Σάββατο 30 Αυγούστου 2025

Χρυσούλα Ιωαννίδου, Ιστορίες γυναικών "Μακρινή μητέρα. Ρόδο μου αμάραντο", εκδ. Παρατηρητής

 

 

Mια ψηφίδα στην ιστορία της καθημερινότητας στη Θράκη του 20ου αιώνα

 

            Ιστορίες γυναικών, νέων, ηλικιωμένων, παντρεμένων, κοριτσιών… Ιστορίες γυναικών που η Ιστορία άλωσε στον διάβα της δίχως να ρωτήσει τις πληγές που άφησε πίσω της… Ιστορίες απλών, άσημων, καθημερινών γυναικών του λαού που έτυχε να βιώσουν από κοντά τραγικές ιστορικές στιγμές. Ιστορίες γυναικών που αγωνίστηκαν να επιβιώσουν υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες. Ιστορίες γυναικών που δεν γνώρισαν χαρά στη ζωή τους, παρά μόνο πόνο…

Σαράντα εννέα τέτοιες ιστορίες μας παραθέτει στο βιβλίο της η συγγραφέας από το Ορμένιο του Έβρου Χρυσούλα Ιωαννίδου. Πρόκειται για ιστορίες γυναικών της οικογένειάς της, αλλά και γυναικών του ευρύτερου περίγυρού της. Μία συλλογή που αποτελεί  θησαυροφύλακα της συλλογικής ιστορικής μνήμης στη Θράκη και εδώ ακριβώς έγκειται και η μεγάλη της αξία. Εν ολίγοις, το πόνημα αυτό μπορεί να διαβαστεί σαν λογοτεχνία, αλλά και σαν ιστορικό ντοκουμέντο, να αποτελέσει, δηλαδή, και βοήθημα για τη μελέτη της ιστορίας της περιοχής της Θράκης για τις αρχές και τα μέσα του εικοστού αιώνα.

Τριανταφυλλιά, Αρετή, Αυγή, Μαρίνα, Καλλιόπη, Τάνια και άλλες πολλές. Οι γυναίκες αυτές ήταν γεννημένες από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του τριάντα. Οι περισσότερες από αυτές ήρθαν αντιμέτωπες με τα δεινά του Εμφυλίου. Άλλες γνώρισαν βιασμούς και κακουχίες στα χέρια των Βουλγάρων κατακτητών. Άλλες πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, από την Ανατολική Θράκη στη Δυτική στις αρχές του αιώνα, είτε προς τις φάμπρικες της Γερμανίας, στα μέσα του εικοστού. Κάποιες, περισσότερες από όσες θα πιστεύαμε, γνώρισαν την βία μέσα στους κόλπους της οικογένειάς τους, είτε από τους συζύγους τους που τις έδερναν, είτε από πατριούς ή πεθερούς που τις βίαζαν. Όλες τους, όμως, ζούσαν μία δύσκολη ζωή στο χωριό, με πολλή δουλειά, πολλές γέννες και πολλά παιδιά, μια ζωή γεμάτη κινδύνους, φτώχεια και στερήσεις. Η απώλεια των παιδιών τους, των συζύγων τους, αλλά και άλλων αγαπημένων προσώπων της οικογένειάς τους βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Πολλές είδαν από κοντά το κάψιμο του σπιτιού τους από αντίπαλους στον Εμφύλιο, άλλες έζησαν πλημμύρες, λεηλασίες, πολέμους και άλλες πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Μέσα από τις μαρτυρίες τους αποτυπώνεται ανάγλυφα και η ζωή στη θρακική γη των αρχών του περασμένου αιώνα.

«Οι καιροί δύσκολοι, η φτώχεια μεγάλη. Η Γιαννιώ έμεινε πάλι έγκυος. Δεν ήθελε αυτό το παιδί. Νόμιζε ότι ένα στόμα παραπάνω θα ήταν μεγάλο βάρος στην οικογένεια, που δεν μπορούσε καλά καλά να θρέψει τα τέσσερα που μέχρι τότε είχε. Νόμιζε, με τις τόσες δουλειές που είχε, ότι δεν θα μπορούσε να προσέξει κι αυτό το μωρό που θα έφερνε στη ζωή. Αποφάσισε, λοιπόν, να πάει σε μια πρακτική μαμή και να την κάνει γιατροσόφια. Κρυφά από τον Παναγιώτη, κρυφά από όλους».

Τι κοινό έχουν, λοιπόν, αυτές οι σαράντα εννέα γυναίκες, πέρα από την καταγωγή και τη δύσκολη αγροτική ζωή τους; Η ιστορία της Καλλιώς από το Ουρούμκιοϊ με εκείνη της  Χρυσής από την Πάλλη, η ιστορία της προσφυγοπούλας Πολυξένης με εκείνη της Μαρίκας από το Ορμένιο; Τη θέλησή τους για ζωή και τη βαθιά επιθυμία τους να επιβιώσουν παρά τις δυσκολίες και κακοτοπιές που έσπειρε η ζωή στον δρόμο τους. Πρόκειται για σαράντα εννέα γυναίκες με απύθμενη δύναμη ψυχής και μέγα ψυχικό σθένος που οι ιστορίες τους αξίζει να διαβαστούν από τις νεότερες γενιές, και ιδιαίτερα από τις νέες γυναίκες, προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι φοβερές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν κάποτε στη ζωή τους οι άνθρωποι παλαιότερα, και ιδιαίτερα το δεύτερο φύλο, οι γυναίκες.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ αξίζει, επομένως, από καρδιάς προς τη συγγραφέα που είχε την ιδέα να καταγράψει τις ιστορίες αυτές διασώζοντας έτσι την ιστορική μνήμη από τη λήθη του χρόνου.

Γιώτα Γουβέλη, Έστησ' ο έρωτας χορό, εκδ. Διόπτρα

 

Η Γιώτα Γουβέλη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μεσολόγγι, σπούδασε μαθηματικός και έχει εργαστεί ωα τώρα τόσο στον χώρο της εκπαίδευσης, όσο και στον χώρο των ΜΜΕ. Έχει συγγράψει μέχρι τώρα δεκαπέντε μυθιστορήματα εποχής. Το τελευταίο της βιβλίο τιτλοφορείται «Έστησ’ ο Έρωτας χορό» και φέρνει ευθέως στον νου του αναγνώστη το γνωστό σχεδίασμα Γ΄ από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Ο έρωτας γράφεται με κεφαλαίο, αφού στο ποίημα προσωποποιείται. Όσο για το βιβλίο της Γουβέλη μπορούμε να πούμε ότι ο τόσο ο Έρωτας όσο και η Λενιώ είναι οι πρωταγωνιστές στο μυθιστόρημά της.

