Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Σπύρος Κιοσσές, Τσιγάρο βαρ;, εκδ. Μεταίχμιο

 

 

«Την παρατηρούσα όρθια, ακουμπισμένη στον τοίχο, να ρουφάει το τσιγάρο, σχηματίζοντας βαθιές κοιλότητες στα μάγουλα και κοιτώντας τον καπνό που φυσούσε να διαλύεται μπροστά της»

 

Σαράντα οκτώ μικρές, αυτοτελείς ιστορίες ποικίλης θεματολογίας που κρατούν χρονικά κατά την ανάγνωσή τους μόλις ένα τσιγάρο… Αυτή ήταν, ίσως, η αρχική και πανέξυπνη ιδέα του ανερχόμενου και τόσο ιδιαίτερου συγγραφέα Σπύρου Κιοσσέ, όταν αποφάσισε να συγκεντρώσει τα μικροδιηγήματά του-τα δημοσιευμένα κάποιες φορές σε διάφορους ιστότοπους- σε έναν τόμο με τίτλο «Τσιγάρο βαρ;». Το τσιγάρο και γενικότερα η συνήθεια του καπνίσματος με ό,τι αυτό συνεπάγεται, υπήρξε το κοινό σημείο κάμποσων μικροδιηγημάτων, αφού είναι κι αυτό, αναντίρρητα, ένας «ήρωας» σε πολλά από αυτά στο βιβλίο του Κιοσσέ.

 

«… τ’ αγαπούσε το κρασάκι του ο πάτερ, κάποιοι ότι πήγε ν’ ανάψει τσιγάρο, αρειμάνιος καπνιστής καθώς ήταν, μερικοί ήταν σίγουροι πως τον είχε πάρει ο ύπνος λίγο πριν γίνει το κακό…»

 

Δεν είναι διόλου τυχαία η αξιοποίηση της-βλαβερής-αυτής συνήθειας τόσο από τη λογοτεχνία, όσο και από το θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.  Ο κάθε ένας από εμάς έχει- ή θα είχε αν κάπνιζε-το δικό του, εντελώς ξεχωριστό και ιδιαίτερο στυλ καπνίσματος, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το βάδισμά μας. Διότι το τσιγάρο, από μόνο του ως συνήθεια, δημιουργεί στον νου των αναγνωστών συνειρμικές εικόνες: το κράτημά του, ο καπνός που περιελίσσεται στην ατμόσφαιρα, ο τρόπος που ο κάθε καπνιστής το φέρνει στα χείλη του, το γεγονός της «συντροφικότητας» που συνεπάγεται το κάπνισμα σε μία παρέα κ.α., όλα αυτά δημιουργούν μία πολύ ιδιαίτερη λογοτεχνική ατμόσφαιρα στα μικροδιηγήματα του Σπύρου Κιοσσέ, αναπληρωτή Αναπληρωτή Καθηγητή θεωρίας της λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής στο Τμήμα Γλωσσικών και Διαπολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

 

«…τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος (να μην καπνίσω ποτέ, ο άντρας της είχε πεθάνει από καρκίνο)…»

 

Αφετηρία έμπνευσης σε πολλά από αυτά αποτελούν τα παιδικά βιώματα, οι οικογενειακές μνήμες και η νοσταλγία του συγγραφέα για τον παρελθόντα χρόνο, όπως ακριβώς συνέβαινε και στο έτερο εξαιρετικό του πόνημα με τίτλο «Τα πρωτοβρόχια»(εκδόσεις Μεταίχμιο, 2022). Η γραφή του Κιοσσέ θα λέγαμε ότι κουβαλάει επάνω της μία γλυκύτητα, μια τρυφερότητα και μια νοσταλγία. Δεν μας παραξενεύει που συχνά η καλοδουλεμένη και τόσο όμορφη αυτή γλώσσα προσεγγίζει συχνά τα όρια της ποίησης, εφόσον, πρώτον,  η πρόζα των μικροδιηγημάτων συχνά φλερτάρει με την ποίηση και, δεύτερον, αφού και ο ίδιος ο συγγραφέας είναι συγχρόνως και ποιητής (βλέπε ποιητική συλλογή «Το κάτω κάτω της γραφής», εκδόσεις Μελάνι , Αθήνα, 2018).

 

«Εγώ κάπνιζα στο αυτοκίνητο, παρκαρισμένος λίγα μέτρα μακριά, αθέατος κατά τις υποδείξεις του, στις έντεκα το βράδυ, που θα τελείωνε το πάρτι»

 

Δεν είναι, όμως, μονάχα η γλώσσα, το θετικό στα διηγήματα του Κιοσσέ, αλλά και ο τρόπος επεξεργασίας του εκάστοτε θέματος σε κάθε διήγημα. Ενώ, δηλαδή, τα μικροδιηγήματα αυτά δεν έχουν, κατά βάση, μία πρωτότυπη και ιδιαίτερα ευφάνταστη υπόθεση-αντίθετα, πρόκειται για πιο «καθημερινές», θα λέγαμε ιστορίες-, εντούτοις, ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει και αναπτύσσει το εκάστοτε θέμα ο συγγραφέας-γυμνώνοντας συχνά τις πιο μύχιες σκέψεις του μπροστά στα μάτια του αναγνώστη-, αλλά και το αναπάντεχο φινάλε που επιλέγει να τους δώσει, το οποίο θα ξαφνιάσει, συχνά, τον αναγνώστη, κάνουν εγγυημένη την τέρψη κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης.

 

«Μέσα από τον καπνό των τσιγάρων, διέκρινα να βαδίζει μια φιγούρα με το βλέμμα θεάς του Βορρά…»

 

Οι ήρωές του είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, συχνά δε ακόμη και αδέσποτα. Παρ’ όλα αυτά, ο Κιοσσές καταπιάνεται από το πιο μικρό, απλό και ασήμαντο γεγονός προκειμένου να καταθέσει την άποψή του για την ίδια τη ζωή και τα μεγάλα μυστήριά της. Πίσω από όλα τα διηγήματα, όμως, αναντίρρητα κρύβεται ο άνθρωπος Σπύρος, παράλληλα με τον συγγραφέα Κιοσσέ: τα παιδικά του βιώματα, ο τρόπος που μεγάλωσε, οι οικογενειακές μνήμες, τα λάθη, οι κλασικές σπουδές που λάτρεψε και που τόσο τον επηρέασαν, όλα αυτά κατατίθενται στο βιβλίο με τρόπο αγνό, απλό και αληθινό. Αυτό το γεγονός κάνει το νοσταλγικό «Τσιγάρο βαρ;» μαζί με συναισθηματικά και τρυφερά «Τα πρωτοβρόχια» να αποτελούν μία γνήσια κατάθεση ψυχής του συγγραφέα, τέτοια που σπάνια συναντά κανείς στη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα.

 

«… και κάθονται μετά να κάνουν τσιγάρο και να πιουν το ουζάκι τους, καλή ώρα σαν κι εμάς»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας, εκδ. Καστανιώτης

  Σε γενικές γραμμές, οι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς αποτελούν λατρεμένο είδος για εμάς τους Έλληνες εραστές της Λογοτεχνίας. Ομολογώ, όμω...