελικά.

 

Η φιλία-ιδιαίτερα εκείνη μεταξύ γυναικών-έχει αποτελέσει πολλάκις πηγή έμπνευσης για τους λογοτέχνες ανά τους αιώνες. Έτσι και η νεαρή φιλόλογος και συγγραφέας Πηνελόπη Τσιάλα επέλεξε να ακολουθήσει το παγιωμένο αυτό μοτίβο της Λογοτεχνίας, εξιστορώντας τα πάθη μίας φιλίας τοποθετημένη στη σύγχρονη Ελλάδα. Οι τέσσερις κοντεσίνες είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους χαρακτήρες.

 

Η Παυλίνα είναι η Θεά της παρέας, μακράν η πιο όμορφη, αλλά συγχρόνως ντροπαλή και ευαίσθητη. Σπουδάζει φιλόλογος, μα το όνειρό της είναι να γίνει μια μέρα διάσημη ηθοποιός και εργάζεται σκληρά γι’ αυτό στη Δραματική Σχολή στην οποία φοιτά παράλληλα με τη Φιλολογία.

 

Η γελαστή Γιολάντα είναι η χαρά της ζωής. Είναι ακτιβίστρια, λιχούδα και ελαφρώς εγωκεντρική. Σπουδάζει κι αυτή ηθοποιός στη Δραματική Σχολή μαζί με τη φίλη της, παράλληλα με το αντικείμενο της Ψυχολογίας.

 

Η Τόνια είναι η μελετητή και η αριστούχα της παρέας. Ανταγωνιστική και τελειομανής, σπουδάζει νομική και θα είναι εκείνη που θα αποφασίσει να αποχωρήσει από τη τετράδα χάριν της καριέρας της. Θα καταλάβει άραγε το λάθος της;

 

Η Αθηνά είναι η παρηγορήτρα της παρέας, η πιο ώριμη και η πιο συγκροτημένη ως χαρακτήρας. Ζωγραφίζει, μαγειρεύει και ονειρεύεται να γίνει δασκάλα σπουδάζοντας στο Παιδαγωγικό.

 

Το πρώτο ρήγμα στη σχέση της τετράδας θα το επιφέρει η αποχώρηση της Τόνιας. Το δεύτερο ο τσακωμός της Γιολάντας και της Παυλίνας για την καρδιά ενός άντρα. Τελικά όμως, ακόμη και αυτές οι πληγές μπορούν να επουλωθούν. Διότι όλα φτιάχνουν και όλα αλλάζουν εκτός από το οριστικό και το αμετάκλητο του θανάτου. Αυτός θα χωρίσει μεν και πάλι τις τέσσερις φίλες, αλλά θα φέρει για πάντα κοντά τις υπόλοιπες τρεις.

 

Πώς ορίζεται όμως τελικά η φιλία; Και ιδιαίτερα εκείνη που δημιουργείται στα πρώτα σχολικά μας χρόνια;

 

«Ίσως όμως να είναι έτσι τελικά οι παιδικοί φίλοι, σαν τα παιδικά παιχνίδια. Να τα αγαπάς, να συγκινείσαι σαν τα βλέπεις, αλλά να μην μπορείς πλέον να… παίξεις μαζί τους, γιατί ανήκουν σε ένα παρελθόν, παραμυθένιο μεν, που όμως έπαψε να υπάρχει. Από την άλλη, βέβαια, όσο μεγαλώνουμε, σκληραίνουμε και δύσκολα εμπιστευόμαστε καινούρια άτομα. Αυτό καθιστά τους φίλους των παιδικών μας χρόνων μοναδικούς, πολύτιμους και αναντικατάστατους, καθώς τους συναναστραφήκαμε στα χρόνια της αθωότητάς μας κα προλάβαμε να τους εμπιστευτούμε προτού μεγαλώσουμε και πονηρευτούμε αναγνωρίζοντας πλέον τα κατώτερα πάθη των ανθρώπων. Με τους παιδικούς φίλους ίσως να μην ταιριάζουμε τόσο, αλλά σίγουρα έχουμε βαθιά συναισθήματα γι’ αυτούς. Οι φίλοι που αποκτάμε στην ενήλικη ζωή είναι πιο συμβατοί με εμάς, καθώς τους επιλέξαμε συνειδητά, αλλά ίσως να μην είμαστε τόσο δεμένοι μαζί τους. Τι είναι άραγε  πιο σημαντικό σε μία φιλία; Η αγάπη ή η συμβατότητα;»

