Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

Γιάννης Ζυγούλης, Μασάντα, εκδ. 24 γράμματα, 2020, σελ.504


 74μ.Χ., στην πολύπαθη γη της Ιουδαίας, στον βράχο της Μασάντα, την αετοφωλία που είχε χτίσει ο Ηρώδης ο Μέγας, Εβραίοι ξεσηκώνονται ενάντια στη Ρώμη, την εποχή της παντοδυναμίας της. Η εξέγερση των Εβραίων στην Ιουδαία έχει αρχίσει βέβαια ήδη από το 66μ.Χ. και η τιμωρία που οι Ρωμαίοι θα επιφυλάξουν στους επαναστάτες επίκειται πολύ σκληρή. Κι όμως, κάποιοι υψηλόβαθμοι Ρωμαίοι βρίσκουν κι εδώ τον τρόπο για να κρύψουν ένα νεοανακαλυφθέντα θησαυρό και να εξυφάνουν μία συνωμοσία κατά του ίδιου του Ρωμαίου αυτοκράτορα...

Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζεται το ιστορικό μυθιστόρημα "Μασάντα"του Γιάννη Ζυγούλη. Η αλήθεια είναι ότι τα μυθιστορήματα Ελλήνων συγγραφέων, τα οποία αφορούν τη Ρωμαϊκή Περίοδο, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Πόσο μάλλον αν πίσω από αυτά υπάρχει εμπεριστατωμένη έρευνα, αληθινό μεράκι και φαντασία στη πλοκή. Το βιβλίο όμως του Γιάννη Ζυγούλη διαθέτει και τις τρεις αυτές αρετές, οπότε είναι βέβαιο ότι θα το λατρέψουν οι εραστές του ιστορικού μυθιστορήματος και της πολεμικής ιστορίας. 

Το βιβλίο εστιάζει στη ζωή ενός στρατιώτη, του Αετοφόρου Λεύκιου Αιμίλιου Μίλωνα, ενός ανθρώπου αφοσιωμένου στο καθήκον και στην αποστολή του. Ο Λεύκιος έχει αποδείξει στο παρελθόν την αξία του, εντούτοις θα βρεθεί σε λάθος μέρος τη λάθος στιγμή και θα γίνει μάρτυρας μίας συνωμοσίας υψηλόβαθμων αξιωματικών κατά του ίδιου του αυτοκράτορα. Αυτό το γεγονός θα φέρει τα πάνω κάτω στη μέχρι τώρα στρωμένη ζωή του, όπως και ο απρόσμενος έρωτας με την Εβραία χριστιανή, την Εσθήρ. Ο έρωτας αυτός θα σημαδέψει τη ζωή του και θα καθορίσει τις επιλογές του, όπως και οι ανατροπές των συνωμοτών.

Από τη γη της Ιουδαίας, όπου παρακολουθούμε μάχες και σφαγές αθώων, μεταφερόμαστε στη Ρώμη για να βρεθούμε σε σκλαβοπάζαρα, μονομαχίες και στους δρόμους της πολύβουης πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Έτσι, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ταξιδεύομε στην αρχαία Ρώμη μαζί με τους ήρωες του βιβλίου.

Το πόνημα του Γ.Ζ. εστιάζει στη ζωή, τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός στρατιώτη. Ζωή του είναι ο πόλεμος, η αφοσίωση στο καθήκον και στους ανώτερους. Συγκεκριμένα, ο Λεύκιος  είναι ανδρείος, σκληραγωγημένος, μεγαλόφρων προς τους εχθρούς, αλλά αδίστακτος και εκδικητικός όταν το απαιτούν οι περιστάσεις. Η ζωή του είναι μια ζωή δύσκολη, όπως όλων των στρατιωτών, με στερήσεις, ενίοτε όμως και με συγκινήσεις. Μοιράζεται τη συντροφικότητα με τους συμπολεμιστές του, κατά τα άλλα όμως, η ζωή του είναι κατά κύριο λόγο μοναχική, χωρίς οικογένεια. Παρ' όλα αυτά, ο έρωτας είναι το μόνο πράγμα για το οποίο θα θελήσει ο Λεύκιος να αφήσει τη μοναχική ζωή του στρατιώτη.

Η "Μασάντα" περιέχει πολλές πληροφορίες για τον πρώτο ρωμαιο-ιουδαϊκό πόλεμο, για τη ζωή στον ρωμαϊκό στρατό, στους δρόμους της Ρώμης, αλλά και για την καθημερινότητα των ανθρώπων που ζούσαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα βιβλίο που θα μας ταξιδέψει σε μία μακρινή εποχή για την οποία οι περισσότεροι από εμάς ελάχιστα γνωρίζουμε.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι απλή και κατανοητή, φορτισμένη συναισθηματικά και αρκετά συγκινητική, όμως, στα απαραίτητα σημεία. Σε κάθε περίπτωση γίνεται σαφές ότι ο συγγραφέας ξέρει πολύ καλά να χειρίζεται την ελληνική γλώσσα και κατορθώνει μέσω αυτής και της γρήγορης πλοκής να καθηλώσει τον αναγνώστη. Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα που μας παραδίδει ο Γιάννης Ζυγούλης και, κρίνοντας από τη " Μασάντα", μπορούμε να πούμε ότι ο συγκεκριμένος συγγραφέας ήρθε για να μείνει στον χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος.

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Lisa Taddeo, Tρεις γυναίκες, εκδ. Κλειδάριθμος, 2020, σελ.389, μεταφ. Κ. Παπαμιχαήλ


Ένα βιβλίο για τη γυναικεία επιθυμία και ψυχολογία, ένα βιβλίο για το σεξ, τα κίνητρα και τις ανασφάλειες των γυναικών.

Γύρω από τις παραπάνω θεματικές κινείται το βιβλίο της Lisa Taddeο "Τρεις γυναίκες", το οποίο είναι αφιερωμένο στις ζωές τριών γυναικών στη σύγχρονη Αμερική. Η συγγραφέας και δημοσιογράφος Lisa Taddeo συνένωσε και τις δύο τις ιδιότητες για τη συγγραφή του εν λόγω πονήματος, το οποίο κινείται ανάμεσα  στο μυθιστόρημα, το ψυχογράφημα και το δημοσιογραφικό μανιφέστο. Πραγματοποίησε, εξάλλου, εκτενέστατη πολυετή έρευνα και αφιέρωσε χιλιάδες ώρες στη μελέτη των πολύπλοκων ζωών των γυναικών τις οποίες αφηγείται μέσα από τρεις παράλληλα εξελισσόμενες ιστορίες.

Στην πρώτη ιστορία γνωρίζουμε τη Λίνα, μία παντρεμένη μητέρα και νοικοκυρά της οποίας ο γάμος έχει βαλτώσει για τα καλά και αντί για εκρηκτικό πυροτέχνημα στο καυτό θέμα του σεξ θυμίζει λασπερό βάλτο. Όλα θα αλλάξουν για την Λίζα όταν θα συναντήσει και πάλι έναν παλιό έρωτα με τον οποίο θα ταξιδέψει στον έβδομο ουρανό στο επίμαχο ζήτημα, κάτι που θα κάνει τα θεμέλια του γάμου της να τρίξουν.

Στην δεύτερη ιστορία συναντάμε τη Μάγκι, μια δεκαεπτάχρονη μαθήτρια η οποία θα μπλεχτεί σε μια αδιέξοδη σχέση με τον καθηγητή της. Τελικά η υπόθεση θα φτάσει στα δικαστήρια και θα αποκαλύψει  τον συντηρητισμό της αμερικανικής κοινωνίας και την προκατάληψη που αυτή τρέφει ακόμη προς τις γυναίκες.

Η τρίτη αφήγηση είναι αφιερωμένη στη ζωή της Σλόαν, μία ιδιοκτήτρια εστιατορίου. Αυτή είναι παντρεμένη με έναν άντρα ο οποίος έχει ένα αρκετά παράξενο χούι: θέλει να τη βλέπει να κάνει σεξ με άλλους άντρες και γυναίκες. Μήπως όμως έτσι η ίδια κατά βάθος, υποτάσσει τις δικές της επιθυμίες στην βούληση του άντρα της; Η παρουσία ενός νέου άντρα στο κρεβάτι τους που κουβαλά ένα μυστικό θα τα αλλάξει όλα.

Το αξιοσημείωτο στο βιβλίο αυτό είναι ότι δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, δίχως αναστολές και σεμνοτυφίες στις σεξουαλικές περιγραφές που περιλαμβάνει. Αντιθέτως, καταδεικνύει και αναλύει τις πιο μύχιες επιθυμίες των γυναικών, γυμνώνοντας εξ ολοκλήρου την ψυχή τους μπροστά στον αναγνώστη. Αναμφισβήτητα πολλοί άντρες αναγνώστες ενδέχεται να απορήσουν με τις σκέψεις αυτές των γυναικών, τις οποίες, πιθανότατα, ούτε θα υποψιάζονταν ποτέ τους, αν η Taddeo δεν τις καταμαρτυρούσε.

Το βιβλίο της L.T. προσφέρει μια άμεση, ειλικρινή και γλαφυρή αφήγηση για τις ζωές τριών γυναικών στις οποίες κάθε αναγνώστρια θα βρει κάποιο κοινό σημείο για να ταυτιστεί τουλάχιστον με μία από αυτές. Διότι, οπωσδήποτε, οι εμπειρίες των τριών αυτών γυναικών δεν αποτελούν γνώρισμα μονάχα δικό τους, αλλά πάμπολλες γυναίκες ανά την υφήλιο θα βρουν κοινά σημεία και θα έχουν βιώσει, αν όχι τις ίδιες, τότε παρόμοιες εμπειρίες. 

Πέρα από τα άδυτα της γυναικείας ψυχολογίας, το βιβλίο προσφέρει και μια ανάγλυφη περιγραφή της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας. Μέσα από τις αφηγήσεις των γυναικών προβάλλονται τα έθιμα και οι καθημερινές συνήθειες των απλών ανθρώπων σε διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ. Πρόκειται  για ένα βιβλίο το οποίο απευθύνεται πρωτίστως στις γυναίκες, αλλά και σε όσους άνδρες θέλουν να τις γνωρίσουν καλύτερα και να γίνουν κοινωνοί των πιο κρυφών, και ενίοτε αμαρτωλών, σκέψεών τους.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Η Κίνα την εποχή της Δυναστείας των Μινγκ


 

Η πιο ένδοξη δυναστεία στην μακραίωνη κινεζική ιστορία, στην οποία σταθερές δυναστικές κυβερνήσεις εναλλάσσονταν με περιόδους χάους ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια, είναι το δίχως άλλο η δυναστεία των Μινγκ.

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης αυτής της δυναστείας επανιδρύεται ένα άκρως αυταρχικό και συγκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης. Μογγόλοι κατακτητές- ή αλλιώς η δυναστεία Γιουάν-είχαν κατακτήσει την Κίνα και την κυβερνούσαν από το 1279. Μετά την εξέγερση των Κόκκινων Τουρμπανιών κατά των Γιουάν το 1351, εγκαθιδρύεται τελικά από τον Τσου το 1368 η νέα δυναστεία η οποία θα χαρίσει τρεις αιώνες περίπου ευημερίας και σταθερότητας στην αχανή χώρα ως το 1644.

