Τρίτη 31 Μαΐου 2022

Η πρώτη παγκοσμιοποίηση στην Ιστορία


 

΄Όλοι μας θεωρούμε σήμερα ότι ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Λησμονούμε όμως ότι η πρώτη παγκοσμιοποίηση στην Ιστορία έλαβε χώρα σε μία πολύ μακρινή εποχή από τη σημερινή και μάλιστα με τη δική μας γλώσσα, την ελληνική, να παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν. 

Αυτή η εποχή δεν ήταν άλλη από την ελληνιστική, δηλαδή εκείνη που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323π.Χ. Τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά, σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου και την Εγγύς Ανατολή, η ελληνική γλώσσα είχε τη θέση που κατέχει σήμερα η αγγλική, τόσο σε πολιτικό, όσο και σε πολιτισμικό επίπεδο. Μέχρι και η Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε την εποχή εκείνη στα ελληνικά- πρόκειται για τη γνωστή μετάφραση των Εβδομήκοντα, όπως ονομάστηκε.

Η ελληνική ήταν η lingua franca της εποχής, η γλώσσα του εμπορίου, των συναλλαγών, της διοίκησης, αλλά, συγχρόνως, και η γλώσσα της λογοτεχνίας και της επιστήμης, η γλώσσα, δηλαδή που διατηρούσε την πρωτοκαθεδρία στον επιστημονικό και τον τομέα της λογιοσύνης.

Κάποιοι ελληνιστικοί ηγεμόνες βέβαια, εκτός από το να υποχρεώνουν τους υπηκόους τους να μάθουν την ελληνική, προσπάθησαν και οι ίδιοι να ενδιαφερθούν για τους υπηκόους τους, τις συνήθειες και τη νοοτροπία τους και να μάθουν τη γλώσσα τους.

Εκτός από τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας, η οποία κατόρθωσε κυριολεκτικά το ακατόρθωτο, να ενοποιήσει, δηλαδή, πολιτισμικά ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή, επίσης και η ελληνική αρχιτεκτονική έφτασε ως τα βάθη της Ασίας, χάρη στην εξάπλωση του ελληνισμού. Ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς να αντικρίσει στη νήσο Ιάβα της Ινδονησίας κτίρια που αντιγράφουν την ελληνική αρχιτεκτονική. Επιπλέον,όλες οι πόλεις είχαν φαρδιούς δρόμους, αγορές, θέατρα, γυμνάσια, παραπλήσιους ναούς και επιγραφές στα ελληνικά.

Η φυλετική ανάμειξη ήταν πιο περιορισμένη, αφού μετά από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν πραγματοποιήθηκαν άλλοι μαζικοί γάμοι, όπως αυτοί που είχαν γίνει στα Σούσα. Κάποιοι άνθρωποι αισθάνονταν πραγματικοί πολίτες του κόσμου και χαίρονταν πραγματικά με αυτό.

Η παγκοσμιοποίηση όμως δεν είχε μόνο ευτυχείς θιασωτές εκείνη την εποχή. Αντιθέτως, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, πολλοί κατέληξαν να φοβούνται τον άλλο, τον ξένο, το διαφορετικό και έτσι αναζοπυρώθηκε ο εθνικισμός και η ξενοφοβία τους. Οι μεγάλες αυτές αλλαγές στον τρόπο ζωής προξένησαν άγχος σε πολλούς και αυξήθηκε ο ατομικισμός, η αίσθηση της μοναξιάς, αλλά και η μισαλλοδοξία.

Για μία φορά ακόμη, επομένως, μπορούμε να πούμε ότι πράγματι ορισμένες φορές η Ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται και ότι οι άνθρωποι που ζούσαν τότε δεν σκέφτονταν ούτε και ήταν τελικά πολύ διαφορετικοί από εμάς.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Irene Vallejo, Πάπυρος, Η περιπέτεια του βιβλίου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, εκδ. Μεταίχμιο

-Bury & Meggs, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, τόμος Β, εκδ. Καρδαμίτσα


Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

William Golding, Ελεύθερη πτώση, εκδ. Διόπτρα

 

7aa8d8ec0dce6ba8d6ddc89c62255876.jpg

 

Ελεύθερη πτώση στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής χωρίς αλεξίπτωτο ή οποιαδήποτε μέτρα ασφαλείας επιχειρεί ο βραβευμένος με Νόμπελ Άγγλος συγγραφέας William Golding, γνωστός στο ευρύ ελληνικό κοινό κυρίως χάρη στο αριστούργημά του «Ο άρχοντας των μυγών».

