Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας, εκδ. Καστανιώτης

 

Σε γενικές γραμμές, οι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς αποτελούν λατρεμένο είδος για εμάς τους Έλληνες εραστές της Λογοτεχνίας. Ομολογώ, όμως, πως μέχρι τώρα δεν έτυχε να πέσει στα χέρια μου βιβλίο του Περουβιανού συγγραφέα Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, κι ας θεωρείται ένας από τους πιο δημοφιλείς και αναγνωρισμένους πεζογράφους της αμερικανικής ηπείρου. Το παρόν πόνημά του με τίτλο «Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας» είναι το ένατο βιβλίο που εκδίδει και αποτελεί μία γοητευτική περιήγηση στον ταραγμένο, θρησκόληπτο και διεφθαρμένο κόσμο της Αντιβασιλείας του Περού στις αρχές του 17ο αιώνα.

 

Το ογκώδες μυθιστόρημά του ρίχνει μία πολύ αναλυτική ματιά στον κόσμο της φτώχειας, της Ιεράς Εξέτασης, της Εκκλησίας και των Μοναστηριών στη Λίμα, έναν αιώνα σχεδόν μετά την κατάκτηση της χώρας από τους Ισπανούς κονκισταδόρες.

 

«…ο Θεός επιτρέπει στον Διάβολο κάποια πράγματα και άλλα όχι, για να αποκαλύπτεται έτσι η δόξα Του. Διότι δίχως το Κακό ούτε το Καλό θα ήταν κάτι. Και αν οι άνθρωποι δεν γνώριζαν την αμαρτία και το σφάλμα, επίσης δεν θα είχαν τη δυνατότητα να ενεργούν με ορθό τρόπο».

 

«Την ευτυχία δεν την αποκτάει κανείς επειδή έχει πολλά αλλά επειδή περιμένει λίγα. Οι επιθυμίες μας είναι οι καταδίκες μας. Και κρατούν όλη μας τη ζωή».

 

Τα παραπάνω αποσπάσματα του βιβλίου δείχνουν ολοκάθαρα τη φιλοσοφική διάθεση που διατρέχει το βιβλίο, αλλά και το πόσο στενά ήταν συνυφασμένη η φιλοσοφία  της εποχής με τη θρησκεία. Τέτοια φιλοσοφική διάθεση διακατέχει και τους Ιεροεξεταστές της εποχής, οι οποίοι εξαπολύουν το γνωστό κυνήγι των μαγισσών στην επικράτεια της Αντιβασιλείας των Ισπανών. Το ίδιο φαίνεται να πιστεύει τόσο ο Ιεροεξεταστής Γαϊτάν, ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου, αλλά και ο πρωταγωνιστής, ο συμπαθητικός Αλόνσο Μοράλες, αστυνόμος στην υπηρεσία του Γαϊτάν. Αποστολή τους είναι, πέρα από την ανεύρεση κάθε λογής αιρετικών «φωνών» και της φοβερής μάγισσας Ρόσα, η οποία προσιδιάζει σε ορισμένους για Αγία και σε ορισμένους για ταίρι του Διαβόλου.

 

Όλα ξεκινούν εν έτει 1623, όταν ανάμεσα στους τοίχους μίας-αρκετά διεφθαρμένης όπως αποδεικνύεται στην πορεία- μονής, έρχεται στον κόσμο ένα μωρό-τέρας με οκτώ μέλη, ένα σώμα και δύο κεφάλια. Και, φυσικά, αυτό που εμείς ερμηνεύουμε ως μία απλή τερατογένεση σήμερα δεν ήταν δυνατόν να περάσει στο απυρόβλητο από τους θρησκόληπτους ανθρώπους της εποχής. Μία τέτοια γέννηση δεν μπορεί παρά να είναι έργο του Εξαποδώ…

 

Μέσα σε αυτόν τον κόσμο, ψάχνει να βρει τη θέση του ο Αλόνσο Μοράλες. Και όχι μόνο τη θέση του, αλλά και την καταγωγή του, τρόπο επιβίωσης, ακόμη και την αγάπη την ίδια. Θα τα καταφέρει άραγε;

 

Ο Ρονκαλιόλο με τη μοναδική του εμπειρία στην απεικόνιση του κόσμου της Λατινικής Αμερικής  προσφέρει στους αναγνώστες του ένα καταιγιστικό ιστορικό θρίλερ που κόβει την ανάσα και κρατά τον αναγνώστη καθηλωμένο κυριολεκτικά ως την τελευταία σελίδα. Λίγα βιβλία αποδίδουν τόσο παραστατικά τον ανατριχιαστικό κόσμο των βασναιστηρίων της Ιεράς Εξέτασης, τον φόβο που διακατείχε τους ανθρώπους να μην συλληφθούν, τις κακουχίες που πέρασαν οι αυτόχθονες Ινδιάνοι εξαιτίας των λευκών, αλλά και τις δυσκολίες επιβίωσης που αντιμετώπιζαν τότε οι άνθρωποι.  Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα έργο σταθμό που αξίζει να διαβάσουμε δίχως να μας τρομάζει το μέγεθός του. Οπωσδήποτε δεν θα πάει χαμένος ο χρόνος ανάγνωσης που θα αφιερώσουμε σε αυτό.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Κατερίνα Καζολέα, Η δαμασκηνιά, εκδ. Βακχικόν