Η ανεξέλεγκτη κρατική διαφθορά, καθώς και ορισμένες φυσικές καταστροφές και επιδημίες είχαν προκαλέσει ολική σχεδόν ανατροπή της τάξης στην Κίνα των Γιουάν. Ο Τσου ήταν ικανότατος στρατηγός ο οποίος έλαβε μέρος στην εξέγερση κατά των Γιουάν και ξεκίνησε την επανάκτηση της χώρας του. Οι τελευταίοι Μογγόλοι εκδιώχτηκαν το 1382 από τη χώρα. Ο Τσου πήρε το προσωνύμιο Χονγκ Βου, ήτοι Μέγας Πολεμιστής και ξεκίνησε την αναδιοργάνωση της χώρας. 

Ο αγροτικός πληθυσμός ήταν σε κατάσταση μεγάλης ένδειας λόγω της απληστίας των φοροεισπρακτόρων. Ο Χονγκ μετέθεσε την ευθύνη της φορολογίας στις ίδιες τις αγροτικές κοινότητες και κατήργησε τη δουλεία. Δόθηκαν επίσης κτήματα σε ακτήμονες χωρικούς. Ο ρυθμός εργασίας του αυτοκράτορα, ο οποίος δρούσε εκτός από στρατηγός και ως πρωθυπουργός, ήταν πραγματικά εξοντωτικός. Εξέταζε διεξοδικά πάνω από 1.500 έγγραφα την εβδομάδα. Παράλληλα ο Χονγκ  περιόρισε και την επιρροή του στρατού φροντίζοντας να επιστρέφουν οι πολέμαρχοι για κάποιους περιόδους στην πρωτεύουσα, προκειμένου να μην αποκτούν υπέρμετρη δύναμη και στασιάσουν κατά του αυτοκράτορα. Δόθηκε επίσης ώθηση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αν και αυτή ήταν κάπως συντηρητική αφού βασιζόταν στα Τέσσερα Βιβλία και τα Πέντε Κλασικά της θεωρίας του Κομφικιανισμού.

Η διοίκηση επί της διακυβέρνησης του Χονγκ Βου μπορεί να έγινε πιο αποτελεσματική, έγινε όμως σίγουρα και πιο αυταρχική, αφού οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα έπρεπε να γονατίσουν μπροστά του ακουμπώντας το κεφάλι τους στο δάπεδο ως ένδειξη αναγνώρισης της απόλυτης υπεροχής του. Οι καινοτομίες γενικά δεν ήταν επιθυμητές και οι μέθοδοι της γραφειοκρατίας ήταν απαρχαιωμένες. Οι δημόσιοι υπάλληλοι διορίζονταν μετά από αυστηρές εξετάσεις και, σε αντίθεση με την ατιμωρησία που επικρατεί σήμερα, αυτοί μαστιγώνονταν μέχρι θανάτου σε περίπτωση παραμέλησης του καθήκοντος. Ο Χονγκ Βου ήταν επιπλέον βίαιος και καχύποπτος σε παρανοϊκό βαθμό. Το 1382 ίδρυσε μία μυστική αστυνομία, τη Φρουρά με τις Κεντημένες Στολές, η οποία κατέπνιγε κάθε υποψία αντίστασης. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η δυναστεία να μην γνωρίσει σοβαρές εξεγέρσεις από τους στρατιωτικούς ή αριστοκράτες και να διατηρήσει απρόσκοπτα την εξουσία ως τον 17ο αιώνα.

Επί του διαδόχου του Χονγκ Βου, του Γιονκλ, μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα από τη Νανκίν στο Πεκίνο και ξεκίνησε να χτίζεται η Απαγορευμένη Πόλη, το περίφημο αυτοκρατορικό παλάτι με τα περισσότερα από 9.000 δωμάτια. Ξεκίνησε επίσης εκείνη την εποχή ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κατασκευής δημοσίων έργων, όπως η διαπλάτυνση του Μεγάλου Καναλιού και η ανέγερση του μεγαλύτερου μέρους του Σινικού Τείχους, του κολοσσιαίου έργου του οποίου η κατασκευή είχε ξεκινήσει από τα προχριστιανική χρόνια και προχωρούσε σταδιακά κατά καιρούς. Οι  επιδρομές από τους νομάδες του Βορρά είχαν ενταθεί εκείνη την περίοδο, οπότε μία ισχυρή αμυντική οχύρωση που θα τους συγκρατεί κρίθηκε αναγκαία. Για να τονιστεί η επικινδυνότητα των μογγολικών εισβολών αξίζει να αναφερθεί ότι το 1449 ο αυτοκράτορας Τσενγκ Τονγκ ηγήθηκε μίας εκστρατείας εναντίον των Μογγόλων η οποία στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 500.000 στρατιώτες.

Το πιο σημαντικό όμως επίτευγμα της δυναστείας ήταν η προώθηση του παγκόσμιου εμπορίου, της διπλωματίας και των ερευνητικών ταξιδιών.

Πριν ο Χριστόφορος Κολόμβος ανοίξει πανιά για τον νέο κόσμο ο ναύαρχος Ζενγκ Χε, ευνουχισμένος μουσουλμάνος μογγολικής καταγωγής που αιχμαλωτίστηκε ως μικρό αγόρι από τους Μινγκ, ανέλαβε το εγχείρημα να πραγματοποιήσει μία σειρά από ερευνητικά ταξίδια με στόχο της επιβεβαίωση της υπεροχής και της κυριαρχίας του Κινέζου αυτοκράτορα. Έτσι, μεταξύ του 1405 και του 1433 πραγματοποιήθηκαν εφτά ερευνητικά ταξίδια με έναν στόλο ο οποίος αριθμούσε πάνω από 300 πλοία. Τα εξήντα περίπου από αυτά είχαν μήκος πάνω από 13 μέτρα, ενώ το πλήρωμα ανερχόταν περί τους 27.000 άνδρες. Ο Ζενγκ Χε περιέπλευσε όλον τον Ινδικό Ωκεανό φτάνοντας μέχρι την ανατολική Αφρική, την Αραβία, ακόμη και την Καραϊβική και τη Γροιλανδία διαμέσου του Ατλαντικού σύμφωνα με ορισμένους μελετητές. Εκτός από αγαθά και διπλωματικές συμφωνίες, ο Ζενγκ Χε έφερε πίσω στην πατρίδα του και τα πρώτα εξωτικά ζώα, όπως καμηλοπαρδάλεις, ζέβρες και στρουθοκαμήλους.

Δυστυχώς όμως ο Ζενγκ Χε, ο οποίος θα μπορούσε να είχε κάλλιστα εποικίσει εκείνος πρώτος την Αμερική πριν από τον Κολόμβο-αλλά μετά από τους Βίκινγκς βέβαια!- έπεσε θύμα των δυνάμεων του συντηρητισμού. Ο αυτοκράτορας Χονγκσί, ο οποίος διαδέχτηκε τον Γιονκλ πείστηκε από συμβούλους του και μελετητές του Κομφούκιου ότι το κόστος των ταξιδιών αυτών ήταν πολύ μεγάλο και ότι η Κίνα θα έπρεπε να απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι, περί το 1500  αποφασίστηκε ότι η ναυπήγηση ποντοπόρου σκάφους ήταν κακούργημα και διέγραψε το όνομα του φημισμένου ναυάρχου από τα κρατικά αρχεία. Ήταν το τέλος των εξερευνήσεων για την Κίνα.

Παρ' όλα αυτά, η Κίνα της δυναστείας των Μινγκ  έχει να επιδείξει αρκετά στρατιωτικά και εμπορικά κατορθώματα. Εκτός από τις τέσσερις εκστρατείες κατά της Μογγολίας, επί των Μινγκ επετεύχθη και η ενσωμάτωση του Βιετνάμ στην αυτοκρατορία. Εκείνη την περίοδο επίσης, όταν δηλαδή οι Ευρωπαίοι άρχιζαν σιγά σιγά τον αποικισμό του Νέου Κόσμου και την εμπορική επέκταση, άρχισε η Κίνα να προσελκύει το ενδιαφέρον των Πορτογάλων. Το 1514 πορτογαλικός στόλος έφτασε στην Καντόνα και το 1557 η χώρα εγκατέστησε μόνιμη βάση στο Μακάο. Ακολούθησαν βεβαίως οι Ισπανοί, έπειτα οι Ολλανδοί και πολύ αργότερα, κατά τον 19ο αιώνα, οι Άγγλοι. Οι ίδιοι οι Κινέζοι την εποχή της παντοδυναμίας τους επί της δυναστείας των Μινγκ είχαν ιδρύσει εμπορικές αποικίες στην Ιάβα και έλεγχαν μεγάλο μέρος του εμπορίου της ΝΑ Ασίας. Οι δε Ευρωπαίοι πλήρωναν αδρά για να προμηθευτούν τις περίφημες κινέζικες πορσελάνες και το κινέζικο μετάξι.

Οι τελευταίοι Μινγκ όμως έμελλε να ταλαιπωρηθούν από τα ίδια προβλήματα τα οποία είχαν φθείρει και τη δυναστεία των Γιουάν. Κακές σοδειές, λιμοί και πλημμύρες προκάλεσαν τοπικές εξεγέρσεις. Συγχρόνως, οι Μαντσού, λαός από τη Μαντζουρία επωφελούμενος από την ήδη ταραγμένη κατάσταση, πραγματοποίησε επιδρομές στα αυτοκρατορικά εδάφη και ίδρυσε τελικά ένα κράτος στη Μαντζουρία κατά μήκος των κινεζικών γραμμών. Μετά από μία τοπική εξέγερση του Λι Ζιτσενγκ οι ίδιοι οι Μινγκ, όντας εξασθενημένοι, κάλεσαν σε βοήθεια τους Μαντσού για να τον εξουδετερώσουν. Αυτή ήταν και η ευκαιρία που περίμεναν. Εισέβαλαν στην πρωτεύουσα και εκθρόνισαν τον τελευταίο αυτοκράτορα των Μινγκ εγκαθιδρύοντας τη νέα δικής τους δυναστεία των Τσινγκ.

Ο πληθυσμός πάντως επί της δυναστείας των Μινγκ στην Κίνα, από τα 60 εκατομμύρια που αριθμούσε όταν ανέβηκαν στην εξουσία είχε τριπλασιαστεί σχεδόν την εποχή που η δυναστεία έφθινε. Παρά τις καταστροφές των τελευταίων χρόνων της διακυβέρνησής τους, μία νέα εύπορη εμπορική τάξη στις επαρχίες είχε εδραιωθεί. Πολλά από τα στοιχεία που ο Χονγκ Βου είχε θεσπίσει σχετικά με τις μεθόδους διακυβέρνησης μεταφέρθηκαν αυτούσια και στη διάδοχη δυναστεία των Τσινγκ. Και αυτό ακριβώς το γεγονός ήταν που προσέδωσε ενότητα και ευημερία στην Κίνα, κάτι που οι Ευρωπαίοι της εποχής συνέχισαν να θαυμάζουν για πολλούς αιώνες ακόμη πριν αυτοί αποκτήσουν το επάνω χέρι στην τεχνολογία και το εμπόριο τον 19ο αιώνα.

BIΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Menzies Gavin, 1421 Η Κίνα ανακαλύπτει τον κόσμο, εκδ. Ψυχογιός, 2004, Αθήνα
-Κιτσίκης Δημήτρης, Συγκριτική ιστορία Ελλάδος-Κίνας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, εκδ. Ηρόδοτος, 2007, Αθήνα
-Η ιστορία με απλά λόγια, εκδ. Κλειδάριθμος, 2020, Αθήνα
-Jonathan Holslag, Παγκόσμια πολιτική ιστορία, εκδ. Μεταίχμιο, 2019, Αθήνα

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Χοσέ Κάρλος Σομόθα, Το σπήλαιο των Ιδεών, εκδ. Πατάκη, επανέκδοση 2020, σελ.419, μετ. Μ. Παναγιωτίδου

Για πολλούς αναγνώστες αυτό θα είναι το πιο αλλόκοτο βιβλίο που έχουν διαβάσει ποτέ. Πράγματι, Το σπήλαιο των Ιδεών του Ισπανού συγγραφέα και ψυχίατρου Χ.Κ. Σομόθα αποτελεί μία αναγνωστική πρόκληση για κάθε ψαγμένο αναγνώστη, λάτρη της φιλοσοφίας, της αρχαίας Ελλάδας, αλλά και των αστυνομικών μυστηρίων.

Το Σπήλαιο των Ιδεών είναι όλα αυτά μαζί: αστυνομικό και ιστορικό μυθιστόρημα, φιλοσοφικό θρίλερ και συγχρόνως ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με πολλές προεκτάσεις, το οποίο επιδέχεται πολλές ερμηνείες και θεωρήσεις. Σε κανένα άλλο βιβλίο δεν λαμβάνει χώρα αυτό το μοναδικό παιχνίδι μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη. Διότι σε αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας πραγματικά παίζει με τον αναγνώστη του.

Στην ουσία έχουμε δύο παράλληλες ιστορίες. Η πρώτη εκτυλίσσεται στην αρχαία Αθήνα την εποχή όπου αυτή είναι στις δόξες της και αφορά έναν μυστηριώδη φόνο ενός λαμπρού μαθητή της Πλατωνικής Ακαδημίας. Τον φόνο αναλαμβάνει να εξιχνιάσει ο Αποκρυπτογράφος Αινιγμάτων Ηρακλής Πόντωρ μαζί με τον πλατωνικό φιλόσοφο και δάσκαλο του δολοφονημένου νέου Διαγόρα. Ο πρώτος είναι οπαδός της τετράγωνης λογικής, ενώ ο δεύτερος λειτουργεί περισσότερο με τη διαίσθηση και το συναίσθημα.

Η ιστορία όμως αυτή του μυστηρίου στην αρχαία Αθήνα, δεν αποτελεί παρά μία μεταφραστική απόπειρα ενός μεταφραστή στη σύγχρονη εποχή. Αυτό μας φέρνει στη δεύτερη παράλληλη ιστορία του σήμερα, εκείνη της μετάφρασης του κειμένου το οποίο περιέχει την πρώτη ιστορία. 

Το κείμενο του βιβλίου του Σομόθα είναι γεμάτο με τις υποσημειώσεις του ήρωα-μεταφραστή, υποσημειώσεις οι οποίες φυσικά αποτελούν τμήμα της κυρίως αφήγησης και είναι γραμμένες από τον ίδιο τον συγγραφέα.- και όχι τον μεταφραστή στα ελληνικά- Αυτές οι υποσημειώσεις, λοιπόν, αποτελούν τη δεύτερη παράλληλη ιστορία, η οποία σχετίζεται με την αρχαία κυρίως επειδή ο μεταφραστής, καθώς δουλεύει τη μετάφραση του κειμένου, διακρίνει σε αυτήν ομοιότητες με τη δική του ζωή. Και εκεί ακριβώς είναι που ο μεταφραστής αρχίζει να τρελαίνεται και να διαπιστώνει πως κάτι δεν πηγαίνει και πολύ καλά... Οι ήρωες της αρχαίας ιστορίας παρακολουθούνται από σκοτεινά, πανίσχυρα και κακόβουλα πρόσωπα. Μήπως παρακολουθείται και ο ίδιος ο μεταφραστής; Αυτό αναρωτιέται και αρχίζει σιγά σιγά να αμφιβάλει για την πνευματική του ακεραιότητα. Υποθέτει ακόμη πως το κείμενο το οποίο μεταφράζει είναι ειδητικό, περιέχει δηλαδή κάποιες κρυμμένες λέξεις κλειδιά οι οποίες επαναλαμβάνονται σε καίρια σημεία στο σώμα του κειμένου.

Οι δύο παράλληλες ιστορίες κορυφώνονται σταδιακά και μαζί τους και η αγωνία του αναγνώστη. Εκτός από άφθονη δράση, το μυθιστόρημα περιέχει αρκετές φιλοσοφικές συζητήσεις γύρω από διάφορες έννοιες και ιδέες, οι οποίες όμως δεν καθυστερούν τη δράση και την εξέλιξη της πλοκής. Συν τοις άλλοις περιέχονται και αρκετές πληροφορίες σχετικά με την αρχαία Ελλάδα, τον Πλάτωνα και την Ακαδημία του, τη ζωή στην αρχαία Αθήνα, τα Ιερά Μυστήρια και τις Διονυσιακές τελετές.

Τελικά ο συγγραφέας καταφέρνει να ξεμπλέξει με τρόπο εξαιρετικά επιδέξιο το κουβάρι που ο ίδιος δημιούργησε στο μυαλό του αναγνώστη του. Δεν χώρα αμφιβολία ότι η γραφή του Σομόθα είναι υψηλού επιπέδου, το ίδιο και η τεχνική της συγγραφής, και ότι το μυθιστόρημα βρίθει καινοτόμων ιδεών σε ό,τι αφορά τόσο τη μυθιστορία όσο και την τεχνική. Μέσα στον εκδοτικό κορεσμό της εποχής μας, ο οποίος πολλές φορές ανακυκλώνει εν μέρει τα ίδια και τα ίδια αναγνώσματα, το Σπήλαιο των Ιδεών αποτελεί μία αξιοπρόσεκτη και ξεχωριστή αναγνωστική επιλογή.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Ρένα Κύρκα, Χρυσούλα Βαρδαλή, Χαραγμένα σε πηλό, εκδ. Πηγή, 2020, σελ.398



Χαραγμένα όχι σε πηλό, αλλά σε χαρτί είναι τα κείμενα που αποτελούν την πρώτη επίσημη συγγραφική προσπάθεια των συγγραφέων Ρένα Κύρκα και Χρυσούλα Βαρδαλή με τίτλο "Χαραγμένα σε πηλό". Το βιβλίο αυτό αποτελεί μία πρωτότυπη και αρκετά ασυνήθιστη αναγνωστική επιλογή, αφού, από τη μία, δεν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα αλλά ουσιαστικά για δύο που συνδέονται βέβαια μεταξύ τους και, αφετέρου, επειδή είναι ένα από τα ελάχιστα βιβλία της ελληνικής βιβλιογραφίας που ασχολείται με τον αρχαίο πολιτισμό των Βαβυλωνίων.

Το πρώτο μυθιστόρημα του βιβλίου, το οποίο τιτλοφορείται "Ο φίλος του Θαλή" και είναι γραμμένο από τη Ρένα Κύρκα, διαδραματίζεται στην Μεσοποταμία και την Ιωνία του 6ου προχριστιανικού αιώνα, τότε δηλαδή που η κραταιά αυτοκρατορία των Βαβυλωνίων υποχωρούσε μπροστά στην επεκτατική δύναμη της ανερχόμενης αυτοκρατορίας του Κύρου του Μεγάλου, δηλαδή της Περσίας.

Ο έμπορος Λαλίγια πραγματοποιεί ένα ταξίδι στη γη της Ιωνίας προκειμένου να συναντήσει τον φίλο του, Θαλή τον Μιλήσιο. Στην μακριά και επικίνδυνη διαδρομή του τον συντροφεύουν ο γραφέας Ουμπάρ και η Μπελίτ, η κόρη ενός γνωστού αστρονόμου. Στην επιστροφή ο καθένας τους θα κουβαλά και ένα πήλινο πλακίδιο εμ τις αναμνήσεις τους από τη γη της Ιωνίας.

Και είναι ακριβώς αυτά εδώ τα πλακίδια τα οποία αποτελούν τον συνδετικό κρίκο με τη δεύτερη μυθιστορία, εκείνη της Χρυσούλας Βαρδαλή με τίτλο "Για το θησαυρό της Παλμύρας" και μας φέρνουν σε αυτή.

Η ιστορία αυτή, εντελώς διαφορετικής φύσεως και υφολογίας, διαδραματίζεται στη σύγχρονη εποχή, στον 21ο αιώνα μ.Χ. Εδώ πρωταγωνίστρια είναι η Δάφνη Νάμεκ, μία χριστιανή από τη Συρία η οποία θα ζήσει το δράμα της προσφυγιάς. Η Δάφνη θα γίνει ο μεσάζοντας ανάμεσα στους αρχαιολόγους και του πολύτιμου πήλινου πλακιδίου του Θαλή του Μιλήσιου, το οποίο βρέθηκε σε μία ανασκαφή και κινδυνεύει να καταστραφεί αν πέσει στα χέρια των φανατικών ισλαμιστών. Και σαν αν μην έφτανε αυτό, κατά των ταραγμένων αυτών ημερών, τότε που ολόκληρη η Μέση Ανατολή φλέγεται, η μητέρας της Δάφνης την πληροφορεί ότι εξαφανίστηκε ο μικρότερος αδελφός της.

Οι δύο μυθιστορίες λειτουργούν συμπληρωματικά από κάθε άποψη. Η πρώτη, με γλώσσα πιο ποιητική και μεταφορική, δίνει το βάρος στην Ιστορία, η δεύτερη, με γλώσσα πιο ρεαλιστική και ωμή, ασχολείται, θέλοντας και μη, περισσότερο με την πολιτική, το προσφυγικό ζήτημα και το ακανθώδες πρόβλημα του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Βιβλίο πλουραλιστικό, με κατατοπιστικές, καλοδουλεμένες περιγραφές, στέλνει ένα ισχυρό αντιπολεμικό μήνυμα και υπενθυμίζει σε όλους μας τις δυσκολίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι όσοι συνάνθρωποί μας ζουν σήμερα στη Ζώνη του πυρός της Μέσης Ανατολής, δυσκολίες τις οποίες εμείς, στην καλά προφυλαγμένη ειρηνική φωλιά μας, προτιμούμε να αποδιώχνουμε συνήθως από τη σκέψη μας.

Το βιβλίο, συν τοις άλλοις, αποτελεί σπουδαία πηγή πληροφοριών για τον αρχαίο πολιτισμό των Βαβυλωνίων, το εμπόριό τους, τη γραφή τους, αλλά και για τη σχέση που είχαν οι Βαβυλώνιοι με τους Έλληνες της Ιωνίας. Αρχαίοι Έλληνες, Βαβυλώνιοι, Πέρσες, Λιβανέζοι, Τούρκοι, Σύριοι και σύγχρονοι Έλληνες, ήρωες από όλους αυτούς τους λαούς παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου, το οποίο υπόσχεται να μας ταξιδέψει όσο πιο βαθιά γίνεται στα ιστορικά μονοπάτια του Χρόνου και στα πολύπαθα εδάφη της Μέσης Ανατολής.

