Ο βραβευμένος συγγραφέας Χριστόφορος Σεμέργελης, γέννημα θρέμμα του Βόλου, αρέσκεται να τοποθετεί την υπόθεση των μυθιστορημάτων του στη γενέτειρά του, τον Βόλο. Τόσο το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Μία θάλασσα, δύο πατρίδες», όσο και το δεύτερό του με τίτλο «Άγγελος στο χιόνι», για το οποίο και γίνεται λόγος εδώ, έχουν υπόθεση η οποία διαδραματίζεται στον Βόλο στα τέλη του 19ου αιώνα. Είναι, επομένως, ολοφάνερο ότι ο συγγραφέας είναι εραστής και μελετητής της ιστορίας στην περιοχή της καταγωγής του, στη Θεσσαλία.
Στο «Μία θάλασσα, δύο πατρίδες» η Θεσσαλία βρίσκεται ακόμη υπό οθωμανική κατοχή, ενώ στο «Άγγελος στο χιόνι», η Θεσσαλία διανύει τα πρώτα της χρόνια ως μέρος του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους, αφού η ένωση της Θεσσαλίας και της Άρτας είχε συντελεστεί ήδη από το 1881. Και ενώ το πρώτο μυθιστόρημα του Σεμέργελη ήταν κυρίως ιστορικό, το δεύτερο έχει περισσότερο αστυνομική χροιά, αφού ασχολείται με μία υπόθεση δολοφονίας ενός εξάχρονου κοριτσιού η οποία βασίζεται σε ένα αληθινό ιστορικό γεγονός, μία παρόμοια δολοφονία που έλαβε, όμως, χώρα, το 1891 και όχι το 1898 όπως συμβαίνει στο βιβλίο. Η ατμόσφαιρα, πάντως, της εποχής αποδίδεται εξαιρετικά και στα δύο μυθιστορήματα και μπορούμε να πούμε ότι αυτό αποτελεί, αναντίρρητα, το δυνατό σημείο του βιβλίου.
Φυσικά ο ένοχος ενός τόσο αποτρόπαιου εγκλήματος εκείνη την εποχή τιμωρούταν πολύ αυστηρά, με την εσχάτη των ποινών, τόσο στην αληθινή ζωή όσο και στο βιβλίο: θάνατο δια αποκεφαλισμού στην γκιλοτίνα. Μόνο που το ελληνικό κράτος διέθετε μονάχα μία τέτοια εφεύρεση του Ζόζεφ Ινιάς Γκιγιοτέν, και αυτή βρισκόταν στο Ναύπλιο. Ο ερευνητής της αποτρόπαιας δολοφονίας, ο υπομοίραρχος Νικηφόρος Κασσανδρινός, εκμεταλλεύεται τον χρόνο αυτόν προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ο συλληφθείς Ναπολιτάνος, ο Τζιάκομο Πριμέλο, είναι πράγματι ο βιαστής και δολοφόνος του άτυχου εξάχρονου κοριτσιού. Διότι, εφόσον ο ίδιος αρνείται κάθε κατηγορία και δεν ομολογεί, υπάρχουν αμφιβολίες για την ενοχή του…
Το σκηνικό του εγκλήματος τοποθετείται στην πόλη του Βόλου, η θεσσαλική ύπαιθρος, όμως, και το Πήλιο πρωταγωνιστούν και αυτά στις σελίδες του μυθιστορήματος, μαζί με τον Νικηφόρο Κασσανδρινό, τον βοηθό του τον Πασχάλη, τους γονείς της άτυχης Μαρίας, Λάμπρο και Ελένη, τον φυλακισμένο Ναπολιτάνο Τζιάκομο Πριμέλο και την αγαπημένη του, την παστρικιά Αρμένισσα Ζαρτάρ.
Το μυθιστόρημα αυτό ακολουθεί αντίστροφη πορεία: ο ένοχος του εγκλήματος προσδιορίζεται και συλλαμβάνεται αμέσως. Και πάλι, όμως, οι έρευνες για την εύρεση του αληθινού ενόχου δεν σταματούν, ιδίως μετά από την εξομολόγηση στην οποία προβαίνει ο Τζιάκομο και αρνείται κάθε ενοχή. Ποιος μπορεί να σηκώσει το ηθικό βάρος μιας απόφασης που αφαιρεί τη ζωή από έναν αθώο;
Ο ρυθμός της αφήγησης είναι γρήγορος και η αγωνία διατηρείται εντέχνως από τον συγγραφέα και ακολουθεί την πορεία της κορύφωσης στο τέλος του βιβλίου. Συν τοις άλλοις, η γραφή είναι ρέουσα και φυσική δίχως να κουράζει τον αναγνώστη.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται η υπόθεση του μυθιστορήματος ήταν μία εποχή ταραγμένη, που η Ελλάδα βρισκόταν στο έλεος κάθε λογής λήσταρχων που απειλούσαν τη δημόσια ασφάλεια και προέβαιναν διαρκώς σε απαγωγές επιφανών προσώπων με αντάλλαγμα υψηλά λύτρα, βιασμούς, δολοφονίες και κλεψιές κάθε είδους. Ονόματα όπως Γιαγκούλας, Νταβέλης, αδελφοί Ρετζαίοι και άλλοι πολλοί προκαλούσαν τρόμο στους ελληνικούς πληθυσμούς με τη δράση τους, όπως και ο εν λόγω λήσταρχος που διέπραξε το έγκλημα στο βιβλίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.