            Όπως πάντα, η συγγραφέας επιλέγει ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο προκειμένου να τοποθετήσει τους ήρωές της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ιστορικό σκηνικό χωρίζεται σε δύο κύκλους. Από το 1915 έως και το 1941 και από το 1941 έως και το 1944, με μια πολύ μικρή αναφορά μόνο στο τέλος-για το κλείσιμο της ιστορίας-στα μεταπολεμικά χρόνια. Ουσιαστικά δηλαδή, η υπόθεση του βιβλίου χωρίζεται στην περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και του Μεσοπολέμου από τη μια και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, της γερμανοϊταλικής κατοχής, της αντίστασης και των απαρχών του Εμφυλίου από την άλλη.

Πρωταγωνίστρια είναι η όμορφη και πανέξυπνη Λενιώ, με καταγωγή από ένα χωριό κοντά στην Άμφισσα. Η Λενιώ, καθότι πολύ καλή στα γράμματα, θα πάει να σπουδάσει στο Παρθεναγωγείο της Αθήνας και θα μείνει κοντά σε κάποιους θείους της και την ξαδέλφη της την Αμαλία. Ο έρωτας, όμως, θα χτυπήσει σύντομα τις πόρτες στις ζωές και των δύο κοριτσιών με απρόβλεπτες συνέπειες. Η Λενιώ θα πολιορκηθεί από δύο ευέλπιδες, τον Στάθη και τον Αρχοντή και θα αναγκαστεί να διαλέξει μεταξύ των δυο τους. Η ζωή, όμως και η Ιστορία θα σταθούν εμπόδιο στις επιλογές της και θα καταλήξει να παντρευτεί τον Σεραφείμ, έναν γιατρό από την Άμφισσα και να δημιουργήσει μαζί του οικογένεια. Τα δύο παιδιά της, η Εριφύλη και ο Περικλής που θα βρεθούν στη δίνη της ενηλικίωσης στα χρόνια του πολέμου θα πολεμήσουν στην αντίσταση, αλλά δεν θα βρεθούν πάντα με την ίδια πλευρά. Έτσι ο Εμφύλιος θα τρυπώσει ανηλεώς και στο σπίτι της Λενιώς, η οποία πραγματοποιεί το παιδικό της όνειρο να γίνει δασκάλα, δεν κατορθώνει, όμως, να ξορκίσει εντελώς τα φαντάσματα του παρελθόντος από τους παλιούς της έρωτες…

Αξίζει να σημειωθεί ότι μέσα στο βιβλίο υπάρχουν αναφορές για μία άλλη Λενιώ, η οποία έζησε την Έξοδο του Μεσολογγίου το 1826 κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Για τη Λενιώ αυτή μαθαίνει η Λενιώ του εικοστού αιώνα μέσα από την ανάγνωση ενός βιβλίου και βρίσκει κοινά σημεία μεταξύ της ιστορίας της δικής της ζωής με εκείνης της Λενιώς του 1826.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γραμμένο με τον γρήγορο ρυθμό και την άφθονη πρόζα στην οποία μας έχει συνηθίσει η συγγραφέας, το οποίο διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα. Οι όποιες αναφορές στα ιστορικά γεγονότα είναι επιδερμικές και δεν «βαραίνουν» το κείμενο. Η Ιστορία, πάντως, παίζει μεγάλο ρόλο στην κατεύθυνση που θα πάρουν οι ζωές των πρωταγωνιστών, οι αναφορές δε στην ιταλογερμανική κατοχή στην περιοχή της Φωκίδας είναι αρκετές για να μας μυήσουν στη δύσκολη καθημερινότητα των κατοίκων της επαρχίας και στον φόβο των αντιποίνων υπό των οποίο ζούσαν διαρκώς αυτοί οι άνθρωποι που η Ιστορία άλωσε στον διάβα της.

 

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

Γιάννης Ξανθούλης, Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα, εκδ. Διόπτρα

 

Ένα μυθιστόρημα σαν παλιά, καλή ελληνική ταινία…

 

            Ο Γιάννης Ξανθούλης μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θεωρείται πλέον ένας από τους «κλασικούς» σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Και , αυτή τη φορά, με το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα», πιστεύω ότι ο Γιάννης Ξανθούλης ξεπερνά τον «συγγραφικό» εαυτό του, καταθέτοντας ένα από τα καλύτερα, μέχρι τώρα, βιβλία του στον σύγχρονο ελληνικό λογοτεχνικό στίβο.

            Γέλιο, ειρωνεία για τα συντηρητικά ήθη της επαρχίας στα μέσα του περασμένου αιώνα, άφθονο χιούμορ και αφήγηση σπιρτόζικη, γεμάτη πνεύμα και νοσταλγία, εμμονή στη λεπτομέρεια και γλαφυρότατες περιγραφές τόσο προσώπων, όσο γεγονότων, τόπων και συναισθημάτων, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά ενός βιβλίου που θα μας ταξιδέψει πίσω στα έτη 1959-1960. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας δεν  επεκτείνεται χρονικά στα γύρω έτη, αλλά, αντίθετα, «εμμένει» στα δύο αυτά χρόνια, κάτι που «οφείλεται στην ψυχωτική αμηχανία ενηλικίωσης που υπέστη- και την οποία, μάλλον, δεν ξεπέρασε ποτέ», όπως μας γράφει ο ίδιος στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του.

