Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

Φρέγια Σάμπσον, Η γυναίκα της βιβλιοθήκης, εκδ. Μίνωας, 2021, μετ.Α. Μπακοδήμου, σελ. 369

 

https://minoas.gr/product/the-last-library/

Ανάλαφρο και πρωτότυπο, το βιβλίο Η γυναίκα της βιβλιοθήκης, γραμμένο από μία βιβλιόφιλο, τη Φρέγια Σάμπσον, για βιβλιόφιλους, είναι πραγματικά ό,τι καλύτερο για τις κρύες νύχτες του χειμώνα που βρίσκονται μπροστά μας.

Στις σελίδες του ταξιδεύουμε στο μικρό και γραφικό Τσάλκοτ ένα χωριό της Μεγάλης Βρετανίας. Εκεί βρίσκεται μία μικρή, μα συνάμα πολύ ιδιαίτερη βιβλιοθήκη. Σε αυτήν εργάζεται ως βοηθός βιβλιοθηκάριου η Τζουν Τζόουνς, μία ντροπαλή, εσωστρεφής και χωρίς αυτοπεποίθηση κοπέλα, η οποία δεν έφευγε ποτέ από το χωριό της και βρίσκεται σε διαρκές πένθος για τη μητέρα της. Αυτή χάθηκε αρκετά χρόνια προηγουμένως και εργαζόταν και εκείνη ως βιβλιοθηκάριος στην ίδια βιβλιοθήκη.

Όμως, σαν βότσαλο στην ήρεμη λίμνη της ζωής της Τζουν έρχεται να πέσει η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου ότι η βιβλιοθήκη πρέπει να κλείσει λόγω έλλειψης χρηματοδότησης. Τότε, ο κόσμος της Τζουν γκρεμίζεται, αφού στη σκέψη και μόνο ότι θα πρέπει να ξεμυτίσει από το κουκούλι της "ασφάλειας" και της "συνήθειας" που η ίδια έπλεξε σαν προνύμφη γύρω από τον εαυτό της από τότε που ήταν παιδί, η Τζουν νιώθει ναυτία.

Εν τέλει, όμως, η Τζουν, δεν είναι τόσο αντιδημοφιλής όσο η ίδια νομίζει. Μαζί με μια παρέα από εκκεντρικούς θαμώνες της βιβλιοθήκης, οι οποίοι θα γίνουν σιγά σιγά φίλοι της, και έναν παλιό συμμαθητή της, η Τζουν θα προσπαθήσει να σώσει αυτό που αποτελούσε σε ολάκερη τη ζωή της το δικό της σύμπαν: τη βιβλιοθήκη της.

Η Φρέγια Σάμπσον με τρυφερότητα, χιούμορ  και συγγραφική δεινότητα, σκιαγραφεί πολλούς ετερογενείς χαρακτήρες και θέτει έντεχνα πολλούς σύγχρονους προβληματισμούς. Πώς μπορούμε να δράσουμε όταν το κράτος κάνει περικοπές σε πολιτιστικά αγαθά, πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της φιλίας, του εθελοντισμού και της ενωμένης ομάδας, πότε πρέπει να δοκιμάζουμε να κάνουμε μία νέα αρχή στη ζωή μας, ότι δεν πρέπει να βιαζόμαστε να κρίνουμε τους ανθρώπους, πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε στους πρόσφυγες της κοινότητάς μας, πως πρέπει να διαχειριζόμαστε το πένθος μας και σε ποιες περιπτώσεις οφείλουμε να βγαίνουμε μπροστά και να τολμάμε να μιλάμε και να κάνουμε πράγματα.

Η πλοκή είναι γρήγορη, οι διάλογοι άφθονοι και ολοζώντανοι και η απεικόνιση των διαφορετικών ανθρώπινων χαρακτήρων πλήρης και ολοκληρωμένη. Το τέλος είναι συγκινητικό, με πολλές ανατροπές , ευχάριστο μεν, αλλά χωρίς η συγγραφέας να ακολουθεί την κλασική, όσο και πεπατημένη, οδό του happy end.

Πάνω απ' όλα όμως, η συγγραφέας διαλαλεί μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της την αγάπη που τρέφει για τις βιβλιοθήκες. Παράλληλα, επισημαίνει τη χρησιμότητα των βιβλιοθηκών, ακόμη και στις πιο μικρές πόλεις και τα χωριά μιας χώρας και τον ρόλο που αυτές παίζουν στη σύσφιξη των ανθρώπινων σχέσεων μεταξύ μιας κοινότητας:

 "Βλέπετε, οι βιβλιοθήκες δεν είναι μόνο βιβλία. Είναι μέρη που ένα οκτάχρονο αγόρι μπορεί να ανοίξει τα μάτια του στα θαύματα του κόσμου, και όπου μια μοναχική ογδοντάχρονη γυναίκα μπορεί να έρθει για λίγη ζωτική ανθρώπινη επαφή. Όπου μια έφηβη μπορεί να βρει έναν πολύτιμο ήσυχο χώρο να κάνει τις σχολικές εργασίες της και μια πρόσφυγας που μόλις ήρθε στη χώρα μπορεί να βρει μαι καινούρια κοινότητα. Οι βιβλιοθήκες είναι μέρη που ο καθένας, πλούσιος ή φτωχός, από όποιο σημείο του κόσμου κι αν έρχεται, μπορεί να αισθανθεί ασφαλής, όπου έχει πρόσβαση σε πληροφορίες που θα τον βοηθήσουν".

Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Κέδρος, 2021, σελ.283

 

https://www.kedros.gr/product/9104/ligi-istoria-neoellinikis-logotexnias.html

"Λίγη" Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και πιο συγκεκριμένα αυτή που αφορά την τριακονταετία 1980 με 2010, μας προσφέρει ο πολυγραφότατος συγγραφέας και κριτικός της Λογοτεχνίας Βαγγέλης Ραπτόπουλος στη νέα έκδοση του βιβλίου του με τίτλο Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2018 και επανεκδόθηκε προσφάτως από τις εκδόσεις Κέδρος.

Για να είμαι ειλικρινής, όταν ακούω τον όρο Νεοελληνική Λογοτεχνία, ο νους μου πηγαίνει στον Τσίρκα, τον Σεφέρη, τον Μυριβήλη και σε όλους αυτούς τους συγγραφείς των ετών πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο-σε αυτή τη Λογοτεχνία θεωρούσα ότι αναφερόταν το βιβλίο του κυρίου Ραπτόπουλου αρχικά. Κακώς φυσικά, αφού πλέον η Νεοελληνική Λογοτεχνία μπορεί να οριστεί και ως η Λογοτεχνία της εν λόγω περιόδου.

Το βιβλίο, λοιπόν, του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, ένα πολύ όμορφο απάνθισμα κειμένων για κριτικές λογοτεχνικών έργων, άρθρων σχετικών με τη Λογοτεχνία και εκτενείς συνεντεύξεις συγγραφέων, παρουσίασε για εμένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, επειδή κατά την εικοσαετία 1980-2000 ήμουν παιδί, οπότε ελάχιστα πράγματα γνώριζα για τη λογοτεχνική παραγωγή της περιόδου πριν από το 1995, τότε, δηλαδή, που ξεκίνησα να διαβάζω λογοτεχνία για μεγάλους. 

Να σημειώσω εδώ ότι τα κλασικά πλέον έργα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τύπου Δούκα, Θεοτοκά κτλ, τα γνώριζα από το σχολείο-τότε τα διδασκόμασταν ακόμη καλά στο σχολείο- και διάβασα πολλά από αυτά όταν μεγάλωσα, αλλά τα σχολικά βιβλία περιείχαν σύγχρονα κείμενα που έφταναν το πολύ ως την Κική Δημουλά. Επομένως για μένα το βιβλίο αυτό ήταν μία μεγάλη αποκάλυψη, αφού βρήκα εδώ πολλές προτάσεις ανάγνωσης από την εν λόγω-άγνωστη σε εμένα- τριακονταετία.

Δεύτερον, επειδή δεν είμαι φιλόλογος και έχω δηλώσει πολλάκις και εγώ ότι με κουράζουν οι ατελείωτες φιλολογικές αναλύσεις και κριτικές βιβλίων-τις οποίες βρίσκω επίσης ανούσιες και ότι καταστρέφουν τη χαρά της ανάγνωσης, συμμεριζόμενη την άποψη του συγγραφέα-, στο βιβλίο του κυρίου Ραπτόπουλου βρήκα ακριβώς τις κριτικές των έργων που επιθυμούσα να διαβάσω: σύντομες, εύληπτες και κυρίως σαφείς κριτικές που εστιάζουν στην ουσία των βιβλίων και όχι φλύαρες και πομπώδεις μεγαλοστομίες, τις οποίες ούτε οι ίδιοι οι κριτικοί που τις γράφουν μπορούν να κατανοήσουν τι ακριβώς εννοούν και οι οποίες δεν βοηθούν διόλου το κοινό να κατανοήσει περί τίνος ακριβώς πρόκειται σχετικά με το εν λόγω βιβλίο.

Αυτά τα δύο, επομένως, είναι τα δυνατά σημεία του βιβλίου του κυρίου Ραπτόπουλου. Αξίζει, όμως, να σταθούμε τώρα σε αυτό το "Λίγη" του τίτλου του, το οποίο, εκ πρώτης όψεως μας ξενίζει κάπως. Τι εννοεί ακριβώς ο συγγραφέας με αυτό; 

Προφανώς ότι δεν περιλαμβάνει ολόκληρη τη λογοτεχνική παραγωγή της εν λόγω περιόδου. Έτσι ακριβώς είναι, και ο ίδιος ο συγγραφέας προσθέτει μάλιστα με κάθε ειλικρίνεια στον πρόλογο του βιβλίου του ότι η επιλογή των έργων που παραθέτει και κρίνει ήταν εξολοκλήρου μεροληπτική και άδικη εκ μέρους του, αφού έγινε καθαρά με κριτήριο το τι άρεσε στον ίδιο ως ανάγνωσμα. Έδρασε, δηλαδή, ως συγγραφέας και όχι ως κριτικός, με κριτήρια εγωκεντρικά. Διόλου άσχημο υτό φυσικά, αφού όλοι γνωρίζουμε ότι, αφενός, κρίνουμε καλύτερα τα βιβλία των οποίων την ανάγνωση πραγματικά απολαύσαμε και ότι, αφετέρου, οι συγγραφείς είναι οι ίδιοι εξαιρετικοί -συνήθως- κριτικοί, όπως άλλωστε και ο κύριος Ραπτόπουλος. 

Εξάλλου, το "Λίγη" στον τίτλο αποδεικνύεται έξυπνο εφεύρημα, αφού δεν δημιουργεί μεγάλες αναγνωστικές προσδοκίες από μέρους του αναγνώστη -τελικά, δηλαδή, ο αναγνώστης, ενώ κρατάει "μικρό καλάθι", θα το γεμίσει και με το παραπάνω, μετά από την ανάγνωση του εν λόγω βιβλίου, αφού λίγες φορές μας συνεπαίρνει τόσο πολύ ένα βιβλίο το οποίο δεν εμπίπτει στην κατηγορία του μυθιστορήματος.

Ιδιαίτερα οι συνεντεύξεις των μεγάλων ονομάτων της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στην αρχή του βιβλίου είναι κάτι παραπάνω από απολαυστικές κατά την ανάγνωση. Οι καίριες ερωτήσεις του Ραπτόπουλου καταφέρνουν να βγάλουν από το καβούκι τους τους εν λόγω συγγραφείς και να τους αποκαλύψουν όσο πιο αληθινούς γίνεται στα μάτια του αναγνώστη. 

