Το ολιγοσέλιδο διήγημα με τίτλο «Δύο πόντους πάνω από τη γάμπα» του συγγραφέα και Αντιπροέδρου του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος εγκαινιάζει μία νέα εκδοτική σειρά στην τεχνοτροπία του «δομημένου ρεαλισμού» από τις εκδόσεις Υψικάμινος στην οποία ο συγγραφέας καλείται να εφαρμόσει την εν λόγω τεχνοτροπία και να εστιάσει σε μία δεδομένη χρονική στιγμή μέσα στον ιστορικό και τον κοινωνικό χρόνο.
Το συγκεκριμένο διήγημα αποτελεί τη λογοτεχνική μεταφορά της πρώτης ταινίας μικρού μήκους στην τεχνοτροπία του «δομημένου ρεαλισμού» του τμήματος κινηματογράφου τού Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος. Η εν λόγω ταινία τιτλοφορούταν ως «Το φουστάνι της Ευδοξίας» και, δια του λόγου το αληθές, πρωταγωνίστρια του διηγήματος είναι η Ευδοξία, μία γυναίκα που έχει αφήσει πίσω την πρώτη της νιότη και είναι πλέον σύζυγος, μητέρα και νοικοκυρά.
Η Ευδοξία ζει στην Αθήνα του 1892 και, πιο συγκεκριμένα, στο Αιγάλεω. Είναι Κυριακή 12 του Σεπτέμβρη, ξημερώματα και εκείνη εκτελεί τις καθημερινές πρωινές δουλειές του νοικοκυριού συνομιλώντας με τον άνδρα της, τον Θανάση στην κουζίνα του μικρού σπιτιού της. Εκεί λαμβάνει χώρα όλη η δράση του διηγήματος.
Το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο του διηγήματος σχετίζεται με την ψήφιση από την Ελληνική Βουλή του νομοσχεδίου για την αποποινικοποίηση τη μοιχείας, αλλά και της υιοθέτησης του πολιτικού γάμου. Πρόκειται για ρυθμίσεις οι οποίες έμελλε να αλλάξουν ριζικά τον βίο πολλών Ελλήνων, ρυθμίσεις όμως που επέσυραν την μήνιν των πιο συντηρητικών ανδρών της εποχής, καθώς και του εκκλησιαστικού κατεστημένου. Εντούτοις, οι καταπιεσμένες γυναίκες της εποχής φαίνεται πως είδαν το όλο ζήτημα με κάπως πιο θετική ματιά, τουλάχιστον σε σχέση με τους συζύγους τους. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύεται μέσα από τις σελίδες του διηγήματος του Κωνσταντίνου Λίχνου και τη στάση που υιοθετούν για το εν λόγω ζήτημα η Ευδοξία και ο Θανάσης, καθώς ο τελευταίος διαβάζει την εφημερίδα στην κουζίνα του σπιτιού τους και οι δυο τους σχολιάζουν τα τεκταινόμενα της πολιτικής επικαιρότητας.
Ο Θανάσης, αλλά και ο κάθε τυπικός άντρας της εποχής του, δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται την λανθάνουσα καταπίεση που υφίσταται μία γυναίκα, επιφορτισμένη με τα πολλαπλά καθήκοντά της ως συζύγου, μητέρας και νοικοκυράς, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση που η ελληνική κοινωνία της εποχής επιφυλάσσει στις γυναίκες. Σε αυτό ακριβώς το ζήτημα εστιάζει ο Λίχνος με το διήγημά του. Μέσω μιας «φωτογραφικής» θα λέγαμε αποτύπωσης μιας στιγμής από την καθημερινότητα του ζευγαριού, ο συγγραφέας αποσκοπεί στο να καταδείξει τα ήθη μιας ολόκληρης εποχής, συγκεκριμένα της δεκαετίας του 1980 στη χώρα μας.
Η Ευδοξία, μην βρίσκοντας απόκριση στις απεγνωσμένες εκκλήσεις της για συντροφικότητα και αγάπη μέσα στο πλαίσιο του έγγαμου βίου της, θα καταφύγει στην έσχατη λύση που διαθέτει μία γυναίκα η οποία προσπαθεί να ικανοποιήσει τις γενετήσιες ορμές της μέσα σε ένα ηθικό πλαίσιο αποδεκτό από συντηρητική κοινωνία της εποχής που καταδικάζει απερίφραστα τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Η αναφορά στη θεία λειτουργία της Κυριακής, την οποία οφείλουν να παρακολουθούν όλες οι γυναίκες των καθώς πρέπει ηθών της εποχής, δεν μπορεί παρά να τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στην ψυχολογία της γυναίκας, που λαχταρά τη σεξουαλική και συναισθηματική της ελευθερία και στα συντηρητικά ήθη της εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.