Συνήθως αποφεύγω να γράφω για ποίηση, αφού, αν και έχω γράψει κάποια ποιήματα από καιρού εις καιρόν, δεν μπορώ, ωστόσο να διεκδικήσω τον τίτλο της ποιήτριας. Για τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, όμως, τον «Φωτογραφικό θάλαμο» του Χάρη Μιχαλόπουλου, θα ήθελα να πω κατ’ εξαίρεση δυο λόγια, όχι ως κριτικός ποίησης, μιας και δεν έχω την απαιτούμενη εμπειρία για αυτό, αλλά προκειμένου να καταθέσω τα όσα εγώ αποκόμισα πρωτίστως ως αναγνώστρια διαβάζοντας την εν λόγω συλλογή και μιλώντας αυθόρμητα, κατά κύριο λόγο. Και η αλήθεια είναι πως, όταν διαβάσει κανείς και το τελευταίο ποίημα της συλλογής και κλείσει το βιβλίο, μένει με μία πολύ ευχάριστη εντύπωση και θα έλεγα πως, ίσως αποκόμισε επίσης και μία κάποια σοφία μετά από τα εύστοχα σχόλια του Μιχαλόπουλου για την ίδια την ποίηση, την ανθρώπινη φύση και κοινωνία, τη ζωή και τον θάνατο.
Πρόκειται, επομένως, για ποίηση που είναι… όσο ποιητική πρέπει! Και ιδού τι εννοώ με αυτό: δεν πρόκειται για ασύμμετρα ποιήματα εντελώς πεζά που στερούνται νοημάτων φυσικά, αλλά και, από την άλλη, δεν πρόκειται για ποίηση τόσο απρόσωπη, δύσκολη και δυσνόητη που αποφεύγει να μιλήσει μέσα στην καρδιά των αναγνωστών. Με δυο λόγια, τα ποιήματα του Μιχαλόπουλου, «ποιήματα της διπλανής πόρτας», περιέχουν, φυσικά, κρυμμένα νοήματα και αμφισημίες, όπως είναι λογικό και θεμιτό να υπάρχει στην ποίηση, δεν περιέχουν, όμως, μόνον αυτά. Περιέχουν επιπλέον και εικόνες, συναισθήματα, αναμνήσεις και σκέψεις για την καθημερινότητα, την κοινωνία και τον ίδιο τον άνθρωπο.
Τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο Μιχαλόπουλος για να τα πετύχει όλα αυτά ποικίλουν. Τα ποιήματά του δεν έχουν μεν ομοιοκαταληξία, έχουν όμως ρυθμό και μουσικότητα. Καταφέρνουν επίσης μέσω της κατάλληλης επιλογής λέξεων και του τρόπου που αυτές εντάσσονται στις προτάσεις να δημιουργήσουν κατά την ανάγνωση μία πολύ ιδιαίτερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Πολλές φορές καταφεύγουν στη μεταφορά, την παρομοίωση, αλλά και την προσωποποίηση, όπως στην προσωποποίηση των ίδιων των λέξεων ως εννοιών στο ποίημα «Λέξεις», της άνοιξης στο ποίημα « Ημερολόγιο Covid» και των αγαλμάτων στο ποίημα «Κατά τους θερινούς μήνες το μουσείο κλείνει στις 19.00». Ο Μιχαλόπουλος εντάσσει, επίσης στη συλλογή του τις δικές του φωτογραφίες του περιβάλλοντα χώρου του ως αφορμή για κατάθεση σκέψεων μέσα από τη δημιουργία ποιημάτων, αλλά την παρήχηση λέξεων στο ποίημα «πάλι».
Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω μια κάποια διάθεση απογοήτευσης και απαισιοδοξίας σε ποιήματα που μας παραδίδουν εικόνες εγκατάλειψης και παρακμής, όπως στα ποιήματα «Ό,τι μένει», «Χάρτης», «Νυχτερινή αλληλογραφία που δε θα διαβάσει πια κανείς», στο πραγματικά υπέροχο «Παραθινάλια υποψία άνοιξης» και στο ποίημα «Τα υλικά»-το οποίο βέβαια είναι και το τελευταίο της συλλογής και τελειώνει με μία πιο αισιόδοξη παραίνεση προς τους αναγνώστες. Τα εν λόγω ποιήματα μαζί με τα «Μακάβριο παζλ», «Σπασμένη ομπρέλα», «Αυτή τη στιγμή», «Νανούρισμα» και «Τα κεφάλια» νομίζω πως κομίζουν μία κάποια απογοήτευση του δημιουργού από την κατάντια της σημερινής κοινωνίας και την κατάληξη-αποξένωση των ανθρώπινων σχέσεων. Η συλλογή αυτή, όμως, είναι πολυδιάστατη και δεν αρκείται στο να δημιουργήσει ένα μονάχα είδος συναισθήματος στον αναγνώστη. Επομένως, θα την αδικούσαμε αν την αποκαλούσαμε απαισιόδοξη στο σύνολό της. Απεναντίας, εγώ θα την ονόμαζα «Ζωή», μιας και σπάνια συναντά κανείς τόσο πολλές όψεις της ίδιας της ζωής χωμένες μέσα σε μία μόνο μικρή ποιητική συλλογή.