Ο προσγειωμένος και ρεαλιστής Θανάσης Βαλτινός. Ο Δημήτριος Νόλλας με το χιούμορ του, δηκτικός και είρων, σε προκαλεί να τον γνωρίσεις και να μιλήσεις κι εσύ μαζί του. Ο Ανδρέας Φραγκιάς είναι ο σεμνός και ο ταπεινός της παρέας, χωρίς τάσεις αυτοπροβολής. Ο Αλέξης Πανσέληνος παρουσιάζεται ως ιδεολόγος αντιεξουσιαστής και στηλιτευτής, λιγάκι απαισιόδοξος, αλλά πάντα επαγγελματίας στο είδος του. Ο κολοσσός Βασίλης Βασιλικός με τη διεθνή εμβέλεια, αυστηρός και με αυτοπεποίθηση. Η Ράνια Κατσαρέα πρωτότυπη και διαβασμένη και ο Γιώργος Ζαρκαδάκης ως διεθνιστής και ελληνοκεντριστής μαζί και συγχρόνως φιλόσοφος. Και, τέλος, ο Απόστολος Δοξιάδης παρουσιάζεται ως αυτό ακριβώς που είναι: ένας μαθηματικός και λογοτέχνης.

Ο Ραπτόπουλος και οι υπόλοιποι συγγραφείς, μέσα από τα άρθρα του πρώτου και τις συνεντεύξεις των δεύτερων, αποπειρώνται να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα όπως τα παρακάτω: Τελικά, ένα best seller είναι πάντα ποιοτικό; Ή, αντίστροφα, ένα best seller είναι πάντα χαμηλού επιπέδου λογοτεχνικά; Το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει ή όχι στις πρωτότυπες δημιουργίες; Θεσμοί όπως τα Κρατικά Βραβεία δίνουν ώθηση στη Λογοτεχνία ή, εν τέλει, τη φιμώνουν; Ποια είναι, τελικά, τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία ένα έργο κρίνεται ως "καλό" ή "αριστούργημα";

Ο συγγραφέας δεν διστάζει επίσης να ασκήσει κριτική και σε όσα θεωρεί "κακώς κείμενα" του χώρου, δηλαδή την πτώση της ποιότητας των λογοτεχνικών έργων που εκδίδονται σήμερα, τον λαϊκισμό και τη χαμηλή κουλτούρα των μαζών, την προσπάθεια χειραγώγησης των λογοτεχνών και των καλλιτεχνών από την πολιτεία, στα ρομάντζα και τη μανία μας να χαρακτηρίζουμε συλλήβδην ως "καλό" ό,τι εκδίδεται.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα βιβλίο - εφαλτήριο σκέψης και αναγνώσεων σε ό,τι αφορά τον χώρο της Λογοτεχνίας, το οποίο αποκαλύπτει πολλά και, κυρίως, μας προσφέρει πολλές αξιόλογες αναγνωστικές προτάσεις. 

Μετά το Χαμένο Νόμπελ του Κώστα Αρκουδέα διάβασα πολλή λογοτεχνία της γενιάς του '30. Μετά το Επικίνδυνοι συγγραφείς του ίδιου, πολλούς Ευρωπαίους συγγραφείς του 19ου και του 20ου αιώνα. Τώρα, μετά την ανάγνωση της Λίγης Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Βαγγέλη Ραπτόπουλου προτίθεμαι να συμπληρώσω το κενό με την ανάγνωση της λογοτεχνίας της τριακονταετίας 1980-2010.

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

Μπέρναρντ Κόρνγουελ, Ο φλογοφόρος, εκδ. Ψυχογιός, 2021, μετ.Γ. Μπαρουξής, σελ. 357


 https://www.psichogios.gr/el/the-flame-bearer.html

Είναι κοινώς παραδεκτό ότι ότι οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άνδρες. Το βιβλίο όμως του Μπέρναρντ Κόρνγουελ, με τίτλο Ο φλογοφόρος, θα το βρει εξίσου ενδιαφέρον και το ανδρικό κοινό της χώρας μας, αφού πρόκειται για ένα ιστορικό πολεμικό, αλλά και πολυπρόσωπο μυθιστόρημα δράσης.

Ο φλογοφόρος είναι το δέκατο μέρος της σειράς που τιτλοφορείται Σαξονικά Χρονικά και έχει μεταφερθεί πολύ επιτυχημένα στην τηλεόραση με τον τίτλο του πρώτου βιβλίου της σειράς, ήτοι Το τελευταίο βασίλειο.

Η σχέση του εβδομήντα επτάχρονου συγγραφέα με την Ιστορία είναι πολυετής, αφού Ο φλογοφόρος είναι το δέκατο έκτο ιστορικό βιβλίο του το οποίο μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα. Έχει γράψει ιστορικά μυθιστορήματα για τους Ναπολεόντειους πολέμους, τον Εκατονταετή πόλεμο και τον βασιλιά Αρθούρο. Τα Σαξονικά Χρονικά αφορούν την σκοτεινή μεσαιωνική περίοδο της Μεγάλης Βρετανίας, τότε που αυτή ήταν κατακερματισμένη σε μικρά βασίλεια και οι κάτοικοί της δεν είχαν σχηματίσει ακόμη την εθνική τους συνείδηση. Όπως μας λέει ο ίδιος στον επίλογο του βιβλίου του, τότε, γύρω στα 870 δηλαδή, όταν τοποθετείται το πρώτο μέρος των Σαξονικών χρονικών, δεν υπήρχε ούτε Αγγλία, ούτε Ουαλία, ούτε Σκοτία. Το γεγονός το οποίο έμελλε να προκαλέσει τη γένεση της εθνικής ταυτότητας των Βρετανών και την ενσωμάτωσή τους σε ένα ενιαίο βασίλειο ήταν, το δίχως άλλο, οι εισβολές των Βίκινγκ.

Η περίοδος αυτή της ιστορίας της Μεγάλης Βρετανίας ήταν άγνωστη στους περισσότερους Βρετανούς και αυτό ακριβώς το γεγονός στάθηκε για τον συγγραφέα το έναυσμα για τη δημιουργία της εν λόγω σειράς.

Πρόκειται για μία εξαιρετικά ταραγμένη εποχή, η οποία, σε αντίθεση με όσα γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος, δεν ήταν αμιγώς χριστιανική, αφού πολλοί Βρετανοί, όπως και οι περισσότεροι Αγγλοσάξονες και οι Βίκινγκ εισβολείς ήταν παγανιστές και όχι -ακόμη- χριστιανοί. Την εποχή αυτή η ανθρώπινη ζωή δεν είχε καμία αξία και η κοινωνία ήταν καθαρά πολεμική. Οι οικογενειακές έριδες ήταν δε, κάτι πολύ συνηθισμένο στη μεσαιωνική ευρωπαϊκή κοινωνία.

Στο συγκεκριμένο βιβλίο συναντάμε ξανά τον πολεμιστή-Άγγλο, αλλά μεγαλωμένο με τους Βίκινγκ- Ούτρεντ-, ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα να πάρει πίσω το οχυρό κάστρο του στο Μπέμπανμπεργκ, κάτι που του ανήκει δικαιωματικά, από τα χέρια του ξαδέλφου του. Αυτός έχει συμμαχήσει με τους Σκοτσέζους και τον Έθελχελμ, τον αιώνιο εχθρό του Ούτρεντ, έτσι η αποστολή του Ούτρεντ γίνεται ακόμη πιο δύσκολη.

Πυκνά δάση, λιβάδια νοτισμένα με την παροιμιώδη υγρασία των Χάιλαντς, μεγαλόπρεποι πύργοι, όμορφες δεσποσύνες και γενναίοι πολεμιστές, συνετοί και φιλόδοξοι βασιλιάδες, μοχθηροί μάγοι, λυκοφιλίες, γάμοι πολιτικού συμφέροντος, θρησκευτικοί φανατισμοί, αιμοσταγείς μάχες, μα και η πανταχού παρούσα ερωτική επιθυμία, όλα αυτά αποτελούν τον κόσμο του Κόρνγουελ.

Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα οι Έλληνες συγγραφείς δεν μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιου τύπου καθαρά πολεμικά και ιστορικά, δηλαδή, μυθιστορήματα δράσης. Στο εξωτερικό, αντιθέτως, το είδος αυτό είναι αρκετά δημοφιλές, αν και στην Ελλάδα βρίσκεται σε ανοδική τροχιά, όπως τουλάχιστον μαρτυρά η επιτυχία στη χώρα μας σειρών όπως το The Game of Thrones.

Το βιβλίο υπόσχεται άφθονη δράση και περιπέτεια, αλλά και μπόλικη δόση Ιστορίας, αφού ο συγγραφέας είναι ειδήμων στο είδος του και έχει πραγματοποιήσει ενδελεχή έρευνα σχετικά με το θέμα. Πρόκειται, πράγματι, για αληθινό ιστορικό μυθιστόρημα που μεταφέρει τον αναγνώστη κατευθείαν σε εκείνη τη σκοτεινή εποχή, αφού ο συγγραφέας δεν αφήνει τίποτε στην τύχη από τις περιγραφές του: από τα ρούχα, τη διατροφή και τις συνήθειες της εποχής, μέχρι τη θρησκεία και τις ιδέες, όλα αυτά τα αναφέρει με κάθε λεπτομέρεια. Οι διάλογοι των σκληροτράχηλων και αθυρόστομων πολεμιστών είναι αποδομένοι στο πνεύμα της εποχής, η γραφή λιτή και η αφήγηση πρωτοπρόσωπη.

Ο Κόρνγουελ συγγράφει ένα ακόμη ιστορικό παραμύθι, με δράση που κινείται σε ένα πλαίσιο παραμυθιού, είναι όμως αληθινή Ιστορία. Και, τέλος, ίσως το βιβλίο αυτό να είναι το πιο μυθιστορηματικό της σειράς, όπως μας λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας στον επίλογο.

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

Βασίλης Γκουρογιάννης, Κόκκκινο στην Πράσινη Γραμμή, εκδ. Μεταίχμιο, 2021 (πρώτη έκδοση 2009)σελ. 522


 

"Όμως το κοφτερό θραύσμα που λέγεται Κύπρος οι Έλληνες επιτέλους πρέπει να το βγάλουν κάτω από το χαλί".

Το παράπονο των βετεράνων της Κύπρου για την απουσία τους από τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας μας μεταφέρει ο Ηπειρώτης λογοτέχνης στη νέα επανέκδοση του μυθιστροήματός του, το οποίο πρωτοτυπώθηκε το 2014, Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή.

Πράγματι, σε σχέση με τους παλαίμαχους του 1940, οι Ελλαδίτες που πολέμησαν στην Κύπρο παραμελήθηκαν συστηματικά τόσο από την πολιτεία, όσο και από τη συλλογική μνήμη. 


"Πού βρίσκονται αλήθεια οι νεκροί; Στα κενοτάφια του τύμβου, στα αποστειρωμένα δοχεία του ινστιτούτου, στις μνήμες φίλων και εχθρών, στην Ιστορία ή στη γεωγραφία; Όποιος βρει πού φωλιάζει ο άνεμος θα λύσει και τούτο το μυστήριο".