Η αφήγηση εκτυλίσσεται στη Ροδόσταμη, μία  φανταστική κωμόπολη της Ανατολικής Μακεδονίας η οποία φημίζεται για τα κάθε λογής προϊόντα που παράγει σχετικά με το τριαντάφυλλο. Στη μικρή Ροδόσταμη, στην οποία δήμαρχος είναι ο Ερμόλαος Τούβλος, αυτός με το –εύλογο- όνομα που δείχνει την ημιμάθειά του, διαβιεί η  οικογένεια του παλαιστή Ηρακλή Γαργάρα- και πάλι όνομα και πράγμα. Ο Ηρακλής είναι ένας «άντρας με τα όλα του», όπως και ο πρωτότοκος γιος του, ο Σούλης. Πρωταρχικό μέλημα και των δύο είναι να δηλώνουν διαρκώς με όλους τους τρόπους την ανδρική τους υπόσταση, τόσο με το... «γαμήσι», όσο και με τη μυϊκή τους δύναμη-ο Ηρακλής, εξάλλου, είναι ο επίσημος παλαιστής της πόλης στα θερινά πανηγύρια της Ροδόσταμης, αφήστε που σηκώνει μονάχος του τον Επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή. Ο μικρός της οικογένειας, έξι μόλις ετών, ο Χαράλαμπος-ή αλλιώς Σους διότι όλο του λένε να σωπάσει ως ο μικρότερος που είναι- δεν έχει λόγο πουθενά, αγαπάει όμως πολύ τις γάτες-εξ’ ου και η γάτα του η Ελεεινή.  

Το καρέ των κινηματογραφικών πρωταγωνιστών συμπληρώνουν οι γυναίκες της οικογένειας: η μαμά Κατίνα, η οποία ξενοδουλεύει σε σπίτια για να συμπληρώσει το εισόδημα που αποσπά ο Ηρακλής ως εργαζόμενος στο δημόσιο. Πρόκειται για μία γυναίκα ταλαιπωρημένη-όπως και όλες άλλωστε οι γυναίκες της γενιάς και της εποχής της- η οποία θα αποτελέσει και κομβικό πρόσωπο, εν τέλει, για την εξέλιξη της υπόθεσης του βιβλίου. Οι δύο αδελφές, η μεγαλύτερη ασχημούλα, μα πανέξυπνη, Φιλοθέη και η μικρότερη πανέμορφη, μα χαζοβιόλα, Μαγιοπούλα, συμπληρώνουν το καστ. Οι δυο τους εμφορούνται από το άπιαστο όνειρο της φυγής του στην Αθήνα, η οποία πρέπει να ομοίαζε σαν το Παρίσι στα μάτια των επαρχιωτών της εποχής, τότε που η ζωή στην πρωτεύουσα είχε μεγάλη διαφορά σε σχέση με την ελληνική επαρχία.

Τα ονόματά τους δεν είναι, φυσικά, τυχαία: το ένα  μας θυμίζει την Αθήνα και το άλλο το γνωστό τραγούδι του Θεοδωράκη «Μαργαρίτα, Μαγιοπούλα». Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού στο μυθιστόρημα είναι όλα τόσο προσεκτικά διαλεγμένα έτσι ώστε να θυμίζουν τη δεκαετία του 1950-υπενθυμίζω ότι το τραγούδι αυτό γράφτηκε το 1956, οπότε θα ακουγόταν στα ραδιόφωνα της εποχής το 1959-1960, τότε που διαδραματίζεται η υπόθεση του μυθιστορήματος. Το 1959, επίσης, είναι η χρονιά που βγήκε η περίφημη ελληνική ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο».

Και να ’ταν μόνο αυτά; Το τραγούδι Μάμπο 17-23 του Μαρίνο Μαρίνι. Τα τραγούδια της Μαριάννας Χατζοπούλου στα τρανζίστορ της εποχής. Το άπιαστο όνειρο της αστικής ζωής για όλους τους επαρχιώτες και η επιδίωξη της φυγής από τη φτώχεια της επαρχίας. Τα ήθη και τα έθιμα του χριστιανικού εορτολογίου: πανηγύρια προφήτη Ηλία, γιορτή Δεκαπενταύγουστου, 28η Οκτωβρίου, σφάξιμο χοίρου τα Χριστούγεννα, πασχαλινά έθιμα. Η βία στις οικογένειες τότε και η αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία των ανδρών. Όλα τα παραπάνω θα μας φέρουν στον νου την Ελλάδα του 1959-1960.

Ένα μυθιστόρημα, λοιπόν, που είναι σαν παλιά ελληνική ταινία με τον Κωνσταντάρα, τον Βέγγο και τη Βουγιουκλάκη… Ένα μυθιστόρημα με χαρακτήρες «τραβηγμένους» από τα μαλλιά στην απεικόνισή τους, υπερβολικούς και αστείους…

Με αφήγηση γεμάτη φλέγμα και σαρκασμό για την ελληνική κοινωνία της επαρχίας στα μεταπολεμικά χρόνια της Ελλάδος...

Με άφθονο χιούμορ και σκληρή, ωμή και ρεαλιστική γλώσσα που ο συγγραφέας δεν διστάζει να κάνει ως και βωμολοχική κάποιες φορές, δίχως, όμως, να γίνεται ποτέ χυδαία…

Με έντονη διάθεση σάτιρας για τα συντηρητικά ήθη της εποχής…

Με ευφάνταστα ονόματα για τους χαρακτήρες, προσεκτικά διαλεγμένα από τον συγγραφέα, που δίνουν έναν τόνο υπερρεαλισμού  στο, κατά τα άλλα, νατουραλιστικό πόνημά του…

Με εντελώς ξεκάθαρες καρικατούρες χαρακτήρων, οι οποίες προϋποθέτουν μπόλικη φαντασία στη δημιουργία τους…

Με αφήγηση που ρέει σαν λαϊκό παραμύθι…

Με εκπληκτικά σκίτσα στο τέλος του βιβλίου-μία μεγάλη πρωτοτυπία-που απεικονίζουν τους ήρωες του βιβλίου δια χειρός του ίδιου του συγγραφέα…

Ένα μυθιστόρημα για το δικαίωμα που έχει κανείς να ελπίζει σε μια καλύτερη ζωή…

Γιάννης Νικολόπουλος, Οι φωνές των βράχων, διηγήματα, εκδ. Βεργίνα

 

            Ο Γιάννης Νικολόπουλος εκ του Πύργου της Ηλείας σπούδασε και εργάζεται ως δημοσιογράφος για πολλά χρόνια. Είναι εκδότης της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Παρατηρητής», αλλά και του Φιλολογικού Περιοδικού «ΝΟΥΜΑΣ», μεταξύ άλλων. Είναι επίσης μέλος της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών και άλλων σχετικών με τον χώρο του βιβλίου και της Λογοτεχνίας Συλλόγων. Έχει εκδώσει ως τώρα πέντε συλλογές ποιημάτων (Μοναξιά, Ώρες-Αγάπης, Δοξαστικό, Ποιήματα και Ποίηση της Μοναξιάς και της Αγάπης), μία μελέτη (Θρησκεία η καταφυγή του Ανθρώπου) και μία νουβέλα (Το Σιωπηλό Αστέρι). Το βιβλίο με τίτλο «Οι φωνές των βράχων» είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων που εκδίδει.