Η ιδιαιτερότητά της έχει να κάνει, φυσικά, και με τις φωτογραφίες που ο ίδιος ο ποιητής τράβηξε, ενσωμάτωσε στο έργο του, και επέλεξε κατόπιν να τις κάνει ως εφαλτήριο για τη συγγραφή ενός ποιήματος. Ξεχωρίζουμε εδώ τις ταμπέλες και τις εικόνες από τον περιβάλλοντα χώρο του, την πόλη της Κομοτηνής δηλαδή, όπου κατοικεί.
Ύστερα υπάρχουν τα πραγματικά υπέροχα ποιήματα που γράφτηκαν με αφορμή κάποιους πίνακες. Αυτό για τους σαράντα μάρτυρες της εκκλησίας μας και δυο για τον βιβλικό Παράδεισο και την έξωση. Στα δύο τελευταία πολύ έξυπνο εφεύρημα ήταν η ενσωμάτωση μιας συνταγής μαγειρικής, κάτι που δείχνει ότι ο συγγραφέας δεν αγνοεί διόλου τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αντιθέτως, τα ποιήματά του είναι βαθιά επηρεασμένα και εμπνευσμένα από τον κόσμο του σήμερα.
Αναφορές στον έρωτα και στον θάνατο δεν απουσιάζουν, στον πρώτο με τα ποιήματα «Στον πιο μακρινό ουρανό», το πιο ερωτικό της συλλογής κατ’ εμέ «Έρωτος κεφαλή» και «Έναστρες νύχτες» και στον δεύτερο με το «Νανούρισμα» γραμμένο στη μνήμη του πατέρα του ποιητή και στο «Είδωλο σε δύο κινήσεις», αλλά ούτε και η έμπνευση από την αρχαιοελληνική μυθολογία στο ποίημα «Κουβάρι» που μας μιλά για τα συναισθήματα της Αριάδνης μετά από την εγκατάλειψή της στη Νάξο από τον Θησέα.
«Ποίηση είναι να χαϊδεύεις τον πόνο κι εκείνος να σου λέει ευχαριστώ», μας λέει ο ποιητής στο σύντομα ποίημά του με τίτλο «Χάδι» και αφιερώνει άλλα δύο στη συλλογή του το «Σπασμένη ομπρέλα» και «Το ποίημα γράφεται στις αγκαλιές των ξένων», όπως και στο «Σχεδόν ανεπαίσθητος» στο οποίο ο ποιητής αναρωτιέται σχετικά με την προσφορά του στην ίδια την τέχνη της ποίησης. Ο ίδιος ο ποιητής θεωρεί, και ορθώς, ότι τα ποιήματα έχουν μέσα τους μία κρυμμένη δύναμη με τα νοήματά τους και ότι, στο βάθος, είναι σαν βόμβες που κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να εκραγούν. Αυτή τη διαπίστωση κάνει σε ένα από τα τελευταία ποιήματα της συλλογής.
Εν κατακλείδι, ο Μιχαλόπουλος είναι ένας ποιητής που δεν φοβάται να εντάξει πεζές εικόνες της καθημερινότητας, αλλά και εγκατάλειψης καμιά φορά, στα ποιήματά του, δίχως, όμως, να αφήσει την ευκαιρία να κρίνει τα κακώς κείμενα γύρω μας, να θρηνήσει υποδόρρια για τις κακές όψεις της ανθρώπινης φύσης και δίχως να κρύψει τον θαυμασμό του για τη μεγάλη Μητέρα φύση, όπως αυτός φαίνεται, για παράδειγμα, στο «Παραθινάλια υποψία άνοιξης». Δεν διστάζει, επίσης, να αναφερθεί σε στοιχεία πιο προσωπικά, όπως τον περιβάλλοντα χώρο της πόλης του και σε πιο προσωπικά του βιώματα. Μία ποιητική συλλογή που θα φυτέψει μέσα μας εικόνες εικόνες και συναισθήματα, μνήμες και σκέψεις που θα τα κουβαλάμε για καιρό μετά το απολαυστικό πέρας της ανάγνωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.