Στην τέχνη και τη λογοτεχνία, ως γνωστόν, δεν υπάρχει
παρθενογένεση. Και, ενίοτε, μπορεί ένα αριστούργημα να γεννήσει ένα άλλο
αριστούργημα. Τι θα συνέβαινε, επομένως, αν η διάσημη νουβέλα-κατ’ άλλους μυθιστόρημα-
του Τζον Στάινμπεκ, «Άνθρωποι και ποντίκια»,
μεταφερόταν επί ελληνικού εδάφους με ήρωες και πάλι τον Τζωρτζ και τον Λένο,
όχι ως Αμερικανούς, αυτή τη φορά, αλλά ως Έλληνες, ως Τζώρτζης και Λένος;
Ο γνωστός και πολυγραφότατος
συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος δηλώνει θαυμαστής του έργου του Στάινμπεκ και
αυτό φαίνεται ολοκάθαρα από την αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου του: «Στον Τζον
Στάινμπεκ, όχι μόνο για το Άνθρωποι και
ποντίκια». Φαίνεται, λοιπόν, πως ήθελε πάντοτε να γράψει κάτι στο πρότυπο
του συγκεκριμένου έργου και να που τώρα ήρθε πλέον η ώρα η πρωτότυπη αυτή
διασκευή να δει το φως της δημοσιότητας. Όπως μας λέει δε ο συγγραφέας αντέγραψε
σε μεγάλο βαθμό τη δομή, το ύφος, τους χαρακτήρες αλλά ακόμη και τα λόγια των
χαρακτήρων πολλές φορές.
Αντί, επομένως, για την
Αμερική της Μεγάλης Ύφεσης, εδώ μεταφερόμαστε στην Αθήνα του 1975 και, πιο
συγκεκριμένα, σε μία αποθήκη εμπορευμάτων στον Κολωνό, όπου δουλεύουν οι δύο φίλοι.
Αυτοί και οι συνάδελφοί τους εργάτες, όπως και ο γιος του αφεντικού και η
γυναίκα του, αποτελούν τους μοναδικούς ήρωες του βιβλίου. Μία γυναίκα και πολλοί
άνδρες, δηλαδή, και ό,τι αυτό συνεπάγεται… Η ταξική διάσταση των χαρακτήρων του
έργου-οι φτωχοί εργάτες και ο πλούσιος εργοστασιάρχης-ιδιοκτήτης, εξακολουθεί, φυσικά,
να υφίσταται και στην παρούσα μεταφορά.
Τι έχει, όμως, να κερδίσει
ο αναγνώστης ξαναδιαβάζοντας το πασίγνωστο μυθιστόρημα του Στάινμπεκ σε μια
διασκευασμένη εκδοχή; Ή, ακόμη, γιατί να μπει στον κόπο να ξαναδιαβάσει το εν
λόγω αριστούργημα του Στάινμπεκ σε μία εκδοχή αλά ελληνικά, εφόσον το έχει ήδη
διαβάσει; Θα έχει, άραγε, κάτι να κερδίσει;
Κατ’ αρχάς, θα έλεγα
ότι βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ελκυστική την ιδέα να «ξαναζήσω»
αναγνωστικά ένα αριστούργημα όπως το Άνθρωποι
και ποντίκια. Δεύτερον, λόγω της πληθώρας των βιβλίων, είναι πολύ πιο πιθανό,
από το να ξαναδιαβάσω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεύτερη, τρίτη ή και τέταρτη
φορά, να προτιμήσω να βυθιστώ στις σελίδες μίας τροποποιημένης εκδοχής του,
εφόσον μάλιστα αυτή ανήκει σε έναν
συγγραφέα που γνωρίζω. Τρίτον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεταπλάσεις ενός λογοτεχνικού
αριστουργήματος μπορεί να αποδειχθούν ενίοτε ακόμη πιο ενδιαφέρουσες και από το
ίδιο το πρωτότυπο έργο κάποιες φορές, και ενδεχομένως, μάλιστα, να είναι και
πιο ευκολοδιάβαστες από αυτό- για σκεφθείτε, για παράδειγμα, τι θα διάβαζε ένας
έφηβος ευκολότερα σήμερα, την ίδια την Ιλιάδα στη νέα ελληνική ή κάποια μυθιστορηματική
μεταφορά της από τις πολλαπλές που κυκλοφορούν σήμερα και έχουν επιχειρήσει
τόσο Έλληνες όσο και ξένοι σύγχρονοι-και όχι μόνο- συγγραφείς; Δεν πρέπει
εξάλλου να ξεχνάμε ότι αυτή ακριβώς είναι και η αξία της λογοτεχνίας: η διαρκής
ικανότητά της να εμπνέει και να οδηγεί σε νέες δημιουργίες, όχι κατώτερες,
απαραιτήτως, από τα πρότυπά τους.