Ντίνος Πετράκης, Μιχάλης Ανυφαντής, εκδ. Βακχικόν, 2020, σελ.201

 Ο Μιχάλης Ανυφαντής είναι ένας άνθρωπος από αυτούς που δεν θα θέλαμε να έχουμε για φίλο μας, τουλάχιστον όσοι από εμάς διαθέτουμε ακόμη κάποιες ηθικές αρχές. Ο Μιχάλης Ανυφαντής είναι με τον τρόπο του ένας αντιήρωας πρωταγωνιστής, κάτι το οποίο δεν συνηθίζεται και πολύ στη λογοτεχνία για τους βασικούς ήρωες του βιβλίου.

Τον αντιήρωα αυτόν νομίζω ότι τον αντιπαθεί κανείς από την πρώτη κιόλας πρόταση του βιβλίου. Ο Ντίνος Πετράκης γράφει για ένα κόσμο τον οποίο όλοι μας μεν απεχθανόμαστε, αλλά τον συναντάμε παντού γύρω μας, ιδίως στη σημερινή Ελλάδα της παρακμής, της οικονομικής κατάπτωσης, του φατριασμού, του καιροσκοπισμού και του ανελέητου κυνηγιού για το κέρδος και την προσωπική προβολή.

Η υπόθεση του μυθιστορήματος καλύπτει χρονικά τα έτη των "παχιών αγελάδων", δηλαδή τη δεκαετία του '80, μέχρι τη σημερινή εικόνα της παρακμής- διαφθορά υπήρχε και τότε, και άφθονη μάλιστα. Ο Μιχάλης Ανυφαντής μεγαλώνει στον Κορυδαλλό σπουδάζοντας νομική, μαζί με την αδελφή του που σπουδάζει νοσηλεύτρια και τους γονείς τους, οι οποίοι, όπως φαίνεται, δεν αποτελούν και πρότυπα ηθικής για τα παιδιά τους, Αντιθέτως, τα μεγαλώνουν με τη συμβουλή να έχουν πάντοτε πλάτες μέσα στο κυρίαρχο κόμμα- αν και όχι μόνο σε αυτό, αλλά καλύτερα σε όλα, έτσι ώστε οι "πλάτες" να είναι πάντα εξασφαλισμένες, όποιο κόμμα κι αν είναι στην εξουσία.



Τόσο ο Μιχάλης, όσο και η Μυρτώ θα επιτύχουν τους υψηλούς τους στόχους μεγαλώνοντας. Η Μυρτώ θα γίνει προϊσταμένη και ο Μιχάλης επιφανής δικηγόρος. Και οι δυο τους θα πραγματοποιήσουν επιτυχημένους γάμους με μέλη της υψηλής κοινωνίας που θα τους βοηθήσουν να ανέλθουν κοινωνικά και θα κάνουν οικογένεια. Θα κατορθώσουν όμως να γίνουν ευτυχισμένοι;

Ο Μιχάλης πράγματι νομίζει ότι είναι επιτυχημένος και ευτυχισμένος. Όταν θα συνειδητοποιήσει το αληθινό νόημα της ευτυχίας θα είναι πλέον αργά για εκείνον. Γιατί στην ουσία η ζωή του δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια τραγωδία. Το τέλος μπορεί να θεωρηθεί εν μέρει απρόβλεπτο μεν, αλλά και αναμενόμενο από μια άλλη άποψη. Πρόκειται πραγματικά για ένα βιβλίο στο οποίο ο αναγνώστης δεν θα συμπαθήσει ούτε έναν χαρακτήρα, πλην των πάντοτε αθώων παιδιών, τα οποία εδώ παίρνουν ακουσίως και τον ρόλο του θύματος. Άνθρωποι που λατρεύουν το κέρδος και την εξουσία, άνθρωποι ανάλγητοι και αδιάφοροι, στυγνοί επαγγελματίες, άνθρωποι ψυχροί και κοφτεροί σαν το πιο κρύο ατσάλι, καιροσκοπικοί, συμφεροντολόγοι και μικρόψυχοι, έτσι μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τους νεόπλουτους και φαντασμένους ήρωες του βιβλίου του Ν.Π.

Ο συγγραφέας όμως δεν επιλέγει τυχαία τους ήρωές του. Το μυθιστόρημά του αποτελεί μία σύγχρονη κραυγή αγωνίας στη σημερινή ηθική κατάπτωση της κοινωνίας. Ακολουθεί δε τη δομή μιας αρχαίας τραγωδίας, αφού ενίοτε παρεμβάλλει χορικά και στάσιμα με αποφθευγματικά και συμβολικά λόγια έξωθεν παρατηρητών στα τέλη ορισμένων κεφαλαίων. Τα χορικά αυτά δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να προαναγγέλουν την αναπόφευκτη πτώση του Μιχάλη: την άνοδο, την ύβρη και τη νέμεση, όχι όμως και την κάθαρση. Διότι στο τέλος δεν αποδίδονται παρά "τα του Καίσαρος τω Καίσαρι". Και το βιβλίο του Ν. Π. παραμένει μία δυνατή και διδακτική τραγωδία από την αρχή μέχρι το τέλος του.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Χρήστος Μότσιας, Τι έτρωγαν οι Βυζαντινοί, εκδ. Κάκτος, 1998, σελ.222



 Η κομψή, ευκολοδιάβαστη και μικρή σε μέγεθος μελέτη του Χρήστου Μότσια "Τι έτρωγαν οι Βυζαντινοί" αποτελεί την καλύτερη αναγνωστική επιλογή για όσους επιθυμούν να πλουτίσουν τις γνώσεις τους σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες των Βυζαντινών.

Μπορεί να είναι μικρή μεν σε μέγεθος, δύσκολα όμως θα μπορούσε να είναι πιο πλήρης. Δεν αφήνει κυριολεκτικά κάθε πτυχή  που να  σχετίζεται με τη διατροφή χωρίς να αναφερθεί σε αυτήν, ύστερα από επισταμένη έρευνα των πηγών, τις οποίες παραθέτει σχολαστικά, τόσο ως βιβλιογραφία στο τέλος, όσο και πολυάριθμα αποσπάσματά τους εμβόλιμα στο σώμα του κειμένου.

Λαχανικά, φρούτα, όσπρια, οίνος, κρεατικά, είδη ψωμιού, πουλερικά και αναψυκτικά των Βυζαντινών, ακόμη και τα οικιακά σκεύη, όλα αναλύονται και εξετάζονται λεπτομερώς. Ο Χ.Μ. μας παραθέτει επίσης τα τρόφιμα τα οποία ήταν άγνωστα στους Βυζαντινούς όπως η ζάχαρη, το καλαμπόκι, η ντομάτα, το καρπούζι κ.α.

Συν τοις άλλοις, ο συγγραφέας μας δίνει πολλές πληροφορίες σχετικά με τα σπίτια των Βυζαντινών, τις αγορές τους και την οικονομία τους. Η πιο παράξενη και αξιοπρόσεκτη πληροφορία αφορά τον... διατροφικό ονειροκρίτη, ο οποίος περιλαμβάνει αρκετά τρόφιμα και τι σήμαιναν αυτά αν τα έβλεπε κάποιος στον ύπνο του.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί, το δίχως άλλο, μία σημαντική συμβολή σχετικά με την κοινωνική ιστορία και την καθημερινότητα των Βυζαντινών, προορισμένη για να διαβαστεί από τον καθένα από εμάς και να τον αφήσει πλουσιότερο σε γνώσεις.


Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Βασίλης Λογοθέτης, Θυμάρι μεσοπέλαγα, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σελ. 307


Η έρευνα και οι αποκαλύψεις σχετικά με κρυμμένα οικογενειακά μυστικά μακρινών προγόνων ήταν πάντοτε μία γοητευτική διαδικασία για τους περισσότερους από εμάς. Το ίδιο ισχύει και για την πρωταγωνίστρια του βιβλίου του Βασίλη Λογοθέτη "Θυμάρι μεσοπέλαγα", την Μάγδα Βλαντά.

Η Μάγδα, χάρη σε ένα ασυνήθιστο όνειρο θα επιδοθεί σε μία έρευνα σχετικά με έναν πρόγονό της, τον Μανώλη Βλαντά, ο οποίος γεννήθηκε στο νησί της καταγωγής της το 1761. Χωρίς να το γνωρίζει φυσικά, η έρευνα αυτή θα επιφυλάξει πολλές εκπλήξεις και για την ίδια, ενώ θα την οδηγήσει εν μέρει στην αυτογνωσία.

Το βιβλίο είναι δομημένο σε τρία μέρη, πάνω στον άξονα παρόν-παρελθόν-παρόν με το μεσαίο κομμάτι να διαδραματίζεται αποκλειστικά στο παρελθόν και να αφηγείται τη ζωή του Μανώλη Βλαντά, σε μορφή ημερολογιακής καταγραφής από τον ίδιο. Ο Μανώλης, έμπορος και ναυτικός από κούνια ενός νησιού του οποίου η ταυτότητα δεν προσδιορίζεται σκόπιμα από τον συγγραφέα, έζησε μια ζωή πολυτάραχη, ταλαντευόμενος ανάμεσα σε δύο θρησκείες και δύο κόσμους: το ισλάμ και τον χριστιανισμό, τον ελληνικό και τον οθωμανικό.

Μέσα από την εξιστόρηση της ζωής του ο αναγνώστης θα πάρει μία πολύ καλή επίγευση της ζωής και της καθημερινότητας των κατοίκων στην ασιατική οθωμανική ενδοχώρα και στα νησιά του Αιγαίου τον 18ο αιώνα.

Πρόκειται για μια ιστορία καθηλωτική, με πολλές ανατροπές, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να έχει συμβεί στ' αλήθεια. Η γραφή, όπως και η πλοκή, είναι γρήγορη και κινηματογραφική. Ο συγγραφέας, παραστατικότατος, δεν αναλίσκεται σε περιττές λεπτομέρειες ή κουραστικές περιγραφές, αλλά καταθέτει με συνέπεια τις γνώσεις του για το ναυτιλιακό κόσμο της εποχής, συνδυασμένες με μία βαθιά ανθρώπινη ιστορία. Θίγονται βαθιά ανθρώπινα ζητήματα, όπως η αλλαξοπιστία και η ταυτότητα των ανθρώπων τα οποία αποτελούσαν δίλημμα για πολλούς ανθρώπους εκείνη την εποχή.

Το βιβλίο του Β.Λ.είναι εμπνευσμένο από τη μυρωδιά του θυμαριού που φέρνει ο αέρας το καλοκαίρι στα νησιά μας . Είναι ένα βιβλίο που περιέχει όλα τα χρώματα και τις γεύσεις του κόσμου της θάλασσας τον 18ο αιώνα. 

Μίλα Παβίσεβιτς, Η Κρουσταλλένια και άλλα παραμύθια, εκδ. Βακχικόν, 2020, σελ. 50


Απίστευτη δόση φαντασίας συμπυκνωμένη μέσα σε μόλις πενήντα σελίδες...

Με αυτή μόνο τη φράση μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει το μικρό βιβλιαράκι της Κροάτισσας δραματουργού Μίλα Παβίσεβτις, το οποίο θα μας θυμίσει "της γιαγιάς τα παραμύθια".