            Πρόκειται για διηγήματα που ακροβατούν ανάμεσα στον υπερρεαλισμό και τον νατουραλισμό, χρωματισμένο με έντονες πινελιές μαγικού ρεαλισμού. Στη συλλογή μπορεί να διακρίνει κανείς τη μεγάλη αγάπη του συγγραφέα για τη φύση. Αυτή δεν αποτελεί κύρια θεματική κάποιων διηγημάτων, αλλά διαφαίνεται πολλές φορές μέσα από την αφήγηση. Η κύρια θεματική των διηγημάτων αφορά τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου με τον τρόπο ζωής που διάγει, τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του, τους λόγους που τον οδηγούν καμία φορά στην αυτοχειρία και, δευτερευόντως, σε ορισμένα μόνο διηγήματα, ο πανταχού παρών έρως.

            Τα διηγήματα συχνά έχουν απότομο τέλος και οπωσδήποτε αναπάντεχο-κάποιος θα χαρακτήριζε το τέλος των περισσότερων από αυτά ως «κουφό» με πιο λαϊκή, ίσως, ορολογία. Υπάρχει, όμως, πάντοτε μία πρωτοτυπία στον τρόπο χειρισμού της θεματολογίας με αποκορύφωμα τα δύο διηγήματα όπου γίνεται προσωποποίηση των δέντρων και των βράχων με πολύ επιτυχημένο τρόπο, μέσα σε διηγήματα στα οποία πρωταγωνιστούν, όπως σε όλα, και άνθρωποι. Τα δεκαεπτά διηγήματα του τόμου είναι σύντομα και ευκολοδιάβαστα, ενώ η γλώσσα τους είναι λυρική χρωματισμένη με φιλοσοφική διάθεση και σκόρπιες λόγιες λέξεις.

«Στην πόλη τους τα πράγματα ήσαν αμετάθετα. Η ίδια σύνθεση, η ίδια στάση, η ίδια διάθεση. Το κλίμα των κινουμένων σχεδίων, της ακαμψίας των αισθημάτων, της κοινωνίας της επιφάνειας. Ούτε μία καλημέρα, ούτε ένα αληθινό χαμόγελο για τους άλλους, για τον διπλανό, ούτε ένας χαιρετισμός με γνησιότητα στο γνώριμο, στο φίλο, στον συγγενή. Ένας κόσμος φιλύποπτος, ιδιοτελής και φαρισαϊκός σε όλα, διαβιούσε όπως διαβιούσε ένα πλήθος-αγέλη, που έβρισκε την ύπαρξή του στα μεγάλα ποδοσφαιρικά γήπεδα, στις σκοτεινές αίθουσες των βραδινών κέντρων της αλλοτριωμένης αγαλλίασης και των άγνωστων ενστίκτων…{…}Ένας γυάλινος κόσμος, ψυχρός και ισοπεδωμένος κόσμος, που πνίγεται στη λανθάνουσα μοναξιά, στη λανθάνουσα κατάσταση ζωής, στη λανθάνουσα τραγικότητα των φαινομένων…».

Το πρώτο αυτό διήγημα μας μιλάει για τον γυάλινο κόσμο μέσα στον οποίο είμαστε όλοι κλεισμένοι σήμερα, μένοντας στις απρόσωπες μεγαλουπόλεις, όπου πολλές φορές, ούτε οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας δεν γνωρίζονται… Εν συνεχεία εξετάζονται οι πληγές του πολέμου που δεν κλείνουν ποτέ σε έναν παλαίμαχο. Το επόμενο διήγημα περιγράφει με χιούμορ τι θα συνέβαινε εάν κάποιος επέστρεφε στη γη μετά από τον θάνατό του. Μία μοναχική πορεία που καταλήγει στο χάος, ένα θύμα που όσο σκέφτεται ότι όλα θα πάνε στραβά τόσο αυτά πηγαίνουν και ένα αμφίσημο διήγημα που σε αφήνει με την αίσθηση του μετέωρου ακολουθούν. «Οι φωνές  των βράχων», το διήγημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή μας λέει τι θα έλεγαν οι βράχοι αν μιλούσαν- όπως και τα δέντρα σε ένα άλλο ερωτικό διήγημα παρακάτω. Σε επόμενο διήγημα πρωταγωνιστεί ένας αχθοφόρος, μόνο που δεν ξέρουμε το είναι, τρελός, άρρωστος ή ένοχος; Και πώς γίνεται άραγε η οδός Λασκάρεως 40 να συνδέεται με κατάθλιψη σαράντα χρόνων; Το επόμενο διήγημα μας αφηγείται μια τρυφερή χειρονομία, μια εγκατάλειψη, προτού ο συγγραφέας επιδοθεί στη συγγραφή κάποιων ερωτικών διηγημάτων, το πιο ερωτικό από όλα αυτό με τον τίτλο «Η δίψα της ζωής». Πώς μία ενδοσκόπηση μπορεί να καταλήξει σε αυτοκτονία; Και ποιες είναι οι τελευταίες σκέψεις κάποιου ενώ περιμένει το τρένο; Το τελευταία διήγημα του βιβλίου μας μιλάει για το νόημα των Χριστουγέννων και είναι από τα ωραιότερα του βιβλίου.

Εν συνόλω, λόγος και ήρωες σε αγαστή συζυγία στη συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Νικολόπουλου.

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025

Georgie Tilney, Βιβλιοπωλείο στον παράδεισο, εκδ. Μεταίχμιο

 


download (1).jpg

 

Μα υπάρχουν βιβλιοπωλεία στις παραλίες;

 

            Η αλήθεια είναι ότι η ανάλαφρη «feel good» λογοτεχνία έχει μεγάλη πέραση στις μέρες μας και ιδιαίτερα τις μέρες της θερινής ραστώνης και των καλοκαιρινών διακοπών. Αλήθεια είναι όμως επίσης ότι και πολλά από τα «feel good» βιβλία που εκδίδονται, αν και φαίνονται πολύ ελκυστικά, εντούτοις είναι κακομεταφρασμένα και, σε γενικές γραμμές, όχι τόσο αξιόλογα ώστε να χαρίσουμε τον χρόνο μας σε αυτά.

