«Δεν
ξέρω από πού ξεκινούν οι ιστορίες και μας βρίσκουν, ή πού τις συναντάμε εμείς.
Πόσο χρόνο μετεωρίζονται στον αέρα απραγματοποίητες, μέχρι να τις ενσαρκώσουμε
και αν γίνουν οι ιστορίες της ζωής μας. Το έχω σκεφθεί τόσες φορές όλα αυτά τα
χρόνια, αλλά ακόμη δεν μπορώ να μιλήσω με βεβαιότητα. Δεν είναι κάτι που ένας
άνθρωπος μπορεί εύκολα να μάθει άλλωστε»
Ένα σπίτι στη Ρόδο
κρύβει μια οικογενειακή τραγωδία. Το σπίτι στην περιοχή του παλιού ιταλικού
στρατοπέδου, ονόματι Καζέρμα Ρεγγίνα. Αυτό το σπίτι επισκέπτεται η Σμαράγδα για
να το πουλήσει μετά από τον θάνατο του πατέρα της. Η Σμαράγδα θα μας πει την
ιστορία του… Ή μάλλον όχι η Σμαράγδα, αλλά το ίδιο το σπίτι θα μας πει για τη
Βιργινία, την όμορφη κόρη του ρολογά με τις δύο αδελφές που παντρεύτηκε τον
Ευτύχιο, τον φαρμακοποιό και έγινε αριστοκράτισσα.
«Ο νέος άνδρας υπόσχεται στον εαυτό του να την
ξανασυναντήσει. Να συναντήσει τη γυναίκα που αυτή θα εξελιχθεί. Αυτό είναι κάτι
που μόνο αυτός θα το γνωρίζει, έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να το πει σε κανέναν.
Ούτε στον βοηθό του, τον Περίανδρο, γιατί αμέσως του έρχεται στον νου κάτι που
τον έχει ακούσει να επαναλαμβάνει για όποιον ορέγεται νεαρά κορίτσια: « Παλιοί
γάτοι, τρυφερά ποντίκια!» Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε , ότι δεν είχε προλάβει να
φύγει από το φαρμακείο τις προάλλες, ένας σαραντάχρονος πελάτης που ακούστηκε
ότι είχε αρραβωνιαστεί μια εικοσάρα και
ο Περίανδρος είπε, «Α, τον παλιόγατο!».
Η Βιργινία έκανε δύο
παιδιά, τον Ντόντο και τη Σμαράγδα. Αγάπησε, όμως, και κάποιον που δεν έπρεπε
αν αγαπήσει… Αναγκάζεται, λοιπόν, να καταφύγει στο σπίτι της υποβαθμισμένης
συνοικίας του Καζέρμα Ρεγγίνα όπου θα ζήσει αποκομμένη από γείτονες και φίλους
εν μέσω των αυστηρών ηθών που επιβάλλονταν στις μικρές τοπικές κοινωνίες της
Ελλάδας στα μέσα του εικοστού αιώνα.
Κοντά στους βασικούς
ήρωες, η συγγραφέας προσθέτει και άλλα
πρόσωπα: τον φίλο Λούκα, τη Σοφία, τη Φραντσέσκα, τον θείο Σέργιο και άλλους.
Κυρίως, όμως, ρίχνει το βάρος στον χώρο, στο νησί και στο σπίτι και καθιστά το
τελευταίο αληθινό πρωταγωνιστή της ιστορίας της. Και είναι πραγματικά
εντυπωσιακό, πόσον χώρο καταλαμβάνει ο χώρος στο κείμενό της εις βάρος των
προσώπων πολλές φορές, δίνοντας όμως τη σκυτάλη στη φαντασία του αναγνώστη να
πλάσει όμορφες, ονειρικές γωνιές σε παλιά σπίτια και παλαιότερες εποχές.
Μέσα από μια αφήγηση
που ξεχειλίζει από συναίσθημα και αισθήματα νοσταλγίας, η Τίτσα Πιπίνου μας ταξιδεύει στη γενέτειρά της τη Ρόδο και
μας ξυπνά μνήμες από την εκεί ιταλική κατοχή.
Με λόγο καλοδουλεμένο
και όμορφη, ρυθμική γλώσσα, δίχως καθόλου πρόζα, η συγγραφέας δεν διστάζει να
ενσωματώσει κρίσεις στο κυρίως σώμα του κειμένου της και να μας αφηγηθεί ένα
συγκινητικό οικογενειακό δράμα με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Η ζωγράφος
αφηγήτριά της ζωγραφίζει διαρκώς με τις λέξεις μέσα από έναν γόνιμο και
εποικοδομητικό διάλογο του παρόντος με το παρελθόν.
«Εγώ;
Εγώ πάντα ελπίζω ότι θα κάνω τον μεγάλο πίνακα, πάντα ελπίζω
ότι θα συναντήσω τη μεγάλη αγάπη.
Δεν απελπίζομαι. Τώρα πια ο χρόνος δεν με κυνηγά. Όσο περνά ο
καιρός, όσο μεγαλώνω, όσο μαθαίνω, τόσο απελευθερώνομαι από το άγχος του
χρόνου.
Έμαθα να περιμένω…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.