Καταρχάς, τον αναγνώστη θα εκπλήξει το γεγονός ότι θα βρει μέσα στα μικρά αυτά παραμύθια-δεκατρία τον αριθμό- αναλογίες και ομοιότητες με τα κλασικά παραμύθια-των αδελφών Γκριμ ως επί το πλείστον- με τα οποία όλοι μεγαλώσαμε: τη Χιονάτη, την Ωραία Κοιμωμένη, τη Χρυσή Χήνα του Τζακ κ.α. Ανιχνεύονται όμως και επιρροές της συγγραφέως από την κλασική λογοτεχνία, όπως τη Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, αλλά και από σύγχρονες παιδικές ταινίες. Για παράδειγμα η Κρουσταλλένια δύσκολα δεν θα φέρει στον νου του αναγνώστη τη γνωστή μας Φρόζεν. Όλα αυτά τα παραδείγματα μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι οι μνήμες των Ευρωπαίων και των βαλκάνιων λαών είναι κοινές σε πολλά πράγματα και κυρίως σε ό,τι αφορά την κουλτούρα των μύθων και των παραμυθιών.

Νεράιδες λοιπόν, νάνοι, ξωτικά,σειρήνες και άλλα τέτοια υπερφυσικά όντα, φυσικά συμπεριλαμβάνονται στα παραμύθια. Το κλειδί όμως της επιτυχίας και της πρωτοτυπίας των παραμυθιών είναι η σύζευξη όλων αυτών, αφού όλα αυτά συνδυάζονται με πιο "σύγχρονες" παραμυθομορφές, όπως κλόουν και κανίβαλους, και κουβαλούν τις πιο περίτεχνες και πρωτότυπες ονομασίες και ιδέες.

Οι έφηβοι, τα μεγάλα παιδιά, αλλά και πολλοί ενήλικες θα βρουν απολαυστικό και συμβολικό το ταξίδι στη Χώρα της Δημοκρατίας των Ονείρων, στη Ζαχαρόχωρα, στο βουνό Χειμώνα και σε άλλα απίθανα μέρη, στα οποία διαδραματίζονται τα πιο αλλόκοτα γεγονότα.Το βιβλίο δικαίως έχει αποσπάσει το βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2009.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Αχμέτ Ουμίτ, Ο γραφέας του παλατιού, εκδ. Πατάκη, 2020, σελ.540



Ο Αχμέτ Ουμίτ είναι γνωστός για την επιδεξιότητα με την οποία συνδυάζει την ιστορία και τη λογοτεχνία με το αστυνομικό μυθιστόρημα. Για άλλη μία φορά λοιπόν, φαίνεται ότι πέτυχε τον στόχο του.

Στο τελευταίο του βιβλίο "Ο γραφέας του παλατιού" μας μεταφέρει στη γενέτειρά του, το Γκαζίαντεπ της Τουρκίας, στις όχθες του ποταμού Ευφράτη, του ποταμού που αποτέλεσε λίκνο πολλών προϊστορικών πολιτισμών. Εδώ συγκεκριμένα επιλέγει να ασχοληθεί με τους Χετταίους.

Η υπόθεση του βιβλίου εξελίσσεται σε δύο παράλληλους χρόνους, στην μακρινή εποχή των Χετταίων και τη σημερινή. Υπάρχουν δηλαδή δύο ιστορίες που εξελίσσονται ταυτόχρονα. Φαινομενικά αυτές είναι εντελώς άσχετες μεταξύ τους, αλλά στην πραγματικότητα μοιράζονται αρκετά κοινά σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη φύση.

Στη σημερινή εποχή, η πρωταγωνίστρια αρχαιολόγος Εσρά διευθύνει μία μεγάλη ανασκαφή στο Γκαζίαντεπ, η οποία έφερε στο φως τις πινακίδες κάποιου Πατασάνα, ενός γραφέα στο παλάτι του βασιλιά των Νεοχετταίων, τον πρώτο προχριστιανικό αιώνα. Η αρχαιολογική ομάδα, επικεφαλής της οποίας είναι η Εσρά, είναι  αρκετά ετερόκλητη. Αποτελείται κυρίως από Τούρκους, αλλά και από αλλοεθνείς επιστήμονες, όπως Αμερικανούς και Γερμανούς, ανθρώπους κάθε ηλικίας και φύλου, οι οποίοι είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Παραμένουν όμως όλοι προσηλωμένοι στον επιστημονικό τους στόχο, παρά τη γκρίνια των ανθρώπων της περιοχής, οι οποίοι, εμφορούμενοι από παλιές δοξασίες, καταδικάζουν την ανασκαφική δραστηριότητα της ομάδας. Την ανατροπή στην ηρεμία τους θα φέρει μία σειρά από δολοφονίες, τις οποίες προσπαθεί να διαλευκάνει ο λοχαγός Εσρέφ.

Άραγε οι δολοφονίες αυτές σχετίζονται με την ανασκαφή και τις προσπάθειες των ντόπιων να διώξουν τους αρχαιολόγους από την περιοχή; Μήπως είναι αποτέλεσμα της εκδίκησης των απογόνων κάποιων Αρμενίων που διώχτηκαν βιαίως από την Τουρκία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου; Ίσως κάποιες ομάδες ισλαμιστών εξτρεμιστών να ευθύνονται για αυτές... Η΄ μήπως, τέλος, τις διέπραξαν Κούρδοι τρομοκράτες που ζητούν την ανεξαρτησία τους;

Παράλληλα με όλα αυτά εξελίσσεται και η ιστορία του Πατασάνα, όπως την έγραψε ο ίδιος στις πήλινες πλάκες του. Οι ίδιες αυτές πλάκες αποτελούν τη σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη στην οποία προβαίνει η αρχαιολογική ομάδα που πρωταγωνιστεί στην ιστορία του σήμερα. Ο γραφέας του παλατιού αφηγείται τη δική του δραματική προσωπική ιστορία και απολογείται για τα λάθη του στους μελλοντικούς του αναγνώστες.

Κοινό στοιχείο ανάμεσα στις δύο ιστορίες είναι ο διαχρονικός έρωτας, δυνατός και ορμητικός που σαρώνει τα πάντα στον διάβα του. Καθώς όμως οι δύο ιστορίες εξελίσσονται ο αναγνώστης θα βρει κι άλλα κοινά στην πορεία. Θα διαπιστώσει ότι η ανθρώπινη φύση παραμένει αμετάβλητη όσοι αιώνες κι αν περάσουν. Τα ίδια εκείνα λάθη τα οποία διέπραξε ο Πατασάνα, θα διαπράξει και ο πολύ καλά κρυμμένος από τον συγγραφέα δολοφόνος στη σύγχρονη εποχή: παρορμητικότητα, πάθος για εκδίκηση και απερισκεψία.

Τελικά οι δύο αυτές ιστορίες δεν αποτελούν παρά τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κούρδοι, Αρμένιοι, Τούρκοι, Νεοχετταίοι, Ασσύριοι, φονταμενταλιστές, όλοι ετούτοι δίνουν το παρόν και αλληλεπιδρούν στην περίτεχνα στημένη αφήγηση του Α.Ο.

Ο συγγραφέας όμως δεν μένει μονάχα στην ιστορική και την αστυνομική όψη του πονήματος που δημιούργησε. Αντιθέτως, ψυχογραφεί τους ήρωές του, θέτει συχνά φιλοσοφικά και ιστορικά ερωτήματα και φροντίζει διεξοδικά τη ροή του λόγου του, τόσο στις περιγραφές όσο και στους άφθονους διαλόγους που χρησιμοποιεί. Καταφεύγει δε πολλές φορές στην τεχνική των εγκιβωτισμένων διηγήσεων, μέσα από τις αφηγήσεις των ίδιων των πρωταγωνιστών του.

Το αποτέλεσμα είναι ένα πολυδιάστατο αστυνομικό αλλά και ιστορικό, θα μπορούσαμε να πούμε, μυθιστόρημα το οποίο διαβάζεται απνευστί και αποτελεί μία ακόμη απόδειξη της ανεξάντλητης εφευρετικότητας και πρωτοτυπίας που χαρακτηρίζει το έργο του Αχμέτ Ουμίτ.

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Οι σημειώσεις του φαροφύλακα, εκδ. Στοχαστής, 2019, σελ.104



Με το βιβλίο "Οι σημειώσεις του φαροφύλακα" ο πολυγραφότατος λογοτέχνης Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης κλείνει την "Τριλογία της Άρτας", τη σειρά των τριών βιβλίων του τα οποία αφορούν την Άρτα και τη γύρω περιοχή. Πρόκειται για πονήματα που διαβάζονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, όλα όμως διαδραματίζονται στην Άρτα από το τέλος του 19ου μέχρι και τα μέσα του 20ου.

Ο συγγραφέας μας προσφέρει και εδώ άφθονες ιστορικές πληροφορίες, αυτή τη φορά όχι τόσο για την ίδια την πόλη της Άρτας, αλλά για την Κόπραινα, την πόλη που αποτέλεσε το επίνειο της Άρτας μέχρι και το 1967, τότε που το λιμάνι της Αμφιλοχίας έκανε την Κόπραινα να απωλέσει οριστικά τον ρόλο της στην τοπική οικονομία της περιοχής.

Την εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται η υπόθεση του βιβλίου, το 1928, κάθε πόλη- λιμάνι που σεβόταν τον εαυτό της βάσιζε την ύπαρξή της στον φάρο της. Έτσι λοιπόν οι φαροφύλακες και οι τελώνες ήταν πρόσωπα σημαίνοντα για την τοπική κοινωνία του Μεσοπολέμου.

Πρωταγωνιστής είναι κι εδώ λοιπόν ένας φαροφύλακας, ο Ταξιάρχης Κουμπίνος, άνθρωπος αγνός, εργατικός που θα μπλεχτεί άθελά του στα δίκτυα του έρωτα. Τη ζωή του θα αλλάξει δραματικά ένα μοιραίο γεγονός, το οποίο θα γίνει αιτία να κλειστεί άδικα στη φυλακή, έως ότου καταφέρει τελικά να αποδείξει την αθωότητά του.

Το τέλος, όμως, θα είναι λυτρωτικό και αισιόδοξο, τέτοιο δηλαδή από αυτά τα οποία συνηθίζει να δίνει ο Ε.Ι. στα βιβλία του. Πράγματι, ο συγγραφέας φαίνεται ότι ευχαριστιέται να αφήνει τους αναγνώστες του με ένα αίσθημα πληρότητας και άφατης ικανοποίησης όταν αυτοί φτάνουν στην τελευταία σελίδα του βιβλίου του.

Οι ήρωες του βιβλίου, όπως και στα άλλα βιβλία της τριλογίας, μοιάζουν με τους ήρωες των παραμυθιών: είναι είτε πολύ καλοί και αγνοί, είτε πονηροί και δολοπλόκοι, για να μην τους πούμε αμιγώς "κακούς", σαν εκείνους που συναντάμε στη Σταχτοπούτα και τη Χιονάτη. Συνάμα βέβαια πρόκειται για ήρωες βαθιά ανθρώπινους και ρεαλιστικούς στην απεικόνισή τους. Ο Ε.Ι. δεν αρέσκεται να δημιουργεί υπερήρωες και υπερανθρώπους. Αντιθέτως οι πρωταγωνιστές του είναι καθόλα γήινοι και αληθινοί, με τα πάθη, τις αδυναμίες, τα προτερήματά τους και τις πράξεις τους, άλλοτε καλές και άλλοτε κατακριτέες, να κοσμούν τις σελίδες των βιβλίων του.

Το δίχως άλλο, με την ανάγνωση του εν λόγω πονήματος, ο αναγνώστης θα μάθει αρκετά πράγματα για το λησμονημένο σήμερα λιμάνι της Κόπραινας, αλλά θα έχει και την ευκαιρία να θαυμάσει τον άρτιο λόγο του συγγραφέα, καθώς θα βυθίζεται με προσήλωση στις σελίδες του.