Αύγουστος του 1974. 2000 περίπου Ελλαδίτες στρατιώτες-όλοι αυτοί που αποκαλούνται "χουντικοί" από τον λαό, στέλνονται στην Κύπρο για να πολεμήσουν τον προαιώνιο εχθρό, τον Τούρκο. Για τον επονείδιστο αυτό πόλεμο -και για την ακρίβεια για τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου αυτού- λίγα είναι γνωστά, σε αντίθεση με την πληθώρα των μαρτυριών και  αφηγήσεων που υπάρχουν για το '40. Κι εδώ υπήρξαν τραυματικές εμπειρίες, αιχμαλωσίες, βιασμοί και σκληρά φονικά.

Ο Γκουρογιάννης εστιάζει σε μία ομάδα βετεράνων που επισκέπτονται το νησί τριάντα χρόνια μετά το 1974, οι οποίοι είναι μέλη ενός συλλόγου παλαίμαχων αγωνιστών της Κύπρου, για ένα συνέδριο το οποίο λαμβάνει χώρα στη Λευκωσία. Εκεί θα έχουν οι ίδιοι την ευκαιρία να μιλήσουν για τα γεγονότα που τους σημάδεψαν, αλλά και να ακούσουν τη θέση ενός γνωστού  ιστορικού της Οξφόρδης για τα τραγικά γεγονότα.

"Αλλά τι υπερασπιζόμασταν στην Κύπρο; Τον ελληνισμό ή τη χούντα των συνταγματαρχών; Ποιος μας καθοδήγησε εναντίον ποιου πρέπει να υψώσουμε το όπλο; 'Ετσι άρχισε ο εμφύλιος  του καθενός μέσα του, που δεν θα τελειώσει παρά με τον θάνατό του-ενδεχομένως αργότερα να περάσει και στους απογόνους μας".

Ο συγγραφέας εστιάζει κυρίως στην μεταγενέστερη πρόσληψη των γεγονότων του πολέμου, από τον ελληνικό, τον κυπριακό και τον τουρκικό λαό και τις κυβερνήσεις των χωρών αυτών, όπως και των επιπτώσεων-σωματικών και κυρίως ψυχολογικών-τις οποίες υπέστησαν οι βετεράνοι του πολέμου. Όπως ομολογούν, δεν υπάρχει μέρα μετά από τα γεγονότα που να μην ήρθαν αντιμέτωποι με τις μνήμες τους. Διότι τελικά ο πόλεμος μας αλλάζει όλους, οριστικά και αμετάκλητα.

"Παιδιά, κανένας δεν γλίτωσε από τον πόλεμο της Κύπρου. Όσοι δεν σκοτώθηκαν κουβάλησαν μαζί τους στην Ελλάδα από μια ωρολογιακή βόμβα, κι αυτή δυστυχώς είναι ρυθμισμένη κάποτε να σκάσει".

Όπως θα φανεί ολοκάθαρα, κανένας από τους βετεράνους δεν έχει ξεπεράσει το τραύμα του, αφού το μυαλό δεν λησμονεί τόσο εύκολα-ή δεν θέλει τελικά να λησμονήσει όσα επώδυνα βίωσε.

Η γραφή είναι έντονα περιγραφική με πολλές μεταφορές και παρομοιώσεις, το ύφος, όμως, παραμένει λιτό. Στους εξαιρετικά αληθοφανείς, άφθονους, όσο και ζωηρούς διαλόγους, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το κυπριακό ιδίωμα όπου χρειάζεται.

Οδυνηρό, προκλητικό και σφόδρα αντιπολεμικό με τον τρόπο του, το βιβλίο του Βασίλη Γκουρογιάννη αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και διαφορετικά βιβλία που γράφτηκαν για το ανοιχτό ακόμη τραύμα του ελληνισμού στην Κύπρο από το 1974. Ένα μυθιστόρημα μνήμης, βαθιά ανθρώπινο, το οποίο αναδεικνύει, επιπλέον, και πολλές παραμελημένες πτυχές της τραγικής ιστορίας του 1974 στη Μεγαλόνησο και προσφέρεται για πολλαπλές και "διαστρωματικές" αναγνώσεις.

Έξυπνος παραλληλισμός και σύγκριση των γεγονότων γίνεται, από πλευράς του συγγραφέα, τόσο με το Βιετνάμ, όσο και με το '40. Το 1974 χαρακτηρίζεται, μάλιστα, πολλές φορές  ως το ελληνικό Βιετνάμ και ο συγγραφέας δεν διστάζει να παραθέσει τις ωμότητες που διέπραξαν στην Κύπρο οι στρατιώτες και των δύο πλευρών.

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

Αντώνης Χαριστός, Η λογοτεχνία της ευθύνης, εκδ. Γράφημα, 2021, σελ.301

 

Μία έξοχη ιστορική και φιλολογική ανάλυση της λογοτεχνικής κίνησης της δεκαετίας του '30 και του ρόλου που έπαιξε αυτή στη σύνδεση της μεσαιωνικής ελληνικής λογοτεχνίας με εκείνη της νεώτερης εποχής, μας παραδίδει ο πολυγραφότατος και υπερδραστήριος συγγραφικά Αντώνης Χαριστός, ο οποίος φέρει την ιδιότητα του φιλολόγου. Ο τίτλος αυτής είναι Η λογοτεχνία της ευθύνης, με τον υπότιτλο Ιστορία και ταυτότητα στη λογοτεχνική κίνηση του '30, ο ρόλος του Άγγελου Τερζάκη.

Ίσως ο τίτλος να ακούγεται κάπως βαρύγδουπος και να μας προδιαθέτει ότι το βιβλίο αυτό απευθύνεται μονάχα σε ειδικούς. Κι όμως, ο τρόπος γραφής του Χαριστού μολονότι είναι επιστημονικός δεν είναι δυσνόητος, ούτε καθιστά το πόνημα δυσκολοδιάβαστο. Αντιθέτως, το βιβλίο απευθύνεται φυσικά πρωτίστως σε φιλολόγους και συγγραφείς, αλλά και σε όσους διαβάζουν δοκιμιακού τύπου βιβλία που αφορούν την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

Ο Χαριστός είναι βαθύς γνώστης των έργων των συγγραφέων που ανήκουν στη γενιά του ΄30, με προεξάρχοντες τον Άγγελο Τερζάκη και τον Γεώργιο Θεοτοκά, χωρίς, όμως, οι αναφορές του να περιορίζονται μονάχα στους δύο αυτούς συγγραφείς.

Στην εισαγωγή ο Γιώργος Ορφανίδης, με την ιδιότητα του φιλολόγου, επιχειρεί να μας δώσει έναν κατατοπιστικό ορισμό για το τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο "Γενιά του '30".  Κατόπιν, μετά τη σύντομη φιλολογική παρένθεση στον πρόλογο του βιβλίου από τον επίσης φιλόλογο Σταύρο Παπαγιάννη, ο Αντώνης Χαριστός μας εξηγεί τους σκοπούς τους οποίους υπηρέτησε η συγγραφή του εν λόγω βιβλίου. Επιχειρεί δε προσεγγίσει τη λογοτεχνική κίνηση του '30 όχι ως μια λογοτεχνική ομαδοποίηση, αλλά ως κομμάτι μιας μεγάλης εξελικτικής πορείας στην πορεία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πράγματι, τη βάση της λογοτεχνικής και ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού από την Άλωση της Πόλης μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, θέτουν και τεκμηριώνουν και οι ίδιοι οι συγγραφείς  της Γενιά του '30.

Η λογοτεχνία του '30, μετά την τομή για το έθνος μας του 1922, τόσο ιστορική όσο και λογοτεχνική τομή- ήταν η αφετηρία της πνευματικής και πολιτιστικής μας χειραφέτησης και υπήρξε η κορύφωση της μακράς εξελικτικής πορείας που ξεκίνησε  το 1453.

Ο Χαριστός τονίζει τον παιδαγωγικό  χαρακτήρα της λογοτεχνικής κίνησης του '30, εξού και ο ορισμός "λογοτεχνία της ευθύνης". Αυτόν τον παιδαγωγικό ρόλο της λογοτεχνίας και τη συμβολή της λογοτεχνίας στην τεκμηρίωση της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού και τη γνώση της ελληνικής ιστορίας, τον είχαν παραδεχτεί και οι ίδιοι οι συγγραφείς της γενιάς του '30 από τότε.

Στα μέσα του 20ου αιώνα διακρίνονται δύο ρεύματα στη νεοελληνική λογοτεχνία: εκείνο που συνάδει με το παρελθόν και τις παραδόσεις και το μοντέρνο του Τερζάκη με το μυθιστόρημα. Αυτό ακριβώς το μυθιστόρημα των Τερζάκη, Θεοτοκά και Ξεφλούδα είναι εκείνο το οποίο βοήθησε στη  συγκρότηση του Νέου Ελληνισμού. Πρώτα όμως εξετάζει τις ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το μυθιστόρημα και κατόπιν τα ίδια τα λογοτεχνικά έργα.

Έτσι, ο συγγραφέας στο πρώτο κεφάλαιο του πονήματός του εξιχνιάζει τις δυτικές επιρροές που υπήρχαν στη βυζαντινή λογοτεχνία ήδη από τον 12ο αιώνα. Εξετάζει την ιστορική συνέχεια από την αρχαία Ελλάδα -μέσω του δημοτικού τραγουδιού πολλές φορές- και τονίζει το ανανεωμένο ενδιαφέρον για κάθε τι αρχαιοελληνικό τον 19ο αιώνα.

Μετά τον ρομαντισμό του 1880, εξετάζει ενδελεχώς τον βενιζελισμό και τον εκσυγχρονισμό του 1910 ως κινήματα υπό το ανανεωτικό πνεύμα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το βενιζελικό εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα αναλύεται επαρκώς, όπως και η βαθιά τομή του 1922 και οι ανακατατάξεις τις οποίες επέφερε σε όλους τους τομείς της δημόσιας και κοινωνικής ζωής, επομένως και στη λογοτεχνία.

Τα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωμένα στον Άγγελο Τερζάκη και τον Γεώργιο Θεοτοκά. Ο Χαριστός μας εξηγεί τους σκοπούς που υπηρέτησε η συγγραφή έργων, όπως Η Πριγκιπέσα Ιζαμπώ και η Μενεξεδένια Πολιτεία του πρώτου και η Αργώ του δεύτερου. Πρόκειται για έργα - σταθμούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι έργα ελληνοκεντρικά μεν, αλλά φέρουν σαφέστατα και τις επιρροές της Δύσης, τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν αρνούνται, αλλά, αντιθέτως, συνδυάζουν αρμονικά με το ελληνικό πνεύμα. Τεκμηριώνουν, επομένως, την ιστορική ελληνική συνέχεια, αλλά δεν αρνούνται τον μοντερνισμό σε καμία περίπτωση.

Στο επίμετρο του τέλους του βιβλίου του, ο Χαριστός προβαίνει σε μία σύντομη αναφορά στους έτερους μεγάλους λογοτέχνες μας, τον Στρατή Μυριβήλη και τον Ηλία Βενέζη και με την πληθώρα των παραπομπών, την παράθεση της πλούσιας βιβλιογραφίας και το ευρετήριο των ονομάτων ολοκληρώνει το πόνημά του.

 Εν ολίγοις, πρόκειται για μία έξοχη συμβολή στην κατανόηση του ρόλου που έπαιξε η σπουδαία γενιά του '30 στην εξέλιξη της λογοτεχνίας μας.

