Βασισμένο στις εμπειρίες που αποκόμισε ο ίδιος ο συγγραφέας από την Αιώνια Πόλη, τη Ρώμη, την οποία επισκέφθηκε γύρω στο 1970, είναι το cult μυθιστόρημα "Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη" του Μιλανέζου συγγραφέα και δημοσιογράφου Τζανφράνκο Καλίγκαριτς.
Ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Ασμάρα της Ερυθραίας, μεγάλωσε στο Μιλάνο και μετοίκησε κάποια στιγμή της ζωής του στη Ρώμη. Το ίδιο θα πράξει και ο ήρωας του βιβλίου του, ο νεαρός μποέμ από το Μιλάνο, Λέο Γκατζάρα, με τη μόνη διαφορά ότι αυτός θα επιστρέψει κάποια στιγμή στη γενέτειρά του, σε αντίθεση με τον συγγραφέα.
Ο Τζανφράνκο, επομένως, χτίζει ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε προσωπικές του εμπειρίες και δημιουργεί ένα βιβλίο-ύμνο στη Ρώμη, η οποία είναι στην πραγματικότητα ο αληθινός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος.
Προφανώς ο συγγραφέας ενσωματώνει και αυτοβιογραφικά στοιχεία στον χαρακτήρα που δημιουργεί και αποτυπώνει τα δικά του βιώματα από τα νυχτοπερπατήματα και τα γλέντια στην Αιώνια Πόλη.
Ο Λέο Γκατζάρα, που είναι και αυτός δημοσιογράφος όπως και ο συγγραφέας, βρίσκει δουλειά σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό όταν αποφασίζει να μετοικήσει στη Ρώμη. Αυτό του αφήνει άφθονο ελεύθερο χρόνο, αλλά και χρήμα για να διάγει μία έντονη dolce vita στην πόλη του έρωτα. Οι φίλοι που θα αποκτήσει θα είναι όλοι μορφωμένοι και τα ενδιαφέροντά τους κινούνται ανάμεσα στη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τη μουσική και την τέχνη. Οι διασκεδάσεις όμως με τις εφήμερες "πεταλούδες της νύχτας" θα τερματιστούν απότομα όταν ο Λέο γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της Αριάννα. Παράλληλα όμως θα χάσει τη δουλειά του και θα αποβεί δέσμιος κάποιων δουλειών του ποδαριού, που δεν αποφέρουν καλές απολαβές. Και κάπου εκεί θα τελειώσει και το όνειρο και ο πρωταγωνιστής θα ξεκαβαλικέψει από το ροζ συννεφάκι. Δυσάρεστα γεγονότα θα κηλιδώσουν την ευτυχία της παρέας, ενώ τελικά δεν είναι και τόσο εύκολο όσο φαίνεται να είναι μαζί οι δύο εραστές.
Το δυνατό σημείο του βιβλίου, όμως, δεν είναι τόσο η υπόθεσή του , αλλά οι περιγραφές της Αιώνιας Πόλης από τη λυρική και σχεδόν ποιητική, πολλές φορές, πένα του συγγραφέα. Μπαρ, τρατορίες, κάθε λογής καταγώγια όπου το αλκοόλ ρέει άφθονο στα ποτήρια αλλά και τις φλέβες των θαμώνων, οι διάσημες πλατείες της πόλης, όπως η Πιάτσα Ναβόνα, η Πιάτσα ντελ Πόπολο και η Πιάτσα ντελ Σπάνια, όλα αυτά περιγράφονται διεξοδικά με έναν λυρισμό που αφοπλίζει.
Συνάμα, όμως, αυτά παρουσιάζονται και υπό το πρίσμα μιας αδιόρατης μελαγχολίας, μίας φθινοπωρινής μουντάδας και απαισιοδοξίας η οποία απλώνεται σαν νέφος πάνω από την πόλη και από τις καρδιές των μποέμ νεαρών πρωταγωνιστών. Πράγματι, το όλο σκηνικό θα μας θυμίσει ενίοτε τους "Μποέμ" του Πουτσίνι.
Η αντίθεση μεταξύ του ατόμου και της πόλης, της μοναξιάς και του πλήθους, του ατομικού και του συλλογικού είναι ιδιαίτερα έντονη. Και εν τέλει, αυτό ακριβώς είναι που φωτίζεται στο μυθιστόρημα: η σχέση που μπορεί να δημιουργήσει ένας άνθρωπος με τον χώρο που τον περιβάλλει, και εδώ, πιο συγκεκριμένα, με την πόλη στην οποία κινείται καθημερινά.
Η απαισιοδοξία που διατρέχει το κείμενο είναι ολοφάνερη ήδη από τις λέξεις "τελευταίο καλοκαίρι" του τίτλου. Αυτό προϊδεάζει τον αναγνώστη ήδη από την πρώτη στιγμή ότι κάτι ωραίο στη Ρώμη έχει τελειώσει και έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Και πράγματι, αυτές οι μποέμ, ξένοιαστες μέρες της νιότης μας αναπόφευκτα τελειώνουν κάποια στιγμή καθώς μεγαλώνουμε. Η εξάρτηση από το αλκοόλ μπορεί να φέρει δυσάρεστα αποτελέσματα στο σώμα μας. Η απώλεια της νιότης φέρνει, μοιραία, και την απώλεια της αστείρευτης αισιοδοξίας μας. Διότι ξέρουμε καλά ότι ο χρόνος μας σε αυτή τη γη λιγοστεύει όσο γερνάμε και αυτό δεν μπορεί παρά να μας γεμίζει μελαγχολία. Τίποτε δεν είναι για πάντα, ούτε ο έρωτας, ούτε τα νυχτοπερπατήματα και οι κρασοκατανύξεις της νιότης μας, ούτε οι φιλίες μας, ούτε καν η ίδια η "Αιώνια" Πόλη, η Ρώμη.
Το βιβλίο δικαίως χαρακτηρίστηκε ως "ξεχασμένο διαμάντι της ιταλικής λογοτεχνίας", αφού ήδη από την πρώτη του έκδοση στη Ρώμη το 1973 αποτέλεσε εκδοτικό φαινόμενο και σήμερα έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι χώρες. Στα ελληνικά έχουμε την τύχη να διαβάσουμε το αρχικό ιταλικό κείμενο με τρόπο που διατηρεί όλον τον λυρισμό και τη μουσικότητα της ιταλικής γλώσσας εξαίσια μεταφρασμένης από τη Δήμητρα Δότση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.