 

Η «Ελεύθερη πτώση» είναι έργο μεταγενέστερο του Άρχοντα των μυγών και εκδόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Το έργο του Golding χαρακτηρίζεται από βαθύ φιλοσοφικό στοχασμό και από τις εμπειρίες του ίδιου του συγγραφέα από τη συμμετοχή του στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εμπειρίες που τον σημάδεψαν βαθιά και καθόρισαν, εν πολλοίς, τη φυσιογνωμία και τη θεματολογία των έργων του.

 

Για την «Ελεύθερη πτώση» πηγή έμπνευσης ήταν, για άλλη μία φορά η ίδια η Ιστορία, η οποία όμως κατέχει δευτερεύουσα θέση στο βιβλίο σε σχέση με εκείνη της φιλοσοφίας, του στοχασμού και της ψυχολογίας.

 

Ο Σάμι Μαουντζόι είναι ένα παιδί που μεγαλώνει χωρίς πατέρα, μένει στη συνέχεια επιπλέον ορφανό από μητέρα, κατορθώνει όμως, παρ’ όλα αυτά, να ικανοποιήσει τον κρυφό πόθο της ζωής του και να γίνει επαγγελματίας ζωγράφος, μετά από την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Σχολή Καλών Τεχνών. Όταν όμως βρίσκεται αιχμάλωτος πολέμου στα χέρια των ναζί κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όλα θα αλλάξουν στη ψυχοσύνθεσή του και θα αναθεωρήσει πολλές από τις απόψεις που είχε σχηματίσει ως τότε σχετικά με την έννοια της ελευθερίας. Ο εγκλεισμός του σε ένα μικροσκοπικό, ολοσκότεινο κελί επί μακρόν, υπό την απειλή της χρήσης βασανιστηρίων, είναι αδύνατον να μην τραυματίσει την ήδη ευαίσθητη και καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του. Και ο Σάμι αναρωτιέται, άραγε υπήρξε ποτέ στη ζωή του ως τότε πραγματικά ελεύθερος;

 

«Πότε έχασα την ελευθερία μου; Γιατί κάποτε ήμουν ελεύθερος. Είχα τη δύναμη της επιλογής. Ο μηχανισμός του αιτίου και του αιτιατού έχει να κάνει με τη στατιστική πιθανότητα, παρ’ όλα αυτά μερικές φορές αναμφισβήτητα λειτουργούμε κάτω ή πέρα από αυτό το κατώφλι.{…} Πώς έχασα την ελευθερία μου; Πρέπει να γυρίσω πίσω και να πω την ιστορία από την αρχή».

 

Ο Σάμι καταθέτει ο ίδιος αυτοπροσώπως στους αναγνώστες την εμπειρία του μέσα από μία αφήγηση που ξεχειλίζει από συναίσθημα, μα γίνεται, πολλές φορές, και ωμά ρεαλιστική. Συχνά βάζει τον εαυτό του στη θέση του εξωτερικού παρατηρητή, μιλάει για τον ίδιο του τον εαυτό και τον παρατηρεί από απόσταση, σαν να είναι κάποιος άλλος.

 

«Ο Εαυτός είναι μέσα σε όλα, γνωρίζοντας τα πονηρά, επινοώντας κι άλλη τέτοια λάσπη, γίνεται ο αρχιλασπολόγος σε αυτόν τον ζεστό κόσμο των πονηρών γέλιων, είναι στο σπίτι του.

Ο Εαυτός κοιτάζεις τον καθρέπτη. Έβλεπα τον εαυτό μου ως ένα πολύ άσχημο πλάσμα».