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

Κώστας Ακρίβος, Πανδαιμόνιο, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ.356

 

https://www.metaixmio.gr/el/products/%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%B1%CE%B9%CE%BC%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%BF-978-960-501-727-9

 Τον Κώστα Ακρίβο οι εραστές της λογοτεχνίας τον διαβάζουν πάντοτε με μεγάλο ενδιαφέρον, ακόμη κι αν μια νέα κυκλοφορία ενός βιβλίου του αποτελεί επανέκδοση ενός παλαιότερου πονήματός του. Και όχι άδικα.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το Πανδαιμόνιο, ένα μυθιστόρημα με μια  ελαφρά αστυνομική χροιά και βυζαντινές αναφορές το οποίο εκτυλίσσεται στο μαγευτικό από φυσικές ομορφιές Περιβόλι της Παναγίας, δηλαδή τη μοναστική πολιτεία του Άθω και συγκεκριμένα τη Μονή Σταυρονικήτα.

Σωστό πανδαιμόνιο δημιουργείται εκεί όταν στις 16 Απριλίου του 2004 ανακαλύπτεται μέσα σε ένα κελί ένα πτώμα. Ο τρόμος των ειρηνικών καλόγερων μεγαλώνει ακόμη περισσότερο όταν διαπιστώνουν ότι το πτώμα ανήκει σε μία εκπρόσωπο του γυναικείου φύλου, κάτι πρωτοφανές για τη Μονή.

Ο μοναχός Νήφωνας- κατά κόσμον Νικόλαος- με το ανεξιχνίαστο παρελθόν φαίνεται να εμπλέκεται άμεσα στη δολοφονία. Τα πράγματα δεν είναι όμως όπως φαίνονται με την πρώτη ματιά και ένα πολύ μεγαλύτερο μυστήριο ξετυλίγεται γύρω από το πτώμα της άτυχης γυναίκας.

Ο ποιητής Χαρίδημος, ο γέροντας Γεδεών, μία λαϊκή κοπέλα που ψαρεύει συχνά στα ανοιχτά του Αγίου Όρους, καθώς και Ρώσοι μοναχοί και εκπρόσωποι της πολιτείας αλληλεπιδρούν καθώς ο Ακρίβος ξεδιπλώνει την πλοκή, ενώ υπάρχουν υποψίες ότι ένα παλιό βυζαντινό χειρόγραφο σχετίζεται με  την υπόθεση.

Η αφήγηση κινείται μπρος πίσω στον χρόνο και ακολουθεί το εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, βάζοντας τον αναγνώστη για τα καλά μέσα στο όλο κλίμα του βιβλίου. Ακόμα, δίνονται πολλές λεπτομέρειες για τη μοναστική ζωή στο Άθως και ο αναγνώστης δεν θα μπορέσει παρά να αναρωτηθεί, καθώς θα φυλλομετρά τις σελίδες του βιβλίου, σχετικά με καίρια ζητήματα της πίστεως, του μοναχισμού, αλλά και του αγώνα και της διαρκής προσπάθειας που καταβάλουν οι μοναχοί προκειμένου να καταπολεμήσουν τις σαρκικές επιθυμίες τους. Το θέμα του άβατου του Αγίου Όρους κατέχει κορυφαία θέση στο μυθιστόρημα και θέτει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το τι είναι πιο σημαντικό, η ανθρώπινη ζωή ή η τήρηση του αναχρονιστικού αυτού κανόνα;

Ο Ακρίβος κινείται χαμαιλεοντικά ανάμεσα σε πολλά διαφορετικά στυλ γραφής, ανάλογα με την ταυτότητα των ηρώων του που ομιλούν τη δεδομένη στιγμή στο πόνημά του: στους καλόγερους προσδίδει πιο λόγια και βυζαντινή ομιλία και στους λαϊκούς μια πιο ανεπίσημη χροιά. Χρησιμοποιεί συχνά δε και την τεχνική της προοικονομίας.

Το τέλος, παρ' όλα αυτά, καταφέρνει να μας ξαφνιάσει. Έπειτα, εν είδει επιλόγου, ο συγγραφέας απευθύνεται σε δεύτερο ενικό πρόσωπο στον ίδιο του τον εαυτό και σχολιάζει την τακτική της συγγραφής που αυτός ακολούθησε στο παρόν πόνημα.

Κάποιοι κριτικοί παρομοίασαν το πόνημα με την Πάπισσα Ιωάννα, οι ομοιότητες όμως ανάμεσα στα δύο έργα περιορίζονται κυρίως στην "αιρετική" καταπάτηση του άβατου και στις υπάρχουσες, μα καταπιεσμένες σαρκικές επιθυμίες των μοναχών-και όσους, φυσικά, δεν κατάφεραν τελικά να αντισταθούν στον πειρασμό της καταπάτησης και τελικά ενέδωσαν. Κάποιοι επίσης παρομοίασαν το Πανδαιμόνιο με το θρυλικό Όνομα του Ρόδου, αλλά ούτε η αστυνομική ιστορία με τη σειρά των απανωτών φονικών ούτε και η συσχέτιση με τα αρχαία χειρόγραφα μοιάζει τόσο πολύ έτσι ώστε να επιχειρήσουμε τη σύγκριση.

 Αντιθέτως, ένας από τους λόγους για τους οποίους θα επιλέξουμε να διαβάσουμε το Πανδαιμόνιο είναι, στην ουσία, ο ακριβώς ανάποδος από την παραπάνω θέση: το Πανδαιμόνιο δεν θυμίζει κάποιο άλλο σχετικό πόνημα κι αυτό είναι κάτι το οποίο οπωσδήποτε πρέπει να προσμετράται υπέρ του. Ο συγγραφέας δεν προβαίνει σε στείρες μιμήσεις και, αν όντως μιμείται κάτι, αυτό δεν είναι παρά ο ίδιος του ο εαυτός με τη γνωστή ιδιαίτερη και καλοδουλεμένη γραφή του, την οποία συναντάμε σε όλα τα βιβλία του, να επανέρχεται εδώ δριμύτερη.

Εκτός από την καλοδουλεμένη γραφή, όμως, τη γλώσσα των ηρώων και το όνομα του ίδιου του συγγραφέα, υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους αξίζει να πιάσουμε στα χέρια μας το Πανδαιμόνιο: οι ειδυλλιακές περιγραφές της φύσης του Άθως και της θάλασσας που το περιβάλλει, οι ξεχωριστές αφηγηματικές τεχνικές του, η ιδιαίτερη και πρωτότυπη θεματική του και η καθηλωτική υπόθεση.

Μιχάλης Σκολιανός, Στο κεφάλι μου, εκδ. Βακχικόν, 2021, σελ.101

 


https://ekdoseis.vakxikon.gr/shop/ekdoseis/vakxikon-peza/sto-kefali-mou/ 

Τι υπάρχει μέσα στο κεφάλι μου; Και, ιδίως, τι υπάρχει όταν είμαι τύφλα στο μεθύσι;

Σε αυτό το ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει ο Μιχάλης Σκολιανός με τη νουβέλα του με τίτλο Στο κεφάλι μου, μέσω του ανώνυμου ήρωά του, ενός  τριαντάχρονου εργένη που τα πίνει σ' ένα μπαρ και σκέφτεται πως να κάνει το πρώτο βήμα προκειμένου να την πέσει σε μια κοπελίτσα, διστάζοντας και κάνοντας ταυτόχρονα ανασκόπηση της μέχρι τώρα ζωής του.

 Ο Μιχάλης Σκολιανός δημιουργεί έναν αντι-ήρωα τον οποίο πιθανότατα οι περισσότεροι αναγνώστες δεν θα συμπαθήσουν-χωρίς αυτό να σημαίνει, πάντως ότι δεν θα διαβάσουν τη σύντομη αυτή νουβέλα με ευχαρίστηση-. 

Ο ανώνυμος άντρας παρουσιάζεται εαυτούλης, εγωιστής και μέγας κυνηγός των φουστανιών και των έτερων απολαύσεων της ζωής. Μέσα από τις αφηγήσεις που αφορούν τον βίο του θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε μέχρι και σκληρόκαρδο, αλλά και άπονο και άσπλαχνο, πολλές φορές.

Τουλάχιστον αυτή την εικόνα παρουσιάζει στους αναγνώστες του ο πρωταγωνιστής μετά την εξιστόρηση των εφήμερων σχέσεών του, με την χοντρή Ελένη και την τρελή Άννα. Όλα αυτά μέχρι να γνωρίσει τον αληθινό έρωτα στο πρόσωπο της Κατερίνας. Εκεί θα βρει τον δάσκαλό του, αφού, όπως μας λέει "Οι άντρες ερωτεύονται τις γυναίκες μετά το σεξ". Δεν αρκεί όμως, δυστυχώς, μόνο ο έρωτάς του, προκειμένου η αγαπημένη του να μείνει μαζί του για πάντα.

Έτσι, μετά από τη σύντομη ανασκόπηση της ζωής του, ο ανώνυμος άντρας βρίσκεται σε ένα προσφιλές γι' αυτόν μέρος: σε ένα μπαρ, προσπαθώντας να ξορκίσει τα δαιμόνια της ζωής του μέσα στο ποτήρι του που γεμίζει και αδειάζει διαρκώς. Προβληματίζεται για τις σχέσεις του με τις γυναίκες και τους γύρω του, για τις αποτυχίες της ζωής, για τη μοναξιά του και για την ανακάλυψη της αληθινής του ταυτότητας. Εν ολίγοις, υπαρξιακές ανησυχίες που πνίγονται στο ποτό, μέσα από μία σκληρή αυτοκριτική.

Ο  Μιχάλης Σκολιανός με γραφή ωμή και άκρως ρεαλιστική-συχνά και ειρωνική- μας καταθέτει έναν δυνατό εσωτερικό μονόλογο, ένα σύμφυρμα σκέψεων από τον οποίο δεν απουσιάζει, παραδόξως, η δράση. Ενδεχομένως ο αντι-ήρωας του Σκολιανού να διαθέτει και κάποια βιογραφικά στοιχεία του δημιουργού του, αφού-εκτός των άλλων-είναι και συγγραφέας. Αυτό όμως είναι κάτι το οποίο θα μπορέσουν να το διαπιστώσουν μονάχα όσοι γνωρίζουν καλά τον ίδιο τον Σκολιανό. Για όλους εμάς τους υπόλοιπους ο αντι-ήρωας αυτός είναι ο πρωταγωνιστής σε μία γλαφυρή παρουσίαση της ζωής ενός σύγχρονου εργένη.

Και, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι προβληματικές συμπεριφορές του πρωταγωνιστή ανάγονται σε οικογενειακά προβλήματα και κρυμμένα απωθημένα της παιδικής του ηλικίας. Και, κατά βάθος, ο ανώνυμος αυτός άντρας δεν αποζητεί τη σεξουαλική απόλαυση από τις εφήμερες σχέσεις, αλλά την αληθινή αγάπη. Μόνο που αυτό είναι κάτι το οποίο δεν παραδέχεται ούτε ο ίδιος στον εαυτό του...

 

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

Ελίφ Σαφάκ, 10 λεπτά και 38 δευτερόλεπτα σ' αυτόν τον Παράξενο Κόσμο, εκδ. Ψυχογιός, σελ. 389, μετ. Α. Παπασταύρου

 

https://www.psichogios.gr/el/10-lepta-38-deyterolepta-s-ayton-ton-parakseno-kosmo.html

Ένα πολύ ιδιαίτερο, πρωτότυπο και πραγματικά συγκινητικό μυθιστόρημα που δίνει άφθονη τροφή για σκέψη σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά προβλήματα του σύγχρονου κόσμου και διαβάζεται κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα, υπογράφει μία από τις σπουδαιότερες συγγραφείς της εποχής μας, η Ελίφ Σαφάκ.