Μία αξιοσημείωτη εξαίρεση σε όλο αυτό, πάντως, αποτελεί το πόνημα της Τζόρτζι Τίλνι, μιας συγγραφέως από το Όκλαντ της πολύ μακρινής σε εμάς Νέας Ζηλανδίας η οποία ανήκε, ως τώρα, και στον χώρο του θεάματος, αφού έχει δουλέψει σε αυτόν ως ηθοποιός, διευθύντρια παραγωγής κτλ. Το «Βιβλιοπωλείο στον παράδεισο» δεν είναι το πρώτο βιβλίο που συγγράφει, αλλά το τρίτο, είναι όμως το πρώτο της που εκδίδεται στην ελληνική γλώσσα στην εξαιρετική μετάφραση της Σοφίας Τάπα. Το βιβλίο είναι αξιοπρόσεκτο από άποψη θεματικής, αφού αυτή είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη.

Προσωπικά, δεν έχω επισκεφθεί το Μπαλί και δεν ξέρω πως είναι, αλλά δεν πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσε εκεί να υπάρχει βιβλιοπωλείο σε παραλία! Προφανώς μας φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι θα μπορούσε ένα τόσο εξωτικό μέρος, με ινδουιστικούς ναούς και υπέροχες παραλίες να έχει και βιβλιοπωλείο, αλλά αυτό συμβαίνει πράγματι, τουλάχιστον στο βιβλίο της Τίνλι!

Αν, λοιπόν, κάποιος μας προσέφερε μία τρίμηνη δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο σε ένα τέτοιο εξωτικός μέρος, εμείς θα αρνιόμασταν; Όχι φυσικά! Το ίδιο έκανε και η Κλερ, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου. Μία κοπέλα που δεν έχει βρει ακόμη με τι θέλει να ασχοληθεί στη ζωή της. Όταν καταφτάνει, όμως, στο Μπαλί, θα ανακαλύψει ότι ούτε στο σπίτι που θα μείνει θα είναι μόνη, ούτε στη δουλειά. Θα συγκατοικήσει και θα δουλέψει μαζί με τον Τζακ, έναν νεαρό εντελώς διαφορετικό στον χαρακτήρα και τις συνήθειες από εκείνη, ο οποίος, συν τοις άλλοις, έχει την επιπλέον την τάση να την ειρωνεύεται διαρκώς.  Παράλληλα,  η δουλειά στο βιβλιοπωλείο είναι εξαιρετικά πεσμένη και οι δύο υπάλληλοι θα κάνουν τα πάντα για να το σώσουν. Στην πορεία η συνεργασία τους θα γίνει πιο στενή και η σχέση τους ακόμη περισσότερο, φτάνοντας στο σημείο να ερωτευτούν ο ένας τον άλλον.

Τετριμμένο θέμα, θα μπορούσε να πει ίσως κάποιος, δύο άσπονδοι, αρχικά, εχθροί να καταλήγουν στα δίχτυα του έρωτα. Η Τίνλι, όμως, χειρίζεται πολύ προσεκτικά το θέμα της, προσθέτοντας κι άλλες παραμέτρους στη φαινομενικά απλή ιστορία της.

Στα συν του βιβλίου συγκαταλέγεται ο γρήγορος ρυθμός του, οι άφθονοι ολοζώντανοι διάλογοι και η καλή μετάφραση που διατηρεί όμορφα τη ροή του αρχικού κειμένου. Επιπροσθέτως, υπάρχει ένας διάχυτος ερωτισμός στην ατμόσφαιρα όταν συνυπάρχουν ο Τζακ με την Κλερ στις σκηνές του βιβλίου, μαζί με το εξωτικό στοιχείο που είναι αναπόφευκτο όταν μιλάμε για ένα βιβλίο με υπόθεση που διαδραματίζεται σε ένα τροπικό μέρος. Η αφήγηση περιλαμβάνει πολλές αναδρομές και αφιερώνει εξίσου πολύ χρόνο στην εξιστόρηση των συναισθημάτων και των σκέψεων της πρωταγωνίστριας Κλερ, από την πλευρά της οποίας αφηγείται και βλέπει τα πράγματα η συγγραφέας. Η υπόθεση περιέχει αρκετή αγωνία και ανατροπές και θα καταλήξει ευχάριστα για τους ήρωες που προέρχονται από τόσο διαφορετικούς κόσμους. Η Κλερ είναι γλυκιά, αυθόρμητη, παρορμητική και εξωστρεφής, ενώ ο Τζακ, στον αντίποδα, σοβαρός, αγέλαστος, εσωστρεφής και υπεύθυνος.

Εν κατακλείδι πρόκειται για ένα ανάγνωσμα κατάλληλο για τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού που σταδιακά μας αποχαιρετά…


Γρηγόρης Ε. Παντελόγλου, Η μαθητεία των προέδρων, εκδ. Οσελότος

 



 

Ένα βιβλίο, ένα μυθιστόρημα διαπλεκόμενων, που απεικονίζει παραστατικότατα τις  διαμάχες και τα τερτίπια της εξουσίας στη χώρα μας γράφει ο Γρηγόρης Ε. Παντελόγλου, γεννημένος στη Σάμο το 1963 με τίτλο «Η μαθητεία των Προέδρων».