 

Ο συγγραφέας καταφεύγει στο παιχνίδι της γάτας και του ποντικιού με τον αναγνώστη, με τον ίδιο του τον εαυτό και με τους γύρω του. Η αφήγηση του συγγραφέα δεν είναι γραμμική, αλλά χαρακτηρίζεται διαρκώς από πισωγυρίσματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ήρωα του βιβλίου, ο οποίος πισωγυρίζει διαρκώς στα συναισθήματά του.

 

Όλα παίζουν τον ειδικό ρόλο τους στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης του ήρωα: το μεγάλωμα μονάχα με τη Μάνα και η απουσία του πατέρα, η πρώιμη ορφάνια, η ένταξη στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ο πρώτος έρωτας, η αγάπη για την τέχνη και η σκιά του πολέμου που πέφτει βαριά πάνω στις ζωές των ανθρώπων του Μεσοπολέμου.

 

Σε αντίθεση με τα μυθιστορήματα ενηλικίωσης, τα οποία οικοδομούν από την αρχή μία προσωπικότητα, ο Golding στο συγκεκριμένο έργο του αποδομεί σταδιακά την προσωπικότητα του ήρωά του, μέχρι αυτός να φτάσει στα τρίσβαθα του πραγματικού του εαυτού. Πότε άραγε ήταν εκείνη η στιγμή στη ζωή του που απαλλοτρίωσε τον εαυτό του χωρίς να το καταλάβει;

 

Απαντήσεις για την πραγματική ελευθερία του ανθρώπου και την ουσία της ανθρώπινης ψυχής, λογοτεχνία και φιλοσοφικός στοχασμός στην «Ελεύθερη πτώση».

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Μερκούριος Αυτζής, Ζωή στη στάχτη, εκδ. Ψυχογιός

 

Μερκούριος Αυτζής, Ζωή στη στάχτη, εκδ. Ψυχογιός

 

Τη ζωή στη στάχτη και τα αποκαΐδια του Πόντου και της Τραπεζούντας που βίωσε μια προσφυγοπούλα στις αρχές του εικοστού αιώνα, της Χρυσαυγής, απεικονίζει ο μέχρι πρότινος συγγραφέας παιδικών βιβλίων, Μερκούριος Αυτζής.

 

Στην πρώτη συγγραφική του προσπάθεια για ενήλικες αναγνώστες, ο Αυτζής προσπαθεί να αποτυπώσει το δράμα της προσφυγιάς που βίωσαν χιλιάδες Έλληνες του Πόντου και της νότιας Ρωσίας, αλλά και τη στρωμένη ζωή που ζούσαν εκεί και τερματίστηκε τόσο άδοξα και ξαφνικά.

 

Υπό μορφή αναδρομής, η ηλικιωμένη Χρυσαυγή αφηγείται στην εγγόνα της, που φέρει το ίδιο όνομα με εκείνην, την πολυτάραχη ζωή της. Η Χρυσαυγή, κόρη ενός πλούσιου εμπόρου από την πιο όμορφη πόλη του Εύξεινου Πόντου, την Τραπεζούντα, θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο ενός Γάλλου. Θα παντρευτεί όμως, μετά από πολλές περιπέτειες τον έτερο αγαπημένο της Νικηφόρο, προτού βιώσει με τον πιο ανελέητο τρόπο το πιο σκληρό και απάνθρωπο πρόσωπο της οθωμανικής καταρρέουσας αυτοκρατορίας.

 

Ο αγαπημένος της θα βρεθεί ναυαγός στη μακρινή Μασσαλία και θα κάνει τα πάντα προκειμένου να μπορέσει να επιστρέψει κοντά της, μεσούντος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν όμως θα τα καταφέρει επιτέλους και θα μπορέσουν να ενωθούν επιτέλους με τα ιερά δεσμά του γάμου, άλλα καταιγίδα θα τους βρει ξαφνικά, εκείνη των τουρκικών διώξεων, που θα τους οδηγήσει στη μετοικεσία.