Η τουρκοβρετανίδα συγγραφέας, υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου και των δικαιωμάτων των γυναικών, αφορμώμενη από μία εξαιρετικά καινοφανή μυθιστορηματική ιδέα, μας δίνει στο νέο της βιβλίο με τον αινιγματικό τίτλο μία πλήρη τοιχογραφία της ζωής στην Τουρκία του 20ου αιώνα.

Λίγοι γνωρίζουν ότι η λειτουργία του εγκεφάλου μας δύναται να συνεχιστεί για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμη και μετά το σταμάτημα των χτύπων της καρδιάς μας. Αυτό το χρονικό διάστημα ποικίλει από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά το μεγαλύτερο που έχει διαπιστωθεί μέχρι σήμερα είναι 10 λεπτά και 38 δευτερόλεπτα. Αυτό, επομένως, μας φέρνει στον παράξενο τίτλο του βιβλίου: 10 λεπτά και 38 δευτερόλεπτα σε αυτόν τον Παράξενο Κόσμο.

Σε αυτό ακριβώς το χρονικό διάστημα εξελίσσεται η υπόθεση του βιβλίου, η οποία ξετυλίγεται υπό μορφή αναμνήσεων της πρωταγωνίστριας. Αυτή δεν είναι άλλη από την πόρνη Τεκίλα Λεϊλά, η οποία βρίσκεται δολοφονημένη σε έναν κάδο σκουπιδιών στην Ιστανμπούλ. Έως ότου περάσει στην ανυπαρξία, προλαβαίνει μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα να προβεί σε μία σχεδόν πλήρη ανασκόπηση της ζωής της.

Η Τεκίλα Λεϊλά μεγάλωσε στο Βαν της Τουρκίας, γεννημένη εν έτει 1948 σε μία αλλοπρόσαλλη οικογένεια. Τα παιδικά της χρόνια δεν μπορεί να τα χαρακτηρίσει κανείς ό,τι πιο ευτυχισμένο, εφόσον τη ζωή της μικρής Λεϊλά σκιάζει η σεξουαλική παρενόχληση από έναν συγγενή της, οι αυστηρές κοινωνικές επιταγές που θέτει το ισλάμ, αλλά και η ισχυρή πατριαρχία. Στη διάρκεια των 10 αυτών λεπτών και 38 δευτερολέπτων που ο εγκέφαλός της θα πάψει να λειτουργεί, θα παρακολουθήσουμε όλη την πορεία της ζωής της, από τα συντηρητικά βάθη της Τουρκίας ως την πολυπράγμονα Ιστανμπούλ. Εκεί θα αρχίσει μία νέα, ακόμη δυσκολότερη φάση της ζωής της, για να αγγίξει, στη συνέχεια, φευγαλέα την ευτυχία και να τη χάσει, δυστυχώς, αμέσως μετά.

Το Τεκίλα είναι, φυσικά, προσωνύμι, όπως και τα ονόματα των πέντε καρδιακών φίλων που θα αποκτήσει η Λεϊλά στη ζωή της και θα της σταθούν καλύτερα και από την οικογένειά της, τόσο στη ζωή, όσο και στον θάνατο. Διότι η Νοσταλγία Ναλάν, ο Σαμποτάζ Σινάν, η Τζαμίλα, η Χόλιγουντ Χουμέιρα και η Ζαϊνάμπ122, οι πέντε φίλοι, τους οποίους η Λεϊλά θα συναντήσει σε διαφορετικές φάσεις της ζωής της, είναι αυτοί που θα την καταλάβουν, θα την αγαπήσουν και, εν τέλει, θα τη δεχτούν, όπως ακριβώς είναι.

Η γραφή της Σαφάκ σφύζει από ζωή. Είναι ζωηρή, κινηματογραφική και έντονα περιγραφική, ιδιαίτερα στις περιγραφές που αφορούν την Ιστανμπούλ, χωρίς όμως ποτέ να υπερβάλει σε ό,τι αφορά την έκτασή τους. Επίσης, μια συγκαλυμμένη κριτική και μια ελαφριά ειρωνεία προς πολλές πρακτικές των σύγχρονων κυβερνήσεων σε ό,τι αφορά κοινωνικούς χειρισμούς δεν δύναται να κρυφτεί από τα μάτια του προσεκτικότερου αναγνώστη.

Η Σαφάκ χρησιμοποιεί τόσο την εγκιβωτισμένη αφήγηση, όσο και τους διαλόγους και τη διήγηση σε αγαστή ισορροπία στο βιβλίο της και, πάνω απ' όλα, ξέρει να κρατά καθηλωμένο τον αναγνώστη. Γενικά, πρόκειται για ένα πόνημα το οποίο ακροβατεί επιδέξια ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα και θυμίζει, κάπου κάπου, παραμύθι. Τα σημαντικά γεγονότα παγκόσμιας εμβέλειας, που συμβαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα με κάθε σημαντικό γεγονός στη ζωή της Λεϊλά, είναι παρόντα για να μας θυμίσουν ότι η ιστορία αυτής της γυναίκας θα μπορούσε να είναι αληθινή.

Συγχρόνως το βιβλίο της προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη παρουσιάζοντας και θέτοντας  προβληματισμούς για όλα τα σύγχρονα προβλήματα, κυρίως της Τουρκίας, αλλά και του κόσμου ολόκληρου: τα δικαιώματα των γυναικών και την καταπάτησή τους ιδιαίτερα στις χώρες του ισλάμ, τα δικαιώματα των ιερόδουλων, την τύχη των παράνομων μεταναστών, τους τρανσέξουαλ και όλους τους ανθρώπους που είναι ή αισθάνονται "διαφορετικοί" για οποιονδήποτε λόγο, τη σεξουαλική παρενόχληση από μέλη της οικογένειας, τους σκληροπυρηνικούς του ισλάμ που αρνούνται κάθε επαφή με τη Δύση, τους περιορισμούς που θέτει η αγκυλωμένη θρησκευτική σκέψη στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων, αλλά και τον σεβασμό στους νεκρούς και τη σχέση με την οικογένεια και τους φίλους μας.

Βαθιά τρυφερό και συγκινητικό, το 10 λεπτά και 38 δευτερόλεπτα σε αυτόν τον Παράξενο Κόσμο αποτελεί συγχρόνως ένα υπερφυσικό και φιλοσοφικό πόνημα, ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με μια λεπτή απόχρωση μυστηρίου, αλλά συνάμα και ένα συναρπαστικό και εξαιρετικά ρηξικέλευθο ανάγνωσμα από άποψη υπόθεσης και αφηγηματικών τεχνικών. Κοινώς, πρόκειται για ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος και το οποίο προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους τους σκεπτόμενους αναγνώστες.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

H μεγάλη εκκαθάριση του Στάλιν

 

Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της Ιστορίας, το οποίο ζήμιωσε τη χώρα του όσο λίγα, διέπραξε ο σκληροπυρηνικός δικτάτορας Ιωφσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουκασβίλι- γνωστός με το προσωνύμι Στάλιν που σημαίνει ατσάλι- όταν αποφάσισε να εξοντώσει όσους θεωρούσε αντιφρονούντες με έναν κύκλο διώξεων που έμεινε γνωστός ως ο "Μεγάλος Τρόμος".

Οι διώξεις ξεκίνησαν το 1936 και θύμα των υπήρξε κυρίως ο Κόκκινος  Στρατός, αλλά και απείθαρχα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, καθώς και στελεχών της κυβέρνησης ή άτομα που θεωρούνταν ύποπτα για οποιοδήποτε λόγο. Επιπλέον οι διώξεις στόχευαν σε ορισμένους κουλάκους-τους πιο εύπορους χωρικούς αγρότες-, αλλά και σε εθνικές μειονότητες της ΕΣΣΔ.

Στο πλαίσιο αυτών των διώξεων έλαβαν χώρα οι Δίκες της Μόσχας, όπου, πολλές φορές, κρατούμενοι αναγκάζονταν να προβούν σε ενοχοποιητικές ομολογίες που τους καταδίκαζαν σε βέβαιο θάνατο. Αυτές οι ομολογίες είχαν προκύψει μετά από εξαναγκασμό τους εξαιτίας επώδυνων βασανιστηρίων.

Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στάλθηκαν στα γκουλάγκ, στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, όπου πέθαιναν σωρηδόν λόγω των απάνθρωπων συνθηκών κράτησης. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και φορτηγά ως θάλαμοι αερίων ως μέθοδος εκτέλεσης, μία μέθοδος, η οποία κατέστη λίγα χρόνια αργότερα προσφιλής στους ναζί.

Το πιο γνωστό θύμα της Μεγάλης Εκκαθάρισης ήταν ο μόλις 44 ετών ιδιοφυής στρατιωτικός και θεωρητικός του πολέμου της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Τουχατσέφσκι, ο οποίος κατηγορήθηκε άδικα ότι συμμετείχε στην "τροτσκική συνωμοσία" κατά του Στάλιν.

Η Μεγάλη Εκκαθάριση διήρκησε τρία σχεδόν χρόνια, ως το 1938 και μετά ξεθύμανε σταδιακά, με αποκορύφωμα το έτος 1937. Τουλάχιστον μισό εκατομμύριο άνθρωποι εξοντώθηκαν κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Τρόμου, με κάποιες εκτιμήσεις να ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων σε ένα εκατομμύριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις εκκαθαρίσεις εκτελέστηκαν 3 από τους 5 στρατάρχες της ΕΣΣΔ, 13 από τους 15 στρατηγούς, 8 από τους 9 ναυάρχους, 50 από τους 57 στρατηγούς των σωμάτων στρατού, 154 από τους 186 στρατηγούς των μεραρχιών, 25 από τους 28 επιτρόπους των σωμάτων στρατού και όλοι οι επίτροποι του στρατού, 16 στο σύνολο.

Καταλαβαίνουμε, επομένως, πόσο πολύ-και δικαίως- θα πανηγύριζε ο Χίτλερ που ο Στάλιν άφηνε ακέφαλο τον στρατό του. Και πράγματι, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η προέλαση των ναζί το 1941 στην ΕΣΣΔ ήταν αρχικά τόσο κεραυνοβόλα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Stephen Weir, Oι χειρότερες αποφάσεις της Ιστορίας και οι άνθρωποι που τις πήραν, εκδ. Κλειδάριθμος, 2010 

-Applebaum Anne, Γκουλάγκ, Η αληθινή ιστορία, εκδ, Ιωλκός, 2009 

-Rayfiled Donald,Οι δήμοι του Στάλιν, εκδ. Μοντέρνοι καιροί, 2011

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Avni Doshi, Καμένη ζάχαρη, εκδ. Κλειδάριθμος, 2021, μετ.Κ. Παπαμιχαήλ, σελ.312

 

https://www.klidarithmos.gr/kameni-zaxari

 

Η σχέση μαμάς και κόρης είναι σαν την καμένη ζάχαρη. Γλυκιά μεν, αλλά με την πίκρα που αφήνει, ενίοτε το καμένο. Τουλάχιστον τέτοια είναι η σχέση της Ινδής Αντάρα και της μητέρας της της Τάρα στο βιβλίο Καμένη ζάχαρη της Αμερικανίδας συγγραφέως και κόρης Ινδών μεταναστών στις ΗΠΑ, Avni Doshi.

Στο βιβλίο αυτό δεν πρωταγωνιστεί η Τάρα ούτε η μητέρα της, αλλά η διαρκώς δοκιμαζόμενη σχέση τους που περνά από ποικίλες φάσεις και διακυμάνσεις. Η Αντάρα πάσχει από Αλτσχάιμερ- ή τουλάχιστον οι γύρω της αυτό συμπεραίνουν - με αποτέλεσμα να θυμάται το παρελθόν επιλεκτικά. Υπό αυτό το πρίσμα, το βιβλίο θίγει ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα της εποχής μας που αφορά όλες τις χώρες και όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος δέρματος και θρησκείας.