Ο Παντελόγλου είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης και έχει γράψει το ιστορικό βιβλίο «Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Κατοχή και στον Εμφύλιο-Οι παραμορφωτικές συλλογικές συνειδήσεις της κοινωνικής μας ιστορίας στη δεκαετία του 1940». Έχει συγγράψει επίσης ένα λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο «Ζήσε ΤΩΡΑ! Γλυκό μου… ΡΕ!». Το μυθιστόρημά του «Η μαθητεία των Προέδρων» αποτελεί τη δεύτερη λογοτεχνική του προσπάθεια.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που κοιτάζει πίσω από τις κουρτίνες των μεγάλων οργανισμών, των Υπουργείων και όλων των θεσμών της Δημόσιας Διοίκησης, μία κραυγή αποδοκιμασίας στον τρόπο που λειτουργεί το σύγχρονο κράτος στην Ελλάδα. Η διαφθορά, η ανοργανωσιά και όλα τα κωμικοτραγικά της ελληνικής διοίκησης παρουσιάζονται-και καταγγέλλονται εμμέσως σε όλο τους το μεγαλείο. Ο αληθινός πρωταγωνιστής του βιβλίου δεν είναι άλλος από τον περίφημο «Οργανισμό», τον οποίο δημιουργεί ο συγγραφέας μέσα σε ένα κλίμα μαγικού ρεαλισμού. Ας δούμε, όμως, τι ακριβώς είναι ο «Οργανισμός εναλλασσόμενης κομματικής βιοποικιλότητας και μαθητείας κομματικών και συμπαθούντων στελεχών» αυτός:

«Ο Οργανισμός, ως δημιούργημα του κομματικού κράτους, αποτελούσε έναν μόνιμο θρόνο για την ενθρόνιση- με τάξη παρόμοια της εκκλησιαστικής- των κομματικών στελεχών του. Σαν μορφή κληρονομικού κομματικού αξιώματος που λαμβάνεται δικαιωματικά και με σκοπό την απόκτηση εμπειρίας, που θα τη μετέφεραν «ανδρωμένοι», στη συνέχεια, στα υπόλοιπα πόστα διαχείρισης της εξουσίας».

Μία κάποια ασάφεια, επομένως μπορεί να θεωρείται δεδομένη, όπως και η απλή σκιαγράφηση-και όχι η εμβάθυνση- των χαρακτήρων- όχι όμως και η διάχυτη ειρωνεία και σατυρική διάθεση στο κείμενο. Αυτή η τάση αποτυπώνεται και στα ονόματα, όπως σε αυτό του νέου Προέδρου του Οργανισμού, του κυρίου Λάζαρου Νυσταζόπουλου-εύλογοι οι συνειρμοί για τον νέο Πρόεδρο που θα μας φέρουν στον νου την κλασική, πλέον, ταινία του «Μαυρογιαλούρου» με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.

Ουσιαστικά υπόθεση με κανονική ροή και αξιοσημείωτα συμβάντα δεν υπάρχει στο βιβλίο. Ο συγγραφέας παρακολουθεί απλώς τις πράξεις, τα μαλλιοτραβήγματα, τις δολοπλοκίες και τα «χτυπήματα κάτω από τη ζώνη» των ανθρώπων του Οργανισμού-και κατ’ επέκταση για μας, της εξουσίας.

Ο συγγραφέας δεν συμπαθεί τους ήρωές του. Η αποδοκιμασία του για αυτούς εκφράζεται διαρκώς μέσα από τα πεπραγμένα που τους βάζει να εκτελούν και μέσα από τις ατάκες που βάζει ο ίδιος στο στόμα τους. Η σκληρότητα χαρακτηρίζει την πένα του και μία ωμή ρεαλιστική απεικόνιση των πράξεων όλων αυτών των υποτιθέμενα χαρισματικών Προέδρων, μέσα σε ένα λογοτεχνικό κλίμα, όμως, μαγικού ρεαλισμού. Διότι, φυσικά, όλα αυτά που περιγράφει ο Παντελόγλου μπορεί να μην υπάρχουν κατ’ αληθινή αντιστοιχία στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά εύκολα κάποιος θα σκεφθεί πολλούς παρόμοιους οργανισμούς στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

«Ο ηγέτης χρειάζεται να έχει υπομονή, ανεκτικότητα, ν’ αναλύει τα δεδομένα και να ερευνά τη λεπτομέρεια του έργου του. Να μην ασκεί μόνο αρνητική κριτική που φέρνει έριδες και αρνητική διάθεση». Έτσι πρέπει να είναι ο ηγέτης, σύμφωνα με τον συγγραφέα, αλλά και με τους διεφθαρμένους εργαζόμενους του Οργανισμού, που προσπαθούν να κατατοπίσουν τον νέο Πρόεδρο στα καθήκοντά του.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα πολιτικό λιβελλογράφημα που απεικονίζει με σαφήνεια τις παθογένειες του σύγχρονου πολιτικού συστήματος στη χώρα μας.

Τρίτη 19 Αυγούστου 2025

Katja Hoyer, Πέρα από το τείχος, Ανατολική Γερμανία 1949-1990, εκδ. Παπαδόπουλος

 



 

Όλοι γνωρίζουμε πάνω κάτω πως ήταν η ζωή στο πρώην Ανατολικό μπλοκ, πόσα πράγματα ξέρουμε, όμως, ειδικά για τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία; Σίγουρα υπάρχει μία τάση να μην λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς το καθεστώς της καταπίεσης, της παρακολούθησης και της μυστικότητας που επικρατούσε στα κράτη αυτά. Σήμερα, όμως, που η Ανατολική Γερμανία έχει πλέον ενσωματωθεί στο κορμό μίας ενιαίας και ομόσπονδης Γερμανίας ίσως είναι ώρα πια να πούμε τα πράγματα ακριβώς με το όνομά τους. Εξάλλου πολλοί πρώην Ανατολικογερμανοί μεγάλωσαν εκεί, με το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από αυτά να είναι η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ.

Έτσι λοιπόν, μία πλήρης, αναλυτική και εμβριθής μελέτη από την έγκυρη Γερμανοβρετανίδα ιστορικό  Katja Hoye, όπως η παρούσα με τίτλο «Πέρα από το τείχος, Ανατολική Γερμανία 1949-1990» είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη σε κάθε έναν που θέλει να γνωρίσει όλες τις πτυχές της ζωής εκεί από πρώτο χέρι. Η αλήθεια είναι ότι κάθε άλλο παρά όλα ήταν ρόδινα στην πρώην Ανατολική Γερμανία:

