Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Κρίστοφερ Μ. Γουντχάουζ, Το Μήλον της Έριδος, Ελλάδα: Η ταραγμένη δεκαετία {1940-1949}, εκδ. Μίνωας, 2021, σελ.460


 https://minoas.gr/product/to-milo-tis-eridos/

Η ματιά ενός αυτόπτη μάρτυρα σε ιστορικά γεγονότα είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη, ιδιαίτερα αν πρόκειται για γεγονότα καθοριστικά και για μαρτυρία καθοριστικής σημασίας από ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής.

Τέτοια είναι  και η ματιά του συνταγματάρχη Κρίστοφερ Γουντχάουζ, Βρετανού στρατιωτικού και φιλέλληνα που έζησε από πρώτο χέρι, όντας ο ίδιος στην Ελλάδα, μία από τις πιο ταραγμένες δεκαετίες στην ιστορία μας: τη δεκαετία του '40, οπότε και συνέβησαν σπουδαία γεγονότα, όπως ο Ελληνοϊαταλικός πόλεμος, η γερμανική κατοχή και ο Εμφύλιος Πόλεμος.

Ο Κ.Γ. είχε συνεχή στρατιωτική παρουσία στη χώρα μας από το 1941 ως το 1945 και, κατόπιν, από το 1946 ως το 1951. Όντας αρχικά στην Κρήτη για να οργανώσει την αντίσταση κατά των Γερμανών, συμμετείχε στη συνέχεια στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου τον Νοέμβρη 1942 υπό τις διαταγές του επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, Έντι Μάγερς και γνώρισε προσωπικά τον Ναπολέοντα Ζέρβα και τον Άρη Βελουχιώτη, καθώς και άλλες σημαντικές μορφές της ελληνικής αντίστασης.

 Επιπλέον, μιλούσε άψογα την ελληνική γλώσσα και έτρεφε βαθιά αγάπη για τον ελληνικό λαό. Ήταν βαθύς γνώστης της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας κατά τη διάρκεια της ταραγμένης αυτής δεκαετίας, χωρίς να μεροληπτεί υπέρ κανενός συγκεκριμένου πολιτικού μορφώματος. Επομένως, όσο κι αν ο αναπόφευκτος αντικομμουνισμός και φιλοβρετανισμός του γίνεται φανερός αρκετές φορές μέσα από το έργο του, αποτελεί, κατά βάση, έναν αντικειμενικό εξωτερικό παρατηρητή του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα, ο οποίος είναι και, μοιραία, πιο αποστασιοποιημένος από τα ελληνικά πάθη.

Το έργο του, λοιπόν, αποτελεί μία από τις καλύτερες πρωτογενείς μαρτυρίες για τη δεκαετία του '40 προκειμένου να καταλάβουμε γιατί η Ελλάδα αποτέλεσε το "μήλον της έριδος" μεταξύ του Τσώρτσιλ και του Στάλιν, με τον δεύτερο να επιλέξει τελικά να υποχωρήσει στη διαμάχη, προτιμώντας να κρατήσει την κυριαρχία στα υπόλοιπα Βαλκάνια.

Ο Κ.Γ. δεν κρύβει τη χαρά του για το γεγονός αυτό, θεωρώντας ότι η Ελλάδα υπήρξε τυχερή που γλίτωσε τελικά από την "κόκκινη λάβα του ερυθρού κρατήρα της Ανατολής". Ο ίδιος δεν αποφεύγει να παραδεχτεί επίσης, στην εισαγωγή του βιβλίου του, ότι προσπάθησε να δικαιολογήσει τη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα- πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει το αντίθετο όντας Βρετανός; Καταλήγει όμως, ότι καμία άλλη πολιτική δεν θα είχε επιτυχία υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. 

Ιδού πως περιγράφει ο ίδιος την περίπλοκη πολιτική κατάσταση, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στη χώρα μας:

"Η Ελλάδα έγινε θέμα διαφωνίας, από την οποία, όποτε αυτή προέκυπτε, μπορούσε να εξαρτηθεί η απομάκρυνση της Μεγάλης Βρετανίας από τις ΗΠΑ και αμφοτέρων από την ΕΣΣΔ. Μήλον της έριδος ήταν η Ελλάδα. Η αντιζηλία μεταξύ πολιτικών έγινε ξαφνικά μια άμιλλα για τον ρόλο του Παρισιού. Η εσωτερική πολιτική κατάσταση της Ελλάδας αναπαρήγαγε σε μικρογραφία τον διεθνή ανταγωνισμό της ΕΣΣΔ, των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας. Η αντίθεση αυτή με την ευδαιμονία του 1941 είναι το δεύτερο περίπλοκο γεγονός."

