Ένα έξοχο επιστημονικό πόνημα, το οποίο διαβάζεται όμως ευχάριστα και από το ευρύ αναγνωστικό κοινό, προσφέρει η επίκουρη καθηγήτρια Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής ιστορίας του τμήματος Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης, Ελένη Φάσσα.
Το βιβλίο έχει ως θέμα τα αιματηρά θεάματα κατά τη ρωμαϊκή εποχή-δηλαδή τόσο τις θηριομαχίες όσο και τις μονομαχίες- και αποτελεί την παράθεση αποσπασμάτων Λατίνων συγγραφέων τα οποία σχετίζονται με τα δημόσια και αιματηρά θεάματα στην αρχαία Ρώμη, αλλά και στην υπό ρωμαϊκή κατοχή επικράτεια της ανατολής. Η Ελένη Φάσσα συγγράφει την κατατοπιστικόταταη εισαγωγή επί του θέματος, καθώς και τις σημειώσεις του βιβλίου, ενώ έχει μεταφράσει η ίδια στη νεοελληνική τα αποσπάσματα των αρχαίων Λατίνων συγγραφέων, δίνοντάς τους έτσι «φωνή».
Το θέμα από μόνο του και μόνο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, οι πληροφορίες δε που η Φάσσα παραθέτει στην εισαγωγή της για αυτό, συναρπαστικές. Ο αναγνώστης, επομένως, θα πληροφορηθεί ότι τα αιματηρά θεάματα έχουν την αφετηρία τους στην αρχαία Ρώμη εν έτσι 186 π.Χ., στην Ανατολή δε οι πρώτες μονομαχίες χρονολογούνται είκοσι μόλις χρόνια μετά, το 166 π.Χ.. Η Φάσσα μας ενημερώνει ότι οι μονομαχίες ξεκίνησαν ως έθιμο τιμής προς τους νεκρούς και ότι η επέκταση της επικράτειας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επέφερε αντίστοιχα και την αύξηση των μονομαχιών.
Οι μονομάχοι προέρχονταν από τους αιχμαλώτους πολέμου, από το δουλεμπόριο, αλλά καμιά φορά ήταν και ελεύθεροι πολίτες. Παρά τη δόξα που απολάμβαναν όμως οι πιο επιτυχημένοι από αυτούς, εντούτοις τα δικαιώματά τους ως πολίτες ήσαν κυριολεκτικά ανύπαρκτα. Στις αρένες εκφραζόταν ξεκάθαρα η βούληση του λαού, όπως μας δείχνει το παρακάτω απόσπασμα του Κικέρωνα:
«Πράγματι, σε τρία μέρη είναι δυνατόν να εκφραστούν η βούληση και οι επιθυμίες του ρωμαϊκού λαού: στις λαϊκές συνελεύσεις, στις εκλογές και τις συναθροίσεις για θεάματα ή μονομαχίες».
Ο σατυρικός ποιητής Ιουβενάλης, επιπροσθέτως, θα μας πει, παραδεχόμενος την αδυναμία που έτρεφε ο λαό σε τέτοιου είδους θεάματα:
«Διότι ο δήμος που κάποτε απέδιδε εξουσία, αξιώματα, λεγεώνες, τα πάντα, σήμερα είναι πλέον υπάκουος κι επιθυμεί με πάθος μόνο δύο πράγματα, άρτο και θεάματα».
Ακόμη και ο Βέδας Αιδέσιμος κατά τον όγδοο μεταχριστιανικό αιώνα θα γράψει, θέλοντας να τονίσει τη σπουδαιότητα του Κολοσσαίου για τους Ρωμαίους:
«Όσο στέκεται το Κολοσσαίο θα στέκεται και η Ρώμη. Όταν πέσει το Κολοσσαίο θα πέσει και η Ρώμη. Όταν αφανιστεί η Ρώμη θα αφανιστεί και ο κόσμος».
Το περίεργο είναι πως όλα αυτά τα αιματηρά θεάματα ατόνησαν μετά από την έλευση του χριστιανισμού, όχι εξ’ αιτίας του οίκτου για τους καταδίκους και τους μονομάχους, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά επειδή οι χριστιανοί πίστευαν ότι θεάματα σαν και αυτά διαφθείρουν την ψυχή εκείνου που τα παρακολουθεί.
Τα αποσπάσματα αφορούν κάθε πτυχή του βίου των Ρωμαίων και των αυτοκρατόρων που σχετίζονται με τα θεάματα. Έτσι θα πληροφορηθούμε, για παράδειγμα, ότι ο αυτοκράτορας Κλαύδιος λάτρευε τα θεάματα αυτά, ενώ, αντίθετα, ο στωικός φιλόσοφος αυτοκράτωρ Μάρκςο Αυρήλιος τα απεχθανόταν.
Εν ολίγος, το παρόν πόνημα αποτελεί μία σπουδαία συμβολή στην ιστοριογραφία περί της αρχαίας Ρώμης και μάλιστα άμεσων ιστορικών πηγών σε μία εξαιρετική μετάφραση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.