Με ένα διαρκές διαλεκτικό παιχνίδι ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, η υπόθεση του βιβλίου εναλλάσσεται ανάμεσα στο δυσάρεστο παρόν της μη λειτουργικής μνήμης της μητέρας της Τάρα και στο δυναμικό παρελθόν της, το οποίο ανατρέχει τον αποτυχημένο γάμο της και την οδύσσεια μιας χωρισμένης μητέρας με την κόρη της που τρέχει πίσω από έναν άστεγο ιδιόρρυθμο καλλιτέχνη. Εν ολίγοις, το βιβλίο αφηγείται το νεανικό παρελθόν της Αντάρα, καθώς και τα παιδικά χρόνια της Τάρα.

Στο οδυνηρό παρόν, η Αντάρα έχει πλέον μεγαλώσει αρκετά και η Τάρα, μητέρα πλέον και η ίδια, είναι παντρεμένη με τον Ντίλιπ, ο οποίος προσπαθεί να βρει τις δικές του ισορροπίες ανάμεσα στις ατέρμονες διαμάχες μητέρας- κόρης, τις οποίες επιτείνει η ασθένεια της μητέρας.

Πέρα από την εξονυχιστική διερεύνηση του ανθρώπινου ψυχισμού, την οποία επιχειρεί η συγγραφέας, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η υπόθεση: η Ινδία, μια χώρα τόσο μακρινή και ξένη προς τους Ευρωπαίους αναγνώστες, για την οποία αξίζει όμως να μάθουμε περισσότερα. Θα εντρυφήσουμε έτσι σε άγνωστες λεπτομέρειες της κοινωνικής και καθημερινής ζωής εκεί, θα παρακολουθήσουμε τα έθιμα ενός ινδικού γάμου και τις περίεργες ινδουιστικές τελετές, θα παρατηρήσουμε όσα οι Βρετανοί άφησαν πίσω φεύγοντας από τη χώρα, θα συμφωνήσουμε με το όνειρο πολλών Ινδών για φυγή στις ΗΠΑ  και θα περιδιαβούμε στους δρόμους της χώρας.

Το βάρος της πρωτοπρόσωπης αφήγησης πέφτει αναμφισβήτητα στις περιγραφές, τόσο των προσώπων, του χώρου και των καταστάσεων, όσο και σε εκείνες του ψυχισμού των ανθρώπωνκαι όχι τόσο στη γρήγορη εξέλιξη της πλοκής. Διαβάζοντας όμως το πόνημα, θα γεννηθούν στο μυαλό μας ερωτήματα του τύπου: Πόσο καλά γνωρίζουμε τον άνθρωπό μας και τους κοντινούς ανθρώπους μας; Αν δεν γνωρίζουμε τόσο καλά όσο πιστεύουμε τους δικούς μας ανθρώπους, μήπως τελικά δεν έχουμε ούτε εμείς την απαιτούμενη για τον εαυτό μας αυτογνωσία; Τι έχει, άραγε, να χωρίσει μια μητέρα και μια κόρη; Είναι δυνατόν να υπάρχει ζήλια στη μεταξύ τους σχέση; Πώς βιώνει το Αλτσάιμερ ο ίδιος ο ασθενής; Μπορεί η κόρη να νιώθει καταπιεσμένη οργή για την μητέρα της που δεν τη φρόντισε όσο έπρεπε όταν εκείνη ήταν παιδί; Ή μήπως τελικά η αγάπη είναι τόσο δυνατή που υπερισχύει όλων των άλλων συναισθημάτων;

Ένα βιβλίο για τον ίδιο τον άνθρωπο, τη μοναδική σχέση μητέρας -κόρης, τον γάμο και το Αλτσχάιμερ στην έξοχη μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Η ΓΡΑΜΜΗ ΜΑΖΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΜΑΝΣΤΑΙΝ

 


    

 Λίγες φορές στην Ιστορία δαπανήθηκαν τόσα πολλά χρήματα για το τίποτα.  Αυτό ακριβώς έγινε στο μεγαλύτερο οχυρωματικό έργο της Γαλλίας, τη Γραμμή Μαζινό, η οποία απέτυχε παταγωδώς να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε.

     Η αποκαλούμενη Γραμμή Μαζινό ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1927 με σκοπό να αποτρέψει μία νέα ενδεχόμενη επίθεση των Γερμανών στα γαλλικά εδάφη. Οι Γάλλοι, μετά την πανωλεθρία τους από τους Γερμανούς κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, θέλησαν να νιώσουν ασφαλείς σε περίπτωση νέας γερμανικής επίθεσης. Έτσι δαπάνησαν τρία περίπου εκατομμύρια γαλλικά φράγκα προκειμένου να κατασκευάσουν μία σειρά οχυρωματικών έργων από τα ελβετικά σύνορα ως το δάσος των Αρδεννών στον βορρά σε συνολικό μήκος, δηλαδή 100 περίπου χιλιομέτρων. Η γραμμή είχε 108 τεράστια οχυρά τοποθετημένα ανά 15 περίπου χιλιόμετρα και εκατοντάδες ενδιάμεσα πυροβολεία. Πήρε το όνομά της από τον εισηγητή του σχεδίου της, τον τότε Υπουργό Πολέμου της Γαλλίας, Αντρέ Μαζινό (1877-1932), τον κύριο εισηγητή του σχεδίου για την κατασκευή της. Ο ίδιος βέβαια δεν πρόλαβε να δει τη γραμμή ολοκληρωμένη.

     Κι όμως, σπάνια στην Ιστορία ένα τόσο ακριβό και περίπλοκο αμυντικό σύστημα δεν αχρηστεύτηκε με τέτοια ταχύτητα. Η αιτία γι’ αυτό ήταν ένας ιδιοφυής στρατηγός των ναζί, ο Έριχ φον Μανστάιν (1887-1973). Αυτός ήταν που πρότεινε στον Χίτλερ την εφαρμογή του Fall Gelb, του αποκαλούμενου Κίτρινου Σχεδίου σχετικά με την εισβολή στη Γαλλία στις 10 Μαΐου του μοιραίου έτους 1940. Το Κίτρινο Σχέδιο στην ουσία πλαγιοκοπούσε τη Γραμμή Μαζινό, αφού προέβλεπε την εισβολή στα εδάφη της Γαλλίας μέσω δύο θυλάκων: του Βελγίου και της Ολλανδίας ως δευτερεύουσα επίθεση υπό τον στρατηγό φον Μποκ και ως κύρια επίθεση μέσω του, αδιάβατου όπως το θεωρούσαν οι Σύμμαχοι, εδάφους των Αρδεννών, υπό τον στρατηγό φον Ρούντστετ . Έτσι το Σεντάν στις Αρδέννες θα σήκωνε το κύριο βάρος της επίθεσης και οι Γερμανοί περίμεναν ότι θα έπιαναν τους Γάλλους στον ύπνο, όπως και πράγματι έγινε!

    Τα πράγματα περιέπλεξε ακόμα περισσότερο εις βάρος των Συμμάχων το γεγονός ότι οι Βέλγοι δεν είχαν επιτρέψει καν την παρουσία γαλλικών στρατευμάτων στο έδαφός τους, αφού φοβόταν μήπως προκαλούσαν τον Χίτλερ. Έτσι, η γερμανική εισβολή του 1940 ήταν πράγματι κεραυνοβόλα όσο και αιφνιδιαστική και κατέληξε στην ήττα και τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας στις 25 του Ιούνη, ένα μήνα, δηλαδή, σχεδόν μετά από την τόσο έξυπνη γερμανική επίθεση που αχρήστευσε αμέσως το πιο ακριβό οχυρωματικό και αμυντικό έργο της Ευρώπης.

 


 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Stephen Weir, Οι χειρότερες αποφάσεις της Ιστορίας και οι άνθρωποι που τις πήραν, εκδ. Κλειδάριθμος, 2010

-1940: Δέκα μέρες που άλλαξαν την Ευρώπη, τόμος 6, Καθημερινή, 1939-1945 Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Annie Ernaux, Τα χρόνια, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 369, μετ. Ρ. Κολαΐτη

 

https://www.metaixmio.gr/el/products/%CF%84%CE%B1-%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%B1

 

" Όλες οι εικόνες θα χαθούν. Εικόνες πραγματικές ή φανταστικές, αυτές που μας ακολουθούν μέχρι τον βαθύ ύπνο. Στιγμιαίες εικόνες λουσμένες μ' ένα αποκλειστικά δικό τους φως".

Τα χρόνια που περνούν δεν είναι παρά στιγμές και εικόνες. Ο αδυσώπητος χρόνος τα παρασέρνει όλα στον διάβα του και αποδεικνύεται αμείλικτος για εμάς τους ανθρώπους. Έτσι, στιγμές, πράγματα και εικόνες που ήταν σημαντικά για εμάς, για τους μελλοντικούς ανθρώπους μπορεί να μην σημαίνουν απολύτως τίποτε. Ακόμα και φράσεις της καθημερινότητάς μας μπορεί πολύ εύκολα να καταδικαστούν στη λήθη. 

Όλα τα παραπάνω είναι το βιβλίο μίας από τις σημαντικότερες συγγραφείς της Γαλλίας, της Annie Ernaux με τίτλο Τα χρόνια. Πρόκειται για μία αυτοβιογραφία γραμμένη όχι σε πρώτο ενικό πρόσωπο, όπως γράφονται συνήθως οι αυτοβιογραφίες, αλλά σε πρώτο πληθυντικό. Εν ολίγοις πρόκειται για μία συλλογική αυτοβιογραφία όπου το "εμείς" υπερτερεί αδιαμφισβήτητα έναντι του "εγώ". Η προτεραιότητα της συγγραφέως σε αυτή την περίπτωση είναι να διηγηθεί το συλλογικό βίωμα, όχι το ατομικό. Και αυτό ακριβώς είναι που κάνει την αυτοβιογραφία αυτή, η οποία θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί και ως "απρόσωπη" ή "διαπροσωπική", ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. 

Για την Ernaux η μνήμη είναι όπως η σεξουαλική επιθυμία:δεν σταματά ποτέ. Πάνω σε αυτό το μότο "χτίζει"το, σπουδαιότερο για πολλούς, από τα βιβλία της, Τα χρόνια. Όπως μας λέει ο Νίκος Μπακουνάκης στο επίμετρο στο τέλος του βιβλίου, η Ernaux δεν παραθέτει απλώς τα γεγονότα του παρελθόντος, αλλά, πρωτίστως, αφηγείται το παρελθόν προκειμένου να το καταλάβει  συναισθηματικά. Υιοθετώντας τη συλλογική προσέγγιση, υποστηρίζει και πάλι ο Μπακουνάκης, πετυχαίνει το ακατόρθωτο: τα δικά της χρόνια να γίνουν και δικά μας.

Η γλώσσα της Ernaux υιοθετεί το εξής οξύμωρο σχήμα: διαθέτει μία απλή πολυπλοκότητα, είναι, δηλαδή, σοφιστικέ και δουλεμένη, αλλά χωρίς να δείχνει επιτηδευμένη. Κοινώς, μοιάζει με ακατέργαστο διαμάντι. Η αφήγηση είναι γραμμική σε ό,τι αφορά τον χρόνο, αλλά διακόπτεται από περιγραφές κυρίως φωτογραφιών. Πολλές φορές δε, η αφήγηση ομοιάζει με σύμφυρμα ακαθόριστων και γενικευμένων σκέψεων, τις οποίες η συγγραφέας θέλει να μοιραστεί με τους αναγνώστες.

Ο καθένας μας θα βρει σε αυτήν την "κοινωνική αυτοβιογραφία" γνώριμα κομμάτια της ευρωπαϊκής ιστορίας του 20ου και του 21ου αιώνα. Αυτό, επομένως, που θα μας κάνει εντύπωση είναι οι ομοιότητες της ζωής και της κοινωνίας της Γαλλίας με τη ζωή και την κοινωνία στην Ελλάδα, οι οποίες είναι περισσότερες από τις διαφορές.

Η Annie Ernaux γεννήθηκε το έτος σταθμό 1940. Γεννημένη στην ύπαιθρο και προερχόμενη από τον αγροτικό-εργατικό κόσμο, μεταπήδησε στον κόσμο των πόλεων στον οποίο εντάχθηκε απόλυτα. Αν μη τι άλλο είναι ξεκάθαρα παιδί της εποχής της.

Το βιβλίο της αποτυπώνει ολοκάθαρα την αίσθηση από όλα τα κομβικά γεγονότα του 20ου και του 21ου αιώνα: τον Πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση, την κυριαρχία της θρησκείας στις ζωές των απλών ανθρώπων τη δεκαετία του '50 και την υποχώρηση αυτής της επίδρασης από το '80 και μετά, το αντισυλληπτικό χάπι, τις εκτρώσεις και τη σεξουαλική απελευθέρωση που αυτά έφεραν στις ζωές εκατομμυρίων γυναικών, την εποχή της αμφισβήτησης με τον Μάη του '68, τον πόλεμο στο Βιετνάμ, την εποχή της παντοδυναμίας της TV, τους hippies, τον χωρισμό σε Δεξιά και Αριστερά, τον Λεπέν και τον Μιτεράν, την πετρελαϊκή κρίση, τη σταδιακή κυριαρχία του διαδικτύου, το AIDS, το millenium, το σοκ από την 11η Σεπτεμβρίου και την απειλή της τρομοκρατίας και όλα όσα χαρακτηρίζουν τον ευρωπαϊκό, κυρίως, τρόπο ζωής κατά τους δύο τελευταίους αιώνες.

Εν κατακλείδι, Τα χρόνια είναι μία δυνατή και ιδιότυπη αυτοβιογραφία, γραμμένη από μία μεγάλη κυρία της γαλλικής λογοτεχνίας στην οποία θα μας συναρπάσει το αφηγηματικό στυλ, η πλούσια γλώσσα, αλλά και η εναργής περιγραφή όσων ζήσαμε όλοι μας στα χρόνια που πέρασαν, περιγραφή η οποία θα μας κάνει να νοσταλγήσουμε και, σε κάποιες περιπτώσεις, να εξιδανικεύσουμε το παρελθόν μας.

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Άννα Γαλανού, Οι τρεις φωτιές, εκδ. Διόπτρα, 2021, σελ. 493

 

https://www.dioptra.gr/vivlio/elliniki-logotexnia/oi-treis-foties/

 

 Ένα βιβλίο για την αδελφική αγάπη είναι Οι Τρεις φωτιές της Άννας Γαλανού, ένα βιβλίο τρυφερό, συγκινητικό, με συναρπαστική συνάμα υπόθεση. Δεν πρόκειται για μια νέα συγγραφική προσπάθεια της πολυγραφότατης Άννας, αλλά για ανατύπωση από τις εκδόσεις Διόπτρα ενός μυθιστορήματός της που γράφτηκε το 2011-2012. Διαπιστώνουμε όμως διαβάζοντάς το, πως η γραφή της Γαλανού είχε από τότε εκείνη τη χαρακτηριστική ζωντάνια και αμεσότητα που τη χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα, όπως και το ταλέντο της να δημιουργεί συναρπαστικές ιστορίες με επίκεντρο πάντα τον ίδιο τον άνθρωπο, τον χαρακτήρα, τις μνήμες, τα βιώματά του και τις σχέσεις του με τους άλλους συνανθρώπους του.

Βασική θεματική εδώ είναι η αδελφική αγάπη, οι οικογενειακές σχέσεις, το δυστοπικό οικογενειακό περιβάλλον και η αρνητική επίδραση που έχει αυτό στα παιδιά μιας οικογένειας. Φυσικά δεν δύναται να λείπει και ο πανταχού παρών έρωτας. Η Ιστορία, μία αγαπημένη ενασχόληση της Άννας Γαλανού, απουσιάζει αυτή τη φορά, όμως η αφηγηματική ποικιλία σε διαφορετικά μέρη, συνήθειες και ανθρώπους αναπληρώνει το κενό και μάλιστα με το παραπάνω.

Στην ουσία δεν πρόκειται για μία ιστορία, αλλά για τρεις και συγκεκριμένα γα τις ιστορίες τριών αδελφών, του Ιάκωβου, του Μάριου και του Αργύρη, τριών αγοριών που το μόνο που τους ενώνει είναι το δύσκολο οικογενειακό παρελθόν τους. Στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από το αφόρητο περιβάλλον ενός αρρωστημένου γάμου, διασκορπίζονται στα πέρατα της γης και προσπαθούν να φτιάξουν τις ζωές τους από την αρχή, δημιουργώντας καινούριες και πιο όμορφες αναμνήσεις.

Ο ένας από αυτούς, ο μεγαλύτερος, ο Ιάκωβος, θα φτάσει μέχρι την Αμερική, όπου, φτασμένο στέλεχος μίας μεγάλης πολυεθνικής, θα δημιουργήσει μεγάλο όνομα και περιουσία στον χώρο των οικονομικών. Όλα όμως έχουν ένα τέλος και ο Ιάκωβος θα γυρίσει πίσω στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στο Ρέθυμνο, όπου θα προσπαθήσει να κάνει και μία ακόμη νέα αρχή, μετά από μία στημένη υπόθεση όπου οι πρώην συνεργάτες του θα προσπαθήσουν να τον κατηγορήσουν και να διασύρουν το όνομά του. Εκεί θα γνωρίσει την Κατερίνα και τον γιο της τον Σήφη και θα ανακαλύψει πως η ουσία της ζωής βρίσκεται, εν τέλει, στα μικρά και απλά καθημερινά πράγματα.

Ο μεσαίος, ο Μάριος, θα μεταναστεύσει στο Παρίσι όπου θα εργαστεί ως νομικός σύμβουλος σε ασφαλιστική εταιρεία και θα γνωρίσει τον έρωτα- ή θα νομίσει ότι θα τον γνωρίσει- στο πρόσωπο της φιλόδοξης μπαλαρίνας Υβόν. Όταν όμως αυτή θα τον εγκαταλείψει για να κυνηγήσει τη δόξα, αυτός θα φύγει και πάλι, αυτή τη φορά για το μικρό γραφικό Κορκ της Ιρλανδίας, όπου η αληθινή Σάλλυ θα αναλάβει να του διδάξει το αληθινό πρόσωπο του έρωτα.

Ο Αργύρης, ο μικρότερος έχει την πιο παράξενη ψυχοσύνθεση από όλους τους αδελφούς. Πρόκειται για ένα παιδί χαρισματικό που, όμως, αντιδρά άσχημα όταν μαθαίνει το μυστικό του πατέρα του, το οποίο και ευθύνεται για την αρρωστημένη κατάσταση που αυτός και οι αδελφοί του βιώνουν στο σπίτι τους. Θα περιπλανηθεί αρκετά και θα θέσει πολλές φορές την υγεία του σε κίνδυνο, πριν αποφασίσει να κατασταλάξει και να δέσει τη ζωή του με ένα εγκαταλελειμμένο παιδί, μία καλή γυναίκα και ένα όμορφο χωριό. 

Τα τρία αδέλφια- ή οι τρεις φωτιές όπως αλληλοαποκαλούνταν μικροί-, είναι η απόδειξη ότι οι άνθρωποι αντιδρούν πολλές φορές εντελώς διαφορετικά απέναντι στις ίδιες δυσκολίες. Άλλος κλείνεται στον εαυτό του, άλλος χάνει την αυτοπεποίθησή του και γίνεται έρμαιο χειριστικών καταστάσεων και άλλος αντιδρά με θυμό και βία απέναντι σε ό,τι τον δυσαρεστεί. Όπως και να χει όμως, οι πληγές των παιδικών χρόνων μένουν πάντα ανοιχτές μέσα μας και δεν επουλώνονται εύκολα.

Αυτό που μας εντυπωσιάζει για άλλη μία φορά στο βιβλίο, όπως και σε όλα τα πονήματα της Άννας Γαλανού, είναι το βάρος που αυτή ρίχνει στις περιγραφές του ψυχισμού των ηρώων της και στην γλαφυρότατη απεικόνιση των τόσο διαφορετικών χαρακτήρων τους. Ο Αργύρης παρουσιάζεται δυναμικός, με έντονη προσωπικότητα, κι όμως κατά βάθος δεν είναι παρά ένα πληγωμένο σπουργίτι το οποίο αδυνατεί να αποβάλει τα φαντάσματα του παρελθόντος που τον στοιχειώνουν. Η Όλγα είναι η προσωποποίηση της λογικής και της σταθερότητας. Ο Μάριος είναι το θύμα, ο άντρας που δίνεται ολοκληρωτικά στην αγάπη και η Σάλλυ η πιο τρυφερή και αληθινή ύπαρξη που θα μπορούσε να γνωρίσει. Ο Ιάκωβος, εργασιομανής που καταλήγει κυνηγημένος και καταφρονεμένος, θα συναντήσει την αυθόρμητη Κατερίνα με το πηγαίο χιούμορ που θα αλλάξει άρδην τη ρότα της ζωής του. 

Έτερες τραγικές φιγούρες μέσα σε όλα αυτά είναι οι γονείς των παιδιών, ο πατέρας Σωκράτης και η μητέρα Μαρίνα, ο καθένας με τον τρόπο του. Είναι εκείνοι οι οποίοι φέρουν την αμέριστη ευθύνη για τα δυσάρεστα οικογενειακά σκηνικά που ο Αργύρης, ο Μάριος και ο Ιάκωβος βίωναν στα παιδικά τους χρόνια. Δυνατότητα όμως για συγχώρεση υπάρχει πάντοτε ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας όπως θα αποδειχτεί.

Η Άννα Γαλανού θα ξεμπλέξει επιδέξια το κουβάρι του ευαίσθητου ψυχισμού των ηρώων της και θα μας προσφέρει ένα ευχάριστο ανάγνωσμα που καθηλώνει τον αναγνώστη με ήρωες τρεις μικρές φωτιές, τρεις άνδρες που ψάχνουν μέσα από τον έρωτα και την αμοιβαία αποδοχή τον δρόμο τους προς την ενηλικίωση και την ψυχική ωριμότητα.

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης-Παναγιώτης Πανταζής, Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, ο Σπουδαίος Έλληνας μαθηματικός, εκδ. Παπαδόπουλος, 2021, graphic novel, σελ.78

 

https://www.epbooks.gr/shop/paidika-neanika-biblia/biblia-gnoseon/konstantinos-karatheodori-o-spoudaios-ellinas-mathimathikos/

 

 Τα graphic novel αποτελούν, πανθομολογουμένως, τον καλύτερο τρόπο προκειμένου να φέρουμε τους αναγνώστες, ιδιαίτερα τους νεαρούς, κοντά στο βιβλίο, αλλά και την Ιστορία. 