 

Οι σκηνές από την ειρηνική ζωή στη μαγευτική πόλη του Πόντου, όπως τα σουαρέ της καλής κοινωνίας της Τραπεζούντας, τη φοίτηση στο περίφημο Φροντιστήριο και την ενθρόνιση του Μητροπολίτη Χρύσανθου, θα επισκιαστούν από εικόνες του πολέμου, όπως  μία καταστροφική καταιγίδα, μία επιδημία πανώλης, η χολέρα του 1910, τα επεισόδια με τους Αρμενίους το 1906, το κίνημα  των Νεοτρούρκων, τα τάγματα εργασίας, τις διώξεις του 1914 και το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

 

Η πολυπολιτισμική και ακμαία οικονομικά και εμπορικά πολυεθνική κοινωνία της Τραπεζούντας θα βυθιστεί στη βία, το αίμα και την καταστροφή εξαιτίας του τυφλού φανατισμού ορισμένων μουσουλμάνων, οι οποίοι υποκινήθηκαν από τα οικονομικά συμφέροντα των Γερμανών.

 

Κοντά στη Χρυσαυγή, η σαλή Λεϊλά, μία γυναίκα χωρίς ταυτότητα, η οποία ακροβατεί ανάμεσα στο ισλάμ και τον χριστιανισμό  θα ορθώσει το ανάστημά της απέναντι στις δαιμονικέ δυνάμεις του συντηρητισμού και του τυφλού φανατισμού, προσδίδοντας στην ιστορία μία νότα αθωότητας και εναντίωσης απέναντι στις δυνάμεις του κακού.

 

Ο Αυτζής δεν αγνοεί και τις εξελίξεις στη Νότια Ρωσία την ίδια εποχή και τον τότε ακμαίο  ελληνισμό της Μαριούπολης και της Ουκρανίας και παρουσιάζει τις εξελίξεις στις αρχές  του εικοστού αιώνα και στην απέναντι πλευρά του Εύξεινου Πόντου. Αποτυπώνει έτσι το δράμα του προσφυγικού και ιδίως του ποντιακού ελληνισμού σε όλες τις διαστάσεις του μέσα από τις σελίδες ενός γοητευτικού μυθιστορήματος, το οποίο δικαίως χαρακτηρίζεται ως ιστορικό και αξίζει να το διαβάσουν όσοι ενδιαφέρονται για την ιστορία του απόδημου και του προσφυγικού ελληνισμού τω αρχών του περασμένου αιώνα.


Nicolas Cheetam, Μεσαιωνική Ελλάδα, εκδ. Διόπτρα

 

Ως γνωστόν, το έργο του William Miller "Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι" θεωρείται το κορυφαίο έργο από τους ιστορικούς σχετικά με την ιστορία φραγκικής ηγεμονίας στη χώρα μας κατά την ύστερη μεσαιωνική περίοδο και την αυγή των νεότερων χρόνων. 

Ωστόσο, το έργο αυτό, αν κι αξιόλογο, παραμένει δύσκολο στην ανάγνωσή του από το ευρύ κοινό, τόσο λόγω του όγκου του όσο και εξαιτίας της  καθαρά επιστημονικής γλώσσας που το χαρακτηρίζει.

 Στα χνάρια επομένως του παραπάνω έργου, αλλά γραμμένο σε γλώσσα πιο βατή και με περισσότερη έμφαση στην ουσία παρά στην εξοντωτική λεπτομέρεια που αποθαρρύνει τον μη ειδικευμένο αναγνώστη, κινείται το έργο του Βρετανού ιστορικού Nicolas Cheetam με τίτλο "Μεσαιωνική Ελλάδα, η άγνωστη εποχή της φραγκοκρατίας".

Το παρόν πόνημα έρχεται να συμπληρώσει ένα μεγάλο κενό στον χώρο της ελληνικής μεσαιωνικής ιστοριογραφίας και να καταστήσει προσιτή τη γνώση σχετικά με την παραμελημένη και άγνωστη αυτή ιστορική περίοδο στο ευρύ κοινό των μη ειδικευμένων ιστορικών.

Η άφιξη των πρώτων Φράγκων κατακτητών στη χώρα μας τοποθετείται μετά το 1204 και την ατυχή για την Κωνσταντινούπολη Τέταρτη Σταυροφορία. Τότε, εκτός από την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, δημιουργούνται παράλληλα και πολλά γενουατικά και, ιδίως, βενετικά κρατίδια στη Ρωμανία, δηλαδή στα εδάφη της πρώην βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο Cheetam, όμως, πιάνει το νήμα της αφήγησής του ήδη από την αυγή του Μεσαίωνα και την εισβολή των σλαβικών φυλών στα εδάφη του Βυζαντίου.