 

 

Η ανάγνωση θεατρικών έργων μπορεί να αποδειχτεί αρκετά συναρπαστική υπόθεση, αν και πολλοί φίλοι της Λογοτεχνίας διστάζουν, συνήθως, να τη δοκιμάσουν. Αν όμως το αποφασίσουν ένα σύγχρονο θεατρικό έργο αποτελεί μία αρκετά καλή περίπτωση για το εν λόγω εγχείρημα.

 

Η ποιήτρια, διηγηματογράφος και θεατρική συγγραφέας Κατερίνα Καζολέα σπούδασε Ιστορία, Ιστορία της Τέχνης και Φιλολογία και έχει γράψει ήδη εννέα θεατρικά έργα.
«Η δαμασκηνιά», όμως, είναι το πρώτο θεατρικό έργο που εκδίδει. Ως τώρα έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή και δύο συλλογές διηγημάτων.

 

Η Καζολέα συγγράφει ένα σύγχρονο θεατρικό έργο που άπτεται των σημερινών κοινωνικών καταστάσεων και προβλημάτων, το οποίο πολύ εύκολα μπορεί να μεταφερθεί στη σκηνή, αφού όλη η δράση διαδραματίζεται μέσα σε ένα καφέ, το καφέ μπαρ «Σειρήνα».

 

Οι ήρωες του θεατρικού είναι μία ανύπαντρη μητέρα με το παιδί της και τρεις άντρες. Πρόκειται για τη σαραντάχρονη Βιβή που δουλεύει στο μπαρ, την κόρη της Λορέτα η οποία είναι μαθήτρια λυκείου και τρεις άνδρες-θαμώνες του καφέ-μπαρ: τον νεότερο από αυτούς, τον Αλφρέντο, ο οποίος είναι οδηγός νταλίκας εν ενεργεία και τους συνταξιούχους Σέργιο και Λέανδρο. Ο πρώτος είναι συνταξιούχος σιδηροδρομικός υπάλληλος και ο δεύτερος συνταξιούχος ναυτικός. Από τους τρεις αυτούς άνδρες δεσπόζει σαφέστατα ο Λέανδρος ως χαρακτήρας και αυτό διότι αφενός είναι αυτός με τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες και εμπειρίες να αφηγηθεί -ως πρώην ναυτικός- και, αφετέρου, είναι αυτός ο οποίος είναι στο πόδι του αφεντικού του καφέ, του Ελισσαίου, ο οποίος είναι επίσης ναυτικός και απουσιάζει. Στο καθήκον του αυτό τον συνεπικουρεί η Βιβή, η  οποία εργάζεται στο καφέ.

 

Οι τρεις άντρες συναντιούνται κάθε μέρα στο συνήθως άδειο από άλλους θαμώνες καφέ και χαρτοπαίζουν. Είναι επομένως φυσικό να έχουν δεθεί με τη Βιβή και με την κόρη της τη Λορέτα, οι οποίες διαμένουν σε ένα  μικρό δωματιάκι πίσω από το καφέ. Η Λορέτα, αφού δεν έχει πατέρα, θεωρεί τους τρεις άνδρες κάτι σαν πατεράδες της. Οι ίδιοι δεν διστάζουν να της ωραιοποιούν διαρκώς την πραγματικότητα μέσα από τις αφηγήσεις τους και θέλουν να την αποτρέψουν από το να φύγει και να γνωρίσει τον κόσμο.

 

Μέσα από την αφήγηση διάφορων τυχαίων περιστατικών- το κόψιμο ενός κλαδιού ενός δέντρου, την άφιξη ενός άλλου πελάτη, το ράψιμο ενός φουστανιού κ.α., οι τρεις άνδρες με μορφή αναδρομών μας μιλούν για τις ζωές και τις δουλειές τους, προσφέροντας ο καθένας τη δική του οπτική στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Η Βιβή και η κόρη της από την άλλη, υιοθετούν μία έτερη οπτική.

