«Η καρδιά του κόσμου» χτυπάει στο πανέμορφο νησί της Χίου, σύμφωνα με τη συγγραφέα Ειρήνη Νικολάκη-Καλαμάρη, η οποία υπογράφει το ομότιτλο ιστορικό μυθιστόρημα με επίκεντρο τη γενέτειρά της, το νησί της Χίου, μιλώντας για το πώς ήταν αυτό από τον 15ο μέχρι και τον 17ο αιώνα.
Η εποχή αυτή είναι μεταβατική για το νησί της Χίου, καθώς το 1566 τελειώνει η γενουατική κατοχή σε αυτό και αρχίζει η περίοδος της τουρκοκρατίας. Το τέλος αυτό, της γενουατικής, δηλαδή, κατοχής, τη βίαιη κατάληψη του νησιού από τους Οθωμανούς και τη συνακόλουθη λεηλασία του, περιγράφει με μελανά χρώματα η συγγραφέας στο βιβλίο της, μέσα από την παράθεση της αφήγησης ενός απόγονου του Ιωάννη Ιουστινιάνη-Λόγγο, του επιφανούς γενοβέζου που πολέμησε στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Οθωμανούς και έχασε τελικά τη ζωή του εκεί. Συν τοις άλλοις, η συγγραφέας αποφασίζει να μας διηγηθεί, πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω στον χρόνο, και τα συγκλονιστικά γεγονότα της Άλωσης αυτής, της πιο διάσημης, ίσως, στην Ιστορία. Εκείνη ακριβώς την ταραγμένη εποχή λαμβάνει χώρα και ο φλογερός έρωτας μεταξύ του Ευγένιου και της Ζακελίνας, οι οποίοι, με καταγωγή από τη Χίο, θα βρεθούν στην εμπόλεμη Κωνσταντινούπολη, όπου θα συναντήσουν τον τρανό πολεμιστή Ιωάννη Ιουστινιάνη.
Η αφορμή για τις αναδρομικές αυτές αφηγήσεις δίνεται με την επίσκεψη που πραγματοποιεί στο νησί, μετά από μία σειρά επίμονων ονείρων, ο Ιταλός ζωγράφος Φραντσέσκο Αλμπάνι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο ξακουστό μοναστήρι της Παναγιάς Σικελιάς, θα ανακαλύψει ένα μεσαιωνικό χειρόγραφο το οποίο θα εξιστορεί τον έρωτα του Ευγένιου και της Ζακελίνας, όπως και την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς.
Εκτός, όμως, από λεπτομερές χρονικό της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης, το εν λόγω μυθιστόρημα προσφέρει επίσης πολλές πληροφορίες για την περίοδο της γενουατοκρατίας στο νησί, όταν κουμάντο έκανε η Μαόνα, η εμπορική και ναυτιλιακή εταιρεία που κυριαρχούσε τότε στο νησί και εκμεταλλευόταν τον θησαυρό του νησιού: την περίφημη μαστίχα. Η συγγραφέας παρουσιάζει τη ζωή στο νησί την εποχή της μεγάλης ακμής του, αλλά δίνει και πληροφορίες για την κατάστασή του τον καιρό της οθωμανικής κατοχής, καθώς και για τη διαδικασία παραγωγής της μαστίχας, του κυριότερου εξαγωγικού προϊόντος του νησιού, το οποίο υπήρξε και η βασική αιτία πλουτισμού των κατοίκων του.
Η σύνδεση όλων αυτών με την εξιστόρηση των γεγονότων της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης είναι αρκετά πρωτότυπη και προσφέρει εναλλαγές στην αφήγηση. Η τελευταία είναι στρωτή και διανθισμένη με άφθονη και ολοζώντανη πρόζα. Η συγγραφέας προσφέρει στους αναγνώστες της όμορφες και καλοδουλεμένες περιγραφές όπως η παρακάτω:
«Ο Γενάρης ψυχορραγούσε και οι δρόμοι της Κωνσταντινούπολης ήταν χιονισμένοι, έτριζαν τα παπούτσια των περαστικών σαν να πατούσαν πάνω σε πολύ μικρά κομματάκια γυαλιού. Όμως αυτό δεν εμπόδισε τους κατοίκους να ξεχυθούν στις πλαγιές και κατά μήκος των τειχών της πόλης, για να παρακολουθήσουν την άφιξη των δύο μεγάλων πολεμικών καραβιών, με το ένα να ξεχωρίζει, τεράστιο και δυνατό, αντάξιο των βενετσιάνικων πλοίων».
Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα ευχάριστο ανάγνωσμα που θα μας πληροφορήσει για μία εποχή για την οποία δεν γνωρίζουμε, η αλήθεια, πολλά πράγματα. Αξίζει, επομένως, να το διαβάσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.