Ανδεγαυοί, Καταλανοί, Βενετοί, Γενουάτες, Φλωρεντινοί Αντζαγιόλι και διάφοροι οίκοι Λατίνων της Δυτικής Ευρώπης, όπως οι Τόκο, οι Γκίζι, οι Ορσίνι κ.α., όλοι αυτοί μαζί με τις ηγεμονίες των Παλαιολόγων, των Δουκών και των Κομνηνών στον Μυστρά, την Κωνσταντινούπολη, την Ήπειρο και την Τραπεζούντα εξετάζονται αναλυτικά, μαζί με τη δράση τους, στο εν λόγω βιβλίο.

Ο Cheetam, προκειμένου να εξηγήσει την παρουσία των πολυάριθμων διαφορετικών δυνάμεων στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, προσφέρει μία καλή ματιά στη βυζαντινή ιστορία, χωρίς ωστόσο να ξεφεύγει από το θέμα του. Η παρουσία των Τούρκων, πρώτα των Σελτζούκων και κατόπιν των Οθωμανών, είναι συνεχής τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο και στις σελίδες του βιβλίου.

Εκτενής αναφορά γίνεται ακόμη στις ζυμώσεις μεταξύ του δυτικού και του ελληνορθόδοξου στοιχείου, ζυμώσεις που περιορίστηκαν εν πολλοίς κυρίως στον τομέα της γλώσσας, της φυλετικής επιμειξίας και της αρχιτεκτονικής, αν εξαιρέσουμε το παράδειγμα του μεικτού κρητοβενετικού πολιτισμού. Το τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη βενετική παρουσία στο νήσο Κρήτη, ενώ απαριθμούνται και εξετάζονται και οι επτά βενετοτουρκικοί πόλεμοι, οι οποίοι υπήρξαν καθοριστικοί για την ισορροπία των ισλαμικών και των χριστιανικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Μέσα από μία αφήγηση στρωτή, χωρίς πληθώρα ονομάτων και χρονολογιών που επιβαρύνουν τον νου του αναγνώστη, ο Cheetam προσφέρει την ιδανική πρόταση για όποιον αναγνώστη θέλει να εμβαθύνει τις γνώσεις του σχετικά με την άγνωστη αυτή περίοδο της παρουσίας των Λατίνων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Stefano Massini, Η τριλογία των Λήμαν, εκδ. Δίαυλος

 

Η «Τριλογία των Λήμαν»

δεν είναι παρά

η ιστορία τριών αδελφών,

Εβραίων από τη Γερμανία

που αποφάσισαν εν έτει 1844

την τύχη τους να αναζητήσουν

«μες στο καρουζέλ

που λέγεται Αμερική».

 

Πρώτος πήγε ο Χένρι,

 ο μεγάλος αδελφός.

Άλλαξε το όνομά του

από Χεγιούμ σε Χένρι

και έπιασε ν’ ασχοληθεί

με υφάσματα και βαμβάκια.

 

Έμπορος από τα γεννοφάσκια του στη νοοτροπία,

γρήγορα τα κατάφερε καλά

κι είπε να ’ρθουν κι οι άλλοι δύο του αδελφοί,

ο Εμάνιουελ κι ο Μάγερ,

για να γίνουνε πολλοί.

 

Τα έθιμά τους τα εβραϊκά

δεν τα λησμόνησαν ποτέ,

προσαρμοστήκαν όμως στην εκεί πέρα τη ζωή,

γοργά γοργά ζευγάρωσαν

 και γέννησαν απογόνους πολλούς.

 

Η ώρα η κακιά

 βρήκε όμως κάποτε τον Χένρι,

που απεβίωσε νωρίς

απ’ την αρρώστια την κακή.

Αλλά, πριν πεθάνει,

πρόλαβε να αφήσει πίσω δύο γιους,

που θα συνέχιζαν το έργο του γονιού

στην επιχείρηση των Λήμαν.

 

Το βαμβάκι έγινε καφές,

όταν ο εμφύλιος ο αμερικανικός

τάραξε ανεπανόρθωτα του εμπορίου τα νερά.