Εγώ, επομένως, έχω να
καταθέσω εδώ ότι, πραγματικά, απόλαυσα την ανάγνωση του μυθιστορήματος του
Ραπτόπουλου εξίσου με την ανάγνωση της νουβέλας του Στάινμπεκ. Ξαναέζησα πολύ ευχαρίστως όλα
εκείνα τα συναισθήματα που είχα ζήσει τότε διαβάζοντάς τη: τη συμπάθεια για τον
χαζούλη και αγαθό γίγαντα, τον Λένο, την αποδοκιμασία για τη συμπεριφορά του
γιου του αφεντικού και τη σύζυγό του-εδώ σε αυτή την αποθήκη στον Κολωνό-, τον
θαυμασμό για τη συμπεριφορά του Τζώρτζη, προστάτη του Λένου, ακόμη και τη
λαχτάρα των ηρώων για να φτιάξουν το σπιτάκι τους και να ζήσουν μία ήσυχη ζωή
στη φύση. Και, φυσικά, συγκλονίστηκα και πάλι από το καταιγιστικό φινάλε, που, όπως
και στο Άνθρωποι και ποντίκια, λυτρώνει τους ήρωες και δίνει τέλος στο δράμα με
τον μοναδικό ίσως τρόπο που θα μπορούσε τελικά να τελειώσει αυτή η
ιστορία-διότι το «happy end» δεν έμοιαζε και πολύ ρεαλιστικό για τους ήρωες του βιβλίου, εδώ που τα λέμε
σε κανένα από τα δύο βιβλία.
Το βιβλίο, όπως και το Άνθρωποι και ποντίκια, διαθέτει άφθονη
πρόζα και γρήγορο ρυθμό στην αφήγηση. Η μίμηση δε του ύφους του Στάινμπεκ από
τον Ραπτόπουλο είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτη και, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει τις
συγγραφικές του ικανότητες, αφού, ας μην ξεχνάμε ότι ένας καλός συγγραφέας
οφείλει να μπορεί να αλλάζει και να προσαρμόζει τη γραφή του ανά περίσταση.
Ο αθώος, χαζούλης Λένος
και η αγάπη του για τα μαλακά πράγματα. Ο καλός του φίλους ο Τζώρτζης που
προσπαθεί να τον προστατεύσει από την ίδια του τη χαζομάρα. Ο επιστάτης και ο
γέρο σκύλος του. Οι υπόλοιποι εργάτες. Ο Βαζελίνης, ο εγωπαθής, φαντασμένος και
αψίκορος γιος του αφεντικού. Και η γυναίκα του, η όμορφη χαζογκόμενα, που πάει
γυρεύοντας για να δημιουργήσει φασαρίες και θα αποδειχθεί στη συνέχεια το
τραγικό πρόσωπο της ιστορίας που θα κινήσει τον μύθο…
Όλοι οι παραπάνω χαρακτήρες
αποτελούν τον κόσμο της «Αθωότητας», του
νέου μυθιστορήματος του Ραπτόπουλου, το οποίο, συν τοις άλλοις, περικλείει και πολλές
αυτοβιογραφικές πτυχές από τον βίο του ίδιου του συγγραφέα, όπως μας λέει στον
επίλογο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.