«…υπήρχε καταπίεση και βαναυσότητα, αλλά υπήρχαν και ευκαιρίες και το αίσθημα ότι ανήκεις κάπου. Οι περισσότερες ανατολικογερμανικές κοινότητες τα βίωσαν όλα. Κοντά στα δάκρυα και την οργή υπήρχαν γέλια και υπερηφάνεια. Οι πολίτες της ΛΔΓ (Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας) ζούσαν, αγαπούσαν, εργάζονταν και γερνούσαν. Πήγαιναν διακοπές, έλεγαν αστεία για τους πολιτικούς τους και μεγάλωναν τα παιδιά τους. Η ιστορία τους αξίζει τη δική τους θέση στο γερμανικό αφήγημα. Είναι ώρα να ρίξουμε μία σοβαρή ματιά στην άλλη Γερμανία, πέρα από το τείχος», το περίφημο τείχος του Βερολίνου που ανεγέρθηκε το 1961. Διότι, πράγματι, πέρα από τις στυγνές παρακολουθήσεις της Στάζι και την λογοκρισία στην ΛΔΓ υπήρχαν και καλές στιγμές εκεί, όπως μία οργανωμένη και στρωμένη ζωή μακριά από τη φτώχεια- αλλά και τον πλούτο για τους περισσότερους- και με πολλές παροχές στους τομείς της εκπαίδευσης, του αθλητισμού, της εργασίας και της υγείας, όπως ίσχυε, δηλαδή, σε όλα τα σοσιαλιστικά κράτη.

Η συγγραφέας χωρίζει την ιστορία της ΛΔΓ σε δέκα σύντομα σχετικά κεφάλαια. Μετά από τον κατατοπιστικό πρόλογο, η ιστορία της χωρίζεται ανάλογα με της περιόδους της ιστορίας του εικοστού αιώνα, δηλαδή του Μεσοπολέμου, του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και, κυρίως, του Ψυχρού πολέμου.

Στο πρώτο κεφάλαιο, επομένως, η συγγραφέας εξετάζει και παρουσιάζει τη γεωπολιτική κατάσταση που οδήγησε στη δημιουργία της ΛΔΓ και στο δεύτερο κεφάλαιο τις  ακριβείς συνθήκες ίδρυσής της μέσα από τα ερείπια της ταλαιπωρημένης Ευρώπης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ως το 1953, οπότε και πέθανε ο Στάλιν, μπορούμε να πούμε ότι συντελείται η δημιουργία του κρατικού μορφώματος της ΛΔΓ πάνω στη σοβιετική ζώνη κατοχής. Εν συνεχεία-όπως μας λέει η συγγραφέας στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου της-οικοδομείται ο σοσιαλισμός. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζει όλες τις παραμέτρους δημιουργίας του κράτους ως το 1961, μία ημερομηνία-τομή στην ιστορία του Ψυχρού πολέμου, οπότε και ανεγέρθηκε το περίφημο Τείχος του Βερολίνου. Εν συνεχεία, η συγγραφέας αναπτύσσει την ιστορία του κράτους της ΛΔΓ σε άλλα τέσσερα κεφάλαια, φτάνοντας ως το 1981, ως τη δεκαετία του 1980 δηλαδή, οπότε και είχε γίνει πλέον ολοφάνερο ότι θα κατέρρεε ο σοσιαλισμός όχι μονάχα στην Ανατολική Γερμανία αλλά σε όλο το σοβιετικό μπλοκ.

Ο πρώτος ηγέτης της ΛΔΓ ήταν ο Βάλτερ Έρνστ Πάουλ Ούλμπριχτ που οδήγησε το τιμόνι του νεοσύστατου κράτους από το 1951 ως το 1971, προτού το παραδώσει στον Έριχ Χόνεκερ, ο οποίος ηγήθηκε του κράτους μέχρι την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το 1989.

Η Katja Hoyer περιγράφει με λεπτομέρειες τις προσπάθειες του κράτους να ιδρύσει κάποια υποτυπώδη έστω βιομηχανία ξεπερνώντας τις δυσκολίες της έλλειψης ενέργειας, μίας δυσκολίας η οποία ταλάνιζε το κράτος από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του, την καθημερινή ζωή των πολιτών στο κράτος, τις απεχθείς τακτικές της Στάζι, της μυστικής αστυνομίας, και τη λογοκρισία, την προώθηση του αθλητικού ιδεώδους, τις αυθόρμητες απεργιακές κινητοποιήσεις που ξέσπασαν μετά από τον θάνατο του Στάλιν, τις διώξεις όσων εχθρεύονταν τον κομμουνισμό, αλλά και τη σταδιακή βελτίωση της ζωής μετά τη δεκαετία του 1970 και τον εμφανή «εκδυτικισμό», καθώς και τους τριγμούς που οδήγησαν τη δεκαετία του 1980 στην πτώση του καθεστώτος.

Τέλος, εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι μέσα σε όλα αυτά υπάρχει η εξιστόρηση διαφόρων επεισοδίων της ιστορίας του Ανατολικού Μπλοκ άγνωστα στον μέσο αναγνώστη, όπως π.χ. την υπόθεση Μπρούσεβιτς ή την κρίση του καφέ το 1977.

Εν συνόλω, πρόκειται για ένα αξιοσημείωτο έργο που δεν αφήνει καμία πτυχή της ιστορίας της συγκεκριμένης περιόδου που να μην την εξιστορεί και το οποίο αξίζει να κοσμεί τη βιβλιοθήκη κάθε Έλληνα φιλίστορα και ιστορικού.


Δευτέρα 18 Αυγούστου 2025

Gustavo Rodriguez, Και οι 7 ήταν υπέροχοι, εκδ. Κλειδάριθμος


 

Για την τρίτη ηλικία

 

            Πώς θα είμαστε στα εβδομήντα μας; Ποιος από εμάς τους… «μικρούς» μπορεί να φανταστεί με ειλικρίνεια τον εαυτό του στη τρίτη ηλικία, στα εβδομήντα, στα ογδόντα, αδύναμο, ανήμπορο και πιθανότατα άρρωστο, δίχως να έχει πολλά χρόνια ζωής μπροστά του. Τι σκέψεις θα κάνουμε, άραγε, τότε; Η ζωή μας θα είναι προβλέψιμη, μία μονότονη αναπόληση των περασμένων μεγαλείων της νιότης μα ή θα σφύζουμε ακόμη από όρεξη για ζωή; Και ο θάνατος; Πώς θα είναι το περιβόητο τέλος; Πόσο δύσκολος θα είναι οα αποχωρισμός από τα αγαπημένα μας πρόσωπα; Θα μας χτυπήσει το Αλτσχάιμερ; Πώς νιώθουν όσοι πάσχουν από κάποιο ανίατο νόσημα; Και, τέλος, τι θα απογίνουν τα πράγματά μας όταν πεθάνουμε;

            Με τέτοιου είδους υπαρξιακά ερωτήματα έρχεται αντιμέτωπος ο αναγνώστης, αλλά και ο συγγραφέας Γουστάβο Ροδρίγες από το Περού στο μυθιστόρημά του με τίτλο-στην ελληνική μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου «Και οι επτά ήταν υπέροχοι». Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα στο οποίο πρωταγωνιστούν όχι μόνο ηλικιωμένοι χαρακτήρες, αλλά και δράσεις, σκέψεις και η καθημερινότητα των ηλικιωμένων. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού η δράση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται κυρίως σε ένα γηροκομείο της Λίμας, της πρωτεύουσας του Περού.