Κι ο καφές γίνηκε και πάλι

ζάχαρη, ξυλεία,

πετρέλαια, σίδερα και χάλυβας.

Όλα αυτά τα εμπορεύονταν οι δύο εναπομείναντες αδελφοί

προτού ιδρύσουν και τράπεζα δική τους.

 

Έγιναν, λοιπόν, οι μεγιστάνες της Αμερικής

κι άντεξαν και το μεγάλο κραχ,

εκείνο του ΄29,

κι όχι μονάχα τα παιδιά,

μα και τα εγγόνια των τριών

συνέχισαν των παππούδων τους το έργο.

 

Αυτή την ιστορία μας αφηγείται

ο Ιταλός Στέφανο Μασσίνι,

σκηνοθέτης και συγγραφέας τρανός.

Πράγματι, η Τριλογία αυτή έχει βραβευτεί

και δικαίως,

διότι ελάχιστοι μπορούν να γράψουν σε τέτοιον έμμετρο ρυθμό

και να δημιουργήσουν ένα έργο υβριδικό,

ανάμεσα σε ποίηση, λογοτεχνία και έπος.

 

Μέχρι και κόμικ και αλγεβρικούς τύπους,

αριθμούς και λογοτεχνικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα

ενσωματώνει ο Μασσίνι στο έργο του

με μια απίστευτη πρωτοτυπία και φαντασία που οργιάζει.

 

Στο συναίσθημα ο Μασσίνι πολύ δεν επιμένει,

γράφει ένα κείμενο άκρως ρεαλιστικό

που έχει όμως και πολλές σουρεαλιστικές πινελιές,

τοποθετεί δηλαδή τα αληθινά τα γεγονότα σε ένα πλαίσιο υπερβατικό.

 

Λέξεις στα γίντις-τα περίφημα γερμανοεβραϊκά- έχει πολλές,

κι αναφέρει κι όλες των Εβραίων τις γιορτές.

Ο αναγνώστης, δηλαδή,

 όλα θα τα πληροφορηθεί γι’ αυτές.

 

Οι ήρωές του είναι αδίστακτοι, ψυχροί,

με μυαλό απολύτως αφοσιωμένο

 στις επιχειρήσεις που αποφέρουν χρήμα και δόξα.

Άραγε, θα κρατήσει για πάντα όλο αυτό;

 

«Μπίζνες;

Μπίζνες.

Και λίγη σημασία έχει αν και άλλοι προσπαθούν να κάνουν το ίδιο:

οι Λήμαν το κάνουν καλύτερα.

Καλύτερα από όλους.

Καλύτερα κι από μερικούς

Εβραίους όπως εκείνοι

Γερμανούς όπως εκείνοι

που έφτασαν στην Αμερική από τα περίχωρα του Ρίμπαρ».

 

Έργο τέτοιο εγώ δεν ξαναδιάβασα ποτέ,

 κι είμαι σίγουρη ότι ούτε κι εσείς.

Η ιστορία των αδελφών Λήμαν,

μα και της Αμερικής από τον 19ο στον 20ο αιώνα,

οπωσδήποτε είναι ενδιαφέρουσα πολύ.

Μα το βιβλίο αυτό

θα μας μείνει στο μυαλό

σίγουρα για τη γραφή του

και τη φοβερή θεατρικότητά του.

 

Ιστορία και Λογοτεχνία

Σε αγαστή συνεργασία,

μα και θέατρο και έπος, δοκίμιο και ποίημα,

κόμικ και τραγούδι,

μαθηματικά και κινηματογράφος.

Όλα τα παραπάνω θα τα βρει κανείς

Στη μοναδική «Τριλογία των Λήμαν».

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Ερμιόνη Κεχαγιά, Δύο ιστορίες, νουβέλες, εκδ. Βακχικόν

 


 


 

Δύο νουβέλες με πρωταγωνίστριες δύο γυναίκες υπογράφει η πρωτοεμφανιζόμενη στον ελληνικό λογοτεχνικό χώρο συγγραφέας Ερμιόνη Κεχαγιά, διδάκτωρ Γλωσσολογίας. Το βιβλίο της περιέχει δύο μικρές ιστορίες, δύο νουβέλες καλογραμμένες και ευκολοδιάβαστες οι οποίες αποδίδουν ορισμένες όψεις από τη ζωή της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.

