Υπαρξιακοί στοχασμοί επάνω στο ζήτημα του θανάτου
Πόσο γλυκός μπορεί να είναι άραγε ένας θάνατος από καρκίνο των εντέρων; Και πόσο ευχάριστο μπορεί να είναι ένα τέτοιο ανάγνωσμα; Κι όμως, γραμμένο από την εξαιρετική πένα της Σιμόν ντε Μποβουάρ, το βιβλίο «Ένας πολύ γλυκός θάνατος» είναι ένα ανάγνωσμα που πρέπει να διαβάσουμε, ένα ανάγνωσμα τρυφερό, συγκινητικό, με διάθεση φιλοσοφικού και υπαρξιακού στοχασμού γύρω από το ζήτημα του θανάτου.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ είναι περισσότερο γνωστή για τη φεμινιστική δράση της, για την ταύτισή της με το φιλοσοφικό ρεύμα του υπαρξισμού, για τη σχέση της με τον τρανό υπαρξιστή φιλόσοφο Ζαν Πωλ Σαρτ και, φυσικά, για το διάσημο βιβλίο της «Το δεύτερο φύλο». Κι όμως, με το βιβλίο αυτό ο Μποβουάρ αποδεικνύει ότι ήταν, μεταξύ άλλων, και δεινή χειρίστρια του λογοτεχνικού λόγου. Με την γλαφυρή πένα της ξέρει να συγκινεί και να κρατά τον αναγνώστη καθηλωμένο. Ουσιαστικά, το βιβλίο αυτό πρόκειται για ένα σύντομο αυτοβιογραφικό στιγμιότυπο από τη ζωή της: τη στιγμή που αποχαιρετά τη μητέρα της, που πεθαίνει από καρκίνο σε ηλικία εβδομήντα επτά ετών. Και κατά βάθος με τα συγγραφή του βιβλίου αυτού, η Μποβουάρ επιχειρεί, όπως και κάθε θνητός άλλωστε, να ξορκίσει τον δικό της επικείμενο θάνατο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει πιο μείζων υπαρξιακό ζήτημα για τον άνθρωπο από τον θάνατο. Διότι είναι «δύσκολο πράγμα να πεθαίνεις όταν αγαπάς τόσο πολύ τη ζωή». Και η αλήθεια είναι πως η θρησκεία δεν προσφέρει τελικά και μεγάλη παρηγοριά αφού «η αθανασία, όπως και να τη φανταστούμε, επίγεια ή επουράνια, όταν αγαπάς τη ζωή, δεν σε παρηγορεί μπροστά στον θάνατο».
Κανένα ανθρώπινο ον με συνείδηση δεν θα συμφιλιωθεί ποτέ με την ιδέα του θανάτου, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τον επώδυνο αποχωρισμό από τους γύρω του. Κανένας άνθρωπος όσο μεγάλος κι αν είναι, από τη στιγμή που είναι υγιής και δε ταλαιπωρείται, δεν θέλει να αφήσει τη ζωή και κανένας δεν αποχαιρετά οριστικά τους αγαπημένους του χωρίς να επωμιστεί ένα τεράστιο ψυχολογικό φορτίο επιβάρυνσης.
Η Μποβουάρ, μαζί με την αδελφή της Πουπέτ, βρίσκονται μαζί με τη μητέρα τους στο νοσοκομείο και παρακολουθούν το ψυχορράγημά της. Μέσα στο επώδυνο παρόν, η Σιμόν ανατρέχει και στις πιο ευχάριστες αναμνήσεις του παρελθόντος και ετοιμάζεται ψυχολογικά να απευθύνει το μεγάλο αντίο στη γυναίκα που τη γέννησε. «Δεν ήθελα ντε και καλά να μην ξαναδώ τη μάνα μου πριν πεθάνει, με δεν άντεχα την ιδέα να μην με ξαναδεί εκείνη». Έτσι μας λέει η Σιμόν, καθώς επιστρέφει στο νοσοκομείο για να αποχαιρετήσει τη μητέρα της.
Αν και οπωσδήποτε το θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο δεν είναι ευχάριστο, εντούτοις πρόκειται για ένα εξαιρετικό αυτοβιογραφικό στιγμιότυπο της Μποβουάρ, του οποίου η ανάγνωση θα μας οδηγήσει σε φιλοσοφικούς ατραπούς, αλλά και θα μας φέρει, κάποιες φορές, δάκρυα στα μάτια. Διότι, εν τέλει «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. Για κάθε άνθρωπο όμως ο θάνατός του είναι ένα δυστύχημα και, ακόμα κι αν τον γνωρίζει και συναινεί σε αυτόν, μία παράλογη, βίαιη πράξη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.