 

Ποια θα είναι, άραγε, η κατάληξη και η λύση του δράματος για τους πέντε αυτούς συμπαθέστατους ήρωες που δημιουργεί στο χαρτί η Καζολέα;

Τσιανγκ-Σενγκ Κούο, Ο χορδιστής του πιάνου, εκδ. Βακχικόν

 

«Οι μουσικοί δεν γνωρίζουν πάντα καλά τα πιάνα τους. Συχνά προβάλλουν υπερβολικά τα συναισθήματά τους στο όργανο, ξεχνώντας πως πρόκειται στην ουσία για ένα μηχάνημα που ελέγχεται από μία σειρά σφυράκια και στερείται μυστηριακών αρχών».

 

Στον χώρο της Λογοτεχνίας, τα βιβλία που πραγματεύονται μουσικά θέματα είναι λιγοστά. Ακόμη λιγότερα δε είναι τα βιβλία που ασχολούνται με τη «λόγια» μουσική, την αποκαλούμενη ως κλασική για πολλούς.

 

Αυτό το πρωτότυπο θέμα, λοιπόν, πραγματεύεται στο ολιγοσέλιδο μυθιστόρημά του ο Ταϊβανέζος συγγραφέας Τσιανγκ-Σενγκ Κουό, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς του και πολλάκις βραβευμένος για τα μυθιστορήματα, τα θεατρικά κείμενα και το δοκίμιά του. Το βιβλίο του που η  Βίκυ Πορφυρίδου μεταφράζει έξοχα στην ελληνική γλώσσα τιτλοφορείται ως «Ο χορδιστής του πιάνου» και αφορά τον κόσμο της μουσικής και των επαγγελματιών μουσικών.

 

Ο συγγραφέας μέσα από την μυθιστορηματική εξιστόρηση που αφορά τις ζωές τριών ηρώων εκφράζει πολλές σκέψεις και απόψεις για την ίδια τη μουσική, τους μουσικούς, τους ερμηνευτές, τα μουσικά έργα, αλλά και τη φιλοσοφία της μουσικής ως τέχνης.

 

Οι τρεις ήρωές του στο ολιγοπρόσωπο αυτό μυθιστόρημά του, συνιστούν ένα ερωτικό τρίγωνο, στον παρελθόντα όμως χρόνο, αφού η γυναίκα η Έμιλυ, έχει πλέον αποβιώσει από καρκίνο. Η αφήγηση γίνεται μέσω συνεχών αναδρομών στο παρελθόν και η εναλλαγή με το παρόν είναι συνεχής.

 

Στο παρελθόν, επομένως, υπήρχαν τρεις ήρωες: η βιολίστρια-πιανίστρια Έμιλυ, ο σύζυγός της ο Λιν-χήρος επί του παρόντος –και ο χορδιστής του πιάνου της, ο οποίος είναι και το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος.

 

 

Τι κάνει έναν αποτυχημένο πιανίστα να γίνει τελικά χορδιστής πιάνων; Πρόκειται όντως για έναν αποτυχημένο καλλιτέχνη; Έχει άραγε την ίδια σχέση με το πιάνο ένας χορδιστής και ένας πιανίστας;

 

Αναδρομή γίνεται στα παιδικά χρόνια του κουρδιστή και διαφαίνεται ότι αυτός ήταν πάντοτε ένα πολύ ιδιαίτερο παιδί. Μία μουσική ιδιοφυία η οποία, όμως, δεν μπόρεσε να εξελιχθεί, εν τέλει, όπως όφειλε. Άραγε ζώντας ο άνθρωπος αυτός τη ζωή του ως χορδιστής έζησε καλύτερα ή χειρότερα από ότι θα ζούσε ως επαγγελματίας μουσικός;

 

Ο σύζυγος της Έμιλυ από την άλλη, είναι βαθιά πληγωμένος από την απώλεια της συζύγου του. Η μοναξιά τον τυλίγει, ενώ συχνά μένει να συνομιλεί με το έρημο πιάνο του σπιτιού του. Ο συγγραφέας προσπαθεί να αναδείξει  τη σχέση που έχει καθένας από τους τρεις ήρωες με το πιάνο της Έμιλυ.

 

Η αφήγηση πολύ συχνά διακόπτεται από σκέψεις του ήρωα- συγγραφέα σχετικά με διάσημους συνθέτες έργων πιάνου, όπως τον Ραχμάνινοφ, και για ερμηνευτές, όπως τον Γκουλντ, τον Ρίχτερ και άλλους. Το βάρος της αφήγησης, επομένως, δεν πέφτει στη δράση και την εξέλιξη της πλοκής, αλλά περισσότερο στις συζητήσεις περί της τέχνης της Μούσας Ευτέρπης, της μουσικής.

Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας, εκδ. Καστανιώτης

  Σε γενικές γραμμές, οι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς αποτελούν λατρεμένο είδος για εμάς τους Έλληνες εραστές της Λογοτεχνίας. Ομολογώ, όμω...