 

Άλλα θέματα που θίγει το μυθιστόρημα είναι ο κεραυνοβόλος έρωτας, η αγάπη μεταξύ συντρόφων, η ανεμελιά της νιότης, η προσήλωση στην επιτυχία και την καριέρα, αλλά και τα συναισθήματα στις ανθρώπινες σχέσεις, τα αρνητικά, όπως η υποκρισία, η εξαπάτηση και ο φθόνος, αλλά και τα θετικά όπως η ζεστασιά, η εμπιστοσύνη και η συντροφικότητα.

 

Οι καταστάσεις και τα λόγια των ηρωίδων φαντάζουν πολλές φορές κάπως ωραιοποιημένα και η απουσία του ρεαλισμού από κάποιες καταστάσεις κάνει το μυθιστόρημα να προσιδιάζει περισσότερο στο παραμύθι, σε ένα παραμύθι σύγχρονο με επίκαιρες θεματικές. Η συγγραφέας, πάντως, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα βιβλίο που διαβάζεται μονορούφι, αφού διαθέτει μία υπόθεση καθηλωτική και γεμάτη ανατροπές.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Ασημένια Σαράφη, Ο παππούς δεν θα ψηφίσει φέτος, εκδ. Κλειδάριθμος


 

«Ο Τσέχος παππούς μου, ή κατά κόσμον Νικόλαος Περιστέρης, δεν ήταν σε καμία περίπτωση Τσέχος, αλλά έτσι τον αποκαλούσαν όλοι τις μέρες που ακολούθησαν την αιφνιδιαστική του άφιξη στην πόλη και άρα με αυτή την προσωνυμία γινόταν στο εξής η αναφορά στο πρόσωπό του. Η επιστροφή του, γιατί περί επιστροφής επρόκειτο, ξεσήκωσε σάλο και προκάλεσε παθιασμένες συζητήσεις, οι οποίες ανακάτεψαν βίαια την κοίτη του παρελθόντος φέρνοντάς στην επιφάνεια ποικίλα θαμμένα σκουπίδια, φήμες, αναμνήσεις και εκτιμήσεις περί των σκοπιμοτήτων που ενείχε μια τέτοια επιστροφή. Πολλοί απ’ όσους τον θυμούνταν είχαν ήδη πεθάνει ή μεταναστεύσει, όσοι όμως παρέμεναν ζωντανοί και στην πόλη, άρχισαν να χτυπούν την πόρτα μας για να τον επισκεφτούν».

 

Κάπως έτσι παρουσιάζεται ο Τσέχος παππούς-για την ακρίβεια ο Έλληνας πολιτικός πρόσφυγας από την Τσεχία-, το κομβικό, δηλαδή πρόσωπο, στο βιβλίο της Ασημένιας Σαράφη με τον ευφάνταστο και πολύ πρωτότυπο τίτλο «Ο παππούς δεν θα ψηφίσει φέτος».

 

Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο ακροβατεί χαμελαιοντικά ανάμεσα σε πολλά λογοτεχνικά είδη, όπως αυτό της αυτοβιογραφίας, της βιογραφίας, του μυθιστορήματος, του ιστορικού μυθιστορήματος, αλλά και που φλερτάρει ενίοτε ακροθιγώς και με τον ορισμό του πολιτικού, ιστορικού και κοινωνικού δοκιμίου.

 

Ένα βιβλίο που περιέχει απ’ όλα, λοιπόν, χωρίς να κάνει όμως καμία υπαναχώρηση από τη Λογοτεχνία, είναι το τελευταίο πόνημα της συγγραφέως από τη Θεσσαλία, αφού η γραφή του είναι άκρως δουλεμένη, περιγραφική και ελκυστική για τα μάτια των αναγνωστών, δίχως όμως να πέφτει στην παγίδα της επιτήδευσης.