«Η Εουφράσια απολάμβανε να διασχίζει αυτή τη φαρδιά λεωφόρο. Ανέδιδε έναν αέρα ανεπτυγμένης χώρας. Μια λωρίδα αποκλειστικά για τη δημόσια συγκοινωνία, μία για τους ποδηλάτες, βαμμένη κόκκινη, πεζοδρόμια με ανάγλυφα πλακάκια για τους τυφλούς, ράμπες για τα αναπηρικά αμαξίδια, ακόμα και γκρίνγκο στις καφετέριες. {…}Γύρω της οι κάτοικοι της Λίμα κυκλοφορούσαν με κασκόλ και χοντρά παπούτσια, ενώ κάποιοι τουρίστες-από αρκτικά κλίματα κυρίως-φορούσαν ελαφριά σακάκια, ακόμα και πέδιλα».

Οπωσδήποτε ο αναγνώστης θα ξαφνιαστεί με την παραπάνω περιγραφή της Λίμα, που θα θυμίσει ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Μελετώντας, εξάλλου, και τους χαρακτήρες που περιέχονται στο βιβλίο, ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι οι διαφορές Λατινικής Αμερικής και Ευρώπης ίσως δεν είναι τόσο μεγάλες τελικά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων όταν πλησιάζουν στον θάνατο.

Η Εουφράσια, επομένως, είναι η φροντίστρια σε κέντρο ηλικιωμένων στη Λίμα του Περού και η πρωταγωνίστρια του βιβλίου. Η Εουφράσια έχει μία αδελφή νοσηλεύτρια, αλλά  και έναν γιο, τον Νίκο, τον οποίο μεγαλώνει μονάχα με τη βοήθεια της αδελφής της.  Η Εουφράσια αναπτύσσει πολύ ισχυρό δεσμό με την δόνια Κάρμεν, μία πολύ ιδιαίτερη ηλικιωμένη, αλλά και με τον γιατρό Δόκτορα Χάρισον. Όχι όμως μόνο με αυτούς, αλλά και με άλλους επτά  πολύ ιδιαίτερους και ξεχωριστούς ηλικιωμένους που ακόμη μιλούν για ποίηση και ακούν ροκ και τζαζ μουσική, ακόμα και το περίφημο mamama mia των abba. Τα παιχνίδια που παίζουν μεταξύ τους τους κάνουν να μοιάζουν με μικρά παιδιά… Με λίγα λόγια, η όρεξη για τη ζωή φαίνεται να μην τους εγκαταλείπει ποτέ παρά τα απαισιόδοξα μηνύματα που στέλνει το σώμα τους. Τελικά, όμως, σε ένα απρόσμενο φινάλε του βιβλίου, θα διαπιστώσουμε ότι δεν φεύγει πάντοτε ο πιο ηλικιωμένος πρώτος…

«Τι θα γινόταν η βιβλιοθήκη του σε λίγο; Πού θα κατέληγαν οι εγκυκλoπαίδειες, οι άτλαντες, οι πρώτες εκδόσεις, οι σπάνιες πραγματείες αλχημείας που είχε ξεκοκαλίσει με αυταπάρνηση μοναχού; Τι σημασία είχε στην τελική. Ποτέ του δεν είχε αποκτήσει κάτι έχοντας κατά νου τις επόμενες γενιές. Εφόσον αυτό που έχουμε δεν μας ανήκει, ποιο το νόημα να παραδώσουμε τη σκυτάλη της ιδιοκτησίας

 Με ένα συγκινητικό φινάλε και γρήγορο ρυθμό αφήγησης και δράσης, ο συγγραφέας θα μας διδάξει να ακολουθούμε τον δρόμο της καρδιάς μας, τον μόνο σωστό και τον μοναδικό που δεν κάνει ποτέ λάθος. Διδακτικό, επομένως, το μυθιστόρημα, όμως, δίχως έμφαση στην ηθικολογία, όσο και αν μπορούμε να κρατήσουμε συμβουλές από αυτό. Παράλληλα, ο συγγραφέας θα μας βάλει σε σκέψεις σχετικά με την τρίτη ηλικία, με τις δυσκολίες με τις οποίες οι ηλικιωμένοι έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά, αλλά και με την ευθραστότητα και κάθε ευάλωτη πτυχή που χαρακτηρίζει όλους ανεξαιρέτως τους ηλικιωμένους. Και όσο το προσδόκιμο της ζωής θα μεγαλώνει, τόσο περισσότερους ηλικιωμένους θα συναντάμε στις κοινωνίες μας, επομένως, τόσο πιο επίκαιρο καθίσταται το εν λόγω βιβλίο. Και η αλήθεια είναι ότι λίγοι συγγραφείς επέλεγαν να βάλουν ηλικιωμένους χαρακτήρες στα έργα τους, τουλάχιστον μέχρι τώρα.

Το βιβλίο περιέχει αρκετές κωμικοτραγικές σκηνές, δεν χαρακτηρίζεται, δηλαδή, αμιγώς ούτε ως δράμα, ούτε και ως κωμωδία. Πρόκειται εν πολλοίς για ιλαροτραγωδία. Να σημειώσουμε εδώ, τέλος, ότι το βιβλίο βραβεύτηκε με το 260 Βραβείο Μυθιστορήματος Alfaguara το έτος 2023.

Elle Cosimano, Η Φίνλεϊ Ντόνοβαν τζογάρει, εκδ. Μίνωας

    Οι αστείες περιπέτειες μιας μαμάς-ντετέκτιβ               Οπωσδήποτε, όταν είχαμε γνωρίσει για πρώτη φορά την εξαιρετικά αστεία ...