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Κάποτε στην Άρτα, εκδ. Στοχαστής, σελ.


Τον βίο και την πολιτεία του φτωχού Παναγιώτη από την Άντισσα της Άρτας μας αφηγείται σε μορφή ημερολογιακών καταγραφών ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης στο "Κάποτε στην Άρτα", μυθιστόρημα μικρό, μα καλογραμμένο και γεμάτο με πληροφορίες για την περιοχή της Άρτας.

Ο φτωχός Παναγιώτης θα μεταναστεύσει κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου στην Άρτα, μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τη Λέσβο και τον Πειραιά, προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Εκεί θα πιάσει δουλειά στο υφασματάδικο ενός Εβραίου, του Σαμπίνου. Γρήγορα θα αποδειχτεί ικανότατος και εργατικός, αλλά τα προσόντα του αυτά δεν θα αποδειχτούν αρκετά όταν θα θελήσει να επισημοποιήσει τον παράνομο δεσμό του με την όμορφη κόρη του Σαμπίνου, την Εσθήρ. Έτσι η ζωή θα τους χωρίσει, για να τους ενώσει και πάλι ξανά ύστερα από πολλές περιπέτειες και μετά από κάμποσα χρόνια.

Το βιβλίο του Ε.Ι. αποτελεί πολύτιμο εγχειρίδιο για όποιον μελετά την ιστορία της Άρτας στον 20ο αιώνα, αφού παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την ιστορία της πόλης στον Μεσοπόλεμο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και για την ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της πόλης. Πέρα από αυτά όμως, ο συγγραφέας μας παραδίδει μία λιτή μεν, αλλά γλαφυρότατη και εξόχως κατατοπιστική περιγραφή των συνθηκών κράτησης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, η οποία αποτελεί ίσως το δυνατότερο σημείο του βιβλίου μαζί με το επίμονο επαναλαμβανόμενο μπάσο οστινάτο του κραταιού έρωτα των δύο αλλοθρήσκων. Άξιες μνείας είναι επίσης οι λαογραφικές πληροφορίες και τα εβραϊκά έθιμα για τα οποία ο συγγραφέας κάνει λόγο.

Ο λόγος είναι λιτός, αλλά ρέων και ολόδροσος. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, χωρίς εξαντλητικές περιγραφές και μελοδραματικές εξάρσεις, είναι επικεντρωμένη στην ουσία και αιχμαλωτίζει την προσοχή του αναγνώστη ήδη από την πρώτη κιόλας σελίδα.

Το τελικό μήνυμα συνάδει εν μέρει με την αρχή του βουδισμού: η ύπαρξη είναι μεν πόνος, αλλά αυτό που μένει τελικά και που μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε τον πόνο είναι η αγάπη. Βιβλίο αισιόδοξο, συγκινητικό, αναμφίβολα αξίζει να διαβαστεί από όλες τις κατηγορίες αναγνωστών. Οι λάτρεις του μυθιστορήματος θα το αγαπήσουν για τη γρήγορη εξέλιξη της υπόθεσης, οι λογοτέχνες θα το λατρέψουν για την εξαίσια γραφή του και οι ιστοριοδίφες θα βρουν σε αυτό ένα σεβαστό πλούτο πληροφοριών για την ιστορία του 20ου αιώνα.


Μάκης Τσίτας, Πέντε στάσεις, 2019, εκδ. Μεταίχμιο, σελ.75


 

Ο Μάκης Τσίτας μας χαρίζει με τις "Πέντε στάσεις" του έναν από τους δυνατότερους μονολόγους της νεοελληνικής πεζογραφίας, κάνοντας, αν και άντρας, μία καλοζυγισμένη βουτιά στην ψυχολογία μιας παντρεμένης γυναίκας, μητέρας και συζύγου.

   Πρόκειται για την προσωπική κατάθεση ψυχής μιας πραγματικά δυνατής, όπως αποδείχτηκε, γυναίκας, η οποία έπεσε θύμα των λανθασμένων επιλογών της. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο αναγνώστης θα καθηλωθεί από το δράμα της Τασούλας και διαβάσει τη νουβέλα αυτή απνευστί.

    Η Τασούλα είναι μία γυναίκα μεγαλωμένη σε ένα χωριό της βόρειας Ελλάδας, η οποία στα νιάτα της ατένιζε με ανοιχτά φτερά το μέλλον και έκανε όνειρα. Ενώ σπουδάζει νοσηλευτική στη Θεσσαλονίκη, έχει την ατυχία να γνωρίσει και να ερωτευτεί κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Αθήνα τον Θεόφιλο, έναν επαγγελματία οδηγό λεοφωρείου ο οποίος θα αποδειχτεί ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται. Θα αποβάλλει δια παντός μετά τον γάμο τους το τρυφερό πρόσωπο που επιδείκνυε στην αρχή της σχέσης τους, τότε πια που θα είναι αργά για την έγκυο Τασούλα να ανακαλέσει τις απερίσκεπτες και βιαστικές κινήσεις της, και θα μεταμορφωθεί σε έναν μπερμπάντη και τσιγκούνη σύζυγο, αλλά και σε έναν αδιάφορο πατέρα.

   Έκτοτε η Τασούλα μια ζωή θα καταριέται την άρνηση να ακούσει τους γονείς της, οι οποίοι ήταν εξαρχής αντίθετοι με αυτόν τον γάμο. Δεν θα σκύψει όμως το κεφάλι. Αντιθέτως, θα γίνει η γυναίκα πρότυπο της εποχής, μητέρα, εργαζόμενη, νοικοκυρά, η οποία θα ανεχτεί τα πάντα από τον σύζυγό της, έναν άντρα εγκλωβισμένο στα ψυχικά τραύματα των δύσκολων παιδικών του χρόνων. Θα παραμερίσει την προσωπική της ευτυχία χάριν των παιδιών της και θα αφοσιωθεί ολότελα στη δουλειά της ως νοσηλεύτρια, προσπαθώντας να ξεχάσει όσα τραβάει στο σπίτι και υποκρινόμενη ότι όλα βαίνουν καλώς. Η ίδια μπορεί να μην έχει το θάρρος να εξομολογηθεί σε κανέναν το προσωπικό της δράμα, πέρα από τα ίδια της τα παιδιά, τα οποία, άθελά τους, γίνονται συχνά μάρτυρές αυτής της ανυπόφορης, για τον ψυχισμό της γυναίκας, κατάστασης. Σε κάποιες όμως καίριες στιγμές, η Τασούλα θα βρει το θάρρος να ορθώσει το ανάστημά της και να αποδειχτεί, ως το τέλος, μία πολύ δυνατή ύπαρξη προικισμένη με το σπάνιο χάρισμα της συγχώρεσης.

  Το λεωφορείο και οι πέντε στάσεις τις οποίες η πρωταγωνίστρια κάνει καθημερινά προκειμένου να πάει στη δουλειά της-μονάχα εκεί, δεν πηγαίνει ποτέ αλλού- συμβολίζει την ίδια της τη ζωή, η οποία περνά γρήγορα και χάνεται όπως ένα λεωφορείο που διασχίζει με ταχύτητα έναν άδειο δρόμο: μία στείρα καθημερινότητα με πολλή δουλειά στο ΑΧΕΠΑ και στο σπίτι, με ελάχιστες μόνο αναλαμπές χαράς. Επιπροσθέτως, το λεωφορείο πάντοτε αποτελεί- έστω και άθελά της, μέρος της ζωής της, εφόσον ο σύζυγός της είναι οδηγός και η ίδια διατηρεί εν μέρει την κυριότητα του λεωφορείου που οι γονείς της αγόρασαν στον άντρα της μετά τον γάμο.

    Πέντε, λοιπόν, οι στάσεις του λεωφορείου από το σπίτι της στο ΑΧΕΠΑ, πέντε και οι μοιραίες στάσεις της και στη ζωή: η σχολή της νοσηλευτικής και η μετοικεσία της στη Θεσσαλονίκη, ο γάμος της και η διαπίστωση του αληθινού προσώπου του συζύγου που είχε η ίδια επιλέξει, η γέννηση των παιδιών της και η καθυστερημένη της απόφαση να χωρίσει έστω και μετά από πολλά χρόνια. Τελευταία στάση, η ανιδιοτέλεια και η μεγαλοψυχία που επιδεικνύει η ίδια ως το τέλος και η οριστική της απαλλαγή από το ψυχολογικό μαρτύριο.

   Ο Μ.Τ. αποκρύβει με μαεστρία τη συγγραφική του ιδιότητα πίσω από το πρόσωπο της Τασούλας. Έτσι δεν κρίνει τις λανθασμένες και μοιραίες για την προσωπική της ευτυχία επιλογές της, ούτε την ατολμία που τη χαρακτηρίζει συχνά στις πράξεις της, αλλά ούτε και την υποταγή της στις κοινωνικές συμβάσεις με τις οποίες έχει γαλουχηθεί από την κλειστή κοινωνία του χωριού της. Στο τέλος όμως επιλέγει να τη λυτρώσει από το δράμα της και να την ανταμείψει για την ιώβεια υπομονή και το σθένος που επέδειξε.

   Τρυφερή, συναισθηματική, με άφθονους διαλόγους, χωρίς μακροσκελείς και κουραστικές περιγραφές, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Μ.Τ. διατηρεί τη δροσεράδα της και προσφέρει μπόλικη τροφή για σκέψη σχετικά με το δράμα που περνούσαν οι γυναίκες οι οποίες, ιδίως στα παλιά χρόνια, υπέμειναν τα πάνδεινα παγιδευμένες στις στενές πατριαρχικές αντιλήψεις και τη ιερή αφοσίωσή τους στον σύζυγο και στα παιδιά τους.

Ισμήνη Καπάνταη, Σικελικός Εσπερινός, εκδ. Καστανιώτη, 2013, σελ.298

Τα ιστορικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί για το Βυζάντιο, ιδιαίτερα από Έλληνες συγγραφείς, είναι λίγα και ακόμη λιγότερα είναι εκείνα τα οποία αξίζει πραγματικά να διαβαστούν. Ο "Σικελικός Εσπερινός" είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα για το Βυζάντιο στο οποίο αξίζει κανείς να αφιερώσει τον χρόνο του.

Η συγγραφέας, γνωστή στον λογοτεχνικό στίβο, μπορεί να μην είναι η ίδια ιστορικός, έχει πραγματοποιήσει όμως μία θαυμάσια και πολύχρονη έρευνα για να συγγράψει το εν λόγω πόνημα, συνδυάζοντας με απόλυτη επιτυχία ιστορία και λογοτεχνία.

Η υπόθεση διαδραματίζεται στην πιο ταραγμένη για το ύστερο Βυζάντιο περίοδο: στα μέσα του 13ου αιώνα, τότε που οι Βυζαντινοί είχαν μόλις καταφέρει να επανακτήσουν την Κωνσταντινούπολη από τα αρπακτικά νύχια των Λατίνων Σταυροφόρων και των Βενετών. Οι τελευταίοι την κατείχαν από την επονείδιστη άλωση του 1204 και μετά μέχρι και το τέλος της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης το 1261. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι εκείνη ακριβώς την εποχή ξεκίνησε και η διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, η κατασκευή δηλαδή της νέας εθνικής μας ταυτότητας ως Έλληνες.

Οι Βυζαντινοί, επομένως, μπορεί να ανακατέλαβαν την πρωτεύουσά τους, τίποτε όμως δεν ήταν ίδιο όπως πριν στην παραπαίουσα πλέον αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο είχε απολέσει οριστικά την αίγλη του υπό την απομύζηση των οικονομικών του πόρων από τις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες και τον διχασμό του λαού σε Ενωτικούς και Ανθενωτικούς.

Η υπόθεση του βιβλίου όμως δεν εξελίσσεται στην Βασιλεύουσα, αλλά στην ενετοκρατούμενη Κρήτη. Η Δέσποινα είναι μία νόθα κόρη-σπορά των κατακτητών, των Φράγκων-, η οποία, μετά τον θάνατο των γονιών της μεγαλώνει στο αρχοντικό των συγγενών της, του Ιωσήφ και της Αρετής. Διαθέτει από γεννησιμιού της- θες από τύχη, θες επειδή η φύση αρέσκεται να πριμοδοτεί τους αδικημένους- ένα θείο χάρισμα: μία ισχυρή και σπάνια διαισθητική ικανότητα. Όλα αλλάζουν όταν φτάνει στο νησί ο Μάρκος, ένας απεσταλμένος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, τον οποίο η Δέσποινα θα ερωτευτεί και θα ακολουθήσει, μεταμφιεσμένη σε αγόρι, στην μυστική αποστολή του στη Σικελία, εκεί όπου μεταφέρεται εν συνεχεία η υπόθεση, προκειμένου να προετοιμάσει το έδαφος για την εξέγερση.

Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι ακριβώς αυτό: η συμβολή του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου στην προετοιμασία του κινήματος του Σικελικού Εσπερινού, όπως ονομάστηκε, δηλαδή στην εξέγερση των κατοίκων της Σικελίας κατά του κατακτητή τους Καρόλου του Ανζού το 1282. Την ώρα που οι καμπάνες του καθεδρικού στο Παλέρμο της Σικελίας καλούσαν τους πιστούς για τον εσπερινό, μία απόπειρα αρπαγής μία Σικελής από έναν Γάλλο στρατιώτη άναψαν τη σπίθα της εξέγερσης, η οποία υπέβοσκε από καιρό. Αποτέλεσμα ήταν η σφαγή χιλιάδων Γάλλων από τον οργισμένο σικελικό λαό, ο οποίος είχε αγανακτήσει με την σκληρή γαλλική κατοχή του νησιού, μέσα σε μία μόλις νύχτα. Έτσι ανατράπηκαν τα επεκτατικά σχέδια του Καρόλου του Ανζού στη βυζαντινή επικράτεια.

Το βιβλίο, μέσα από την πρωτοπρόσωπη διήγηση της ίδιας της Δέσποινας, εστιάζει στις πολιτικές ίντριγκες της εποχής, τις μηχανορραφίες, τους έρωτες και όλο το παρασκήνιο της επίσημης ιστορίας των απλών καθημερινών ανθρώπων της εποχής. Πάνω απ' όλα όμως, στόχος της συγγραφέως είναι η ανάδειξη της ιδιοφυούς προσωπικότητας του αυτοκράτορα Μιχαήλ, του ανθρώπου που, ενώ ανέκτησε τη Βασιλεύουσα, ο λαός του τον μίσησε ως σφετεριστή της εξουσίας- η δυναστεία των Παλαιολόγων δεν ανέβηκε νόμιμα στη εξουσία- και στον οποίο η Εκκλησία αρνήθηκε την ταφή επειδή ήταν υπέρμαχος της Ένωσης των Εκκλησιών. Η Ι.Κ. όμως δεν προβαίνει στην αγιοποίηση του εν λόγω αυτοκράτορα, αλλά στην ψύχραιμη απεικόνιση του πορτρέτου ενός ανθρώπου χαρισματικού που βρέθηκε έρμαιο των ταραγμένων συνθηκών της εποχής του.

Στόχος της δημιουργού είναι επίσης να καταδείξει τις αρνητικές επιπτώσεις που είχε στη βυζαντινή κοινωνία η διαμάχη Ενωτικών και Ανθενωτικών. Η επικράτηση των δεύτερων ήταν αδιαμφισβήτητα υπεύθυνη για το τραγικό τέλος της αυτοκρατορίας το 1453. Οι Ενωτικοί, μαζί τους και ο Μιχαήλ και οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, ήταν οι ρεαλιστές και οι προοδευτικοί της εποχής , καθώς και οι μόνοι οι οποίοι συνειδητοποιούσαν ότι ο ελληνισμός έπρεπε αναπόφευκτα να υποβληθεί στη θυσία της υποταγής στο παπικό πρωτείο προκειμένου να σώσει την εθνική του υπόσταση. Όπως έδειξε η ιστορία, το γεγονός ότι δεν επικράτησε η παράταξη αυτή είχε καταλυτικές συνέπειες για την μετέπειτα ιστορία του ελληνισμού.

Η Ι.Κ. μας χαρίζει ένα μυθιστόρημα τεκμηριωμένο ιστορικά, χωρίς να αναλίσκεται σε περιττές ιστορικές λεπτομέρειες. Εκείνο που καταφέρνει πάνω απ' όλα να αποδώσει είναι η ταραγμένη ατμόσφαιρα της εποχής, το προσωπικό δράμα των πρωταγωνιστών και, φυσικά, την απήχηση που είχε ένα κομβικό για την ύστερη βυζαντινή ιστορία γεγονός, ο Σικελικός Εσπερινός.

Jared Diamond, Έθνη σε αναταραχή, εκδ. Διόπτρα, 2020, σελ.455, μετ. Ρ. Γεωργιάδου



https://www.dioptra.gr/vivlio/istoria-filosofia-politismoi/ethni-se-anataraxi/ 

Ο  Jared Diamond, καθηγητής Γεωγραφίας και γνωστός από την πολύ αξιόλογη μελέτη του "Όπλα, μικρόβια και ατσάλι" μας παραδίδει για άλλη μία φορά στη νέα του μελέτη το απόσταγμα της πολύχρονης εμπειρίας του στην ιστορία των κρατών ανά τον κόσμο.

Αυτή τη φορά αντικείμενο της μελέτης του είναι επτά κράτη και πιο συγκεκριμένα, οι κρίσεις που γνώρισαν αυτά στην πρόσφατη ιστορία τους και πως τελικά κατάφεραν να τις ξεπεράσουν. Τα κράτη αυτά είναι η Φινλανδία, η Ιαπωνία, η Χιλή, η Ινδονησία, η Γερμανία, η Αυστραλία και οι ΗΠΑ.

Ο συγγραφέας εξετάζει κάθε χώρα χωριστά, αφού πρώτα διερευνήσει σε βάθος την ίδια την έννοια της κρίσης και τους τρόπους με τους οποίους αυτή τελικά ξεπερνιέται. Στο τέλος, επιχειρεί προβλέψεις για το μέλλον αυτών των χωρών, αλλά και για το μέλλον όλης της ανθρωπότητας, αφού πρώτα παραθέσει τα προβλήματα που οδηγούν σήμερα όλα τα κράτη σε παγκόσμια κρίση.

Πώς αντιμετώπισε η Φινλανδία την απειλή του Στάλιν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο; Με ποιον τρόπο επέλεξε η Ιαπωνία να σπάσει την απομόνωσή της και να διδαχτεί από τους Ευρωπαίους το 1853 χωρίς να έρθει σε βίαιη ρήξη με τις παραδόσεις της; Τι συνέβη στον εμφύλιο της Ινδονησίας το 1965; Γιατί η Χιλή γνώρισε την πιο στυγνή δικτατορία το 1973; Πώς η Γερμανία κατάφερε να αναδειχτεί ως μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις μέσα από τα συντρίμμια όπου την είχε αφήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος; Ποια είναι τελικά η νέα εθνική ταυτότητα των Αυστραλών και ποια είναι σήμερα η σχέση της με τη Μεγάλη Βρετανία; Και, τέλος, τι επιφυλάσσει το μέλλον για τις ΗΠΑ;

Αυτό που κάνει το πόνημα εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι οι συγκρίσεις μεταξύ των διαφορετικών χωρών στις οποίες προβαίνει ο συγγραφέας. "Εκείνοι που μελετούν μόνο μία χώρα καταλήγουν να μην κατανοούν καμία χώρα", έτσι μας λέει ο συγγραφέας. Η ρήση αυτή είναι αναμφισβήτητα ορθή για όποιον θέλει να κατανοήσει σε βάθος την ιστορία και τα προβλήματα της δικής του χώρας και να προτείνει βιώσιμες και ρεαλιστικές λύσεις. Ο συγγραφέας προτείνει να διδαχτούμε από τις ορθές επιλογές στις οποίες προέβησαν ορισμένα κράτη και να αποφύγουμε να επαναλάβουμε τα δικά τους λάθη, τόσο σε επίπεδο κράτους, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, μιας και σήμερα ολάκερη η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με κρίσεις που είναι αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, της οικονομικής ανισότητας, των επιδημιών που μας απειλούν και της εξάντλησης των φυσικών πόρων.  Όλα αυτά τα προβλήματα θα απαιτήσουν αφενός την απρόσκοπτη συνεργασία μεταξύ των κρατών, αφετέρου δε και την γνώση σχετικά με το πως ξεπεράστηκαν διαφορετικού τύπου κρίσεις στο παρελθόν.

Βιβλίο γεωγραφίας, ιστορίας, γεωπολιτικής, πολιτικής ανάλυσης, έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί το πολυδιάστατο αυτό βιβλίο του J.D. το οποίο θα μας γνωστοποιήσει για κάποιες χώρες άγνωστες πτυχές της ιστορίας τους και της στρατηγικής που ακολούθησαν σε περιόδους κρίσεων τα οποία δεν είχαμε ποτέ μέχρι τώρα φανταστεί. Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο μπορεί, αλλά και θα έπρεπε να διαβαστεί από όλους και κυρίως από τους πολιτικούς.

Λ.Π. Χάρτλεϊ, Ο Μεσάζων, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σελ. 420, μεταφρ.Τόνια Κοβαλένκο

 

Μία ιστορία με θέμα τη διαφθορά της νεανικής αθωότητας αποτελεί το βιβλίο του Λ. Π. Χάρτλεϊ με τον τίτλο "Ο Μεσάζων".

Ο Λίο είναι ένα δεκατριάχρονο αγόρι, ονειροπόλο, ρομαντικό και ευαίσθητο. Εκείνο το καλοκαίρι του 1900, τότε που φιλοξενήθηκε  στην εξοχική έπαυλη της οικογένειας Μόντσλεϊ στο Μπράνταμ Χολ, ήταν διαφορετικό από κάθε άποψη. 

Επρόκειτο για ένα καλοκαίρι ιδιαίτερα θερμό και ο Λίο δεν είχε ποτέ του βρεθεί ως τότε στους κόλπους της αριστοκρατίας. Πήγε εκεί ως καλεσμένος του συμμαθητή του του Μάρκους, αλλά, άθελά του, μετατράπηκε σε "ταχυδρόμο" των γεμάτων φλόγα μηνυμάτων ενός παράνομου ζευγαριού: της αδελφής του Μάρκους, Μάριαν και ενός κοινωνικά κατώτερού της αγρότη, του Τεντ Μπέρτζες. Η Μάριαν ήταν αναγκασμένη να παντρευτεί τον λόρδο Τρίμινχαμ, έναν άντρα αντάξιο της κοινωνικής της θέσης. Η υπόθεση του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από την παράνομη αυτή σχέση και στο πως επέδρασε εκείνη στην ψυχολογία του μικρού Λίο, εξαιτίας της χρησιμοποίησής του ως μεσάζοντα από τους δύο εραστές.

