Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Ντάλια Γκρινκεβιτσούτε- Σκιές στην τούνδρα, εκδ. Βακχικόν

 

Ένα βιβλίο για γερά νεύρα, που θα μας ταρακουνήσει και θα μας βάλει σε σκέψεις είναι αυτό της Λιθουανής συγγραφέως Ντάλια Γκρινκεβιτσούτε που έζησε από το 1927 μέχρι και το 1987 με τίτλο «Σκιές στην τούνδρα».

 

Το βιβλίο αυτό αποτελεί στην ουσία το πρωτόλειο των αναμνήσεων της συγγραφέως από τη φρικτή εμπειρία της φυλάκισής της στα γκουλάγκ της Σιβηρίας επί σταλινικού καθεστώτος. Η συγγραφέας συνελήφθη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό της και απελάθηκε στη Ρωσία. Σε ηλικία είκοσι ενός ετών δραπέτευσε από τα γκουλάγκ, στα οποία εργαζόταν σε καθημερινή βάση και σε απάνθρωπες συνθήκες επί δώδεκα ή και δεκατέσσερις ώρες ημερησίως, και επέστρεψε στην πατρίδα της τελικά εν έτει 1956. Εν συνεχεία κατάφερε να σπουδάσει γιατρός και αρχικά εργάστηκε ως τέτοια πριν το καθεστώς αποφασίσει πως είναι επικίνδυνη ως πρώην εξόριστη που ήταν και της αφαιρέσει την άδεια. Σε ηλικία είκοσι δύο ετών ξεκίνησε να καταγράφει τις εμπειρίες από τη φυλάκισή της, τις οποίες έθαψε τελικά σε ένα δοχείο στον κήπο του σπιτιού της από φόβο μήπως τις ανακαλύψει η KGB.

 

Οι καταγραφές αυτές ανακαλύφθηκαν τυχαία το 1991, όταν η συγγραφέας είχε πια πεθάνει και έκτοτε αποτελούν βασικό υποχρεωτικό ανάγνωσμα- και δικαίως- στα σχολεία της Λιθουανίας, αφού απεικονίζουν με μελανά χρώματα την κακομεταχείριση που υπέστησαν οι άλλες εθνότητες της Σοβιετικής Ένωσης στα χέρια του ρωσικού ολοκληρωτικού καθεστώτος.

 

Ακόμη κι αν ο αναγνώστης γνωρίζει τι ακριβώς συνέβαινε στα γκουλάγκ και έχει διαβάσει στο παρελθόν και άλλα παρόμοιου περιεχομένου πονήματα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην συγκλονιστεί από τα γραφόμενα και τις περιγραφές της Γκρινκεβιτσούτε. Ο πόνος από την απώλεια της πατρίδας και της προηγούμενης ζωής τους και την αναίτια κακομεταχείριση της συγγραφέως είναι διάχυτος σε κάθε σελίδα και θα συγκινήσει ακόμη και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Μετά από κάποιους μήνες παραμονής στα στρατόπεδα, οι άνθρωποι που διαμένουν στα γκλουλάγκ έχουν απολέσει πλέον και το  τελευταίο ίχνος της ανθρώπινης υπόστασής τους:

 

«Να’ μαστε λοιπόν. Πλάσματα που κάποτε αυτοαποκαλούμασταν άνθρωποι, γελούσαμε, φλερτάραμε, καλούσαμε φίλους για επίσκεψη, κανονίζαμε καλοκαιρινές διακοπές έπειτα από εξουθενωτικούς χειμώνες στην πόλη, θυμώναμε που η ράφτρα έκανε μαντάρα ένα ρούχο μας ή γιατί ένα διαμέρισμα με δύο δωμάτια μας έμοιαζε μικρό. Όλοι είναι σιωπηλοί. Δεν είναι καν παρόντες. Οι άνθρωποι που ήταν κάποτε έχουν χαθεί από καιρό. Πέθανα στις 14 Ιουνίου. Το μόνο που έχει μείνει στους δεκατρείς στρατώνες είναι οι νεκροί και οι σχεδόν νεκροί. Μόνο τρεις κατηγορίες ανθρώπων έχουν μείνει: οι νεκροί, οι ετοιμοθάνατοι και όσοι αργοπεθαίνουν, αλλά με μια πιθανότητα να ζήσουν».

 

Πρόκειται για ένα εντελώς δυστοπικό περιβάλλον, στο οποίο μονάχα η ακλόνητη θέληση για ζωή και η καλή τύχη μπορεί να άφηναν κάποιον να επιβιώσει. Το φοβερό κρύο, η ελλιπής διατροφή, η κακομεταχείριση των αιχμαλώτων και οι ασθένειες έκαναν τη επιβίωση των κρατουμένων πραγματικά ανυπόφορη.

 

Τέλος, να συμπληρώσουμε ότι τη μετάφραση του πονήματος πραγματοποίησε η Κωνσταντίνα Στασινού.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Γιάννης Δενδρινός, Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους, εκδ. Διόπτρα

  Κοινή παραδοχή είναι ότι όλοι κουβαλάμε μέσα μας κάποια τραύματα, ανεξαρτήτως του πόσο βαθιά είναι αυτά, μερικοί από εμάς από την παιδικ...