 

Η Άννα διανύει την τρίτη δεκαετία της ζωής της και διάγει μία ζωή καθ’ όλα  στρωμένη, ήρεμη και ευχάριστη, έως ότου συμβαίνει το αναπάντεχο: ένα ωραίο πρωινό της ανακοινώνουν την απόλυσή της από την εργασία της, μία οκτάωρη δουλειά γραφείου. Τότε η Άννα, έχοντας πλέον άφθονο χρόνο στη διάθεσή της, θα ρίξει πιο προσεκτικά το βλέμμα της σε όλα όσα έβλεπε καθημερινά από το παράθυρο του τρένου- με το οποίο πήγαινε στη δουλειά της -και επέλεγε ως τώρα να αγνοήσει, δηλαδή τους άστεγους της πλατείας, τους ηλικιωμένους του γηροκομείου και ένα μυστηριώδες και μελαγχολικό αγόρι.

 

Όταν ξεπεράσει, εν τέλει, το πρώτο σοκ από την απόλυσή της θα επιλέξει να προσφέρει βοήθεια σε  όλους όσους μέχρι τότε δεν είχε αφιερώσει ποτέ τον πολύτιμο και πολύ προσεκτικά δομημένο χρόνο της. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας θα γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό της και θα οδηγηθεί τελικά στην αυτογνωσία, αλλά και στην ευτυχία μέσα από έναν απρόσμενο έρωτα.

 

Η Ελπίδα πάλι, βιάζεται να μεγαλώσει και να ενηλικιωθεί- ή μήπως όχι; Τελικά και το να είσαι έφηβος έχει και τα καλά του… Στην προσπάθειά της αυτή να αφήσει πίσω της το μικρό κορίτσι που υπήρξε κάποτε, θα μπλεχτεί σε μία ηλεκτρονική περιπέτεια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η οποία θα της βγει, εν τέλει, σε καλό.

 

Το μότο που χαρακτηρίζει τη ζωή της Ελπίδας αντικατοπτρίζει όλη την πολυπλοκότητα των σύγχρονων σχέσεων μέσα από τα μάτια μιας έφηβης: «… απλά εκπλήσσομαι από τους γύρω μου και προσπαθώ να τους καταλάβω…», δηλαδή μία ειλικρινής διάθεση κατανόησης και αλληλοβοήθειας.

 

Τις δύο ηρωίδες λοιπόν χαρακτηρίζει τόσο η προσπάθεια κατανόησης των γύρω τους, όσο και η σφοδρή επιθυμία της αρωγής προς τους συνανθρώπους τους. Και οι δύο θα δεθούν στενά με μία ηλικιωμένη γιαγιά και η σχέση τους αυτή θα αλλάξει τη ζωή τους προς το καλύτερο.

 

Η δεύτερη νουβέλα θέτει το ζήτημα της ενηλικίωσης στη σημερινή ελληνική -και ηλεκτρονική πλέον -κοινωνία μας, και η πρώτη θίγει έμμεσα πολλά ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας όπως την ανεργία, το πρόβλημα των αστέγων, αλλά και την αληθινή φιλία, τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Η ιστορία της Άννας περιέχει πάμπολλες φθινοπωρινές εικόνες από τη ζωή της πόλης, ενώ η ιστορία της Ελπίδας μία γοητευτική αλληγορία με δύο σαλαμάνδρες, οι οποίες «παρακολουθούν» αλλά και «σχολιάζουν» ενίοτε τη ζωή και τις πράξεις της Ελπίδας.

 

Το συμπέρασμα, εν τέλει, είναι ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο κοινωνικό, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, ότι δεν είναι τελικά απίθανο να συμβεί ακόμη και το πιο απίθανο πράγμα στη ζωή μας, αλλά και ότι ο άνθρωπος είναι, πάνω απ’ όλα, φτιαγμένος για να αγαπά και να βοηθά τους συνανθρώπους του. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρει να διατηρεί ήσυχη τη συνείδησή του και να ανταμώσει κάποτε την ευτυχία.

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...