Ο υπερήλικος πλέον Λίο-συγγραφέας-αφηγητής μας διηγείται, σε πρώτο πρόσωπο, τις αναμνήσεις του από εκείνο το καλοκαίρι το οποίο σημάδεψε ανεξίτηλα τα παιδικά του χρόνια. Στον πρόλογο και τον επίλογο μιλάει ο ηλικιωμένος Λίο, ενώ όλο το υπόλοιπο μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο στην εξιστόρηση εκείνου του καλοκαιριού.

Το μυθιστόρημα δεν είναι όμως μόνο αυστηρά γεγονοτολογικό. Αντιθέτως, εστιάζει στα συναισθήματα του Λίο, στις σκέψεις  και στα θέλω του. Κυρίως όμως εστιάζει στην αίσθηση που άφησε στην παιδική ψυχή του όλη αυτή η επώδυνη ιστορία και ο τρόπος που η παράνομη σχέση αποκαλύφθηκε ως το τέλος. Όλο αυτό το κρυφό κυνήγι των μηνυμάτων, ήδη πριν από την επώδυνη αποκάλυψη, θα μετατραπεί πολύ γρήγορα σε αδυσώπητη μέγγενη γύρω από την ψυχή του αγοριού, αφού το μυστικό είναι πολύ βαρύ για να το σηκώσει η παιδική ψυχή του, η αθωότητα της οποίας θα χαθεί οριστικά μετά από την βίαιη αποκάλυψη.

Ο συγγραφέας αποστασιοποιείται από τα γεγονότα, κρυμμένος πίσω από την προσωπική εξομολόγηση του Λίο, όμως, όπως ο ίδιος αναφέρει στην εισαγωγή του, δεν εγκρίνει τον παράνομο αυτόν δεσμό και τον τρόπο που οι δύο διψασμένοι για έρωτα εραστές χρησιμοποιούν το αγόρι. Τα αυστηρά βικτωριανά ήθη, αν και η εποχή βαίνει προς το τέλος της, ζουν και βασιλεύουν και ούτε ο συγγραφέας, ούτε ο Λίο και εντέλει κανένας σχεδόν από τους ήρωες, ούτε καν η ίδια η Μάριαν, δεν καταφέρνει να απαλλαγεί από αυτά. Ο μόνος που το καταφέρνει-πληρώνοντας βέβαια ως το τέλος και το ανάλογο τίμημα είναι ο Τεντ Μπέρτζες.

Φαντάζει εντελώς παράταιρο στον αναγνώστη το γεγονός ότι ο Λίο έχει και κάποιες μαγικές ιδιότητες- ή νομίζει ότι τις κατέχει-. Δεν έχει σημασία αν τα μαγικά του αποδεικνύονται πετυχημένα ή όχι, σημασία έχει ότι ο ίδιος πιστεύει στη δύναμή τους- και οι γύρω του όμως κάποιες φορές. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούν το έσχατο καταφύγιό του σε έκτακτες περιπτώσεις οι οποίες απαιτούν τη λήψη δραστικών μέτρων. Δεν παίζουν καίριο ρόλο στο βιβλίο αλλά ρόλο συμβολικό σε ένα μυθιστόρημα το οποίο βρίθει συμβολισμών. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μπελαντόνα, το δηλητηριώδες φυτό στον κήπο του σπιτιού που φιλοξένησε το αγόρι.

Παρά το γεγονός ότι η έκταση του μυθιστορήματος είναι μεγάλη και ότι η υπόθεσή του εκτυλίσσεται μέσα σε λίγες μόνο μέρες ενός καλοκαιριού, η αφήγηση δεν πλατειάζει, οι περιγραφές του δεν κουράζουν, κι αυτό αναμφίβολα οφείλεται στο λογοτεχνικό χάρισμα του συγγραφέα. Ο Χάρτλεϊ αφηγείται με γλώσσα μεστή συναισθήματα, καταστάσεις και εικόνες, μην παραλείποντας να χρησιμοποιήσει άφθονους διαλόγους που ζωντανεύουν το κείμενο. Έτσι το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι λογοτεχνικά άρτιο. Αυτό που θα μείνει τελικά στον αναγνώστη δεν θα είναι τίποτε άλλο, από το γεγονός ότι κατάφερε να εισχωρήσει και να κατανοήσει σε βάθος, με την ανάγνωσή του, ολόκληρη τη βικτωριανή Αγγλία.

Μιχάλης Μοδινός, Παραγουάη, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σελ.378

 Η ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι στις μέρες μας όλα έχουν πια ειπωθεί στον χώρο της λογοτεχνίας και του θεάτρου δεν μπορεί να ισχύει για το τελευταίο μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού, την Παραγουάη. Διότι, πόσα μυθιστορήματα γνωρίζουμε να έχουν γραφτεί γι' αυτό το τόσο ασυνήθιστο και εξωτικό μέρος, για το οποίο οι Έλληνες τόσα λίγα γνωρίζουν;

Η πρωτοτυπία, λοιπόν, αναμφισβήτητα χαρακτηρίζει το τελευταίο πόνημα του Μιχάλη Μοδινού. Ο συγγραφέας είναι γνωστός γεωγράφος και περιβαλλοντολόγος, αλλά και λογοτέχνης. Όσοι τον έχουμε επιλέξει μέχρι τώρα ως αναγνώστες, τον έχουμε συνηθίσει να μας μεταφέρει με τη γραφή του σε μέρη εξωτικά και αλλότρια για την ελληνική κουλτούρα: Σουδάν, Ζανζιβάρη, Άγρια Δύση κ.α. Μάλιστα οι αναγνώστες του τον επιλέγουν συνήθως ακριβώς για αυτούς τους δύο λόγους: την πρωτοτυπία των θεμάτων του και την υπέροχη γραφή του. Αυτή τη φορά το ταξίδι των λέξεων μας μεταφέρει στην Νότια Αμερική και την εξωτική Παραγουάη με το τζάγκουαρ ως σήμα κατατεθέν της να φιγουράρει ναζιάρικα στο εξώφυλλο του βιβλίου αλλά και σε κάποια σημεία του βιβλίου, έχοντας συμβολική σημασία.

Το μυθιστόρημα είναι δομημένο σε τρεις αφηγηματικούς άξονες: ο ένας τοποθετείται στο σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης, όταν ένας γεωπόνος από την Καρδίτσα, ο Γαβριήλ- Γκάμπριελ, επιλέγει να αφήσει το δυστοπικό πλέον για εκείνον ελληνικό περιβάλλον και να μεταναστεύσει στη μακρινή Παραγουάη προκειμένου να αρχίσει μία νέα ζωή. Βέβαια, τελικά ούτε αυτό θα αποδειχτεί τόσο εύκολο να γίνει, εφόσον η αποδέσμευσή του από την ασφυκτική ελληνική πραγματικότητα και τον παρηκμασμένο γάμο του θα απαιτήσει περισσότερο καιρό για να ωριμάσει μέσα του απ' όση υπολόγιζε αρχικά. Στο τέλος όμως, ο ήρωας θα νικήσει όλες τις αναστολές του και τα εμπόδια και θα καταφέρει εκείνο που θα έμοιαζε ακατόρθωτο για πολλούς από εμάς: να κάνει μία εντελώς νέα αρχή στη ζωή του, χωρίς μάλιστα να έχει και τον χρόνο με το μέρος του, αφού έχει αφήσει προ πολλού πίσω του την πρώτη του νιότη. Έτσι αποδεικνύει περίτρανα το ρητό ότι τίποτε δεν είναι αδύνατον στη ζωή, φτάνει να υπάρχει θέληση. Η αφήγηση σε αυτόν εδώ τον άξονα είναι πρωτοπρόσωπη και έχει εξομολογητικό χαρακτήρα. Συχνά ο Γκάμπριελ προσφωνεί τον αναγνώστη και απευθύνεται σε εκείνον προσωπικά, δίνοντας έτσι περαιτέρω αμεσότητα στην αφήγηση.

Ο δεύτερος αφηγηματικός άξονας μας ταξιδεύει πίσω στον 18ο αιώνα, όταν ένας πρόγονος του Γκάμπριελ, ο Χόρχε, είχε επισκεφθεί επίσης την ίδια χώρα, τότε που η αποικιοκρατία  έπνεε σιγά σιγά τα λοίσθια και η σχέση των λευκών αποίκων με τη φύση, τους Ινδιάνους και την εντόπια φυλή των Γκουαρανί γνώριζε ποικίλες διακυμάνσεις.

Ο τρίτος αφηγηματικός άξονας, μικρότερης έκτασης, μεταφέρει στον αναγνώστη κυρίως πληροφορίες για την ίδια την Παραγουάη, οι οποίες λειτουργούν ως παρενθέσεις στην πλοκή. Η αφήγηση εδώ, όπως και στον δεύτερο αφηγηματικό άξονα, είναι τριτοπρόσωπη.

Ο Μ.Μ. πέρα από την προσωπική ιστορία των ηρώων του, μεταφέρει τον αναγνώστη βαθιά στις ζούγκλες και τα τροπικά δάση της Νοτίου Αμερικής, σε τοπία με καταρράκτες, στα μεγάλα αγροκτήματα της εκεί εύφορης γης, τις εστάνσιας, στις κοινότητες των Γκουαρανί, των Ιησουιτών, των Ισπανών και Πορτογάλων κονκισταδόρων και των Μεστίχος (των Ινδιάνων).

Πέρα από τις πληροφορίες για την Παραγουάη, ο συγγραφέας προβαίνει και σε μία σειρά από έξυπνες παρατηρήσεις σχετικά με την Ελλάδα του σήμερα, την Ελλάδα της κρίσης. Συχνά η επιδέξια σάτιρα και η ειρωνεία για τον πολιτικό κόσμο, ιδίως της Αριστεράς, είναι εντέχνως καλυμμένη με το κατάλληλο λογοτεχνικό περίβλημα, η μομφή όμως που ο συγγραφέας απευθύνει στην παρηκμασμένη ελληνική κοινωνία και τον πολιτικό κόσμο είναι εύκολα ανιχνεύσιμη.

Η γραφή του είναι ελεύθερη, αυτοσαρκαστική, φυσική, χωρίς περιορισμούς, καλλωπισμούς και επιτηδεύσεις. Εν πολλοίς, απλά υπέροχη. Χωρίς να μπερδεύει τον αναγνώστη  και να χάνει τη φυσική χρονική ακολουθία, αφήνεται να επιπλεύσει ελεύθερη στους εκάστοτε συνειρμούς που γεννά το μυαλό του συγγραφέα κάθε δεδομένη χρονική στιγμή. 

Πρόκειται για μία ξεχωριστή αναγνωστική επιλογή η οποία θα μας βάλει σε σκέψεις σχετικά με την κατάσταση που ζει αυτή τη στιγμή η χώρα μας, αλλά και για σχέση (ή την απουσία της) που έχει ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος με τη φύση.

Κώστα Καλτσάς, Νικήτρια σκόνη, εκδ. Ψυχογιός, 2024

  Όταν η ίδια η Ιστορία γίνεται πρωταγωνιστής…                   Αξιοπρόσεκτο είναι το μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου στο ελληνικό...