Η δομή του βιβλίου έχει τη μορφή θεατρικού δράματος. Έτσι μετά τον πρόλογο και την εισαγωγή, ο Κ.Γ.  εξετάζει διεξοδικά το υπόβαθρο της σύγκρουσης, κάνοντας μία σύντομη αναδρομή στην Ελλάδα πριν από τον Πόλεμο, δηλαδή στην Ελλάδα του Μεταξά, και, κατόπιν παρουσιάζει τις σκηνές και τους χαρακτήρες του έργου. Τις σκηνές αποτελούν η Αθήνα, το Κάιρο και τα ελληνικά βουνά. Τα προαναφερθέντα αποτελούν τα τρία διαφορετικά μέρη τα οποία φιλοξένησαν τις τρεις μορφές της ελληνικής διακυβέρνησης κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη χώρα, δηλαδή την κατοχική, του βασιλιά και όσων είχαν διαφύγει από τη χώρα, και των Ελλήνων ανταρτών.

Εν συνεχεία, εξετάζει διεξοδικά όλες τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις, το ΕΑΜ, τον ΕΔΕΣ, την ΕΚΚΑ, αλλά και πολλές μικρότερες μικρότερης εμβέλειας όπως  την ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κρητών) για παράδειγμα, καθώς και τα Τάγματα Ασφαλείας και τους Έλληνες πολιτικούς. 

Από τα παραπάνω, επομένως, γίνεται φανερό ότι η ιστορία του Γουντχάουζ είναι κατά βάση πολιτική και διπλωματική. Οπωσδήποτε, ελάχιστοι μόνο ξένοι, αλλά και Έλληνες θα γνώριζαν τόσο επισταμένα τα πολύπλοκα τερτίπια της ελληνικής, αλλά και της διεθνούς πολιτικής σκηνής κατά τη διάρκεια της ταραγμένης εκείνης εποχής.

Στη συνέχεια χωρίζει την αφήγηση του βιβλίου του σε τρεις μεγάλες πράξεις, την πρώτη από τον Απρίλη του 1941 ως τον Γενάρη του 1942, τη δεύτερη από τον Φλεβάρη του 1944 ως τον Γενάρη του 1945 και την τρίτη από τον Απρίλη του 1945 ως το τέλος του Εμφυλίου. Παρεμβάλλει, όμως, στο ενδιάμεσο, και τρία μικρότερα υποκεφάλαια για τις ενδιάμεσες περιόδους των τριών μεγαλύτερων φάσεων καίριας σημασίας.

Στην αυλαία, στο τέλος του βιβλίου, προβαίνει σε κρίσεις για όσα προείπε. Το πίσω μέρος του συγγράμματος περιλαμβάνει, επίσης, ορισμένα πολύ χρήσιμα στον μελετητή της Ιστορίας παραρτήματα. Αυτά παραθέτουν αυτούσια τα κείμενα των σημαντικότερων συνθηκών που υπογράφτηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου από την Ελληνική Κυβέρνηση, τους Βρετανούς και τους αντάρτες, όπως το Σύμφωνο των Εθνικών ομάδων το 1943, τη Σύσκεψη της Πλάκας το 1944, τον Χάρτη του Λιβάνου και τη Συμφωνία της Καζέρτας την ίδια χρονιά, καθώς και την περίφημη συμφωνία της Βάρκιζας στις αρχές του 1945, μία συμφωνία η οποία έγινε το έτερο "μήλον της έριδος" μεταξύ των δυνάμεων του ΚΚΕ και των πολιτικών στην Ελλάδα.

Ο συγγραφέας εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα ήταν ελάσσονος σημασίας για τις Δυνάμεις του Άξονα σε σχέση με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, αλλά και για την ΕΣΣΔ. Καταλήγει, επίσης, στο συμπέρασμα ότι αν οι Βρετανοί είχαν στηρίξει περισσότερο τον ΕΛΑΣ, η Ελλάδα θα είχε γίνει, το δίχως άλλο, κομμουνιστική χώρα. Γι' αυτό, θεωρεί ο Γουντχάουζ, όσο διαιρετική κι αν ήταν αυτή τους η πολιτική, οι Βρετανοί ήταν υποχρεωμένοι να στηρίζουν, ως έναν βαθμό, και τις άλλες αντιστασιακές ομάδες της Ελλάδας. Διερευνά, επομένως, σε βάθος τις βρετανικές προθέσεις, τις οποίες "αγιοποιεί", ίσως, ως έναν βαθμό, αλλά δεν διστάζει να επιρρίψει και ευθύνες εκεί όπου κρίνει απαραίτητο.

Συμπερασματικά, το έργο αυτό του Άγγλου φιλέλληνα θα έπρεπε να διαβαστεί απ' όλους όσους ενδιαφέρονται να γνωρίσουν και μία έτερη προσέγγιση των πολιτικών γεγονότων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου στη χώρα μας. Ένα βιβλίο εξίσου χρήσιμο, τόσο στους απλούς εραστές της Ιστορίας όσο και στους εις βάθος μελετητές της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Γιάννης Δενδρινός, Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους, εκδ. Διόπτρα

  Κοινή παραδοχή είναι ότι όλοι κουβαλάμε μέσα μας κάποια τραύματα, ανεξαρτήτως του πόσο βαθιά είναι αυτά, μερικοί από εμάς από την παιδικ...