Μία τέτοια  έξοχη προσπάθεια αποτελεί το νέο graphic novel των Ιντζέμπελη και Πανταζή με τίτλο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, ο σπουδαίος Έλληνας μαθηματικός, το οποίο αποτελεί την αφήγηση του βίου και των πεπραγμένων του μεγάλου Έλληνα μαθηματικού. Μέσα από την έμπειρη λογοτεχνική ματιά του συγγραφέα Ιντζέμπελη και την καλλιτεχνική του εικονογράφου Πανταζή, ο αναγνώστης κάθε ηλικίας θα μπορέσει εύκολα και γρήγορα να μάθει τα βασικά γύρω από την προσωπικότητα και τη ζωή του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή. 

Η αφήγηση δεν πλατειάζει, ούτε υπεισέρεχεται σε πολλές και κουραστικές λεπτομέρειες, κάτι το οποίο βοηθάει τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει τίποτε για το θέμα να συγκρατήσει τα απολύτως απαραίτητα. Ακόμη όμως και για αυτούς που γνωρίζουν αρκετά για τον βίο του μεγάλου μαθηματικού, το κόμικ αυτό θα προσφέρει μία ευχάριστη επανάληψη των γνώσεών τους και μάλιστα σε μία πρωτότυπη αναγνωστική μορφή. Διότι ενώ υπάρχουν αρκετές βιογραφίες -μυθιστορηματικές ή μη- του Έλληνα μαθηματικού στην ελληνική γλώσσα, κάποιες μάλιστα γραμμένες και πάλι από τον Ιντζέμπελη, η αφήγηση της ζωής του υπό μορφή  graphic novel αποτελεί μία ευχάριστη αναγνωστική καινοτομία.

Ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης οπωσδήποτε είναι ο πλέον κατάλληλος να συγγράψει το παρόν πόνημα, αφού ασχολείται πολλά χρόνια με τη μελέτη του βίου του Καραθεοδωρή, έχοντας συγγράψει μάλιστα και δύο ακόμη βιβλία σχετικά με το θέμα, το Τελευταία εξίσωση και το Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, μυθιστορηματική βιογραφία.

Η εικονογράφηση από τον επίσης έμπειρο Παναγιώτη Πανταζή είναι λιτή, σαφής και σύμφυτη με τα καλλιτεχνικά πρότυπα των graphic novel της εποχής.

Στο εισαγωγικό σημείωμα ο συγγραφέας μας εξηγεί πως ξεκίνησε το πάθος του για την ενασχόληση με τη ζωή του μεγάλου Έλληνα μαθηματικού. Η διήγηση γίνεται ουσιαστικά από τον συγγραφέα Κίμωνα, ο οποίος αναλαμβάνει να γράψει, όπως και ο ίδιος ο Ιντζέμπελης, ένα βιβλίο για τη ζωή του Καραθεορδωρή. 

Το νήμα της αφήγησης αρχίζει από τα νεανικά του χρόνια στην Αίγυπτο και την εργασία του εκεί ως μηχανικός στο φράγμα του Ασουάν. Κατόπιν, συνεχίζει στη Γερμανία με τις σπουδές του ως μαθηματικού, τον διορισμό του αργότερα εκεί ως καθηγητή, τη γνωριμία του με τον Αινστάιν και φτάνει μέχρι τη συνεργασία του με τον Έλληνα πρωθυπουργό Βενιζέλο σχετικά με την οργάνωση του Πανεπιστημίου Σμύρνης, ένα φιλόδοξο όραμα το οποίο δεν έμελε τελικά να ευοδωθεί. Τέλος, περιλαμβάνονται και τα τελευταία χρόνια μετά από την επιστροφή του στη Γερμανία από την Ελλάδα.

Ο Καραθεοδωρή, πέρα από την προσφορά του στον τομέα της επιστήμης του, στη διδασκαλία των μαθηματικών, αλλά και τον σχεδιασμό  της οργάνωσης των πανεπιστημίων της χώρας μας- ο οποίος, δυστυχώς, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ μετά από την αποχώρηση του Βενιζέλου από την  πολιτική σκηνή- ήταν και ένας μεγάλος πατριώτης που δεν δίστασε να θυσιάσει την οικογενειακή ηρεμία του προκειμένου να υπηρετήσει την Ελλάδα. Ακόμη ήταν ένας ήρεμος και προσηνής άνθρωπος, ο οποίος κέρδιζε πάντοτε τον σεβασμό και τη συμπάθεια των γύρω του- αν και στην Ελλάδα πολλοί ήταν εκείνοι που τον πολέμησαν επιβεβαιώνοντας τη διάσημη ρήση "ουδείς προφήτης στον τόπο του".

Σύντομο, εύληπτο και ευχάριστο, το κόμικ αυτό προσφέρεται για ανάγνωση για όλες τις ηλικίες. Επίσης θα ήταν χρήσιμο ανάγνωσμα στις σχολικές βιβλιοθήκες, αλλά και χρήσιμο εργαλείο στους σημερινούς εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να γνωρίσουν στα παιδιά τη μεγάλη αυτή μορφή της επιστήμης, τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή.

Χάρι Μούλις, Υπόθεση 40/61 Η δίκη του Άιχμαν, εκδ. Καστανιώτη, 2021, σελ.247

https://www.kastaniotis.com/ypothesi-40-61-i-diki-tou-aichman-978-960-03-6798-0-c.html
 

 Ένα λογοτεχνικό χρονικό της δίκης του Άντολφ Άιχμαν μας δίνει ο κορυφαίος Ολλανδός λογοτέχνης Χάρι Μούλις στο βιβλίο του  με τίτλο Υπόθεση 40/61 Η δίκη του Άιχμαν.

Το λογοτεχνιακού, αυτό, χαρακτήρα δοκίμιο του γνωστού συγγραφέα, που παρέστη στη διαβόητη δίκη στο Ισραήλ το 1961 με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, μας αφηγείται καρέ καρέ όλη την εξέλιξη μίας από τις μεγαλύτερες δίκες στην Ιστορία.

Ο Άντολφ Άιχμαν, συνταγματάρχης των SS, θεωρείται ένας από τους κύριους αρχιτέκτονες του Ολοκαυτώματος. Μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, διέφυγε τη σύλληψή του με τη βοήθεια του Βατικανού που του χορήγησε διαβατήριο με ένα ψεύτικο ιταλικό όνομα- το Ρικάρντο Κλέμεντ- και κατέφυγε στην Αργεντινή, όπου το 1959 τον ανακάλυψε η ισραηλινή μυστική υπηρεσία Μοσάντ. Το επόμενο έτος ο Άντολφ Άιχμαν απήχθη και μεταφέρθηκε στο Ισραήλ, όπου στις 11 Απριλίου 1961 άρχισε η διαβόητη δίκη. 

Περισσότεροι από εκατό μάρτυρες κατέθεσαν εναντίον του στη δίκη για την απεχθή δράση του κατά τη διάρκεια του πολέμου, ωστόσο ο ίδιος επέμενε πεισματικά να αρνείται την ενοχή του μέχρι το τέλος. Φυσικά, δεν ήταν δυνατόν να αποφύγει την καταδίκη και έτσι εκτελέστηκε στις 13 Μαΐου του 1962 με απαγχονισμό.

Ο Μούλις μετέβη στο Ισραήλ για να παρακολουθήσει και να καταγράψει τα γεγονότα της δίκης ως ανταποκριτής του ολλανδικού περιοδικού Elseviers Weekbald. Τα άρθρα που έστειλε στο περιοδικό συγκεντρώθηκαν και κυκλοφόρησαν υπό μορφή βιβλίου το επόμενο έτος. Ο ίδιος θεώρησε ότι είχε συγγράψει απλά ένα ρεπορτάζ, αλλά, εκτός από τα καθεαυτά γεγονότα της δίκης, ο αναγνώστης εύκολα θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για κάτι πολύ παραπάνω.

Την εποχή που λαμβάνει χώρα η δίκη και ο Μούλις συγγράφει το παρόν πόνημα το ενδιαφέρον για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αναβιώνει. Αρχικά ο Μούλις μας δίνει το πλήρες βιογραφικό πορτρέτο της ζωής και της ψυχοσύνθεσης του Άιχμαν, καθώς και το χρονικό της δραπέτευσής του από τη Γερμανία. Δεν αρκείται στη στείρα παράθεση των γεγονότων της δίκης, αλλά συνάμα διεξάγει και ένα οδοιπορικό στα μέρη όπου έδρασε ο Άιχμαν.

Παράλληλα με το πορτρέτο του ίδιου του εγκληματία Άιχμαν, ο Μούλις σκιαγραφεί ένα γενικότερο πορτρέτο του ίδιου του Κακού, δηλαδή του ρατσισμού και του ναζισμού,
προσωποποιημένο στους σαδιστές και δολοφόνους ναζί. 

Ο αναγνώστης αναπόφευκτα θα θέσει στον εαυτό του το ερώτημα: τι ακριβώς ήταν τελικά αυτός ο Άιχμαν; Τρελός, τέρας, υπέρμετρα ρατσιστής και σαδιστής ή απλά ένας παρανοϊκός και ψυχικά διαταραγμένος άνθρωπος; Το ίδιο ερώτημα φαίνεται να έθεσε και ο συγγραφέας στον εαυτό του, προσπαθώντας να εξηγήσει τα ανεξήγητα.

Οι μνήμες του συγγραφέα από τη ναζιστική κατοχή στην Ολλανδία και το Βέλγιο συνυφαίνονται με τις μαρτυρίες που παραθέτει σχετικά με τη δράση των ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την εξόντωση των Εβραίων και των αντιφρονούντων με δηλητηριώδη αέρια.

Η ιδιότητα, όμως του δημοσιογράφου και του ανθρώπου που αποδοκιμάζει τα εγκλήματα πολέμου, δεν μπορεί να επισκιαστεί από εκείνη του λογοτέχνη. Έτσι, πέρα από την εξαίρετη γλώσσα που κερδίζει αμέσως τον αναγνώστη και το ύφος με την ελαφριά ειρωνική απόχρωση, την ευχάριστη νότα του πονήματος δίνουν οι περιγραφές της χώρας του Ισραήλ από τον συγγραφέα. Παρ' όλο που σκοπός του συγγραφέα δεν είναι οι περιγραφές των τοπίων, εμένα προσωπικά θα μου μείνουν χαραγμένες στη μνήμη από το βιβλίο εικόνες όπως η καυτή έρημος με τους Βεδουίνους, η πολύπαθη Γη της Γαλιλαίας με τους Άραβες και τους Εβραίους να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, οι καμήλες, οι φοίνικες με τους χουρμάδες, αλλά και τα κοπάδια των προβάτων μαζί με τα εγκαταλελειμμένα κάστρα των σταυροφόρων και τις μνήμες της Παλαιάς Διαθήκης. Όλα αυτά έχουν μικρή, αλλά καίρια παρουσία στο πόνημα.

Ένα βιβλίο ιδιαίτερο λοιπόν, είναι το παρόν πόνημα από κάθε άποψη, όπως και το θέμα, εξάλλου, που πραγματεύεται. Για άλλη μία φορά η Λογοτεχνία συναντά επιτυχημένα την Ιστορία, αλλά αυτή τη φορά και τη Δημοσιογραφία, μέσω της πένας ενός μεγάλου λογοτέχνη.

Beth o’ Leary, Η ανταλλαγή, εκδ. Μεταίχμιο

  Αναντίρρητα, δεν είναι όλα τα feelgood μυθιστορήματα ωραία, ούτε και καλογραμμένα. "Η ανταλλαγή" όμως διαθέτει αυτά τα χαρακτηρι...