 

Ο Νικόλας είναι το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου, ένας έφηβος, ορφανός από μητέρα από τα γεννοφάσκια του, του οποίου ο πατέρας διατηρεί ως μέσον βιοπορισμού ένα καφενείο στο οποίο συχνάζουν κομμουνιστές. Τόσο ο πατέρας, προφανώς, όσο και η γιαγιά Ρόη, η οποία μεγάλωσε τον Νικόλα, είναι αμφότεροι κομμουνιστές, αποφεύγουν όμως να εκφράζονται δημοσίως για τα πολιτικά εφόσον, σύμφωνα με τη ρήση της γιαγιάς Ρόης: «Εμάς κάηκε η γούνα μας από τα πολιτικά».

 

Η όλη ιστορία παραπέμπει στα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου και, πιο συγκεκριμένα, το 1949, όταν ο άντρας της γιαγιάς Ρόης επέλεξε τη φυγή στην Τσεχία αντί την προδοσία των πολιτικών του πεποιθήσεων, αφήνοντας όμως πίσω του τη γυναίκα και τον γιο του, μια κίνηση εγκατάλειψης από  μέρους του, που οι δυο τελευταίοι δεν συγχώρεσαν ποτέ.

 

Η ρήση όμως της γιαγιάς Ρόης, την οποία επαναλαμβάνει από καιρού εις καιρόν, γίνεται κάτι παραπάνω από σαφής εν έτει 1981 στην Ελλάδα. Αυτό είναι το έτος κατά το οποίο ο Νικόλαος αποφοιτά από το σχολείο και περνά στο Πολυτεχνείο. Παράλληλα, όμως, είναι και το έτος κατά το οποίο λαμβάνουν χώρα οι περίφημες εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 στην Ελλάδα, αυτές που έφεραν τον Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία, ο οποίος υποσχόταν, όπως και ο Αλέξης Τσίπρας εν έτει 2015, μία μεγάλη Αλλαγή. Τα γεγονότα του 2015 αποτέλεσαν και την πηγή έμπνευσης της συγγραφέως για το παρόν πόνημα, όπως μας γράφει η ίδια στον επίλογο του βιβλίου της. Τα πολιτικά πάθη ήταν, το 1981,ιδιαίτερα οξυμένα στην Ελλάδα και  η συγγραφέας, πολύ επιτυχημένα, παραλληλίζει το 1981  με το 1946-1949, αλλά και με το 2015. Αυτό το πολιτικά θερμό καλοκαίρι του 1981 είναι και το σκηνικό της ξαφνικής επίσκεψης του παππού, το οποίο θα φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του εγγονού του.

 

Μέσα από την πρωτοπρόσωπη διήγηση του Νικόλα, η συγγραφέας μας μιλάει για τις μνήμες από τη Χούντα, για τον αγώνα της αφισοκόλλησης που λάμβανε χώρα κατά κόρον το 1981, για τις πολιτικές συζητήσεις στα καφενεία, για τις αιματηρές, πολλές φορές συγκρούσεις στους δρόμους, αλλά και για τον πάγιο χωρισμό Δεξιάς και Αριστεράς, ο οποίος κρατάει, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα από τον Εμφύλιο. Ο Τσέχος παππούς θα μας μιλήσει για τη ζωή του στην ξενιτιά και για την αφοσίωσή του στο Κόμμα. Στο νου του αναγνώστη όμως, θα δημιουργηθεί εύλογα το ερώτημα: Αξίζει τελικά για μία ιδεολογία να καταστρέψει κανείς ολάκερη τη ζωή του, καθώς και τη ζωή των οικείων του; Και τι γίνεται, εν τέλει, με αυτή την περιβόητη Αλλαγή, την οποία υποσχόταν το ΚΚΕ το 1946-49, ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 και ο Τσίπρας το 2015 και που όλο την περιμένουμε χωρίς να έρχεται;

 

Η συγγραφέας δεν κατονομάζει πολιτικά πρόσωπα, ωστόσο αυτά είναι προφανή. Ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η υπόθεση επίσης δεν κατονομάζεται, ωστόσο από τις αναφορές στον σεισμό του 1955 που ισοπέδωσε τον Βόλο, εικάζεται ότι το πεδίο δράσης των ηρώων τοποθετείται εκεί.

 

Εν συνόλω, πρόκειται για ένα πόνημα εξαιρετικά πρωτότυπο, επίκαιρο και γραμμένο σε ένα άκρως λογοτεχνικό πρώτο πρόσωπο, διανθισμένο ενίοτε με έξυπνους διαλόγους, το οποίο αξίζει να διαβαστεί.

 

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...