Πόσο συχνά διαβάζουμε ιστορικά μυθιστορήματα για την περίοδο της Ιταλικής Αναγέννησης; Και μάλιστα υπό τη μορφή ιστορικής και μυθιστορηματικής μονογραφίας, όπως το «Τρεις φωτιές» της Ντενίς Μάινα, για το οποίο θα μιλήσουμε εδώ.
Η Ντενίς Μάινα κατάγεται από τη Σκωτία και, εκτός από συγγραφέας, είναι και παρουσιάστρια τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων. Έχει γράψει ως τώρα δεκαεννέα μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και graphic novels. Το «Τρεις φωτιές», όμως, είναι το πρώτο από τα πονήματά της που μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα, εδώ από τη Μαρία Νεφέλη-Ταμία. Μέσα σε 132 μόλις σελίδες η Ντενίς Μάινα καταφέρνει να μας παρουσιάσει με αναλυτικό τρόπο όλη την πορεία της ζωής του Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα, του πολιτικού και θρησκευτικού συντηρητικού ηγέτη της Φλωρεντίας που έζησε από το 1452 ως το 1498. Ποιος, όμως ήταν αυτός ο άνθρωπος ο οποίος δεν δίστασε να εναντιωθεί σε κάθε μορφή εξουσίας της εποχής του, δηλαδή στον Πάπα και στην πανίσχυρη οικογένεια των Μεδίκων; Η Μάινα αναλαμβάνει να φωτίσει όλες τις πτυχές της ζωής και της δράσης του με τρόπο μυθιστορηματικό, χωρίς αυτό να σημαίνει, πάντως, ότι το βιβλίο της στερείται ιστορικής ακρίβειας.
Η αφήγηση ξεκινάει από την ανάποδη: αρχικά ο αναγνώστης βρίσκεται στη Μεγάλη αίθουσα του Παλάτσο ντέλλα Σινιορία της Φλωρεντίας, όπου, την Τετάρτη 18 Απριλίου του 1498 ο Σαβοναρόλα μετά από βασανιστήρια, ομολόγησε την ενοχή του. Αλλά πώς μετά από τόσον καιρό που ο Σαβοναρόλα απολάμβανε την εξουσία και την αποδοχή του φλωρεντινού λαού κατέληξε να βρεθεί αντιμέτωπος με την επιβολή της θανατικής ποινής;
Ο Σαβοναρόλα, μετά από μία έντονη ερωτική απογοήτευση που είχε το 1470 στράφηκε στον μοναχισμό και, εγκαταλείποντας τις νομικές σπουδές του, συνέχισε να σπουδάζει θεολογία και φιλοσοφία. Κατάφερε να στρέψει την οργή του φλωρεντινού λαού ενάντια στον Πάπα και τους Μεδίκους και να γίνει το όνομά του συνώνυμο του συντηρητισμού και το σκοταδισμού, ιδίως μετά από την πυρά που άναψε στις 7 Φεβρουαρίου του 1497 και έκαψε βιβλία, έργα τέχνης, μουσικά όργανα, αλλά και κάθε λογής σύνεργα καλλωπισμού και της γυναικείας ματαιοδοξίας, όπως καθρέπτες για παράδειγμα. Αυτή η φωτιά αποκλήθηκε «Πυρά της Ματαιοδοξίας».
Όμως, ο ίδιος αυτός ο λαός που τόσο τον είχε στηρίξει στις συντηρητικές επιλογές του, τελικά κουράστηκε από την ασκητική ζωή που αυτός επέβαλε και στράφηκε τελικά εναντίον του. Έτσι φτάσαμε στη σύλληψη, στον άγριο βασανισμό του, στον απαγχονισμό του και στο κάψιμό του στην πυρά μαζί με άλλους δύο «αιρετικούς» καλόγερους στις 23 Μαΐου 1498.
Η αφήγηση της Μάινα είναι εκείνη του εξωτερικού παρατηρητή. Νιώθουμε, καθώς διαβάζουμε ,ότι η ίδια η συγγραφέας είναι εκεί και τον παρατηρεί κατά τη διάρκεια της ζωής του, δίχως να κατακρίνει και να υπεραναλύει τις πράξεις του. Σε αυτό που στέκεται μόνο κατά την αφήγησή της είναι τα συναισθήματά του και οι σκέψεις του.
Η Μάινα ρίχνει μία σύγχρονη ματιά στο σπουδαίο αυτό ιστορικό γεγονός, προσφέροντάς μας, παράλληλα, και μία πολύ καλή ματιά στην Φλωρεντία της Αναγέννησης και βρίσκοντας αναλογίες με τη σύγχρονη εποχή. Είναι χαρακτηριστικό το ότι το βιβλίο της τελειώνει με τα παρακάτω λόγια: «Οι σπίθες από τις φωτιές του εξακολουθούν να καίνε. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι ο απόηχος του Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα».